Ρούλα Πατεράκη: Ο άνθρωπος μεγαλώνοντας είναι σαν στεγνωμένο ρυάκι
Ένας θεατρικός θρύλος για τη Θεσσαλονίκη κάνει μια αναδρομή της ζωής της.
Συνέντευξη στον Γιώργο Τούλα | Εικόνες: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος
Η Ρούλα Πατεράκη είναι ένας θεατρικός θρύλος για τη Θεσσαλονίκη. Στα δικά μου χρόνια της νεότητας ήταν το πρόσωπο που οδηγούσε το θέατρο της πόλης στο μέλλον. Σήμερα, παραμένοντας το ίδιο δημιουργική, κάνει μια αναδρομή της ζωής της.
-Τώρα πια τα λέω πιο κομπιαστά. Ο άνθρωπος είναι χείμαρρος όταν είναι νέος και μετά μοιάζει σαν στεγνωμένο ρυάκι. Ρυάκια που μοιάζουν τσιμεντωμένα, Ιλισός, Κηφισός…Μόνο κατακλεισμοί περνάν από πάνω. Προτιμάμε όλοι τη νεότητα, πιθανά με τα μυαλά του μεγαλύτερου. Αλλά την αλκή και τη ρώμη που έχει ένας νέος άνθρωπος. H ζωή από το σώμα χάνεται. Μακάρι να έμενε το σώμα αιώνια και το πνεύμα να ήταν ένα τίποτε. Αν μπορούσα να ξαναυπάρξω νέα δεν θα έκανα ασφαλώς τα ίδια πράγματα. Θα έκανα πολύ διαφορετικά.
-Στο θέατρο βρέθηκα ντετερμινιστικά. Με πήγαν άλλοι και έγινα αυτό. Δέκα χρονών δεν ήξερα τι θα διάλεγα. Πώς να έλεγα όχι; Μεγάλωσα σε αυστηρό σπίτι. Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι από την Αθήνα. Ζούσαμε σε ένα κλειστό περιβάλλον στην Αθήνα. Με την οικογένεια, τους παππούδες, τις υπηρέτριες, τον οικογενειακό κύκλο. Στους πρόποδες του Υμηττού, που ήταν εξοχή. Όταν ήρθα στην Θεσσαλονίκη μου φάνηκε μεγάλη πόλη. Ζούσαμε στην Αθήνα σε ένα μικρόκοσμο-μεγαλόκοσμο. Όταν πήγα μεγάλη στην Αθήνα δεν ήξερα ούτε την Πατησίων.
-Στην Θεσσαλονίκη ζήσαμε στην περιοχή της Μαρτίου. Ο παππούς μου ήταν δήμαρχος της Θεσσαλονίκης. Ο κόκκινος δήμαρχος. Είχε ένα παλιό εβραϊκό σπίτι. Ήταν ένας πολύ όμορφος άνδρας. Λεγόταν Μηνάς Πατρίκιος. Ήταν κομμουνιστής. Είχε έρθει από την Τυρολόη της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Γιος καπετάνιου ψαρά, θαλασσοπαίδι. Έγινε μεγάλος ποινικολόγος. Προωθήθηκε στην Θεσσαλονίκη στη Μικρασιατική Καταστροφή. Δικηγόρησε σε πολλές πόλεις της Β. Ελλάδας και μετά μπήκε στην πολιτική. Ήταν ο δήμαρχος των φτωχών στην εποχή του Πάγκαλου που τον καθήρεσε. Ξαναβγήκε στις επόμενες εκλογές με 58%, έγινε βουλευτής, υπουργός παιδείας, ξαναβγήκε δήμαρχος ΄55-΄59. Στο τέλος της θητείας τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο, κάτι που είναι εξαιρετικά ύποπτο. Ο παππούς μου ήθελε να δημοτικοποιήσει τον ΟΑΣΘ. Είχε έχθρες. Είχε πολύ χιούμορ, ήταν ελεύθερο μυαλό, πολύ μορφωμένος. Δεν είχε τα στεγανά ενός ορθόδοξου κομμουνιστή. Έμαθα το απροσκύνητο από τον παππού μου. Μιλούσε όπως ήθελε στον βασιλιά, τον Καραμανλή. Ήταν λαοπρόβλητος. Το σπίτι μας πάντα ανοικτό, μπαινόβγαινε κόσμος. Οι λόγοι του στα καφενεία, που ανέβαινα στα τραπέζια. Θυμάμαι τα φέρετρα που στήνανε έξω από την πόρτα μας τα παρακράτη. Τα λουλούδια που έδινα στην βασίλισσα. Μοιάζει σαν άλλη ζωή!
-Θυμάμαι τον Παγκρατίδη. Ήταν συμμαθητής μου στη δραματική σχολή. Με είχε πάει σπίτι μερικές φορές τα βράδια. Δεν φαντάζομαι να ήταν ο δράκος. Ήταν καλό παιδί.
-Είπαν οι δάσκαλοι στους γονείς μου ότι είχα ταλέντο.Το είδαν σε μια παιδική γιορτή στη Δευτέρα δημοτικού. Απήγγειλα ένα ποίημα και τότε η γιορτή σταμάτησε, η γιορτή καταστράφηκε. Οι γονείς δεν ήθελαν να ακούσουν κάτι άλλο. Έτσι με πήγαν στο θέατρο. Ο πρώτος μου ρόλος στα δέκα μου έπαιξα τον Ισαάκ στη Θυσία του Αβραάμ. Καθοριστικός ρόλος, το θύμα. Οι μεγάλοι ρόλοι είναι θύματα. Καιροφυλακτεί ένας θάνατος. Το θύμα, το μεγάλο θύμα αλλά όχι με αρνητικό τρόπο γιατί οι μεγάλοι ρόλοι είναι θύματα, κυριοφυλαχτεί ένας θάνατος πίσω από τους μεγάλους ρόλους, όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι δεύτεροι. Αν δεν μαρτυρήσεις έναν μεγάλο θάνατο στο θέατρο δεν είσαι μεγάλος ρόλος. Μετά το έριξα στην κωμωδία. Τσέχωφ. Αστεία έργα. Την αγαπώ την κωμωδία, δεν παίζω συχνά, είμαι καλή.
-Ο δάσκαλος μου ήταν ο Ζήζος Χαρατσάρης. Αυτός μου έμαθε να μιλάω πρώτα από όλα, να κουνιέμαι στο θέατρο, να ταυτίζομαι, μου έμαθε ότι η φαντασία είναι κάτι πιο παραπάνω από την ευαισθησία. Σε αυτόν χρωστάω δηλαδή. Πρέπει να έχεις μεγάλη φαντασία στο θέατρο και όχι τόση ευαισθησία. Η ευαισθησία είναι κάτι πολύ συναισθηματικό. Τι άλλο μου έχει μάθει; Όταν έφευγα και πήγαινα στα γυμνάσια, αυτά που μου έλεγαν οι δάσκαλοι μπροστά σε αυτά που μου είχε πει αυτός δεν ήταν τίποτα. Κάποια στιγμή ξέσπασε ένα σκάνδαλο και όλοι οι μαθητές του αποχώρησαν. Εγώ όταν το έμαθα χτυπάω το κουδούνι, μου ανοίγει ο δάσκαλος. «Έλα μέσα», μου λέει, «και κάτσε». Κάθισα. Τώρα λέει θα καλέσουμε τη μαμά για να σε πάρει γιατί θα πας σε άλλη σχολή. Λέω «γιατί;». Λέει «γιατί εδώ δεν έχει πια σχολή, δε θα είμαστε μαζί» και λέω εγώ «μα εγώ θέλω να είμαστε μαζί». Μου λέει «δε γίνεται, παιδί μου». Ρωτάω «πού είναι τα άλλα παιδιά;». «Πήγανε», λέει, «σε άλλη σχολή, είναι πολύ καλός αυτός ο δάσκαλος». Λέω «εγώ όμως θέλω με εσάς. Και τα έργα», λέω, «τι θα γίνει, πού θα παίξουμε;». Λέει «δε θα γίνουν τα έργα», λέω «τελείωσε δηλαδή το Ελεύθερο Θέατρο;». Μου λέει «ναι». Λέω «εγώ δε θέλω, εγώ θα μείνω με εσάς». Φώναξε τη μαμά του, η μάνα του ήταν χάλια, με πήρε διπλά της, έβγαλε γλυκό του κουταλιού αλλά εγώ περίμενα, δεν έφευγα. Αυτός ήταν δίπλα, έπαιζε πιάνο, εγώ καθόμουν με την κ. Χαρίκλεια, πολλές φορές καθόμουν μαζί της. Ξαφνικά μπαίνει μέσα και μου λέει «Έλα, μπρε» – μπρε με έλεγε τότε. Και μου λέει, «μου λες τώρα τι θα γίνει;» και «ποιος θα παίξει τους ρόλους;». Εγώ λέω, «εγώ θα παίξω, μπορώ να παίξω τη Ναταλία Στεφάνογλου, την Αίτηση σε Γάμο, μπορώ να το παίξω». Ήταν η δική του η επιμονή που έκατσα και δεν έφυγα, αυτό μέτρησε στη ζωή μου διότι κατάλαβα ότι έπρεπε να επιμένουμε σε ένα πράγμα άμα μας αρέσει και δεν πρέπει να τα παρατάμε.
–Μετά πήρα τον αντιστασιακό δρόμο. Θεατρικό Εργαστήρι, όλοι αυτοί που ήμασταν εκεί ήμασταν οι μαθητές του Χαρατσάρη. Και κάναμε το Θεατρικό Εργαστήρι Τέχνης στην αρχή. Μετα έγινε θεατρικό εργαστήρι με βάση το Αμαλία στη χούντα και στη μεταπολίτευση εγώ έφυγα. Αυτή την επταετία τη θεώρησα πολύ χαμένη από άποψη της πνευματικής εξέλιξης. Περιστρεφόμασταν χωρίς να καταλαβαίνουμε, με πολύ αδύναμο τρόπο προς μια κατεύθυνση τα μυαλά μας, δε μπορούσαν τα μυαλά μας να έχουν την ευλυγισία που είχε το μυαλό ενός Παριζιάνου.
– Είχα πάρει άδεια δραματική σχολής μόνη μου όταν έφυγα από το Εργαστήρι. Έκατσα και σκέφτηκα και λέω «τι θες να κάνεις; Να πας να παίξεις όχι, να πας στην Αθήνα όχι, δεν θέλεις να μπεις σε ένα εμπορικό κύκλωμα» – αν και εύκολα μπορούσα να χωθώ σε διάφορα εμπορικά, μη με βλέπεις τώρα. Εγώ ήθελα να ακολουθήσω τον Χαρατσάρη που με βοήθησε, γιατί είχε πάει η μαμά μου να τον ρωτήσει για το Κρατικό και είχε πει «όχι, πρέπει να ξεκινήσει να φτιάξει ανθρώπους που να μπορούν να παίξουν σαν και εκείνη για να παίξει εκείνη». Αυτό εμένα με σημάδεψε. Γι’ αυτό ήθελα, λοιπόν, να κάνω μια σχολή όπου από αυτή θα βγουν άνθρωποι, τους οποίους εγώ θα τους μαθαίνω θέατρο, γιατί αυτό ήταν το ψώνιο μου. Ώστε να φτάσουν σε ένα επίπεδο που να μπορούμε να παίξουμε μαζί. Εμένα ο απώτερος στόχος μου ήτανε να παίξουμε, αυτό μου έλειπε εμένα γιατί στην χούντα έπαιζα ό,τι λάχει, κατά τη γνώμη μου.
-Οι άνθρωποι που απευθυνόμουν για να ‘ναι θίασος, δεν ήτανε ούτε κουτοί ούτε αγράμματοι. Και ταλαντούχοι στο θέατρο ήταν και ευθείς και καλλιεργημένοι. Δεν ήταν δηλαδή άξεστοι. Υπήρξαν άνθρωποι που ήταν εξαιρετικοί και δεν έκαναν ξανά θέατρο ή κάνανε θέατρο που ήταν πολύ μικρά πράγματα. Δεν ήταν άνθρωποι τυχαίοι αυτοί που περάσαν από εκεί.
– Την αγαπάω τη Θεσσαλονίκη και αγαπώ τον κόσμο εδώ, δηλαδή πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι άλλης ποιότητας. Όπως λέμε οι Κρητικοί είναι μια άλλη ράτσα, έτσι και εδώ εμείς είμαστε μια άλλη ράτσα. Δεν είχα εγώ ποτέ φίλους εδώ, μαθητές μου ήταν μόνο. Δουλειές δεν κάνω εδώ. Ποτέ δε με φώναξαν στο Κρατικό για να κάνουμε μια δουλειά. Όλα αυτά τα πράγματα είναι πολιτικές συγκυρίες, είναι κάποιοι άνθρωποι τους οποίους δεν τους παίρνουν, όχι γιατί τους φοβούνται, απλά τους θεωρούν πιο ιδιόρρυθμους. Πιστεύουν πως δεν κάνει για διοίκηση, σου λέει «αυτός είναι τώρα καλλιτέχνης, θα κάνει διοικητικά;». Νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος, παλιότερα το πολιτικό έπαιζε περισσότερο, τώρα δεν παίζει. Το Κρατικό έχει απλώσει πλοκάμια, είναι μεγάλοι οι χώροι, δουλεύουν πολύ με την Αθήνα, έρχονται από την Αθήνα. Εδώ εμείς είμαστε λίγο πιο κομπλεξικοί με τον Αθηναίο σκηνοθέτη. Οι Αθηναίοι είναι ακομπλεξάριστοι. Και αυτό είναι καλό γιατί δε σου πουλάνε αέρα. Εγώ εδώ στη Θεσσαλονίκη τυραννιόμουνα πάρα πολύ. Από τον κομπλεξισμό των ανθρώπων. Γι’ αυτό έφυγα.
-Θέατρο βλέπω στην Αθήνα, έχω πια τόσους φίλους. Το θέατρο στην Ελλάδα πιστεύω ότι είναι καλό, πιστεύω ότι είναι Ευρωπαϊκό πια. Και πιστεύω ότι είναι καλύτερο από πολλά μέρη της Ευρώπης.
– Γοητεία της θλίψης. Αυτό είναι το θέατρο, δεν έχει χαρά, έχει μια γοητεία της θλίψης. Τίποτα, ακόμα και αυτά που έχουνε μεγάλη επιτυχία, έχουν μια γοητεία, κουβαλάνε μια θλίψη. Ή μάλλον η γοητεία της ματαιότητας που το αποτέλεσμα είναι πάντα μια μόνιμη θλίψη. Και νομίζω πως όλοι οι ηθοποιοί το αισθάνονται. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν χαρούμενοι ηθοποιοί. Εγώ το ένιωσα αυτό και με την Αλίκη. Η θλίψη της Αλίκης ήταν κάτι το σπαρακτικά θλιμμένο.
*Η συνέντευξη κυκλοφορεί στην Parallaxi Νοεμβρίου 2018 (τεύχος 232)