Όταν χορεύουν οι λέξεις

Πήγα στη μικρή σκηνή του «Αθήναιον» να δω τον «Νικόλαο Μάντζαρο» εντελώς απροετοίμαστος.

Σάββας Πατσαλίδης
όταν-χορεύουν-οι-λέξεις-305931
Σάββας Πατσαλίδης

Πήγα στη μικρή σκηνή του «Αθήναιον» να δω τον «Νικόλαο Μάντζαρο» εντελώς απροετοίμαστος. Το κάνω συχνά αυτό με έργα που δεν γνωρίζω. Μου αρέσει ν’ αφήνω την παράσταση να με ξαφνιάσει, χωρίς να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου λογής-λογής εικόνες και ιδέες από τις πληροφορίες που συσσώρευσα πριν πάω. Νιώθω πως έτσι δικαιώνω πιο πολύ το ίδιο τον σκηνοθέτη και τους συνεργάτες του, αφού τους δίνω όλο τον χώρο και τον χρόνο να μου γνωρίσουν το έργο και να με πείσουν για τις επιλογές τους. Με δυο λόγια, δεν το «σκηνοθετώ», πράγμα που συνήθως κάνουμε όταν είμαστε πολύ καλά προετοιμασμένοι, και έτοιμοι να (κατά)κρίνουμε ή να ελέγξουμε τα πάντα.

Γνώριζα μόνο ότι ο μονόλογος ήταν ενταγμένος σ’ ένα ευρύτερο πρότζεκτ επτά μονολόγων, όπου επτά γυναίκες μιλούν για τα παιδιά τους, κάθε ένα από τα οποία άφησε τα αποτυπώματά του στο σώμα της ελληνικής ιστορίας (Καβάφης, Μάντζαρος, Σολωμός Συγγρός, Μακρυγιάννης, Ψυχάρης, Μέγας Αλέξανδρος), με τον γενικό τίτλο  «Ο γιος μου», σε παραγωγή του θεάτρου Vault.

Όπως γνώριζα επίσης και τους συντελεστές και κάποια βασικά πράγματα για τη ζωή του Νικολάου Μάντζαρου στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα, όταν ακόμη η Ελλάδα ήταν μια άλλη χώρα, όταν ακόμη στο σύνολο των Επτανήσων εναλλάσσονταν οι κατακτητές, τη μια Άγγλοι, την άλλη Γάλλοι, Ρώσοι, πριν τελικά έρθει η πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα τα έμαθα μέσα σε εβδομήντα λεπτά, όσο κράτησε η μοναχική δοκιμασία της Χρύσας Σπηλιώτη στη δεύτερη σκηνή του Αθήναιον.

Νικόλαος Μάντζαρος

Ο Μάντζαρος, το τρίτο παιδί μιας αριστοκρατικής οικογένειας του Libro D’ Oro, με πατέρα δικηγόρο (και κατά βάση απόντα από τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού) και με μητέρα ποιήτρια και μουσικό που τόλμησε να γυρίσει την πλάτη στα στερεότυπα της υποτακτικής γυναίκας της εποχής της, που αψήφησε  το ελεγκτικό και συχνά τυραννικό στυλ του συζύγου της Γιάκωβου και, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες, πήρε επάνω της την ευθύνη της ανατροφής του γιου της.

Απ’ αυτήν τη δυνατή γυναίκα ο Νικόλαος έμαθε ν’ αγαπά τη μουσική, τη δημοκρατία, την ελευθερία. Κάποια  στιγμή  γνωρίζεται με τον Διονύσιο Σολωμό, για τον οποίο θα γράψει τη μουσική για τον «Ύμνον εις την Ελευθερία», η πρώτη στροφή του οποίου θα καθιερωθεί ως ο Εθνικός Ύμνος της χώρας μας.

Η Σπηλιώτη, ως συγγραφέας, κλήθηκε να φανταστεί τον ήρωά της μέσα από τα μάτια αυτής της μάνας. Το αποτέλεσμα ήταν ο μονόλογος που είδαμε. Ο μονόλογος μιας μάνας για μια προσωπικότητα φωτεινή σε μια εποχή σκοτεινή, για μια προσωπικότητα με ξεκάθαρες απόψεις, με  θέληση και όραμα.

Και μιας και μιλάμε για μονόλογο, ένα θεατρικό είδος ευρέως διαδεδομένο αλλά και ιδιαίτερο, επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια παραπάνω πριν περάσω στην παράσταση.

Περί μονολόγου

Ο μονόλογος είναι η πιο σκληρή δοκιμασία για έναν ηθοποιό, αφού καλείται να αντιμετωπίσει τα πάντα μόνος του χωρίς κάποια κάλυψη. Ο μονόλογος είναι μια μορφή δημόσιας έκθεσης χωρίς δίκτυ ασφαλείας. Ένα tour de force που απαιτεί αυτοπεποίθηση, ετοιμότητα, πλαστικότητα στις εναλλαγές διαθέσεων, θέσεων, προσωπείων.

