Σπύρος Ευαγγελάτος: Μια πλούσια και δημιουργική διαδρομή σε ένα σπουδαίο λεύκωμα
Ένας τόμος 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου
Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε μέσα στο 2024 και παρουσιάζει σε μια ειδική εκδήλωση, σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ, την Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου στου Φουαγιέ της ΕΜΣ, έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου. Πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και σπουδαίος δημιουργός. Ιδρυτής του Αμφιθεάτρου, που έγραψε την δική του ξεχωριστή ιστορία στα θεατρικά πράγματα επίσης αλλά και συνεργάτης πολλών ακόμα θεατρικών οργανισμών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ανάμεσα σε αυτούς και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όπου ο Σπύρος Ευαγγελάτος άφησε το ξεχωριστό του στίγμα όχι μόνο ως σκηνοθέτης αλλά και ως καλλιτεχνικός διευθυντής την περίοδο 1977-1980. Η συνεργασία του ωστόσο με το ΚΘΒΕ ξεκίνησε νωρίτερα, το 1964.
Η σχέση του με το θέατρο ξεκίνησε από την παιδική ηλικία, αν και όπως παραδεχόταν ο ίδιος σε συνεντεύξεις του αισθανόταν περισσότερο ως «μουσικός που σκηνοθετεί» παρά ως απλός σκηνοθέτης. Ίσως γιατί είχε ειδική σχέση με τον κόσμο της μουσικής από τα παιδικά του χρόνια και προερχόταν από ένα σπίτι μουσικών. Ο πατέρας του ήταν ο μουσουργός και αρχιμουσικός Αντίοχος Ευαγγελάτος και η μητέρα του η αρπίστρια Ξένη Μπουρεξάκη. Η συνεργασία της μητέρας του με το Εθνικό αλλά και το Θέατρο Κοτοπούλη θα μυήσουν τον μικρό τότε Σπύρο Ευαγγελάτο στον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Μεγαλώνοντας γοητεύτηκε από τα κλασικά κείμενα των αρχαίων τραγικών αλλά και του Σαίξπηρ και ακολούθησε σπουδές τόσο στην Φιλοσοφική Αθηνών όσο και στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Παρά την ενασχόληση του με την υποκριτική ο ίδιος ήταν σαφές πως είχε έναν υψηλότερο στόχο – όχι τόσο επί σκηνής – δεδομένο που αναγνώρισαν οι δάσκαλοί του και τον ενθάρρυναν να γίνει πραγματικότητα. Την αξία αυτή αναγνώρισε από πολύ νωρίς και ο Σωκράτης Καραντινός που τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τον χώρο του θεάτρου και τον βοήθησε στις σπουδές του στην Δραματική Σχολή.
Η σχέση του με το ΚΘΒΕ
Το 1964 έρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη ανεβάζοντας για λογαριασμό του ΚΘΒΕ ένα δικό του έργο, το ιστορικό δράμα «Νικόλαος Γαλάτης». Η επιλογή του τότε διευθυντή και ιδρυτή του ΚΘΒΕ, Σωκράτη Καραντινού, να εμπιστευτεί το νεαρό, ακόμα τότε, σκηνοθέτη δικαιώνεται. Χαρακτηριστικά ο Βάσος Βαρίκας σημειώνει στην κριτική του με αφορμή το έργο για τον Ευαγγελάτο ότι «ο καλλιτέχνης παρά την ηλικία του, έχει ήδη σχηματίσει στέρεη αντίληψη για τη σκηνική διδασκαλία». Κινούμενος τα επόμενα χρόνια μεταξύ Αθηνών, Αυστρίας (στη Βιέννη και στο Κλάγκενφουρτ όπου εμπλουτίζει τις θεατρικές σπουδές του και σκηνοθετεί παράλληλα μια σειρά παραστάσεων) και Θεσσαλονίκης ο Ευαγγελάτος αναζητά συνεχώς νέους δρόμους για το θέατρο.
Το Κρατικό ωστόσο αποτέλεσε ένα ξεχωριστό σημείο αναφοράς στην πολύχρονη θεατρική διαδρομή του. Στην διάρκεια της διευθυντικής θητείας του Γιώργου Κιτσόπουλου στο ΚΘΒΕ θα ανεβάσει μια σειρά σημαντικών έργων όπως η «Μαρία Δοξαπατρή» του Δημήτριου Βερναρδάκη (1968), οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (1969), «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου (1969), «Φάουστ» του Γκαίτε (1970), «Ο Επισκέπτης» του Γιώργου Θέμελη και «Το κενό» του Ιονέσκο, σε ενιαία παράσταση (1970), «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1971), «Ένα ονειρόδραμα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1972), «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1973).
Ο Ευαγγελάτος εδώ δεν περιορίζεται σε απλές λύσεις με συντηρητικά και διεκπεραιωτικά ανεβάσματα. Πειραματίζεται και δοκιμάζει συνεχώς καινοτόμες ιδέες που όμως δεν γίνονται πάντα απόλυτα αποδεκτές από την θεατρική κριτική της εποχής αλλά δικαιώνουν τον ίδιο για το πνεύμα τόλμης και πρωτοπορίας που τον χαρακτηρίζει. Το 1972 συνεργάζεται επίσης με το Εθνικό παρουσιάζοντας την πρώτη του σκηνοθεσία στην Επίδαυρο παρουσιάζοντας την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Είναι ηλικιακά ο νεότερος σκηνοθέτης μέχρι τότε που θα παρουσιάσει παράσταση του εκεί. Η σκηνοθετική του ματιά δίνει μια νέα πνοή στα κλασικά κείμενα των αρχαίων ποιητών. Καθώς θα ανεβάσει – στο σύνολο της θεατρικής πορείας του – το σύνολο σχεδόν αυτών των κλασικών έργων, θα λειτουργήσει αργότερα, με τις ρηξικέλευθες ιδέες του, σαν οδοδείκτης για τις νεότερες γενιές σκηνοθετών.
Το 1977 αναλαμβάνει την διεύθυνση του ΚΘΒΕ. Το στοίχημα που αναλαμβάνει είναι δύσκολο καθώς παίρνει την σκυτάλη από τον Μίνω Βολανάκη – ο οποίος την περίοδο 1974-1977 διαχειρίζεται με επιτυχία ίσως μια από τις πιο δημιουργικές φάσεις στην ιστορία του θεατρικού οργανισμού αλλά αποχωρεί με επεισοδιακό τρόπο δημιουργώντας αρνητικό κλίμα και καχυποψία για τον διάδοχο του στη θέση του διευθυντή. Ας σημειωθεί ότι δύο χρόνια νωρίτερα, το 1975, ο Ευαγγελάτος έχει ιδρύσει επίσης το Αμφιθέατρο στην Αθήνα.
Η θητεία του ωστόσο στο ΚΘΒΕ αποδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμη και δημιουργική. Σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων παραστάσεις όπως τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Πέτρο Φυσσούν, Θάνο Τζενεράλη, Φαίδωνα Γεωργίτση Αλεξάνδρα Λαδικού και Λίνα Λαμπράκη και τους «Πέρσες» του Αισχύλου με τους Αντιγόνη Βαλάκου, Μάνο Κατράκη και Πέτρο Φυσσούν. Καλεί στην Θεσσαλονίκη σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Σεβαστίκογλου – που είχε να σκηνοθετήσει 12 χρόνια – ενώ παράλληλα δίνει την δημιουργική σκυτάλη σε μια νεότερη γενιά θεατρικών σκηνοθετών – όπως ο Γιώργος Ρεμούνδος, ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Θόδωρος Τερζόπουλος – που μπαίνουν στο προσκήνιο με την ίδια τόλμη που είχε και ο ίδιος.
Παράλληλα αναδεικνύει το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο και ιδρύει νέες σκηνές για το ΚΘΒΕ (όπως η Παιδική Σκηνή, το Θέατρο Θράκης, το Κλιμάκιο Ανατολικής Μακεδονίας, το Ποντιακό Θέατρο). Επαναλειτουργεί επίσης τη Νέα Σκηνή προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα θεατρικό κοινό με επαφή πάνω στις νέες και σύγχρονες τάσεις του θεάτρου. Κι αυτό γιατί τον ενδιαφέρει να εισχωρήσει το Κρατικό Θέατρο σε έναν δημιουργικό διάλογο με την κοινωνία της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας. Καθοριστική υπήρξε ακόμη εκείνη την εποχή η συμβολή του στη διαμόρφωση του Φεστιβάλ Φιλίππων ενώ αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του λυρικού θεάτρου – που το αγαπάει και ανεβάζει μέχρι το τέλος της πορείας του σπουδαίες παραστάσεις – μέσα από την ίδρυση της Όπερας Θεσσαλονίκης.
Το 1980, μετά από δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην διαχείριση του θεατρικού οργανισμού, ολοκληρώνει τη θητεία του στο Κρατικό αλλά η δημιουργική του πορεία δεν σταματά. Συνεχίζει τις παραστάσεις για το Αμφιθέατρο, το οποίο πλέον αποκτά μόνιμη στέγη στην Πλάκα – μέχρι το 2011 οπότε και θα κλείσει λόγω οικονομικών προβλημάτων. Συνεχίζει τις συνεργασίες του με το Εθνικό, το ΚΘΒΕ και την Εθνική Λυρική Σκηνή, την οποία θα διευθύνει την περίοδο 1984-1987 ενώ αργότερα το 2012 θα αναδειχθεί σε πρόεδρος της. Το 1991 εκλέχτηκε καθηγητής του νεοσύστατου τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ίδρυση του οποίου είχε συμβάλει αποφασιστικά.
Οι τιμητικές βραβεύσεις τόσο για τον ίδιο όσο και για το Αμφιθέατρο από πολιτιστικούς και πολιτειακούς θεσμούς τα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι το τέλος της ζωής του είναι εντυπωσιακές και πολυάριθμες. Το 2005, εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Την ίδια χρονιά ωστόσο έφυγε πρόωρα από τη ζωή η σύζυγός του Λήδα Τασοπούλου. Το 2013 ανακηρύχθηκε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών ενώ συνέχισε μέχρι το 2016 να σκηνοθετεί θεατρικές παραστάσεις. Πέθανε το 2017 σε ηλικία 77 ετών.
Μια έκδοση που αποκαλύπτει την σπουδαία διαδρομή του
Την σπουδαία πορεία και συμβολή του Σπύρου Ευαγγελάτου στο θέατρο αναδεικνύει ένας ξεχωριστός τόμος 535 σελίδων, που κυκλοφορεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης και επιμελήθηκαν επιστημονικά οι Παναγιώτης Μιχαλόπουλος και Χριστιάννα Ματζουράνη. Αποτελεί μάλιστα την πρώτη πλήρη και συστηματική παρουσίαση της προσωπικότητας και του έργου του Σπύρου Ευαγγελάτου. Στο πρώτο μέρος, πέρα από το χρονολόγιο, που καταγράφει τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του, και τους αναλυτικούς καταλόγους των δημοσιεύσεων και των σκηνοθεσιών του, περιλαμβάνονται αποσπάσματα συνεντεύξεών του και κείμενα διακεκριμένων πνευματικών ανθρώπων και μελετητών που γνώρισαν από πολύ κοντά τον ίδιο και το έργο του και φωτίζουν ποικίλες πτυχές της πολυσχιδούς προσωπικότητάς του. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν προσωπικότητες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, η Κική Δημουλά, ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Λουκάς Καρυτινός, η Μαρία Βασιλειάδου, ο Γιώργος Λεωτσάκος.
Στο δεύτερο μέρος του τόμου, υπάρχει ένα εκτενέστατο βιογραφικό με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και επιμελημένο καλλιτεχνικά από τον στενό φίλο και συνεργάτη του, τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα, που εστιάζεται στο σκηνοθετικό έργο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Περιλαμβάνει μάλιστα μια πλήρως τεκμηριωμένη παραστασιογραφία, που καλύπτει όλη του τη σταδιοδρομία, συμπεριλαμβανομένων και των παραστάσεων της Λήδας Τασοπούλου και της Κατερίνας Ευαγγελάτου στο Αμφιθέατρο ενώ ολοκληρώνεται με ένα ανθολόγιο αποσπασμάτων κριτικών που αποτυπώνουν με γλαφυρότητα τον αντίκτυπο και τη σημασία που είχαν οι παραστάσεις του Σπύρου Ευαγγελάτου στη συνείδηση του σύγχρονου θεατρικού κοινού.
Ο τόμος αυτός αποτελεί το θέμα μιας ειδικής παρουσίασης που θα γίνει από το ΜΙΕΤ και το ΚΘΒΕ την Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου, στις 19.30, στο Φουαγίε της ΕΜΣ. Στην εκδήλωση για τον Σπύρο Ευαγγελάτο αλλά και την ξεχωριστή αυτή έκδοση θα μιλήσουν ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Αστέρης Πελτέκης, η καθηγήτρια και Πρόεδρος του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ Άννα Σταυρακοπούλου, η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ Κωνσταντίνα Ριτσάτου, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης και οι συγγραφείς του τόμου, η θεατρολόγος και ηθοποιός Χριστιάννα Μαντζουράνη και ο Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.