Η παράδοση κι εμείς ― Η «Μήδεια»
Παράσταση ευφρόσυνη, μακριά από «φιλολογικές» αγκυλώσεις και διανοουμενίστικες ακροβασίες.
Η μελέτη της κωμωδίας (και των ποικίλων εκδοχών της) οριοθετείται πάντα σε συνάρτηση με το αντίθετό της, τον πόνο, το κυρίαρχο αφήγημα της ανθρώπινης ιστορίας. Η κωμωδία καλείται διαρκώς να επιδεικνύει κάποιο διαβατήριο ή πιστοποιητικό ποιότητας προκειμένου να την πάρουμε στα σοβαρά, κάτι που δεν ζητάμε από έργα δραματικά, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους.
Με άλλα λόγια, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κωμικό έργο είτε από προκατάληψη είτε από κεκτημένη ταχύτητα δεν του επιτρέπουμε να μιλήσει με τον δικό του κωμικό λόγο, να αντιπροσωπεύσει τον εαυτό του. Στο μυαλό μας προέχουν οι ιεραρχικές τακτοποιήσεις που δηλώνουν ξεκάθαρα πού ανήκει. Και ταυτίζοντάς το με το «χαμηλό», το «υποδεέστερο» φιμώνουμε ή απαξιώνουμε κατά κάποιον τρόπο ό,τι πιο ζωηρό έχουμε μέσα μας: το γέλιο.
Ειδικά η παρωδία θα υποφέρει τα πάνδεινα, γιατί πολύ συχνά το αντικείμενό της είναι η απομίμηση ή παραποίηση, με σκωπτική ή κωμική διάθεση, της μορφής ή του περιεχομένου ενός γνωστού λογοτεχνικού έργου, χωρίς ωστόσο να αποκλείει και την εγγύτητα σε κάτι που προηγήθηκε. Ο Αριστοφάνης, για παράδειγμα, παρωδούσε και παράλληλα θαύμαζε τον Ευριπίδη. Το ίδιο εκτιμώ πως ισχύει και για τον δαιμόνιο Μποστ (Μέντη Μποσταντζόγλου). Παρωδούσε τα σπουδαία όχι για να τα εκθέσει αλλά για να εκθέσει τη δική μας γύμνια μπροστά στο μεγαλείο τους. Αφορμή για το εισαγωγικό μου σχόλιο η παράσταση του έργου του Μποστ Μήδεια (1993), που είδαμε στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο Αυλαία, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.
Η παράσταση
Το ξέφρενο πάρτι παραπομπών και συνάμα παραμορφώσεων και στρεβλώσεων, οι πειραγμένες λέξεις, οι παράλογοι συνδυασμοί προτάσεων και νοημάτων, οι διογκωμένες συμπεριφορές, οι ασυναρτησίες, οι τραβηγμένες ;από τα μαλλιά συγκλίσεις και συγκρίσεις του πρωτότυπου κειμένου και της παρωδίας του, έχουν την τιμητική τους. Όλα δρώντα συστατικά ενός σκηνικού (κι όχι μόνο) κόσμου που τρελάθηκε.
Ο Μποστ πήρε την τραγική ιστορία του μύθου και τη μετέτρεψε σε δεξαμενή γέλιου και απίστευτων ενδυματολογικών, νοηματικών και γλωσσικών ακροβασιών. Η σκηνοθεσία του Χανιωτάκη συγκόλλησε με καθαρό μυαλό τα συστατικά μέρη αυτού του θεοπάλαβου ρόλερ κόστερ, διανέμοντας τα θραύσματά του στους ηθοποιούς του, με προεξάρχοντα τον Μάκη Παπαδημητρίου, καλλιτέχνη με σκηνική ακτινοβολία που γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα ατού του. Πατάει επάνω σε αυτά και κυριολεκτικά τα δίνει όλα, οργιάζει, όπως εδώ, όπου η σκηνοθεσία δεν προσπάθησε να τον εντάξει σε κάποιο σύνολο. Του έδωσε χώρο να κάνει τα δικά του (όπως ο Νίκος Κουρής έκανε τα δικά του στη Γίδα, σε σκηνοθεσία πάλι του Χανιωτάκη).
Και τα έκανε με περίσσιο κέφι και σεβασμό στο εισιτήριο που πλήρωσε ο κόσμος να τον δει. Κατέβασε στην πλατεία μια οιστρηλατημένη, παρενδυτική Μήδεια την οποία ο κόσμος καταχάρηκε.
Ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, ως Οιδίποδας, κινήθηκε στα μέτρα της γκροτέσκας ανάγνωσης, αν και κάποιες φορές έδειχνε να πιέζει τον ρόλο ώστε να βγάλει γέλιο. Η πανέμορφη Τζένη Θεωνά, με ελεγχόμενη εκφραστική πληθωρικότητα, με άνεση αλλά και αίσθηση οικονομίας και μέτρου, μας παρέδωσε μια καλόγρια «εύκολη» μεν αλλά επικοινωνιακή και αποτελεσματική. Χαριτωμένη και χωρίς αχρείαστα υστερικά λιλιά η τυποποίηση της τροφού από τον Γεράσιμο Σκαφίδα. Ο «Ιάσωνας» του Χανιωτάκη, φτιαγμένος από υλικά της παλιάς κωμικής «κουζίνας», έδειξε πως εξακολουθούν να σημαίνουν και στη σκηνή και στην πλατεία.
Συνοδοιπόροι με την ευκινησία και τη ζωντάνια τους και οι υπόλοιποι της παρέας. Ο «Ευριπίδης» του Γιάννη Δρακόπουλου , η «Αντιγόνη» της Μπέτυ Αποστόλου και ο Ψαράς/Εξάγγελος της Άννας Κλάδη. Πιστοί στην γενική δεοντολογία του μποστικού ιδιώματος, βοήθησαν με τις ερμηνείες τους στην οργάνωση μιας συνθετικής ισορροπίας. Πίστεψαν στην «τελετή» της παρωδίας και φρόντισαν να το δείξουν.
Η ζωντανή και πρωτότυπη μουσική (της Monica) από τον Γιάννη Μαθές (πιάνο), εντάχθηκε απόλυτα στον ιστό της παράστασης και συνεισέφερε ευεργετικά στο τελικό αποτέλεσμα. Στο πνεύμα του όλου εγχειρήματος και τα σκηνικά της Μουστάκα και τα κοστούμια της Πανοπούλου.
Συμπέρασμα: Παράσταση ευφρόσυνη, μακριά από «φιλολογικές» αγκυλώσεις και διανοουμενίστικες ακροβασίες. Πάτησε γερά στις «ευκολίες» του είδους και μας χάρισε άφθονο γέλιο.