Ο θεατρικός μονόλογος γενικά δεν είναι δεδομένο της ανθρώπινης μοναχικότητας, όπως λανθασμένα διατείνονται πολλοί, αλλά μια μορφή γλωσσικής ατομικότητας. Το πρόσωπο που μονολογεί δημιουργεί μορφές αφηγηματικής ρευστότητας που επιτρέπουν στη δραματική ιστορία να υπερβαίνει τα φυσικά όρια του σκηνικού χωρόχρονου και να διαπλατύνει τους όποιους ορίζοντές της, θεματικούς, γεωγραφικούς, χαρακτηρολογικούς, ιστορικούς.

Ο μονόλογος μεταμορφώνει το ομιλούν πρόσωπο σε “οπερατέρ ” της ίδιας της γραφής. Εκεί που πιο παλιά η γραφή τεχνηέντως κρυβόταν συνήθως πίσω από τη φωνή του δημιουργού/χαρακτήρα, τώρα γίνεται το περιβάλλον της παράστασης, ο λόγος και το θέμα της παράστασης, η προμετωπίδα της, με πολύ σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνο στην εξέλιξη των δρωμένων, αλλά και στον τρόπο που παρουσιάζεται ο χαρακτήρας, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση παίρνει τη μορφή μιας “εντύπωσης” ή μιας εγγραφής.

Ο μονόλογος είναι το όχημα της μεταμόρφωσης του “Εγώ” σε άπειρα “Εγώ”. Γι’ αυτό και καθόλου δεν τον αγάπησαν οι ρεαλιστές (αφού υπονόμευε την ψευδαίσθηση της σκηνικής αληθοφάνειας), ενώ αντίθετα τον αγάπησαν πολύ οι μεταμοντέρνοι, αφού η έντονη θεατρικότητά του ήταν μια ιδανική πλατφόρμα ώστε να παίξουν το παιχνίδι ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι.

Ας δούμε, λοιπόν, πώς λειτουργεί όλο αυτό το σκεπτικό στην παράσταση-περφόρμανς της Σπηλιώτη.

Ερμηνεία

Μέσα στο λιτό, όσο και λειτουργικό, σκηνικό περιβάλλον της Τόνιας Αβδελοπούλου, η Χρύσα Σπηλιώτη-Ρεγγίνα-Μάνα μας παρέδωσε ένα κέντημα φτιαγμένο με έγνοια, τρυφερότητα, χιούμορ, ευαισθησία, λυρισμό. Ένα κέντημα-σύνθεση θραυσμάτων ψυχής και ιστορίας. Ένα κέντημα μέσα από το οποίο απελευθερώνεται όλη η μουσικότητα της «κορφιάτικης» ντοπιολαλιάς, εκείνο το μείγμα από ιταλιάνικα δάνεια και επτανησιακά ιδιώματα, ένα κέντημα που ξέρει τι σημαίνει παίζω τη λέξη και με τη λέξη.

Η Σπηλιώτη-μάνα θαυμαστά ευγενική και κομψή στην κίνηση, στο κλείσιμο του ματιού στον θεατή, με ωραία και καλά ζυγισμένη άρθρωση, ελίχθηκε  με χάρη και σιγουριά έμπειρης θεατρίνας ανάμεσα στις συμπληγάδες των λέξεων και μας αφηγήθηκε μικρά κεφάλαια, ενίοτε απλές εικόνες και μνήμες, από τη ζωή της στον ρόλο της μάνας του Νικολάου. Υποκείμενο και υποκειμενικότητα, εαυτός και άλλος σε μια άμεση σύνδεση με τη γλώσσα

Σκηνοθεσία

Μια απόλυτα γοητευτική σχεδόν χορευτική παρτιτούρα, ρεαλιστική όσο και καθαρά επιτελεστική, μυθική όσο και βιογραφική, με τη σκηνοθετική φροντίδα του Αυγουστίνου Ρεμούνδου, ο οποίος με πολύ λιτό τρόπο δίδαξε έναν ρόλο πολύχυμο, πολυσχιδή και άκρως θεατρικό. Κινήθηκε χωρίς περιττά λιλιά και φιοριτούρες, με μέτρο και καλή αίσθηση του ρυθμού και του χιούμορ.

Στον σχετικά άδειο χώρο άφησε τις λέξεις να διοργανώσουν με μεγαλύτερη άνεση τον “μπάλο” τους, σαν χορευτές που ενώνουν τα σώματά τους καθώς λικνίζονται πέρα δώθε, καθώς μετατοπίζονται, καθώς αλλάζουν θέσεις και στάσεις, άλλοτε πιο δραματικές άλλοτε πιο ανάλαφρες και διασκεδαστικές.

Οι λέξεις:  Θέμα και θέαμα ταυτόχρονα, Κάθε λέξη και ένα σκηνικό, μια εικόνα, ένα γεγονός, ένα συναίσθημα, μια μουσική σύνθεση. Παντού η υλικότητα της. Κουβαλητής νοήματος και  περίτεχνη ακουστική πραγματικότητα.

Συμπέρασμα: Ναι, χορεύουν οι λέξεις, αρκεί κάποιος να αφουγκραστεί τον ρυθμό που κρύβουν μέσα τους. Δείτε αυτή την παράσταση-περφόρμανς και θα με θυμηθείτε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα