Στην αρένα ενός σύγχρονου Κολοσσαίου
Όλα στο The Doctor παραμένουν ανοικτά και διαθέσιμα, χωρίς τελείες, χωρίς Καίσαρες αλλά και χωρίς λαϊκές ετυμηγορίες μέσα από την απρόσωπη δικτύωση της υψηλής τεχνολογίας.
Όλα τα μεγάλα ζητήματα που ήδη διαμορφώνουν ραγδαία τη πολιτισμική, πολιτική, ανθρωπολογική, εθνολογική, ταυτοτική, και «ψυχροπολεμική» φυσιογνωμία του 21ου αιώνα βρίσκονται στο επίκεντρο του δράματος του Βρετανού συγγραφέα Robert Icke (Ρόμπερτ Άικ), Τhe Doctor, που παίζεται αυτή τη στιγμή στο Αμφιθέατρο, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.
Περί κοινού
Πρόκειται για ένα έργο που βάζει κάτω από το ραντάρ του κυρίως τους νέους, ένα κοινό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον συγγραφέα, όντας και ο ίδιος ηλικιακά πολύ νέος. Θεωρεί ότι είναι επιτακτική ανάγκη το θέατρο να στραφεί με μεγαλύτερη προσοχή και έγνοια στους νέους και σε θέματα που αφορούν το άμεσο μέλλον τους. Όπως γνωστή είναι και η άποψή του που λέει ότι όταν το κοινό βαριέται καλό είναι να φεύγει στο διάλειμμα, άποψη που, κατά κάποιον τρόπο, εξηγεί και την ένταση που περίτεχνα δημιουργεί σε όλα τα έργα που γράφει ή σκηνοθετεί προκειμένου να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον της πλατείας.
Ηλεκτρική ενέργεια
Στα έργα του Άικ, ή μάλλον καλύτερα στην «ρωμαϊκή» αρένα των έργων του Άικ, όλα είναι στο κόκκινο, όλα είναι σε θέση μονομαχίας, σε μια κατάσταση διαρκούς αναστάτωσης, λες και τα διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα επικαλείται αναφορικά με τις διασκευές κλασσικών κείμενων, όπως η περίφημη Ορέστεια. Εκεί λέει, λοιπόν: «Όταν είσαι σε μα ξένη χώρα και το σεσουάρ μαλλιών δεν λειτουργεί πρέπει να βρεις αντάπτορα [μετατροπέα] πρίζας που θα επιτρέψει τη ροή της ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να επαναλειτουργήσει το παλιό σώμα».
Αυτό ακριβώς κάνει και στο έργο του The Doctor, διασκευή του τολμηρού για την εποχή του έργου του Άρτουρ Σνίτσλερ (1862-1931) Professor Bernhardi (1912), ένα έργο με θέμα τον αντισημιτισμό, δοσμένο μέσα από τη δραματοποίηση της ζωής ενός Εβραίου γιατρού, ο οποίος κατηγορείται ότι αρνήθηκε να επιτρέψει σε καθολικό ιερέα να επισκεφθεί μια ετοιμοθάνατη ασθενή του.
Ο Άικ διατηρεί τον πυρήνα της ιστορίας και με ευφυή τρόπο βρίσκει νέα «καλώδια» και νέους «αντάπτορες» ώστε να περάσει ενέργεια υψηλής τάσης στη σύγχρονη εκδοχή του.
Όπως ο Σνίτσλερ έγραψε ένα έργο στην καρδιά της μοντερνίστικης και άκρως ανήσυχης περιόδου των απαρχών του 20ού αιώνα, μια εποχή βαριάς εκβιομηχάνισης και καινούργιων hardwear, έτσι και ο Άικ γράφει στις απαρχές μιας νέας επίσης ανήσυχης εποχής, μιας εποχής όπου η πάλαι ποτέ βαριά βιομηχανία έχει μετατραπεί σε βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και τα ορατά hardwear των μοντερνιστών σε αόρατα softwear των μεταμοντερνιστών.
Ανοικτά θέματα
Το The Doctor είναι ένα υποψιασμένο, φιλόδοξο και ενημερωμένο δραματικό πόνημα που παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και θέλει να τις μοιραστεί μαζί μας. Μολονότι όλα τα θέματα που απασχολούν είναι φλέγοντα, ο συγγραφέας τους εξαρχής αφήνει να φανεί ότι δεν είναι στις προθέσεις του να δώσει απαντήσεις και να τελειώνει μαζί τους. Επιλέγει τη μη-λύση ως λύση. Και εκτιμώ πως πολύ καλά κάνει. Και εξηγώ.
Δεν είναι η δουλειά της τέχνης να δίνει απαντήσεις. Η δουλειά της πιο πολύ είναι να εγείρει ερωτήματα και να γεννά απορίες. Εν προκειμένω, ποιος λ.χ. θα μας πει με πάσα βεβαιότητα ότι ο λόγος της γιατρού Ρουθ Γουλφ, που πρωταγωνιστεί στο έργο, είναι ρατσιστικός ή ρεαλιστικός ή προκατειλημμένος; Ποιος θα μας πει κατά πόσο το ίδρυμα Alzheimer που διοικεί είναι εναντίον των Χριστιανών και υπέρ των Εβραίων; Ή μήπως είναι υπέρ των γυναικών; Των λευκών, μήπως; Η γιατρός υποστηρίζει την άμβλωση πάση θυσία; Είναι ακραία η στάση της απέναντι στον καθολικό ιερέα Τζέικομπ Ράις, και τις ευαισθησίες των καθολικών γενικότερα όταν του αρνείται να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη ασθενή της Έμιλυ Ρόναν; Έχει δηλαδή δίκιο που βάζει τη λογική και τις αλήθειες της επιστήμης της πάνω από τη μεταφυσική της θρησκείας; Έχει σημασία εάν ως γιατρός μιλά από προνομιακή θέση; Πρέπει να απολογηθεί για τη στάση της; Επίσης:
Ποιος είναι ο ρόλος των αρπακτικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε αυτό το σύγχρονο ρωμαϊκό Κολοσσαίο, όπου όλοι διψούν για αίμα; Υπηρετούν το δίκιο, το ηθικό ή το ευπώλητο και πιασάρικο και εντέλει αιμοβόρο; Παίζει τελικά σημαντικό ρόλο η αποσταθεροποίηση των δεδομένων των έμφυλων ταυτοτήτων; Αμβλύνει εντυπώσεις και προκαταλήψεις; Η ταυτότητα είναι αναγκαίος κρίκος ανάμεσα στο άτομο και τον κοινωνικό περίγυρο ή μήπως είναι μια απλή, βολική (και άρα μεταβαλλόμενη) κατασκευή; Πώς ασκείται σήμερα σε αυτή την παθιασμένη και συχνά εμπόλεμη αρένα η λογοκρισία: από τα πάνω προς τα κάτω ή, εν τη απουσία ορατών Καισάρων, από κάτω (μέσω των «αόρατων» σόσιαλ μίντια) προς τα πάνω;
Η τέχνη ερωτά δεν απαντά
Οι ερωτήσεις δεν τελειώνουν, όμως είναι όλες πολύ σημαντικές για να τις αγνοήσει κανείς, γιατί η αναζήτηση των απαντήσεων είναι που θα διαμορφώσει και τη φυσιογνωμία του 21ου αιώνα. Ο συγγραφέας, όπως είπα πιο πάνω, σοφά πράττοντας δεν δίνει απαντήσεις, γιατί απλούστατα θέλει να κρατήσει τη συζήτηση των «μονομάχων» ανοικτή, μακριά από την αποκλειστική «φυλακή» της λογικής του τύπου «είτε/είτε».
Ως θεατής θεωρώ ότι είναι ωραίο το συναίσθημα να βγαίνει κανείς από μία «συγκρουσιακή» παράσταση χωρίς καμιά τελεσίδικη απάντηση στα ζητήματα που πραγματεύεται, παρέα μόνο με την ανασφάλεια που σε κάνουν να νιώθεις. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Ποιος θα αποφανθεί;
Όλα στο The Doctor παραμένουν ανοικτά και διαθέσιμα, χωρίς τελείες, χωρίς Καίσαρες αλλά και χωρίς λαϊκές ετυμηγορίες μέσα από την απρόσωπη δικτύωση της υψηλής τεχνολογίας. Όλα υπό αίρεση. Καμιά εγγύηση. Και επειδή ακριβώς όλα ετούτα τα ζητήματα αφορούν τον κόσμο που ζούμε, τα κάνει ακόμη πιο συναρπαστικά, ακόμη πιο αγωνιώδη και άμεσα.
Το ανοικτό τέλος
Οι δεδομένες απαντήσεις στη χημεία και τα μαθηματικά, δεν ενοχλούν ούτε περιορίζουν, γιατί είναι ενταγμένες στη λογική και την οντολογία των επιστημών αυτών. Είναι μια αναγκαιότητα. Όμως στη λογοτεχνία οι απαντήσεις σφραγίζουν τις εξόδους της σκέψης, της ψαλιδίζουν τα φτερά, οριστικοποιούν τους ορίζοντες αναζήτησης, κλείνουν ερμητικά το έργο και το μετατρέπουν σε ιστορικό τεκμήριο/μνημείο ή σε προ-ειλημμένη “θέση” ή “μανιφέστο” του συγγραφέα. Οι προοπτικές έχουν δοκιμαστεί. Με την Αυλαία έρχεται και το τέλος. Αντίθετα, η σκόπιμη απουσία απαντήσεων και οριστικών συμπερασμάτων κρατά το έργο ανοικτό, τρόπον τινά “ημιτελή”, σε διαρκή διάλογο (ή αντίλογο) με τον περίγυρο. Δεν γίνεται ιστορία, δεν γίνεται “παρελθόν”, όσο αντέχουν οι απορίες και τα αναπάντητα ζητήματα που θέτει. Γι’ αυτό και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ μίλησε για τη σημασία του “ανοικτού τέλους”, υπό την έννοια ότι μετά την αυλαία είναι ευθύνη του θεατή να βρει τρόπους να “κλείσει” το έργο–εφόσον το έχει καταλάβει. Δηλαδή, να συνεχίσει να στοχάζεται και να πράττει με βάση αυτά που είδε και άκουσε, χωρίς την εγγύηση κάποιας δεδομένης “ορθής” απάντησης. Με άλλα λόγια, ο θεατής καλείται μετά να γίνει αυτός το δρων πρόσωπο του έργου, αφού αποχωρήσουν οι ηθοποιοί.
Ζητήματα που καίνε
Έχει πολλά να σκεφτεί ο θεατής του The Doctor: Δικαιωματισμός, κουλτούρα της ακύρωσης, φυλετικοποίηση, πολιτική ορθότητα, λογοκρισία, άμβλωση, θρησκεία, fake news, social media, ακόμη και type-free casting, όλα στο τραπέζι. Και πολλά άλλα. Όλος ο 21ος αιώνας μέσα σε δύο και κάτι ώρες, ένας αιώνας σε κατάσταση ριζικής αλλαγής και άπειρων αδιεξόδων. ¨Ένας αιώνας που προμηνύεται πολύ δύσκολος και απρόβλεπτος.
H πολιτική ορθότητα κόμισε πολλά και θετικά στοιχεία αλλά και αρνητικά στοιχεία στον σύγχρονο πολιτισμό. Στα θετικά προσμετράται το γεγονός ότι αποκατέστησε πολλές αδικίες και έφερε μια αίσθηση δικαίου στη χρήση της γλώσσας, στην χρήση στερεοτύπων, παγιωμένων αντιλήψεων κ.λπ. Στα αρνητικά στεκόμαστε στο γεγονός ότι έφερε και ένα ρεύμα λογοκρισίας, μια αίσθηση πλαισίων και ορίων ακόμη και κυνήγι μαγισσών, και αυτό το αίσθημα αποκομίζει κανείς μέσα από τη διαλεκτική αντιπαράθεση των δύο «στρατοπέδων-μονομάχων». Σε κάθε καμπή του έργου καραδοκεί κάποια μορφή ακύρωσης ή απαγόρευσης.
Type–free casting
Ο Άικ, έχοντας πλήρη επίγνωση της ολισθηρής επιφάνειας επάνω στην οποία δρομολογεί τα δρώμενά του, για να ουδετεροποιήσει την έμφυλη και προβλέψιμη διανομή των ρόλων καταφεύγει στη λογική του type-free casting, δηλαδή διανέμει ρόλους ανεξάρτητα από το φύλο τους, προκαλώντας μια γενική και σκόπιμη επιτελεστική αναστάτωση (ποιος λέει, τι;). Βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό, όπως δεν είναι και τόσο εύκολο.
Εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται μια προσπάθεια υπερφαλάγγισης του παραδοσιακού μοντέλου διδασκαλίας των ρόλων, με κατεύθυνση ρόλους απαλλαγμένους από δεδομένες (έμφυτες) ιδιαιτερότητες των φύλων. Και ακριβώς επειδή το βασικό θέμα του έργου είναι η ταυτότητα σε σχέση με το φύλο, ο συγγραφέας μπερδεύει τα δεδομένα δίνοντας ρόλους χωρίς δέσμευση στην παγιωμένη πρακτική προκειμένου να δημιουργήσει μια ρευστή ατμόσφαιρα που να συνάδει με τη ρευστότητα των ζητημάτων που συζητιούνται στη σκηνή.
Από την άλλη, όμως, το θέμα υπέρβασης των δεδομένων ενός φύλου είναι πολύ πιο σύνθετο από ό,τι αφήνει να φανεί το ίδιο το έργο. Μια απλή ανακατανομή των ρόλων σίγουρα δεν το λύνει. Για παράδειγμα, όταν η γιατρός σε κάποια στιγμή αποκαλεί τον ιερέα με την παλιομοδίτικη λέξη «uppity» (ψωροπερήφανος ή καβαλημένος), κλείνοντάς του την πόρτα, λογικά θα σκεφτεί κάποιος: κι αν ήταν μαύρος ο ιερέας το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, και μάλιστα σε μια εποχή όπου είναι ακόμη νωπές οι μνήμες του κινήματος Black lives matter; Προφανώς, όχι.
Θέλω να πω ότι το blind casting είναι θέμα με πολλές όψεις, εύκολα παρεξηγήσιμες ή παρερμηνεύσιμες. Ο συγγραφέας μπορεί να ουδετεροποιεί τους ρόλους, όμως κανένας ρόλος δεν είναι εντελώς «γυμνός» από σημάνσεις, κανένας ρόλος δεν φτάνει ποτέ σε ένα σημείο του απόλυτου «μηδέν της γραφής», όπως θα έλεγε ο Ρολάντ Μπαρτ, ένα είδος tabula rasa. Σε κάθε ρόλο δεν παύουμε να βλέπουμε να κρύβεται ή να αποκαλύπτεται η ηλικία, η κατατομή, το χρώμα, η φυλή κ.λπ, όλα απόλυτα σχετικά με τις επιτελεστικές επιδόσεις του ατόμου. Όταν λέει η μοναδική μαύρη του έργου του Άικ ότι είναι «μαύρη», έχει σημασία. Δεν είναι ένα λεκτικό πυροτέχνημα. Απλώς, ο θεατής συμβιβάζεται με αυτή τη μετατόπιση της θεατρικής συνθήκης, αγνοεί τις έμφυλες αποσταθεροποιήσεις και αφήνει τη διαλεκτική του έργου να τον παρασύρει.
Η σκηνοθεσία
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου πίστεψε στη δυναμική του λόγου και των θεμάτων που κομίζει και εξαρχής εστίασε τα πάντα επάνω σε αυτόν. Δεν παρέκκλινε καθόλου. Χάραξε ένα ξεκάθαρο και συνεπές λογο-κεντρικό δρομολόγιο και επάνω σε αυτό οδήγησε τα σκηνικά δρώμενα χωρίς τριγμούς, χωρίς φλυαρίες, χωρίς λιλιά και περιττές κινήσεις. Όλα στη θέση τους και με τη σωστή δοσολογία. Μια επί τούτω ψυχρή και αποστασιοποιημένη σκηνοθετική ματιά που πέτυχε να μας παραδώσει μια παράσταση σύνθετη, απαιτητική αλλά και ευανάγνωστη, συνδυασμός διόλου αυτονόητος.
Ερμηνείες
Η Στεφανία Γουλιώτη (Ρουθ), κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, έδωσε μια εμπνευσμένη, κυριολεκτικά κυτταρική παράσταση. Από την αρχή χώθηκε βαθιά στα σωθικά του ρόλου και έμεινε εκεί έως το τέλος. Κάποια στιγμή κλονίζεται, όμως δεν εγκαταλείπει τις θέσεις της. Πάνω από όλα στο μυαλό της πρυτανεύει η επιστήμη, οι αλήθειες που αποδεικνύονται. Γι’ αυτά μάχεται, κυριολεκτικά μονομαχεί. Δεν ανέχεται τα λάθη, ακόμη και τα γραμματικά και συντακτικά λάθη. Θεωρεί τον ρόλο της ως γιατρού ότι είναι κοινωνικά κάτι σημαντικό. «Είμαι ξεκάθαρη γι’ αυτό. Είμαι γιατρός». Και η αγαπημένη της έκφραση: «crystal clear”. Διαχωρίζει τη θρησκεία από την επιστήμη. Εκνευρίζει την κοινότητα των καθολικών με τις θέσεις της. Γίνεται ο απόλυτος στόχος. Ασκεί ένα επάγγελμα το οποίο γνώρισε δόξες και τιμές κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν για δύο χρόνια ήταν ο απόλυτος διακινητής της αλήθειας και τώρα σοφά ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο και το ερώτημα: Είναι όντως ο απόλυτος διακινητής της αλήθειας; Και σε ποιο βαθμό; Μπορεί να υπάρξει ορθολογική σκέψη μακριά από την όποια ταυτότητα;
Η Γουλιώτη πορεύτηκε υποδειγματικά αγκαλιά με όλα αυτά τα δύσκολα θέματα και έλαμψε. Στέκομαι ειδικά στη σκηνή του debate, όπου το close up της κάμερας τη φέρνει πιο κοντά στην πλατεία ώστε να δει τις αντιδράσεις της απέναντι σε ένα εχθρικό πάνελ έτοιμο να την κατασπαράξει. Και τι βλέπει η πλατεία; Μια Γουλιώτη-Ρουθ βαθιά πληγωμένη και ταραγμένη. Το δείχνει. Το βιώνει. Και πείθει. Εξαιρετικής υποκριτικής στάθμης όλο αυτό το άγριο πλάνο κανιβαλισμού λογικής Κολοσσαίου, μέσω του οποίου ο θεατής διαπιστώνει (για πρώτη φορά) ότι ο χαρακτήρας της Ρουθ είναι πολύ πιο σύνθετος από ό,τι αφήνει να φανεί η γενικότερη συμπεριφορά της. Όπως λέει και η ίδια: «Οι γιατροί είναι μάγισσες ντυμένες στα λευκά», δηλαδή άτομα που προκαλούν φόβο αλλά και που εύκολα γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Ο συγγραφέας δίνει στη Ρουθ ένα ρομαντικό παρτενέρ, τον Τσάρλι, που υποδύεται υποδειγματικά η Μαριάννα Δημητρίου, καθώς και μια δροσερή ύπαρξη που εμφανίζεται από το πουθενά στο σπίτι του ζεύγους σαν όμορφο αερικό (Αμαλία Νίνου), δύο φιγούρες που βγάζουν προς τα έξω το πιο μαλακό και ανθρώπινο στοιχείο της γιατρού. Αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της.
