Parallax View

Πρωταγωνιστές εκτός Αθηνών

Μία κριτική του Σάββα Πατσαλίδη για τη θεατρική παράσταση «Πες μου μία λέξη» σε σκηνοθεσία του Ευδόκιμου Τσολακίδη

Σάββας Πατσαλίδης
πρωταγωνιστές-εκτός-αθηνών-1288710
Σάββας Πατσαλίδης

Στην ελληνική επικράτεια, και δη στη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν ηθοποιοί με βαθιά θεατρική κουλτούρα, με εμπειρίες και αστείρευτο ταλέντο, τους οποίους οι θεατρόφιλοι στην Αθήνα αγνοούν παντελώς, δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι, τι κάνουν, τι έχουν πετύχει, ενώ γνωρίζουν τα πάντα για “πρωταγωνιστές” παρασάγγας κατώτερους. Θα μου πείτε ότι είναι λογικό. Συμφωνώ, είναι. Από τη στιγμή που οι εκτός Αθηνών καλλιτέχνες απουσιάζουν από τα πολιτισμικά ρεπορτάζ των δημοσιογράφων και κυρίως από την «ευπώλητη» ατζέντα των καλεσμένων των παραγωγών της, κατ’ ευφημισμό, «πανεθνικής» τηλεόρασης, το μέσον το οποίο είναι σε θέση να προβάλει σε όλη την επικράτεια, και φυσικά να καθιερώσει, πρόσωπα και γεγονότα, είναι δεδομένη η άγνοια της καλλιτεχνικής πραγματικότητας εκτός λεκανοπεδίου.

Πάντα αυτό συνέβαινε. Τη Θεσσαλονίκη, που συμβαίνει να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θεατρική αγορά της χώρας, οι πολιτιστικοί κύκλοι της Αθήνας τη συζητούσαν, και εξακολουθούν να τη συζητούν, με αφορμή ένα και μοναδικό γεγονός: τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο (και ίσως κάποια άλλη παράσταση που ενίοτε κατεβαίνει στην Αθήνα). Και μολονότι εν μέρει το κατανοώ, αφού στην Αθήνα βρίσκεται ο όγκος της θεατρικής ζωής, οπότε γιατί να ψαχτούν και αλλού, γιατί να ανέβουν μέχρι τη Θεσσαλονίκη, λ.χ., να δουν παραστάσεις όταν δεν προλαβαίνουν τις αθηναϊκές, δεν παύει να είναι μια άδικη αντιμετώπιση. Έστω και κάτω από αυτές τις δυσμενείς οικονομικά, συνθήκες που όλοι βιώνουμε, θα ‘πρεπε πού και πού να το κάνουν, γιατί υπάρχουν παραστάσεις και καλλιτέχνες εκτός των αθηναϊκών τειχών που αξίζουν προβολής και σχολιασμού.

Το λέω αυτά ως ένας φίλος του θεάτρου που ζει και τις δύο πόλεις και μπορεί να κάνει κάποιες συγκρίσεις και να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα. Ένας άνθρωπος που βλέπει τα ίδια παιδιά να παίζουν στη Θεσσαλονίκη και να περνάνε απαρατήρητα και τα ίδια ακριβώς παιδιά να τους αποδίδονται διαρκώς να εύσημα μόλις κατηφορίσουν λίγους μήνες αργότερα. Τα παραδείγματα δεκάδες.

Γιώργος Καύκας

Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί το θέμα. Απλώς τώρα ένιωσα την ανάγκη να το σχολιάσω και πάλι, παρακολουθώντας τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΥΚΑ να “δίνει τα ρέστα του”, όπως μας έχει συνηθίσει άλλωστε, με το ίδιο πάθος, τον ίδιο επαγγελματισμό, την ίδια υψηλή ποιότητα, υποδυόμενος τον συγγραφέα Τομ Κόννολι στο Φουαγέ του ΚΘΒΕ, στην παράσταση του έργου “Πες μου μια λέξη!”, σε σκηνοθεσία Ευδόκιμου Τσολακίδη, ένα έργο που μολονότι μου αρέσει ως σύλληψη δεν θα το ενέτασσα στα καλύτερα του Ιρλανδού συγγραφέα Brian Friel. Θεωρώ ότι του λείπει η καθαρότητα, η δομική πυκνότητα, και η ποίηση που συναντά κανείς σε άλλα σπουδαία έργα του, όπως το Molly Sweeney, Dancing at Lughnasa, Philadelphia, Here I Come!, κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, δεν χόρταινες να παρακολουθείς αυτόν τον τεράστιο ηθοποιό-Καύκα να μετατρέπει με τον λόγο του, τη σκηνική του άνεση, την ευμεταβλητότητα των επιτελεστικών του εργαλείων, την ετοιμότητά του, ένα συγγραφικά επίφοβο ρόλο σε επιτελεστικό γεγονός με μέγεθος και ειδικό βάρος. Ο εξαθλιωμένος «συγγραφέας» που προσπαθεί να πουλήσει τα χειρόγραφά του σε αμερικανικό πανεπιστήμιο αποκτά στα χέρια του όγκο, κερδίζει τον θαυμασμό μας.

