Θέατρο

Πάνω-κάτω Παρθενώνες

Μολονότι σε γενικές γραμμές το έργο και η παράστασή του κυλάνε ευχάριστα, αισθάνθηκα, από τη θέση του θεατή, μιαν ακαμψία.

Σάββας Πατσαλίδης
πάνω-κάτω-παρθενώνες-441655
Σάββας Πατσαλίδης

Στο θέατρο Αμαλία, είδα την παράσταση του έργου του Μηνά Βιντιάδη, «Ο κάτω Παρθενώνας», τίτλος που προδίδει εξαρχής τους προσανατολισμούς του, τα υπονοούμενα και τα συνδηλούμενά του. Προφανώς παραπέμπει στο αφήγημα της αρχαίας Αθήνας προκειμένου να τονιστούν ειρωνικά και κωμικά οι κραυγαλέες διαφορές ανάμεσα στο κραταιό «τότε» (που βρίσκεται ιεραρχικά πολύ «επάνω»), και το καταντημένο «τώρα» (που βρίσκεται «κάτω»).

Καταφεύγοντας στις δομικές τακτοποιήσεις που προσφέρει το δίπολο «θέση-αντίθεση», ο συγγραφέας σκιαγραφεί με αδρές πινελιές το δράμα της χώρας μέσα από τον βίο και την πολιτεία δύο συμβολικών και παντελώς διαφορετικών φιγούρων, ενός μέχρι πρότινος επιτυχημένου γιάπι-επιχειρηματία και ενός άστεγου, πλην όμως πνευματικά ανώτερου, λούζερ.

Χώρος δράσης (και αντίδρασης) το διαμέρισμα του χρηματιστή-επιχειρηματία. Όλα εκεί μέσα κινούνται διαρκώς πάνω-κάτω, για να παραπέμψω και στην τοπογραφία του τίτλου. Το χιούμορ άφθονο, αποκτά τις γελαστικές του ιδιότητες συγκρινόμενο με τη σοβαρότητα της κατάστασης, δηλαδή το ίδιο το δράμα το οποίο κινείται μέσα στο πνεύμα της αισθητικής και ποιητικής των «παραλόγων» και εξελίσσεται με μικρές δόσεις πληροφόρησης ώστε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη/θεατή. Όπως το «φεύγουμε/δεν φεύγουμε» των Βλάντιμηρ και Εστραγκόν, από το «Περιμένοντας τον Γκοντό», έτσι και εδώ το «θα τον σκοτώσει/δεν θα τον σκοτώσει» μας συντροφεύει έως το φινάλε, όπως μας συντροφεύει η εικόνα της μοναξιάς, της επαναληπτικότητας, και της έλλειψης επικοινωνίας.

Παρατηρήσεις ενός θεατή

Μολονότι σε γενικές γραμμές το έργο και η παράστασή του κυλάνε ευχάριστα, αισθάνθηκα, από τη θέση του θεατή, μιαν ακαμψία στο διαλογικό λαχάνιασμα του στόρι και των θέσεων που φιλοξενούσε. Τι εννοώ; Καταρχάς το στρίμωγμα όλου του προβληματισμού (κοινωνικού, φιλοσοφικού, λογοτεχνικού, υπαρξιακού κ.λπ.) σε ένα μοντερνίστικο «είτε/είτε», μου φάνηκε σαν μια μάλλον βολική απλούστευση της ποικιλότητας της μεταμοντέρνας συνθήκης. Δεν αντιλέγω πως αυτή η αντιπαραθετική διάταξη με έπαθλο ένα σουρεαλιστικό στοίχημα (τον φόνο επί πληρωμή), μπορεί να βοήθησε τον συγγραφέα να εστιάσει καλύτερα εκεί που θέλει, να βρει τους ρυθμούς που θέλει και να υπογραμμίσει εκεί που θέλει (παθογένειες, στρεβλώσεις, κοινωνικές, αδικίες κ.λπ), όμως η τελική δόμηση της σύγκρουσης τον οδήγησε σε μια μάλλον επιφανειακή διαχείριση θεμάτων και προσώπων. Δεν άφησε περιθώρια μιας σταδιακής βύθισης, εκεί όπου οι απαντήσεις ακυρώνονται και μένουν μετέωρα και απειλητικά τα πολλά ερωτηματικά. Επίσης, το προφίλ του άστεγου μου φάνηκε κάπως ψεύτικο. Ούτε ο λόγος του ούτε η συμπεριφορά του ούτε το ντύσιμό του με έπεισαν. Τα διαπιστευτήριά του πρόδιδαν πλαστό διαβατήριο. Επειδή ακριβώς η φιγούρα αυτή φορτώθηκε έναν κόσμο ολόκληρο, θεωρώ πως ζητούσε μιαν άλλη μεταχείριση, ένα άλλο πελέκημα και σίγουρα περισσότερο μυστήριο. Ναι, μυστήριο. Άλλωστε το ζητούμενο εδώ δεν είναι οι απαντήσεις αλλά οι απορίες. Προς τι λοιπόν η πρεμούρα να στρογγυλέψουν οι εντυπώσεις; Προς τι το κλείσιμο του ματιού στον ψυχολογικό ρεαλισμό; Προς τι όλες αυτές οι διακειμενικές και λογοτεχνικές σφήνες που αφαιρούσαν από αυτή την παράλογη τελετουργία θανάτου την «αφύσικη» φυσικότητά της

Σκηνοθεσία και ερμηνείες

Η Βάνα Πεφάνη κίνησε τους δύο χαρακτήρες με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει μια ευανάγνωστη αντιπαραθετική ατμόσφαιρα, αν και σε ορισμένα σημεία υπήρχε, όπως είπα λίγο πιο πάνω, μια δυσκινησία και μια, ας την πω, υφολογική νωχέλεια. Ίσως εκεί έπρεπε να αμβλύνει κάπως τον «διανοουμενίστικο» και στα σημεία δυσκοίλιο χαρακτήρα της συμπεριφοράς των δύο προσώπων και να επιβάλει μια πιο παιγνιώδη και ταχύρυθμη συμπεριφορά.

Πάντως, σε γενικές γραμμές, η εμπειρία της και το καλλιεργημένο θεατρικό της ένστικτο βοήθησαν ώστε να αναδειχτεί το χιούμορ της παράλογης δράσης και να υπογραμμιστεί στα σημεία η κίνηση προς και μαζί με τον λόγο. Τώρα, σε ό,τι αφορά τις ατομικές επιδόσεις των ηθοποιών, ο Λεωνίδας Κακούρης προσπάθησε να συναντήσει κάπου τη γελοιότητα της κατάστασης όπου βρέθηκε μπλεγμένος, όμως ερμηνευτικά έδρασε αρκετά επιφανειακά και σε μια προβλέψιμη ευθεία γραμμή, αποδίδοντας μόνο μερικώς την υφέρπουσα ένταση και την οικονομία της κλιμάκωσης (του τρόμου). Το παράλογο θέλει «πονηρούς» και «απρόβλεπτους» παίκτες. Ο Κακούρης δεν ήταν, στον βαθμό τουλάχιστον που ζητούσε το κείμενο και, από ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, η σκηνοθεσία. Κατά τι πιο κοντά στον τύπο και τις επιταγές του δράματος ο Χρήστος Σαπουντζής. Θα ήταν πιο «αληθινός» εάν δεν τον παρέσυρε το βέκιο παίξιμο και ο στόμφος του.

Το σκηνικό-φυλακή-διαμέρισμα-Ελλάδα, του Γιώργου Λυντζέρη το βρήκα χωρίς χαρακτήρα. Άσε δε που το άνοιξε-κλείσε έσπαγε τον ρυθμό και δημιουργούσε άβολα χάσματα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα