Όταν το θέατρο μιλά στ’ αυτιά μας
Ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει για το Cow | Deer, το πρωτοποριακό έργο των Katie Mitchell, Nina Segal και Melanie Wilson.
Υπάρχουν σκηνοθέτες που μας έχουν συνηθίσει σε μη συμβατικές διαδρομές. Μας έχουν εκπαιδεύσει να περιμένουμε το απροσδόκητο, το εκτός πεπατημένης. Και τους χαιρόμαστε, όχι επειδή πάντα συμφωνούμε μαζί τους, αλλά επειδή αφήνουν κάτι πίσω τους: μια ιδέα, μια ανησυχία, ένα ίχνος που σε σπρώχνει να αναρωτηθείς, να προβληματιστείς.
Η Αγγλίδα Κέιτι Μίτσελ ανήκει ακριβώς σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία των ψαγμένων, απαιτητικών και μόνιμα ανήσυχων δημιουργών, που πεισματικά αρνούνται τη σύμβαση και αναζητούν τρόπους να συνομιλούν με τον κόσμο καθώς αυτός μεταβάλλεται.
Γι’ αυτό και κάθε νέα της δουλειά δημιουργεί προσδοκίες. Ακόμη κι όταν κάποιος κρίνει ότι δεν τις επιβεβαιώνει πάντα, αυτό δεν μειώνει την αξία της∙ απλώς θυμίζει ότι ακόμη και οι σημαντικοί δημιουργοί δεν λειτουργούν μόνο με κορυφώσεις.
Άνθρωπος / Φύση
Η σχέση ανθρώπου–περιβάλλοντος βρίσκεται εδώ και χρόνια στον πυρήνα του έργου της Μίτσελ. Από το 2071, όπου μετέτρεψε μια επιστημονική διάλεξη για την κλιματική κρίση σε θεατρικό γεγονός, ως το Atmen, όπου οι ηθοποιοί παρήγαγαν ζωντανά την ηλεκτρική ενέργεια της περφόρμανςς, ή το A Play for the Living in a Time of Extinction, μέρος ενός ευρύτερου πειράματος βιώσιμης θεατρικής παραγωγής, η Μίτσελ σταθερά ρισκάρει σε μια προσπάθεια επανεφεύρεσης του οικολογικού θεάτρου και των αναγκαίων εργαλείων του, όπως και των τόπων του.
Ρισκάρει τόσο υλικά (ανακυκλωμένα σκηνικά, “green-friendly” επιλογές, μειωμένο ενεργειακό αποτύπωμα) όσο και αφηγηματικά, επενδύοντας σε έργα που συνομιλούν με την κρίση της βιοποικιλότητας, την εξαφάνιση ειδών, τη σχέση ανθρώπου–οικοσυστήματος. Στον υπό ολοκλήρωση Βυσσινόκηπο, για παράδειγμα, δίνει φωνή στη φύση από την πλευρά των ίδιων των δέντρων που καταστρέφονται.
Η Μίτσελ πιστεύει ότι το θέατρο δεν χρειάζεται να βασίζεται στον λόγο ή σε κλασικές δραματουργικές δομές για να είναι πολιτικό και επικοινωνιακό. Στο μυαλό της, η μορφή, ο ήχος, ο τόπος, η σχέση με το φυσικό περιβάλλον μπορούν να αποτελέσουν τον ίδιο τον πολιτικό λόγο. Και πράγματι, αυτό επιχειρεί και στην τελευταία της δουλειά με τον απλό όσο και αποκαλυπτικό τίτλο, Cow / Deer (Αγελάδα / Ελαφίνα), σε συνεργασία με τη συγγραφέα Nina Segal και τη sound artist Melanie Wilson. Μια δουλειά γενναία, επίκαιρη, με καθαρή πρόθεση, η οποία αποτελεί και την πρώτη συνεργασία του Εθνικού μας Θεάτρου (ως συμπαραγωγός) με το Royal Court, τη «μήτρα» της νέας αγγλικής δραματουργίας. Η ελληνική εκδοχή παρουσιάζεται με τη σκηνοθετική φροντίδα της Ειρήνης Φαναριώτη, η οποία πέρασε ένα διάστημα στο Λονδίνο κατά την προετοιμασία της παραγωγής.