Κώστας Σαντάς

Σκηνικός συνομιλητής του Καύκα-συγγραφέα, στο ίδιο έργο, ο κλεπτομανής “πεθερός” του, και επίσης σπουδαίος πρωταγωνιστής του ΚΘΒΕ, αλλά τελείως διαφορετικής ποιότητας και επιτελεστικής συμπεριφοράς, ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΝΤΑΣ. Τον έχω δει σχεδόν σε όλους τους ρόλους που έχει παίξει μέχρι τώρα, και εξακολουθώ να πιστεύω πως εάν αυτός ο δαιμόνιος, ο ασυγκράτητος και πληθωρικός θεατρίνος-πρωταγωνιστής έβρισκε τρόπο να ξεχάσει για λίγο τις δοκιμασμένες ευκολίες του (κίνηση, μορφασμοί, εκφορά του λόγου, λαρυγγισμοί, μούτες, πόζες κ.λπ), όπως επίσης εάν έβρισκε τρόπο να τιθασεύσει ή έστω να περιορίσει την επιθυμία του να βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα» σε κάθε σκηνική του εμφάνιση (κάτι που τον οδηγεί συχνά στην υπερβολή), θα ήταν σημείο αναφοράς για όλους τους ηθοποιούς και ιδίως για τους ηθοποιούς κωμωδίας. Το τονίζω χωρίς ίχνος υπερβολής. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα στη σκηνή. Έχει τεράστιο απόθεμα πολύτιμου δραματικού υλικού που δεν αξιοποιεί στην ολότητά του, γιατί απλούστατα έχει την τάση να παραδίδεται στη γοητεία της αγκαλιάς του κοινού που περιμένει από αυτόν να πάρει αυτά με τα οποία τον έχει ταυτίσει. Και περίπου προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και στην παράσταση του έργου του Friel, αν και ομολογώ πως η ατμόσφαιρα που επέβαλε η σκηνοθεσία του Τσολακίδη κάπου (συγ)κράτησε τις επιτελεστικές του εκρήξεις εντός ορίων. Και βέβαια γοήτευσε.

Σκηνοθεσία

Ο Ευδόκιμος Τσολακίδης πίστεψε σε αυτό το έργο, πίστεψε στο βάρος των λέξεων, πίστεψε στις αμφισημίες του, στο ανοικτό του τέλος, στα αδιέξοδα των ηρώων του, στην ευθραυστότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, στο συγκρουσιακό του υλικό και πορεύθηκε με μέσα λιτά (λίγες καρέκλες και μπόλικο πάθος–για να παραφράσω κάπως τη γνωστή ρήση του Thornton Wilder ” το θέατρο είναι «δυο σανίδια και ένα πάθος”). Ούτε φιοριτούρες ούτε υπερβολές, ούτε κραυγές, ούτε αχρείαστοι και παραπλανητικοί εντυπωσιασμοί. Μια παράσταση λόγου και δράσης, όπου κυριαρχούν οι ιδιοσυγκρασιακές ιδιότητες του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Κάθε χαρακτήρας κινείται, συμπεριφέρεται υπακούοντας στο στοιχείο εκείνο που τον ξεχωρίζει από τους άλλους χαρακτήρες. Π.χ. η Ντέιζι, η γυναίκα του συγγραφέα Τομ, είναι αλκοολική. Η Μπρίτζετ, η κόρη τους, είναι ψυχικά ασθενής. Η μητέρα της Ντέιζι είναι συνταξιούχος γιατρός που υποφέρει από τα αρθριτικά της. Ο πατέρας της είναι πρώην πιανίστας και νυν κλεπτομανής. Ο Γκάρετ, φίλος της οικογένειας, είναι ένας υπερφίαλος φαφλατάς. Η συνάντησή τους στη σκηνή δημιουργεί μια περιπλεγμένη όσο και αλλόκοτη ανθρωπογεωγραφία, η οποία ναι μεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, όμως ο συγγραφέας δεν της αφιερώνει επαρκή χρόνο ώστε να τη φωτίσει αρκετά. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στα πορτρέτα των χαρακτήρων παραμένουν μετέωρες.

Ως θεατής και αναγνώστης δεν έχω την απαίτηση ο συγγραφέας να μας δώσει κάποια οριστική και «φωτεινή» απάντηση. Απλώς, όλα γίνονται κάπως συμπιεσμένα, με συνοπτικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δούμε και να καταλάβουμε πώς διαμορφώνονται και πώς εξελίσσονται σχέσεις και πράξεις όπως περνούν από το ένα στάδιο στο άλλο. Yπάρχει μια γενικότερη σύγχυση σε σημείο αποπροσανατολισμού. Για παράδειγμα, σε ένα επίπεδο είναι ο συγγραφέας που παλεύει με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Σε ένα άλλο επίπεδο έχουμε τις γυναίκες των καλλιτεχνών και τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους. Kαι σε ένα άλλο, βουβό επίπεδο, έχουμε το θέμα της αναπηρίας της Μπρίτζετ, θέμα που εμφανίζεται σε όλα σχεδόν τα έργα του συγγραφέα, όπου συναντούμε άτομα που δεν βλέπουν, δεν ακούνε, δεν μιλάνε, άτομα σε αναπηρικό αμαξίδιο, άτομα που πάσχουν από πνευματικές διαταραχές, από κατάθλιψη κ.λπ. Το πρόβλημα με τη Μπρίτζετ είναι ότι η αναπηρία της ναι μεν ως εικόνα και ιδέα ανοίγει το έργο και μας προετοιμάζει για κάποια συνέχεια, όμως ο συγγραφέας δεν την αναπτύσσει, δεν τη διοχετεύει στα δρώμενα ως δρώσα δύναμη. Παραμένει στη σκιά των συγκρούσεων του έργου. Και για να επιστρέψω στη σκηνοθεσία. Ο Τσολακίδης πήρε το ρίσκο και συρρίκνωσε τη διάρκεια του έργου από 140 λεπτά (ανάγνωσης) στα 100 επιτελεστικά λεπτά, ώστε να πυκνώσει τις διακλαδώσεις της ιστορίας και κυρίως να εστιάσει πιο πολύ στο κυρίαρχο θέμα της ιστορίας που είναι η συγγραφική έμπνευση. Και σε ένα βαθμό το πέτυχε. Αναζήτησε τους ρυθμούς και τις κατάλληλες θερμοκρασίες στις συνευρέσεις αυτών των ιδιόρρυθμων τύπων χωρίς υπερβολές, φλυαρίες και μελοδραματικά ξεσπάσματα. Μπορεί η σκηνοθετική του προσέγγιση να μην είχε να προτείνει κάτι καινοτόμο ή φρέσκο, όμως είχε άποψη και στέρεη συγκρότηση. Κι αν δεν φάνηκαν με μεγαλύτερη καθαρότητα οι σχέσεις που διαμορφώνονται στη σκηνή δεν φταίει η σκηνοθεσία. Ο Friel στο συγκεκριμένο έργο πιο πολύ νοιάζεται για το δικό του σκηνικό πορτρέτο παρά για το τι συμβαίνει ανάμεσα στα δραματικά πρόσωπα, τα δημιουργήματα της φαντασίας του, τα οποία δείχνει μερικές φορές να τα εγκαταλείπει στη μοίρα τους.

Συνεργάτες

Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορώ παρά να αποδώσω τα εύσημα σε όλο το καστ, που κατέθεσε ενθουσιασμό και πίστη σε αυτό που ανέλαβε να υλοποιήσει.

Ονομαστικά: Πελαγία Αγγελίδου, Θανάσης Δισλής, Έφη Δρόσου, Φαίη Κοκκινοπούλου, Θεοδώρα Λουκάς, Τσάτσαρης, Χριστίνα Λουκά (φιγκυράν/Μπρότζετ), Κώστας Σαντάς, Γιώργος Καύκας.

Οι σκηνογραφικές προτάσεις της Δανάης Πανά απλές και δηλωτικές, αγκάλιασαν τα δρώμενα με μεγάλες φωτογραφίες πορτρέτων σπουδαίων Ιρλανδών καλλιτεχνών, όπως οι Beckett, Joyce, Yeats, Wilde, που επηρέασαν τη γραφή του Φρίελ, όπως την επηρέασαν και άλλοι μοντερνιστές, όπως οι Eliot, Brecht, Ibsen, και φυσικά Chekhov, με τον οποίο πολύ συχνά συγκρίνεται η γραφή του.

Μια δουλεμένη παράσταση με ψυχή και λόγο ύπαρξης στο φουαγέ του ΚΘΒΕ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα