Σκέψεις με αφορμή το μεγαλύτερο θεατρικό φεστιβάλ του αραβικού κόσμου
Η λέξη πειραματικό είναι κάτι που δεν κλείνει ποτέ, αφού συνοδεύει όλες τις εποχές, με διαφορετικό τρόπο και ένταση, ανάλογα με τις ανάγκες της ιστορικής στιγμής κάθε τόπου
Κάθε διεθνές φεστιβάλ έχει τις ιδιαιτερότητές του οι οποίες μπορεί να είναι γεωγραφικές, φυλετικές, εθνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές, αισθητικές, τεχνολογικές ή ένας συνδυασμός των παραπάνω. Όπως και να το δει κανείς ένα φεστιβάλ είναι (και έτσι ήταν πάντα—θυμίζω την αρχαία Αθήνα) ένα γεγονός πολιτιστικής διπλωματίας, μια ευκαιρία για την πόλη που το φιλοξενεί να (επι)δείξει στους επισκέπτες της τα θεατρικά της μεγέθη, τα καλλιτεχνικά της επιτεύγματα.
Όπως είναι επίσης (διόλου αμελητέο) και μια καλή ευκαιρία γνωριμιών, συνεργασιών, διαλόγου, «αγοραπωλησιών» και προβληματισμού, με σημείο εκκίνησης μια κοινή γλώσσα, τη θεατρική, που και αυτή μπορεί να μην είναι και τόσο «κοινή» αν αναλογιστεί κανείς πως, όπως κάθε γλώσσα, έτσι και αυτή έχει τις διαλέκτους της, τις ιδιαιτερότητές της, τις τοπικές της σημασίες και σκοπιμότητες. Δεν είναι δηλαδή μια ομοιόμορφη γλώσσα κατανοητή από όλους με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και όταν τα θέματά της είναι κοινά, όπως π.χ. θέματα που αφορούν τον άνθρωπο, τις εμπειρίες του, τις αγωνίες, τις χαρές και τις λύπες του.
Αυτήν ακριβώς την ειδολογική, αισθητική και επικοινωνιακή ποικιλότητα καλείται να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων πιεστικών προκλήσεων, ένας κριτικός που καλείται να παρακολουθήσει ένα διεθνές φεστιβάλ με σκοπό να γράψει γι’ αυτό, εννοώ να το αξιολογήσει/κρίνει (και όχι να το περιγράψει). Πώς το χειρίζεται, θέλω να πω πώς παίρνει «θέση» απέναντι σε αυτά που βλέπει, χωρίς να αδικήσει κουλτούρες τις οποίες ενδέχεται να μην γνωρίζει πολύ καλά ή ακόμη και καθόλου; Σε τέτοιες ανοίκειες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει «δημοκρατικά» η γλώσσα του θεάτρου; Ή μήπως όλα υποτάσσονται εκ των πραγμάτων στην όποια υποκειμενική άποψη, δηλαδή στην παιδεία, τις προκαταλήψεις και τις προσδοκίες του κριτικού;
Περί πειραματικού θεάτρου
Δεν είναι στις προθέσεις μου, αλλά ούτε και ο χώρος προσφέρεται ώστε να ασχοληθούμε αναλυτικά με ένα τόσο σύνθετο θέμα. Το αναφέρω επιγραμματικά ώστε να δώσω εξαρχής μια μικρή γεύση της πολυπλοκότητας του θέματος, έχοντας αυτή τη φορά ως έναυσμα το CIFET (Cairo International Festival of Experimental Theatre), το μεγαλύτερο διεθνές θεατρικό γεγονός στον αραβικό κόσμο, ένα γεγονός που, πέραν του παραπάνω ζητήματος, θέτει και ένα επιπλέον (και σχετικό) ζήτημα σχετικό με τον τίτλο του, ο οποίος περιλαμβάνει τη λέξη «πειραματικό».
Τι να σημαίνει άραγε; Για ποιον είναι πειραματικό; Το πειραματικό αφορά τους πάντες με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή όλοι οι λαοί (και οι κριτικοί τους) ερμηνεύουν τη λέξη με τον ίδιο τρόπο, μοιράζονται τις ίδιες περίπου απόψεις ως προς το τι το συνιστά; Για παράδειγμα, η ερμηνεία που δίνουν σήμερα οι Έλληνες στη λέξη «πειραματικό» θέατρο είναι η ίδια με εκείνη που δίνουν οι Aιγύπτιοι ή οι Κορεάτες κ.λπ; Κι αν δεν ισχύει αυτό και κατά βάση μιλάμε για πολλά πειραματικά θέατρα, ποιο από όλα είναι πιο πειραματικό από τα άλλα; Κι αν αποφανθεί κάποιος ότι το χ θέατρο είναι πιο πειραματικό από κάποιο άλλο, αυτό σημαίνει ότι αναφέρεται και σε κάποιο σταθερό κέντρο (σημείο αναφοράς και σύγκρισης), πράγμα που δημιουργεί παράλληλα και κάποια περιφέρεια (που δεν είναι πειραματική, σε σχέση με το έγκριτο κέντρο πειραματισμού); Εάν δεχόμαστε αυτό το σκεπτικό τότε αμέσως -αμέσως προκύπτει και το επόμενο ερώτημα: με ποια εργαλεία μπορεί να γίνει αυτή η διαφοροποίηση και ποιους αντιπροσωπεύει; Όταν λ.χ. οι δυτικοί μελετητές αναφέρονταν στην «Αραβική Άνοιξη» γιατί την ονόμαζαν «Αραβική μοντερνικότητα»; Τι εννοούσαν, άραγε; Μια μοντερνικότητα δυτικού τύπου που έφτασε στη Μέση Ανατολή με καθυστέρηση εκατό και πλέον ετών; Ή κάποια άλλη;
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα πώς θα το δει κανείς, η λέξη πειραματικό είναι κάτι που δεν κλείνει ποτέ, δεν φτάνει ποτέ σε ένα τερματικό σημασιών, αφού συνοδεύει όλες τις εποχές, την καθεμιά με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική ένταση, ανάλογα με τις ανάγκες της ιστορικής στιγμής του κάθε τόπου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι λαοί που ακολουθούν την εξέλιξη του πολιτισμού δεν μπορεί παρά να βρίσκονται διαρκώς σε μια κατάσταση μόνιμης ανανέωσης, δηλαδή σε μια πειραματική διαδρομή εκμοντερνισμού. Ο βαθμός της ρήξης με το εγχώριο και οικείο, είναι αυτός που καθορίζει και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μοντέρνο ή πειραματικό μιας κοινωνίας και το μοντέρνο ή πειραματικό κάποιας άλλης.
Στο διά ταύτα
Όλα αυτά και πολλά άλλα κουβαλούσα στο μυαλό μου σε όλη τη διαδικασία αξιολόγησης των παραστάσεων που φιλοξενήθηκαν στο 31 ο διεθνές φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου στο Κάϊρο. Πώς αντιμετωπίζει ένας καλεσμένος κριτικός αυτή την ποικιλότητα; Με τι μέτρα και σταθμά; Ή μήπως για να αποφύγει το ενδεχόμενο λανθασμένων κριτικών συμπερασμάτων καταφεύγει σε μια ανώδυνη περιγραφή και ξεμπερδεύει;
Ας πούμε ότι το κάνει. Όμως σε μια τέτοια περίπτωση πώς διαλέγεται με τις παραστάσεις και τους καλλιτέχνες; Τι αφήνει πίσω του φεύγοντας; Τι ουσιαστικό προσφέρει;
Απόλυτη απάντηση δεν υπάρχει. Εκείνο που πιστεύω λέει ότι το ενδεχόμενο της λανθασμένης κρίσης περιορίζεται κάπως (ποτέ δεν εξαφανίζεται) όταν ως κριτικοί καλλιεργούμε διαρκώς στο μυαλό μας μια νέα «γεωγραφία αφετηριών», που σημαίνει «χρονικοποιούμε τον τόπο» και «εδαφικοποιούμε τον χρόνο». Θέλω να πιστεύω πως η κριτική μας σκέψη απελευθερώνεται σε ένα βαθμό όταν αντιμετωπίζουμε τον χρόνο και τον τόπο με όρους κάποιας χαλαρότητας και σχετικότητας, σε αντίθεση με παλαιότερα μοντέλα κριτικής ανάλυσης όπου ένας χ τόπος απολάμβανε τα προνόμια του ελεγκτικού κέντρου, σε βάρος της περιφέρειας. Η «εδαφικοποίηση/χρονικοποίηση» των διαδρομών είτε του πειραματικού είτε του μοντέρνου, είναι σίγουρα μια ατραπός δύσβατη, γιατί απαιτεί παράλληλα και μια υπέρβαση πολλών προσωπικών δεδομένων, κάτι που αλλάζει ριζικά τον θεατρικό χάρτη και τις αρχές αξιολόγησής του, αφού έτσι από το ένα μοντέρνο ή τα ένα πειραματικό καταλήγουμε στις πολλές εκδοχές τους, με όλες τις πιθανές διαφοροποιήσεις.
Το φεστιβάλ με αριθμούς
Ας επιστρέψουμε όμως στο φετινό φεστιβάλ του Καϊρου, όπου φιλοξενήθηκαν 26 παραστάσεις: δύο αιγυπτιακές, μια από Ινδία, μια από Νότιο Αφρική, μία από τον Ισημερινό και οι υπόλοιπες από την Ευρώπη (ανάμεσά τους και δυο ελληνικές) και τις αραβικές χώρες. Οι παραστάσεις παρουσιάστηκαν σε 10 θέατρα, τα περισσότερα στο κέντρο της πόλης.
Γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες του φεστιβάλ και από προηγούμενη εμπειρία, ενημερώθηκα όσο μπορούσα καλύτερα, ώστε να είμαι έτοιμος να διαχειριστώ με μεγαλύτερη άνεση όλη αυτή την ποικιλότητα και την εναλλαγή ερεθισμάτων. Το τελικό ταμείο με συν και πλην. Κοινός τόπος άλλωστε για όλα τα φεστιβάλ. Δεν είναι δυνατόν να αρέσουν όλα σε όλους. Κάποιες παραστάσεις είχαν, κατά την εκτίμησή μου, σαφή προβλήματα δομής και δραματουργικής επεξεργασίας, κάποιες άλλες είχαν μια τάση «βίαιης» επίδειξης της όψης ανεξάρτητα από τη σχέση της με το δράμα, κάποιες άλλες άγγιζαν θέματα γρατζουνώντας στην επιφάνεια χωρίς καμιά βύθιση στα σωθικά τους και κάποιες άλλες άγγιζαν θέματα χιλιοειπωμένα. Ειδικά στην περίπτωση των αραβικών παραστάσεων το γεγονός ότι δεν υπήρχε μετάφραση των κειμένων ώστε να μπορέσουμε να τις παρακολουθήσουμε με μεγαλύτερη ευκολία ήταν κατά την άποψή μου το μεγαλύτερο πρόβλημα. Και δεν ήταν μόνο για εμάς, τους δυτικούς. Ήταν και για τους Άραβες θεατές, δεδομένου ότι η αραβική γλώσσα δεν είναι κοινή για όλους. Π.χ οι Αιγύπτιοι θεατές μπορούσαν να παρακολουθήσουν έργα προερχόμενα από τον Λίβανο, την Παλαιστίνη, τη Συρία , το Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, όχι όμως και αυτά από την Αλγερία, το Μαρόκο και την Τυνησία.
Δεν αντιλέγω ότι η τέχνη μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας ταράζει και μας αφυπνίζει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους που μπορεί να μην σχετίζονται με τον λόγο. Όμως ,ακόμη και σε μια εποχή, όπως η δική μας, όπου ο λόγος έχει αντικατασταθεί ή επισκιασθεί από άλλα εργαλεία έκφρασης, δεν παύει να αποτελεί ένα ζωτικό όργανο της θεατρικής εμπειρίας. Ειδικά στο αραβικό θέατρο, με την πολύ ισχυρή αφηγηματική παράδοση, η κατανόηση της ιστορίας έχει σημασία. Θα ήταν ευχής έργο εάν στις επόμενες εκδοχές του το φεστιβάλ λύσει αυτό το θέμα. Λύνοντάς το θα ενισχυθεί ακόμη πιο πολύ το αίσθημα της κοινότητας.
Λύνοντάς το θα ενισχυθούν οι γέφυρες επικοινωνίας, και ουσιαστικότερης κατανόησης ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες και λαούς. Επίσης, και με βάση αυτά που σχολίασα πιο πάνω, καλό θα ήταν η καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ να ξαναδεί τη χρησιμότητα της λέξης «πειραματικό» στον τίτλο του, γιατί αφενός είναι μια λέξη διφορούμενη, όπως έδειξα πιο πάνω, με πολλές και ασαφείς ερμηνείες (τι είναι πειραματικό για ένα λαό μπορεί να είναι εντελώς συμβατικό για κάποιον άλλο), αφετέρου είναι μια λέξη περιοριστική γιατί αμέσως -αμέσως θέτει ένα σημείο αναφοράς, σύμφωνα με το οποίο καλούνται να αξιολογήσουν οι κριτές. Τέλος, είναι μια λέξη που δημιουργεί λογής-λογής προσδοκίες ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο των δρωμένων. Το φεστιβάλ πιστεύω πως θα κερδίσει σε εύρος εάν απαλλαγεί από τη λέξη αυτή που είναι ποικιλοτρόπως δεσμευτική.
Προσωπικά δεν είδα κάποια παράσταση, δυτική ή αραβική, που θα την ονόμαζα «πειραματική», όπως τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι τον όρο.
Εν τάχει ορισμένες παραστάσεις
Κορυφαία στιγμή του φεστιβάλ η εξαιρετικά ευφάνταστη και υψηλού βαθμούδυσκολίας η γερμανική χορευτική περφόρμανς των Fernando Melo καιRoberto Scafati, «BAB(B)EL». Mια κυριολεκτική Βαβέλ, ενδεικτική τηςαδυναμίας αλλά και της προσπάθειας των ανθρώπων να επικοινωνήσουν.
Θα είχα να πω τα καλύτερα και για την επίσης χορευτική παράσταση «Elevator» από τη Ρουμανία, σε χορογραφία του Feher Ferenc, εάν δεν έμοιαζε τόσο πολύ με to “3 Boys Dance Fight” του Philippe Decoufle, ιδίως το πρώτο μέρος. Πάντως κανείς δεν αρνείται τη δεξιοτεχνία, την επιτελεστική ετοιμότητα και εντυπωσιακή ρυθμική αρμονία και των τριών ηθοποιών.
Elevator (Ρουμανία). Χορογραφία Feher Ferenc
Επίσης, ενδιαφέρουσα και η παράσταση από το Κουβέϊτ με τον πολύ ενδεικτικό τίτλο «MUTE» (Σιωπή), με πρωταγωνίστρια την πολύ χαρισματική ηθοποιό και τραγουδίστρια Hala Imran, σε κείμενο του γνωστού Λιβανέζου συγγραφέα Suleiman Al-Bassam. Αφετηρία της ιστορίας η μεγάλη έκρηξη που συγκλόνισε τον Λίβανο στις 4 Αυγούστου του 2020, μια έκρηξη για την οποία δεν λογοδότησε ούτε τιμωρήθηκε κανείς. Με αφορμή αυτό το συμβάν η παράσταση ανοίγει τη θεματική της βεντάλια και μιλά με τόλμη για θέματα ταμπού, όπως η διαφθορά της εξουσίας, η ατιμωρισία των ισχυρών, η χειραφέτηση των γυναικών, η εκμετάλλευση των αδυνάτων, η συστημική βία κ.λπ.