Στο διά ταύτα! Περί τίνος πρόκειται
Η περφόρμανς μας συστήνεται ως ένα εγχείρημα χωρίς λόγο: μια προσπάθεια να αναπαρασταθεί ένας μη ανθρώπινος κόσμος μέσα από τον ήχο και τη χειρονομία. .Πρόθεση άκρως ενδιαφέρουσα και συμβατή με το οικολογικό και αισθητικό πρόταγμα της Μίτσελ. Τα εμπόδια όμως μεγάλα, και το βασικό ερώτημα αναπόφευκτο:
Καταφέρνει η περφόρμανς να υλοποιήσει αυτό το κάλεσμα; Να μας πείσει; Να μας ψιθυρίσει αυτό που δεν ακούμε; Ή μένει απλώς στο επίπεδο μιας επίπονης άσκησης ύφους;

Το σκηνικό περιβάλλον και κάποια ερωτήματα
Μπαίνοντας στην αίθουσα «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου ο θεατής συναντά ένα σκηνικό που θυμίζει υπαίθριο αγροτικό εργαστήριο: δεμάτια άχυρου ως πλατφόρμες παραγωγής ήχων, μια δεξαμενή νερού με βότσαλα μέσα, διάσπαρτα αντικείμενα, μικρόφωνα.
Ο φωτισμός χαμηλός, χωρίς πολλές εναλλαγές, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Και ενώ είμαστε προετοιμασμένοι για μια εμπειρία χωρίς λόγο, σχεδόν αμέσως προβάλλονται στην οθόνη, στο πάνω μέρος της σκηνής, δίκην βωβού κινηματογράφου ή, αν προτιμάτε, αλά Μπρεχτ, σύντομες αφηγηματικές ενδείξεις, κάτι σαν τίτλοι κεφαλαίων/σκηνών, που μας προϊδεάζουν ως προς την εξέλιξη του αφηγηματικού καμβά. «Τι θα γίνει μετά;» Αυτή η επιλογή, αν και βοηθητική επικοινωνιακά, υπονομεύει την καθαρότητα της σιωπής που υπόσχεται το εγχείρημα.
Γι’ αυτό και αναρωτιέμαι: Αν ο στόχος είναι η ενεργοποίηση της ακοής, η ακουστική βύθιση, γιατί άραγε χρειάζεται ο θεατής υπέρτιτλους, επεξηγηματικά «αγκωνάρια»; Αν αφαιρούσαμε τις λέξεις, θα μπορούσε να παρακολουθήσει τη δράση, να καταλάβει π.χ. την ηλικία της αγελάδας ,την εγκυμοσύνη της; Να διακρίνει τα αφηγηματικά επεισόδια; Τους χώρους δράσης; Τους πολύπλοκους και ποικιλόμορφους βιορυθμούς του δάσους και των ζώων που τους διαμορφώνουν;
Εκείνο που αισθάνθηκα είναι ότι η περφόρμανς ομολογεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν «πολυεμπιστεύεται» τον θεατή. Ότι δηλαδή χωρίς λέξεις δεν θα καταλάβει τίποτα. Και ίσως να έχει δίκιο. Από την άλλη όμως το πρόβλημα του υπερτιτλισμού παραμένει, γιατί έτσι περιορίζει τη δύναμη, τη δοκιμασία και την καθαρότητα της εμπειρίας.
Όπως επίσης με προβλημάτισε το γεγονός ότι «πρωταγωνιστούν» μόνο δύο ζώα (και μάλιστα το ένα σε μια οργανωμένη φάρμα—άρα μέσα στον πολιτισμό ).Και σκέφτομαι: Είναι όντως επαρκής αυτή η επιλογή ώστε να βρούμε ως θεατές τα σημεία εισόδου στην «άγρια» και απέραντη φύση και να την «κατοικήσουμε» με τη φαντασία μας, να την αισθανθούμε (δεν λέω να την καταλάβουμε) μέσα σε λιγότερο από εξήντα λεπτά;.

Η απόπειρα να ακούσω
Οι τέσσερις περφόρμερ—Αλέξανδρος Ζόταϊ, Χρήστος Θάνος, Ιωάννα Τουμπακάρη, Κορίνα Κόκκαλη—λειτουργούν σαν δεμένη και καλά ασκημένη ορχήστρα παραγωγής ήχων. Χαλίκια, σχοινιά, θερμοφόρα, ποτιστήρια, βότανα που αλέθονται, κλαδιά που σπάνε, άχυρο, νερά, φύλλα που θροΐζουν, ξαφνικό πέταγμα πουλιών, ακόμη ένα μπαλόνι που σκάει για να δηλώσει τη γέννα της αγελάδας, συνθέσουν ένα χειροποίητο περιβάλλον, μια επιτελεστική, μηχανική παρτιτούρα ακριβείας και απόλυτου συγχρονισμού.
Όμως, από ένα σημείο και μετά οι ήχοι αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους, ο ρυθμός γίνεται επίπεδος, το ίδιο και η ένταση, η δραματουργική καμπύλη ασαφής. Ενώ η περφόρμανς ζητάει από τον θεατή να αφεθεί, να παραδοθεί στα ηχητικά της θέλγητρα, δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις να το κάνει (ούτε και με κλειστά μάτια—το δοκίμασα).
Όπως εξελίσσεται δεν παράγει εκείνο το ωραίο αίσθημα της προσμονής, δεν κλιμακώνει, δεν διαστέλλει τον χρόνο. Πορεύεται σε μια γραμμή σταθερή, χωρίς τις αναγκαίες καμπυλώσεις, οι οποίες ακόμη εκεί που παρεισφρέουν δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές. Μοναδική εξαίρεση, όπου οι ήχοι πραγματικά κάνουν αισθητή τη διαπεραστική/διακριτή παρουσία τους, είναι οι ηχογραφημένοι ήχοι των μηχανών, αυτοκινήτων, αεροπλάνων, αγροτικών μηχανημάτων, ήχοι που λειτουργούν ως ηχηρό σχόλιο για την καταστροφική παρουσία του ανθρώπου. Εκεί ναι, υπάρχει ένταση, εκεί υπάρχει απειλή. Αλλά αυτό δυστυχώς δεν αρκεί για να σώσει μια περίπου ώρα ακουστικής μονοτονίας. Και αυτό με κάνει να διερωτηθώ και πάλι:
Αφού η περφόρμανς είναι ούτως ή άλλως ανθρωποκεντρική—με τέσσερις ηθοποιούς που δημιουργούν χειροποίητους ήχους—γιατί δεν χρησιμοποιείται, αντί των αντικειμένων ή μαζί με τα αντικείμενα, και η ανθρώπινη φωνή; Γιατί να προσποιείται την “απόλυτη φύση” όταν οι ίδιοι οι ηθοποιοί βρίσκονται μπροστά στον θεατή (και «παράγουν» την ψευδαίσθηση της φύσης και των ηχοτοπίων της); Με τη φωνή (ή ένα συνδυασμό) θα υπήρχε τουλάχιστο πιο πλούσιο υλικό: ανάσες, δονήσεις, κραυγές, επιλογές, κλιμακώσεις, τόνοι και ημιτόνια, μια σωματική ενέργεια που θα έδινε πνοή στο εγχείρημα. Σε αυτό που είδαμε υπήρχε περισσότερη τεχνική από όση αντέχει το ίδιο το πρότζεκτ

Η πολιτική δήλωση και τα όριά της
Από την αρχή η αντιπαράθεση «αθώα φύση» από τη μια, «καταστροφικός άνθρωπος» από την άλλη, δηλώνει ξεκάθαρα τον πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό της περφόρμανς. Κατανοώ την αγωνία της Μίτσελ για την ανισορροπία στις σχέσεις ανθρώπου–φύσης. Αλλά η σχεδόν ιδεαλιστική, σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της φύσης που παρουσιάζεται εδώ σαν μια “Νέα (βουκολική) Αρκαδία” του 21ου αιώνα που δέχεται την εισβολή της βουής των πόλεων, απλουστεύει ένα πολύ πιο σύνθετο και ευρύ (από όλες τις απόψεις) ζήτημα, όπου εμπλέκονται δύο ζούγκλες, η ζούγκλα των πόλεων που εισβάλλει στη ζούγκλα του ζωικού βασιλείου, ενός βασιλείου με τους δικούς του σκληρούς και αδυσώπητους νόμους και κανόνες βίας.