Εξαιρετικός ο πολύπειρος Νίκος Χατζόπουλος και στους δύο ρόλους, όπως και η Κίττυ ΠαΪταζόγλου ως Ρότζερ, ομοίως και η έμπειρη Ζωή Ρηγοπούλου ως Μπράιαν, αλλά και τα λοιπά μέλη της διανομής προσθέτουν το δικό τους επιτελεστικό λιθαράκι για να χτιστεί αυτή η βαβέλ των αντιθέσεων: Λευτέρης Πολυχρόνης, Σταύρος Καλλιγάς, Νίκη Σερέτη, Αλίκη Ανδρειωμένου κα Aurora Marion. Οι καθαρές και καλοδουλέμενες ερμηνείες τους κρατούν την εξέλιξη της δράσης (και των αντιδράσεων) σε μια διαρκή τροχιά σύγκρουσης και έντασης.
Λοιποί συντελεστές
Το μινιμάλ σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, ένα μακρύ οβάλ τραπέζι και γύρω καρέκλες, είναι το σημείο σύγκλισης και απόκλισης. Η αρένα γύρω από την οποία δίνονται οι μάχες της επικράτησης και επιβίωσης των μονομάχων. Ένα σχεδίασμα που εντείνει την αίσθηση της έκθεσης, της ψυχρής αντιπαράθεσης, της λειτουργίας της λογικής και της απουσίας εμφανούς συναισθηματικής εμπλοκής. Η γεωμετρία και τα χρώματα της τακτοποίησης των σκηνικών αντικειμένων απελευθερώνουν ή μάλλον ακριβέστερα επιβάλλουν μια «άγρια» αυστηρότητα: «Ο θάνατός σου η ζωή μου».
Στην αρχή η διαρρύθμιση, με όλη αυτή την χωρική ανοιχτωσιά και την απουσία πλαισίων που να οριοθετούν ευκρινώς χώρους δράσης, λιγάκι μπερδεύει, εννοώ τις στιγμές εκείνες που η δράση μεταφέρεται εκτός, ας πούμε στο σπίτι της γιατρού, όμως πολύ γρήγορα όλα ξεκαθαρίζουν και βρίσκουν τη χωροταξική τους φυσιογνωμία στο μυαλό του θεατή.
Ο φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου αρκούντως ψυχρός/παγερός, τα κοστούμια και τα χρώματά τους (της Βασιλικής Σύρμα) απόλυτα ενταγμένα στη γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η μουσική του Αλέξανδρου-Δράκου Κτιστάκη επί τούτω αποστασιοποιητική και ουδέτερη και το βίντεο του Παντελή Μάκκα ουσιαστικό και επικοινωνιακό.
Εν τέλει
Ένα έργο που σκέφτεται δυνατά και φωναχτά, αλλά ποτέ συγκεχυμένα. ‘Ένα έργο εντυπωσιακής καθαρότητας, που δεν αερολογεί, δεν αμπελοφιλοσοφεί, παρ’ όλη την πολυπλοκότητα που ενέχει η διαχείριση τέτοιων ευαίσθητων και ανοικτών θεμάτων.
Το μήνυμα περίπου σαφές: παρ’ όλη την πρόοδο των πολιτισμών οι ζηλωτές εξακολουθούν να υπάρχουν και να πληθαίνουν. Όπως υπάρχει και η ιερά εξέταση με τις γρήγορες ακυρώσεις ατόμων και έργων.
Και το ερώτημα παραμένει πεισματικά και επί τούτω αναπάντητο: ποιος ανήκει άραγε στη σωστή πλευρά της ιστορίας; Και μόνο γι’ αυτό αξίζει να δει κανείς αυτή την ωραία και πολλαπλώς ενδιαφέρουσα παράσταση, πώς το αντιμετωπίζει, πώς το διαχειρίζεται.