«Προσοχή Εκτελούνται Έργα»: Η έκπληξη της χρονιάς επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε
Η Νοεμή Βασιλειάδου, εμπνεύστρια και σκηνοθέτιδα της παράστασης μιλά για το πρώτο της σκηνοθετικό εγχείρημα, τη σύλληψη και την υλοποίηση του, καθώς και τη μελλοντική του πορεία
Συνέντευξη στην Αγγελική Κόγιου
Κεντρικό θέμα της παράστασης, το άλυτο μέχρι σήμερα κατασκευαστικό έργο του μετρό της Θεσσαλονίκης. Ένα έργο ημιτελές, το οποίο διαχρονικά έχει αποκτήσει κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές διαστάσεις.
Ένα έργο που έχει εξαντλήσει την υπομονή των κατοίκων, που έχει πλήξει ανεπανόρθωτα την οικονομία της πόλης, που στους χώρους του έχουν τελεστεί αφανή εργατικά ατυχήματα, που έχει προκαλέσει πλείστες διαμαρτυρίες και έριδες.
Το κατασκευαστικό έργο εντάχθηκε στον προϋπολογισμό το μακρινό 1976. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα η παράδοση του παρατείνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα το θέμα να έχει προσλάβει μυθολογικό, ανεκδοτολογικό και συμβολικό χαρακτήρα, διαμορφώνοντας τον συλλογικό ψυχισμό των κατοίκων.
Μία ομάδα νέων ηθοποιών, που δεν θυμάται την οδό της Εγνατίας δίχως εργοτάξια, αναρωτιέται άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με οργή πόσο θα πρέπει κανείς να περιμένει για την ολοκλήρωση ενός έργου, εάν αξίζει αυτή η αναμονή, ενώ αποπειράται να φανταστεί πως θα μοιάζει η πόλη χωρίς τις λαμαρίνες.
Η Νοεμή Βασιλειάδου, εμπνεύστρια και σκηνοθέτιδα της παράστασης, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας προέβησαν σε επιτόπια έρευνα, διαμοιρασμό ερωτηματολογίων και πραγματοποίηση συνεντεύξεων, δεδομένα τα οποία εμπλούτισαν με τις προσωπικές τους σκέψεις και κάποιες φανταστικές ιστορίες, γεννώντας μία πρωτότυπη πολιτική κωμωδία.
Το μετρό της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα ζήτημα που ταλανίζει διαχρονικά την πόλη, αλλά μέχρι τώρα παρέμενε καλλιτεχνικά αναξιοποίητο. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτό;
«Παρόλο που η πόλη μας μοιάζει με εργοτάξιο τα τελευταία είκοσι χρόνια, όλοι έχουμε εξοικειωθεί με τους κλειστούς δρόμους, τις πινακίδες και τις λαμαρίνες. Η δική μας σκέψη ήταν να δημιουργήσουμε μία παράσταση για την πόλη που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε. Οπότε το μετρό υπήρξε η τέλεια αφορμή για να μιλήσουμε ανοιχτά για τη σχέση μας με την πόλη, για τις παθογένειες της, τις αγκυλώσεις της και για τις προσδοκίες μας από αυτή».
Γιατί επιλέξατε το είδος του ψευδο-ντοκιμαντέρ;
«Το ζήτημα του μετρό διαθέτει ούτως ή άλλως μυθολογικά και ψευδαισθησιακά χαρακτηριστικά. Ενώ το έργο εξαγγέλλεται ότι υπάρχει, στην πραγματικότητα δεν είναι υπαρκτό. Έτσι, έχοντας ως αφετηρία το πραγματικό, επιδιώξαμε να συνθέσουμε μία παράσταση που να αποτελεί ένα κράμα πραγματικότητας και φαντασίας, ρεαλισμού και σουρεαλισμού».
Τι σκοπό επιτελεί το χιούμορ στην παράσταση;
«Η ιστορία του μετρό αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά από κάθε πολίτη. Κάποιοι το βλέπουν ως κωμωδία, άλλοι ως τραγωδία. Κάποιοι ως κοινωνικό ή πολιτικό δράμα και άλλοι ως επιστημονική φαντασία. Αυτή τη μείξη των ειδών προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε στην παράσταση. Πρόκειται για ένα έργο που ξεκινάει από ανέκδοτο και καταλήγει σε ένα προσωπικό και συλλογικό τραύμα. Το χιούμορ λειτουργεί ως όχημα για την ανάδειξη αυτής της πληγής».
Πόσο εύκολο είναι να μιλήσει κανείς ανοιχτά επί σκηνής για ένα ανέγγιχτο πολιτικό σκάνδαλο όπως αυτό του μετρό Θεσσαλονίκης;
«Δεν είναι εύκολο. Μέχρι τελευταία στιγμή διαπραγματευόμασταν το κείμενο και προσθέταμε πληροφορίες. Από τη μία πλευρά, δεν θέλαμε να έχουμε ως αυτοσκοπό την καταγγελία ενός πολιτικού σκανδάλου, από την άλλη, δεν θεωρούσαμε σωστό να αποκρύψουμε σημαντικές πληροφορίες, δημιουργώντας μία ωραιοποιημένη παράσταση. Στόχος μας ήταν η ανάδειξη του θέματος και η διάνοιξη ενός διαλόγου γύρω από το ζήτημα της ανάπτυξης και των κατασκευαστικών έργων».
Παράλληλα με το κεντρικό θέμα αναδύονται και άλλα κοινωνικά ζητήματα, όπως η ανεργία, η εργασιακή ανασφάλεια των νέων ηθοποιών και η απαξίωση του πολιτισμού. Πως διαχειρίζεται η νέα γενιά ηθοποιών αυτή την πραγματικότητα;
«Όντως, μέσα από την παράσταση θέλαμε να τονίσουμε την τάση αγκύλωσης των νέων ανθρώπων, οι οποίοι συνηθίζουν να εργάζονται με όρους επισφάλειας, κατώτερους των προσδοκιών τους, αδυνατώντας ακόμη και να βιοποριστούν από την εργασία τους. Η νέα γενιά ηθοποιών έχει συνηθίσει να καταπιέζει τα όνειρα της και να αρκείται στο μέτριο, με αποτέλεσμα να παραμένει στάσιμη. Ειδικά στις μικρότερες πόλεις αυτό είναι ακόμη πιο έντονο. Η Πολιτεία και οι θεσμοί έχουν σημαντική ευθύνη σε αυτό, εφόσον δεν παρέχουν ευκαιρίες στους νέους ηθοποιούς και δεν ενθαρρύνουν την καλλιτεχνική παραγωγή εκτός πρωτεύουσας. Εμείς μέσα από την παράσταση, προσπαθούμε να αντισταθούμε σε αυτή την τάση παραίτησης και επανάπαυσης».
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την υλοποίηση της;
«Ξεκινήσαμε να υλοποιούμε την ιδέα μας, έχοντας υπόψη ότι ενδέχεται να μην καταφέρουμε ποτέ να ανεβάσουμε παράσταση. Με τις δυσκολίες ήρθαμε αντιμέτωποι κυρίως μετά τη συλλογή του ερευνητικού υλικού. Έχοντας στα χέρια μας πλέον όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμασταν, έπρεπε να τις επεξεργαστούμε προκειμένου να αποκτήσουν σκηνική μορφή. Επίσης, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας και μέχρι τέλους νιώθαμε ότι τα ζητήματα που επιχειρούσαμε να αγγίξουμε μας ξεπερνούν. Η ευθύνη για την ορθή επικοινωνία τους στο κοινό ήταν μεγάλη. Τέλος, η ανεύρεση θεάτρου αποτέλεσε το πιο δύσκολο μέρος της παραγωγής. Δυστυχώς, οι σκηνές στη Θεσσαλονίκη είναι αριθμητικά λίγες και οι τιμές είναι δύσκολα βιώσιμες για μια νέα ομάδα χωρίς οικονομικό προϋπολογισμό, όπως η δική μας».
Τελικά αξίζει η αναμονή για ένα τέτοιο έργο;
«Το βασικό ζήτημα δεν έγκειται στο αποτέλεσμα, αλλά στην εξοικείωση των πολιτών με τη διαδικασία μίας αέναης και παράλογης αναμονής. Αν κάτι αξίζει, νομίζω πως σίγουρα είναι η αντίσταση στη νομοτέλεια της παραίτησης και η διεκδίκηση των όρων της ζωής που θέλουμε».
Γιατί αυτή η παράσταση δεν απευθύνεται μόνο σε Θεσσαλονικείς;
«Μπορεί το μετρό της Θεσσαλονίκης να αποτελεί το πιο απαξιωμένο έργο στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, αλλά δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Υπάρχουν πολλά ημιτελή έργα, εξ’ αιτίας των οποίων άνθρωποι εκτελούνται, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οπότε, ερωτήματα που αφορούν τις αιτίες της καθυστέρησης των έργων, την ευθύνη για την αναμονή και για τα υπέρογκα ποσά που δαπανούνται στις αποζημιώσεις, μας αφορούν όλους και όλες».
Τι είναι αυτό που έκανε την παράσταση τόσο επιτυχημένη;
«Δουλέψαμε με αυθεντικότητα, ειλικρίνεια και σεμνότητα και νομίζω πως αυτό γίνεται αντιληπτό από το κοινό. Επίσης, επιχειρήσαμε να αναφερθούμε με προσωπικό τρόπο σε ένα επίκαιρο και πρωτότυπο θέμα. Απ’ ότι φαίνεται, η ανάγκη να συζητήσουμε για τη σχέση μας με τη πόλη είναι κοινή».
Ποια θα είναι η επικείμενη πορεία της παράστασης;
«Αυτό το διάστημα κάνουμε τον προγραμματισμό των παραστάσεων για το νέο έτος. Η παράσταση θα παιχτεί ξανά στην Αθήνα και θα ταξιδέψει σε κάποιες πόλεις της επαρχίας. Με τον νέο χρόνο εννοείται πως θα επιστρέψουμε και στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη από όπου ξεκινήσαμε».
Πληροφορίες:
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Νοεμή Βασιλειάδου
Πρωτότυπο Κείμενο – Έρευνα: Η ομάδα Δραματουργία: Νοεμή Βασιλειάδου, Χάρις Σερδάρη
Πρωτότυπη Μουσική Σύνθεση: Γρηγόρης Λιόλιος
Κίνηση: Μαίρη Γιαννούλα
Βοηθός Σκηνοθεσίας – Οργάνωση Παραγωγής: Χάρις Σερδάρη
Σύμβουλος Δραματουργίας: Πάνος Δεληνικόπουλος
Σύμβουλος Σκηνογραφίας / Ενδυματολογίας: Μαρία Καραδελόγλου
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ευαγγελίου, Λευτέρης Τσινάρης, Σταυρούλα Ντολοπούλου
Επί Σκηνής: Δημήτρης Γούλιος, Μαρία Καραγκιοζίδου, Βασίλης Μπόγδανος, Χάρις Σερδάρη, Σοφία Στυλιανού και ο μουσικός Γρηγόρης Λιόλιος