Παράλληλα, η σκηνοθέτιδα ζητά, όπως έχει δηλώσει, μια «φεμινιστική ανάγνωση» της περφόρμανς. Υποθέτω πως αναφέρεται στη παλιά παράδοση της ταύτισης φύσης–γονιμότητας–γυναικείας εμπειρίας: η γη γεννά όπως η γυναίκα γεννά, η «άγρια» φύση που πρέπει να «εξημερωθεί» όπως οι γυναίκες τις οποίες η πατριαρχία ήθελε άλλοτε να καθοδηγεί. Καλή σκέψη. Όμως η ίδια η περφόρμανς δεν προσφέρει ούτε χρόνο, ούτε αρκετό υλικό, ούτε ουσιαστικό χώρο να αναπτυχθεί και να υποστηριχθεί μια τέτοια κάθετη ανάγνωση, και μάλιστα με πρωταγωνιστές μόνο δύο απόλυτα ευάλωτα θηλυκά ζώα. Πολλές από αυτές τις παλιές εννοιολογήσεις και αντιπαραθέσεις έχουν πλέον χάσει αρκετά από τη δυναμική και τα ερείσματά τους. Το φεμινιστικό κίνημα (τουλάχιστο στη Δύση) έχει κερδίσει πολλές από αυτές τις βασικές μάχες και πλέον έχει μετατοπίσει τη συζήτηση αλλού.
Προσχέδιο αντί ολοκληρωμένης περφόρμανς
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η Αγελάδα / Ελαφίνα μοιάζει περισσότερο με προσχέδιο παρά ολοκληρωμένη περφόρμανς. Σαν να βλέπεις ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα που σταμάτησε πριν βρει το τελικό του σχήμα, πριν αποκτήσει προσωπικότητα, πριν αποφασίσει τι ακριβώς θέλει από τον θεατή. Λείπουν οι αναγκαίοι αφηγηματικοί άξονες που θα επέτρεπαν στον θεατή να βαδίσει νοερά στον κόσμο της. Δεν ενεργοποείται αποτελεσματικά η φαντασία, το σημαντικότερο ίσως εργαλείο όταν απουσιάζει ο λόγος. Τα ηχητικά δρώμενα ενδιαφέροντα ναι, όμως δεν προκαλούν αληθινή συγκίνηση. Το όλο θέαμα/ακρόαμα κινείται πιο πολύ μεταξύ άσκησης/δοκιμασίας και installation, χωρίς να καταφέρνει να αποκτήσει την αναγκαία πληρότητα, ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Κι όμως κάτι μένει
Παρά τα παραπάνω, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι η περφόρμανς δεν έχει αξία. Μπορεί να μην με κέρδισε, όμως τη θυμάμαι καθαρά. Κι αυτό το περίεργο κάτι σημαίνει. Μήπως τελικά μου άφησε κάτι που ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει; Ίσως.
Και με αυτή την καταληκτική σκέψη λέω: πηγαίνετε να τη δείτε.
Ίσως γιατί μέσα από τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις της σας υπενθυμίσει κάτι σημαντικό που λέει ότι έχουμε παραδοθεί στο θέατρο των ματιών, τη λατρεία της εικόνας, ξεχνώντας ότι ζούμε σε ένα σύμπαν γεμάτο ήχους, ακόμη και όταν νομίζουμε ότι υπάρχει σιωπή (που και αυτή είναι γεμάτη ήχους). Ο ήχος έχει μια δύναμη που η εικόνα δεν διαθέτει: ο ήχος μάς διαπερνά, μπαίνει μέσα στο σώμα. Μας αναγκάζει να συνυπάρξουμε μαζί του. Και αυτό, σε έναν κόσμο εικόνων και ομοιωμάτων, δεν είναι λίγο.
Πηγαίνετε να τη δείτε. Ίσως για να δείτε μια τολμηρή πρωτοβουλία που μολονότι ανολοκλήρωτη (κατά τη γνώμη μου πάντοτε), κουβαλά ειδικό βάρος.
Ίσως για να ακούσετε κάτι που αλλιώς δεν θα ακούγατε.
Ίσως γιατί σας θυμίσει ότι το μεγαλύτερο προτέρημα ενός ανθρώπου δεν είναι να μιλά, αλλά να ακούει.
Ίσως για να σας θυμίσει ότι για να κατανοήσουμε τον κόσμο, τη φύση, τους άλλους, ακόμη και τον εαυτό μας, πρέπει πρώτα να σωπάσουμε και να «στήσουμε» αφτί.
Ίσως, τέλος, γιατί ακόμη και οι «αποτυχίες» έχουν αξία όταν προέρχονται από πραγματικό ρίσκο, από βαθιά εσωτερική ανάγκη και μάλιστα από μια πολύ σπουδαία καλλιτέχνιδα, όπως η Μίτσελ..
