«Πρησμένες» ετεροτοπίες
Ο Σάββας Πατσαλίδης είδε την παράσταση "Οιδίνους" του Θανάση Τριαρίδη και καταθέτει.
Φαίνεται ότι το θέατρο ξελογιάζει όλο και περισσότερο τον Θανάση Τριαρίδη. Διαφορετικά πώς να εξηγήσει κανείς τα δεκατέσσερα έργα μέσα σε έξι χρόνια! Δεν προλαβαίνουμε να χωνέψουμε το ένα και να ‘σου το άλλο. Και για να ‘μαι απόλυτα ειλικρινής, δεν βλέπω με καλό μάτι την υπερπροσφορά, από όπου κι αν προέρχεται –από σκηνοθέτες, συγγραφείς, ηθοποιούς, από τον οποιονδήποτε. Θέλω να υπάρχει κάποια λογική απόσταση από το ένα εγχείρημα στο άλλο. Γιατί μόνο η απόσταση εγγυάται κάτι περισσότερο από απλή διεκπεραίωση ή επανάληψη ευκολιών.
Ο θεατρικός συγγραφέας
Έχω γράψει και σε προηγούμενα σημειώματά μου ότι ο Τριαρίδης είναι ένας σκεπτόμενος συγγραφέας. Δεν φοβάται τα δύσκολα, τα σκοτεινά και τα αμφίσημα. Του αρέσει να ψάχνει καλό μέταλλο στα βαθιά. Και καλά κάνει. Μόνο που, ενώ στα πεζά του δείχνει να διαχειρίζεται αυτή τη βύθιση με σιγουριά, στο θέατρο εμφανίζεται αμήχανος. Σαν να μην έχει ακόμη καταλάβει την ίδια την οντολογία του καινούργιου μέσου που τον ταλανίζει τα τελευταία χρόνια. Του διαφεύγουν ζωτικά πράγματα που δεν επιτρέπουν στις ιδέες του, και κυρίως στον διάλογό και γενικά στα δομικά υλικά του, να αναπτυχθούν και να στρογγυλέψουν με φυσικότητα και κυρίως με θεατρικούς όρους, δηλαδή με όρους προφορικότητας και παροντικότητας.
Περί μεταποίησης
Τώρα, σε ό,τι αφορά το έργο του «Οιδίνους: πλεκτάνη για δύο πρόσωπα σε δύο πράξεις», που πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια και πολύ πρόσφατα φιλοξενήθηκε στο Black Box, έχουμε μια δοκιμασία ποικιλοτρόπως «ζόρικη», με πολλές πτυχώσεις, οι οποίες, όπως δια-πλέκονται και συν-πλέκονται, κομίζουν στο προσκήνιο, μεταξύ άλλων ζητημάτων, και το γνωστό θέμα της διασκευής ή κατ’ άλλους προσάρτησης ή προσαρμογής ή μεταποίησης, πείτε την όπως θέλετε.
Δεν ξέρω ποια από όλες τις λέξεις-ομπρέλες που κυκλοφορούν θα ταίριαζε καλύτερα εδώ. Κι εδώ που τα λέμε ίσως και να μην έχει και καμιά σημασία τελικά. Γιατί εκείνο που πρέπει πρωτίστως να ενδιαφέρει δεν είναι η ταμπέλα αλλά κατά πόσο η συνάντηση με τα άλλα δύο κείμενα (του Σοφοκλή και του Έντουαρντ Άλμπι—«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;») είναι γόνιμη ή ένα σκέτο πυροτέχνημα. Κατά πόσο δημιουργεί τις προϋποθέσεις να γεννηθεί ένα ευεργετικό μετακείμενο ή ένα τίποτα.
Στο διά ταύτα
Η δουλειά του Τριαρίδη έχει δύο όψεις. Μια λειτουργική και μια προβληματική. Εξηγούμαι.
Στα πρώτα πενήντα τόσα λεπτά ο Τριαρίδης κοιτάει πού πατάει. Μαστορεύει με καλά υλικά και ανθεκτικά εργαλεία. Ακούει τα πλάσματα που δημιούργησε. Αφουγκράζεται τις επιθυμίες τους. Μιλά τη γλώσσα τους. Εισπνέει τις ανάσες τους. Παρακολουθεί από κοντά τις κοφτές κουβέντες τους. Τους δίνει χώρο να παίξουν. Χτίζει γύρω τους ένα περιβάλλον που τους «αντέχει». Βρίσκει ρυθμό για τις πράξεις τους και προσανατολισμό της σκηνικής αποστολής τους. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε ο εμπύρετος λόγος τους ν’ απελευθερώνει μια αύρα μυστηρίου και αναθυμιάσεις ενός χθόνιου και αδιευκρίνιστου παιγνίου.
Έχοντας ως αρχική παρέα την ανεπανάληπτα psycho «Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι, και αρκετό Πίντερ νομίζω (βλ. «Εραστής», για παράδειγμα), οδηγεί με κροταλίζοντες ρυθμούς τη “μετα-γραφή” του σε μια μετωπική σύγκρουση με τρεις τόπους: τον τόπο της μυθολογίας, τον τόπο της ψυχολογίας και τον τόπο της αποδόμησης. Μηχανισμός πυροδότησης όλων των (αντι)δράσεων η τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω. Το αέναο παιχνίδι του προσώπου με το προσωπείο του.
Άλλοι τόποι
Πρωταγωνιστές του δράματος το ζεύγος Οιδίποδας/Ιοκάστη, δυο πλάσματα που είναι διαρκώς άλλοι και αλλού, υπο-κείμενα και υπερ-κείμενα. Δύο όντα-μη-όντα που σε κάθε μετακίνησή τους δημιουργούν τον δικό τους (έτερο)χώρο και δρουν αναιδέστατα και ανερυθρίαστα στα όριά του. Εκεί νιώθουν ότι ανήκουν. Και τους ανήκει. Υπ’ αυτήν την έννοια, η υποκειμενικότητά τους καταλήγει να είναι ένα άθροισμα τόπων παρά γεγονότων, εκείνων των τόπων που διεμβολίζει η καλπάζουσα, ψυχασθενική και παράλληλα απίστευτα θεατρόμορφη φαντασία τους. Σε κάθε είσοδό τους ο τόπος μετατρέπεται σ’ ένα απέραντο θέατρο του Εγώ, το οποίο παράλληλα κρατά και τον καθρέφτη γυρισμένο προς την πλατεία, σαν να λέει: δείτε τη φάτσα σας.
Οιδίποδας ο μέτοικος
Ο Οιδίποδας, πολύ περισσότερο από την Ιοκάστη, είναι ο εκ-κεντρωμένος ήρωας par excellence, εκείνος που εκδιώχθηκε ή αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο του, για να καταλήξει σ’ έναν άλλο τόπο, από όπου επιστρέφει στον τόπο που ο ίδιος θεωρούσε ως άλλο, με αποτέλεσμα να έχει μια μονίμως διαταραγμένη αρχιτεκτονική του χώρου όπου ανήκει.
Ο Οιδίποδας είναι ένας μέτοικος, ένας σύγχρονος μετανάστης, που διαρκώς δοκιμάζεται με το στάδιο του (α λά Λακάν) καθρέφτη. Δεν δείχνει να μπορεί ή ακόμη και να θέλει να το ξεπεράσει. Έτσι βρίσκεται μονίμως στο χώρο του μη-αναπαριστόμενου, του φαντασιακού, εκεί όπου μπορεί να επιτελέσει (perform/performance) τα πάντα. Και φόνο. Και αιμομιξία. Και θηλασμό από τα βυζιά της μάνας του, από την οποία κάποια στιγμή ζητά να του τραγουδήσει το τραγούδι που άκουγε μικρός. Ο ομφάλιος λώρος καλά κρατεί.
Εάν ψάχναμε για αναλογίες θα λέγαμε πως αυτές οι επιλογές είναι όπως τα μοιρολόγια, τα δημοτικά τραγούδια και οι παραδοσιακοί χοροί που οι Έλληνες μετανάστες θυμούνται και ανακαλούν στις χώρες όπου βρίσκονται. Όλα τούτα για όλους αυτούς είναι μια συμβολική προέκταση του τοπίου της μνήμης. Πέρα από τον χρόνο.
Και αυτή η προβολή της μνήμης μας αφορά, γιατί σήμερα ο κόσμος βιώνεται πρωτίστως ως εμπειρία τόπων και όχι χρόνων, ως ιστορία εδαφικών εκ-κεντρώσεων και ετεροτοπιών.
Από ένα σημείο και μετά
Μέχρι τα μισά της διαδρομής, ο Τριαρίδης γράφει θέατρο. Ακούω και βλέπω ό,τι καλύτερο έχει δώσει έως σήμερα στο θέατρο. Από ένα σημείο και μετά, όμως, με ήδη υπερπλήρες φορτίο, ο συγγραφέας αντί ν’ αρχίσει να δείχνει περισσότερα και να λέει λιγότερα, ώστε κάποια στιγμή να οδηγηθούν οι καταστάσεις σε κάποια μορφή αποκλιμάκωσης και αποσυμπίεσης, κάνει το διαμετρικά αντίθετο. Αρπάζεται ακόμη πιο πολύ από τα κρόσσια ενός στραμπουληγμένου και άχαρου φιλοσοφικού και δοκιμιακού λόγου και φορτώνει αντί να ξεφορτώνει, ξεχνώντας ότι το έργο του, ήδη «πρησμένο» από ιδέες και ανοικτά μέτωπα, δεν αντέχει άλλο φούσκωμα. Αποτέλεσμα; Η απάντηση στο ερώτημα «υπάρχει λύτρωση μέσα από την αγάπη;», που υποτίθεται είναι η οργανωτική αρχή της όλης προσπάθειας, δεν ξεκαθαρίζει. Παραμένει ανεπίδοτη.
Και κάτι ακόμη. Σε όλο αυτό το διακειμενικό (και ιδεολογικό) σλάλομ, ελάχιστα απασχολεί το συγγραφέα ο ψυχισμός της γυναίκας. Οι προβολείς είναι πεισματικά εστιασμένοι επάνω στον πατέρα/πατριάρχη, με κατάληξη μια άνιση δραματική συνθήκη, με καταλυτικό πρωταγωνιστή και βαστάζο δευτεραγωνιστή, ενώ και οι δύο είναι μέσα στο παιχνίδι-θρίλερ και μάλιστα επί ίσοις όροις (it takes two to tango).
Ερμηνείες
Η Ευτυχία Γιακουμή που ανέλαβε να δώσει ζωή στην Ιοκάστη/Μάρθα, υποστήριξε με σθένος και καλή τεχνική αυτό που ανέλαβε. Ήταν παραπάνω από γενναιόδωρη προς το ρόλο που δημιούργησε ο συγγραφέας. Έπαιξε σε σωστούς τόνους, εύστοχες κλιμακώσεις και ελεγχόμενες εκρήξεις την πυρακτωμένη ταλάντευσή της ανάμεσα στη μάνα και την ερωμένη, ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι.
Όσο για την ερμηνεία του Λάζαρου Γεωργακόπουλου, που ανέλαβε και τη σκηνοθεσία, είχε πάθος, περίσσευμα ψυχής και πίστης σε αυτό που έκανε, σε σημείο ενίοτε να χάνει το μέτρο και να χτυπά στο κόκκινο του παροξυσμού, πράγμα που δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ανεξέλεγκτης υστερίας, που δυσκόλευε την εξέλιξή του ως δραματικό πρόσωπο. Θα μπορούσε και καλύτερα παίζοντας αρκετά κλικ πιο κάτω. Ο κόσμος πάντως δεν έδειξε να ζητά κάτι διαφορετικό. Τον χειροκρότησε. Τελικά, ίσως να μετράει η δική του γνώμη πιο πολύ από του κριτικού. Απόλυτα θεμιτό. Όμως, κι εγώ δικαιούμαι να καταθέτω τις επιφυλάξεις μου, εφόσον υπάρχουν, κι ας μην πείθεται κανένας.
Για παράδειγμα, ευρήματα όπως το μαχαίρι και η κόκκινη μπογιά-αίμα που επέλεξε ο Γεωργακόπουλος (ως σκηνοθέτης) να δώσει στον ρόλο, τα βρήκα πολυφορεμένα, κρύα και άχαρα. Από έναν ηθοποιό με τη δική του εμπειρία και το ταλέντο θα περίμενε κανείς κάτι παρασάγγας πιο ευφάνταστο.
Όπως επίσης, παρακολουθώντας τους δύο ρόλους, εκείνο που είδα να απουσιάζει ήταν ο ουσιαστικός διάλογος μεταξύ τους. Μπορεί ως ατομικές ερμηνείες και οι δύο ηθοποιοί να κατέθεσαν πράγματα, όμως δεν έπεισαν απόλυτα ως σκηνικό ζευγάρι που αλληλοσπαράσσεται και αλληλοφαγώνεται. Αυτό που αποκόμισα ήταν δυο υπάρξεις που θα μπορούσαν να επιβιώσουν και χώρια. Που δεν ισχύει. Όπως η Ιοκάστη δεν μπορεί να οριστεί πέρα από τον Οιδίποδα (και το αντίθετο), όπως η Μάρθα έχει ανάγκη τον Τζώρτζ για να υπάρχει ως Μάρθα, έτσι περίμενα να νιώσω και γι’ αυτό το ζευγάρι που σκαρφίστηκε ο Τριαρίδης. Δύο αντιθετικοί πόλοι παγιδευμένοι στο δίχτυ της ίδιας κατάστασης.
Τα σκηνικά με τα μπαλόνια, το καρεκλάκι για μωρά, το μαχαίρι, το μήλο, ερασιτεχνική προχειροδουλειά. Κι όμως, θα ‘πρεπε να δωθεί μεγαλύτερη σημασία στον τόπο δράσης.
Συμπέρασμα: Μια παράσταση με αρετές αλλά και με προβλήματα, συγγραφικά και σκηνοθετικά.