Με πολλά και έξυπνα στοιχεία η παράσταση «Autorretatro» από τον Ισημερινό. Ένα κολλάζ από θραύσματα εμπειριών και το πώς κάθε δραματικό πρόσωπο προσπαθεί να συλλάβει διαθέσεις, μνήμες και ιστορίες και να τις βάλει σε έναμεγάλο κάδρο. Η ρευστότητα των επεισοδίων, η συνεχής ροή των εναλλασσόμενων ερεθισμάτων που διαρκώς εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν όπως τα φαντάσματα και οι μνήμες προίκιζαν την παράσταση με κάτι ονειρικό, ένα γοητευτικό μαγικό ρεαλισμό. Βρήκα ιδιαίτερη και την αιγυπτιακή εκδοχή του «Μακμπέθ», μια διασκευή που υλοποιήθηκε με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης και την οποία σκηνοθέτησε με φαντασία ένας νέος καλλιτέχνης, ο Mahmoud El-Husseiny. Αντί για το γνώριμο κάστρο, ο χώρος δράσης εδώ ήταν ένα εργοστάσιο και θέμα του ο αγώνας που γίνεται για την κυριαρχία του.
Οι ελληνικές συμμετοχές
Όσο για τις δύο ελληνικές συμμετοχές στο φεστιβάλ (Celebrators από την ομάδα Bloom Theatre Group–σκην.
Αντρέας Παράσχος και Polarity 01: Clytemnestra vs Agamemnon από τη θεατρική κολεκτίβα Facta Non Verba—σκην. Έλενα Σταματοπούλου), δυστυχώς δεν έχω να πω κάτι επαινετικό. Αναγνωρίζω τις καλές προθέσεις και των δυο, όμως εκείνο που μετράει είναι η σκηνική πραγμάτωσή τους. Το παραδοτέο. Και οι δύο παραστάσεις είχαν πολλά προβλήματα, δραματουργικά, δομικά, επιτελεστικά και ερμηνευτικά.
Το ανέμελο διονυσιακό πνεύμα που υποτίθεται είχε ως στόχο να κομίσει η ομάδα Bloom στα καθ ημάς, μέσα από τα διάφορα λαϊκά εορταστικά δρώμενα, τις αφηγήσεις, τις παρλάτες, τα ανέκδοτα , έχοντας ως πνευματικό οδηγό τον Μπαχτίν και τις απόψεις του για τον Ραμπελαί, το καρναβάλι, και τις κοινοτικές γιορτές (πανηγύρια), κατέληξε σε ένα ανερμάτιστο αλαλούμ από κοινοτυπίες και ευκολίες. Όσο δε για τη σύγκρουση αρσενικού-θηλυκού, με σημείο αναφοράς το δίδυμο Κλυταιμνήστρα-Αγαμέμνων, και με παραπομπές στα συμπτώματα από την ψηφιοποίηση των αισθήσεών μας και την ολοένα και πιο δύσκολη διάκριση φυσικού και ψηφιακού κόσμου, ομολογώ ότι ως ιδέα τη βρήκα ενδιαφέρουσα και υποσχόμενη. Αλλά φεύ…. Άλλο η θεωρία στα λόγια και άλλο η θεωρία στην πράξη. Όσο και να προσπάθησα μου ήταν αδύνατο να καταλάβω ποιοι ήταν οι στόχοι του όλου εγχειρήματος. Δεν μπόρεσα να διακρίνω πού τέμνονταν επιτελεστικά ο λόγος, η κίνηση, ο χορός, η μουσική, ο Αγαμέμνονας και η Κλυταιμνήστρα και πού κατέληγε ο διάλογος μεταξύ τους.
Είμαι αναφανδόν υπέρ του πειραματισμού, αρκεί να υπάρχει μια σαφής θέση ως προς το αντικείμενο που «αποδομείται», όπως και σαφής αξιοποίηση των επιτελεστικών εργαλείων που οδηγούν μέσα από διάφορες κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις στο τερματικό της αποδόμησης. Εδώ όλα τα κάλυπτε ένα σύννεφο ασάφειας και αμηχανίας που κάθε άλλο παρά υπηρέτησε το «θέατρο της επικοινωνίας».
Αυτά πολύ σύντομα και εξ ανάγκης επιλεκτικά από ένα φεστιβάλ φιλόξενο, ποικίλο και ιδιαίτερο, στο κέντρο μιας πολύβουης μεγαλούπολης (υπολογίζεται στα 25 εκατομμύρια).