Περί πρωτοτυπίας, “λεηλασίας” και ανα-παραγωγής
Ρίχνοντας μια ματιά κανείς στις παραστάσεις που παίζονται, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες είναι παραστάσεις φασόν. Και μπορούμε να αντιληφθούμε το γιατί
Συνέχεια συζητούμε για τα όρια μιας παράστασης (ιδίως όταν αφορά κάποιο αρχαίο κείμενο), κατά πόσο τα υπερβαίνει, εάν πρέπει, πώς, σε ποιο βαθμό, γιατί, πού κ.λπ., και σκέφτηκα την περίπτωση ενός από τους θεατρικούς συγγραφείς οι ιδέες του οποίου μου είχαν προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον όταν τις πρωτοδιάβασα (τη δεκαετία του 1990). Το έργο του είναι ακόμη σχετικά άγνωστο στην χώρα μας (δεν έχω υπόψη μου επαγγελματική παράσταση κάποιου έργου του–εάν έγινε, πολύ θα ήθελα να το μάθω).
Πρόκειται για τον Charles Mee, ο οποίος, σημειώνω εδώ, έχει να παρουσιάσει έναν εντυπωσιακό αριθμό ελεύθερων διασκευών αρχαίων ελληνικών έργων (ανάμεσά τους και μεγάλες επιτυχίες όπως το BIG LOVE, βασισμένο στις Ικέτιδες του Αισχύλου και με θέμα το πολιτικό άσυλο–με ιδιαίτερη έμφαση στα έμφυλα χαρακτηριστικά του). Ένας επιπλέον λόγος να τον γνωρίσουν οι ‘Ελληνες θεατρόφιλοι και δημιουργοί.
Πιστός στη μεταμοντέρνα άποψη περί απουσίας πρωτοτυπίας (και ιδιοκτησίας των ιδεών), παρακινεί στην ιστοσελίδα του τους αναγνώστες των έργων του όχι απλώς να δανειστούν από αυτά, όχι απλώς να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε αποσπάσματα επιθυμούν, όχι απλώς να τα αντιγράψουν και να τα μιμηθούν, αλλά τους παρακινεί να τα “λεηλατήσουν” (στα αγγλικά: “pillage”), όπως αυτός “λεηλάτησε τη δομή και το περιεχόμενο των έργων του Ευριπίδη, του Μπρεχτ, της Soap Opera Digest, των βραδινών ειδήσεων, και του ίντερνετ”, προκειμένου να φτιάξουν το δικό τους έργο που θα φέρει την υπογραφή τους. Δανείζομαι τα λόγια του: “I hope those who read the plays published here will feel free to treat the texts I’ve made in the same way I’ve treated the texts of others.”
Δικαιολογώντας την ομολογουμένως ακραία διατυπωμένη άποψή του, ο Mee λέει ότι από τη στιγμή που έχουμε γεννηθεί μέσα σε μια “χ” κουλτούρα αυτή μας μιλά πολύ πριν τη μιλήσουμε μέσα από τις ιστορίες μας. Στην ουσία την επαναλαμβάνουμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Τον αντιγράφω και πάλι: “the culture writes us first, and then we write our stories.” Ή, όπως θα έλεγε και ο Βιτγκενστάιν για τη γλώσσα: η γλώσσα μας μιλά πριν τη μιλήσουμε.
Με άλλα λόγια, μας υπενθυμίζει ο Μee, όλα είναι ένα “re-make” δεδομένων. Παντού κυριαρχεί το πρόσφυμα “ανα-“: ανα-παραγω, ανα-κυκλώνω, κ.λπ. Βέβαια, αν το καλοσκεφτεί κανείς έτσι ήταν από την αρχή. Απλώς στην εποχή μας, με την Τεχνητή Νοημοσύνη να επελαύνει και τις ασύλληπτες ανα-παραγωγικές δυνατότητες της τεχνολογίας με τα λογισμικά της συστήματα και τα ατέλειωτα data της να σαρώνουν τα πάντα, τα όρια της οποιασδηποτε πρωτοτυπίας (δηλαδή της διαγραφής του πρσφύματος “ανα”) στενεύουν επικίνδυνα. Ο τεράστιος αγώνας που δόθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα για τη νομική διασφάλιση της πρωτοτυπίας και των πνευματικών δικαιωμάτων της καλλιτεχνικής δημιουργίας, φαίνεται να χάνει γοργά τη δυναμική του.
Δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη δυσκολία να το πιστοποιήσει κανείς. Ρίχνοντας μια ματιά στις παραστάσεις που παίζονται , θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες είναι παραστάσεις φασόν, πανομοιότυπες και θεματικά και αισθητικά, παραστάσεις “ηττημένες” από την κουλτούρα. Και μπορούμε να αντιληφθούμε το γιατί.
Ακριβώς επειδή η κουλτούρα διαθέτει τους μηχανισμούς να πρωτοτυπεί πολύ πριν από τους καλλιτέχνες, η υπέρβαση πλέον των οικείων ορίων γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, πιο απαιτητική, πιο χρονοβόρα, πιο ριψοκίνδυνη, πιο περιπετειώδης και αγωνιώδης. Χρειάζονται πλέον καντάρια φαντασίας, υπομονής και τόλμης για να ξεφύγει κανείς από τη “φυλακή” των δεδομένων. Εκτός και αν οι σύγχρονες μηχανές “ανα-παραγωγής” πολιτισμών, ιδεών και κανόνων κατακτήσουν κι αυτήν ακόμη την ικανότητα του ανθρώπου να φαντάζεται ένα κόσμο εκτός πεπατημένων ορίων.
Ο Charles Mee έχει αναρτημένα όλα τα έργα του, αρχαιόθεμα και μη, στην ιστοσελίδα του, όπου όλοι έχουν ελεύθερη πρόσβαση να τα… “λεηλατήσουν”.