Θεατρική άνθιση στη Θεσσαλονίκη ή μια από τα ίδια;

Το θέατρο σε μια πόλη μεταπρατική, που θα μπορούσε να γίνει πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων, ένα Βερολίνο των Βαλκανίων.

Parallaxi
θεατρική-άνθιση-στη-θεσσαλονίκη-ή-μια-853751
Parallaxi
Πηγή: Unsplash

Λέξεις: Γλυκερία Καλαϊτζή

Το θεατρικό χαρακτηριστικό της Θεσσαλονίκης, σε όλη σχεδόν την ιστορία της αλλά κυρίως από την ίδρυση του ΚΘΒΕ και μετά, ήταν και παραμένει σταθερά το ίδιο.

Στο κέντρο της δεσπόζει το μεγαλοπρεπές πλατάνι, που λέγεται Κρατικό Θέατρο, και γύρω του φυτρώνουν, με αξιοσημείωτη επιμονή, νεανικά επαγγελματικά σχήματα —τα ημιεπαγγελματικά και τα ερασιτεχνικά δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, καθώς αποτελούν ίδιον κεφάλαιο— τα οποία, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, μετά από μερικά χρόνια διαλύονται.

Εξαιρέσεις βέβαια μακροημέρευσης υπάρχουν, με πιο εντυπωσιακή αυτή της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», η οποία συμπλήρωσε σαράντα χρόνια αδιάλειπτης παραγωγικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αλλά και παλιότερα του Θεατρικού Εργαστηρίου ή πιο πρόσφατα των Νέων Μορφών, της Λύκης Βυθού και της Ακτίδας Αελίου. Αλλά ούτε κι αυτές κατάφεραν να ξεφύγουν τελικά από τον κανόνα. Ούτε όμως και ο κανόνας κατάφερε να εξαφανίσει την ελπίδα και να αποτρέψει τους νέους κυρίως καλλιτέχνες από το να αναλαμβάνουν διαρκώς πρωτοβουλίες, επενδύοντας σε αυτές φιλοδοξίες και όνειρα.

Κάτι τέτοιο μοιάζει να συμβαίνει και φέτος, παρότι η χρονιά προοιωνιζόταν ιδιαίτερα δύσκολη για το θέατρο, λόγω της πανδημίας. Για τη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, οι οιωνοί ήταν ακόμα χειρότεροι, καθώς η στρόφιγγα της αθηναϊκής δεξαμενής, που τροφοδοτεί συστηματικά, από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και μετά, τις θεατρικές αίθουσες της πόλης κατά τη χειμερινή σεζόν, πρόσκαιρα έκλεισε. Οι προβλέψεις ωστόσο δεν επαληθεύτηκαν απολύτως.

Οι αίθουσες (Θέατρο Τ, Θέατρο Αμαλία, το νεοσύστατο Urban Theatre, Θέατρο Αυλαία, Θέατρο Σοφούλη) άνοιξαν και λειτουργούν, οι περισσότερες φιλοξενώντας παραγωγές νέων σχημάτων, από δημιουργούς της πόλης, με μικρή αλλά και λίγο μεγαλύτερη εμπειρία.

Ήδη από την αρχή της σεζόν (Οκτώβριο-Νοέμβριο και αρχές Δεκέμβρη) έχουν ανέβει, από σχήματα ή καλλιτέχνες της πόλης, οι εξής παραστάσεις: Viral Thess (στο Δημοτικό Καλαμαριάς από τον Μικρό Βορρά, σκηνοθεσία Τάσος Ράτζος), Εμφύλιος ή Εμφήλιος (σκηνοθεσία Νίκος Βουδούρης), Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας του Δημητριάδη (από το Θέατρο Πρόταση, σκηνοθεσία Στέλιος Βραχνής), Είμαι ο Γκοντό, είπατε (από το θίασο Γιάφκα, σκηνοθεσία Μαρία Βλάχου), Στα σκουπίδια (από την εταιρεία Θέατρου Monks, σκηνοθεσία Γιάννης Μαυρόπουλος), O δρόμος με τα άλικα πεύκα (από τους Eclipses Group, σκηνοθεσία Νίκος Ορτερζάτος), Bonsai, ιστορίες για το βέλος του χρόνου (από την ομάδα Άνθρωπος στη θάλασσα, σκηνοθεσία Κλαίρη Χριστοπούλου), Football του Θανάση Τριαρίδη (σκηνοθεσία Όλια Πανίδου) στο θέατρο Αμαλία, Κρημνοί (σκηνοθεσία Ανδρέας Μπαλαούρας), Το παλτό (σκηνοθεσία Αντώνης Καραγιάννης) στο θέατρο Σοφούλη, Αγέννητες μνήμες (σκηνοθεσία Κωνσταντίνος Αθυρίδης), Γκόλφω (σκηνοθεσία Βαρβάρα Δουμανίδου) στο θέατρο Αυλαία, Το κλάμα βγήκε από τον παράδεισο (σκηνοθεσία Άγγελος Κουρέπης) στο Urban Theatre, Το καθαρό σπίτι (σκηνοθεσία Γλυκερία Καλαϊτζή), Η μητέρα του Σκύλου (από την ομάδα Male Di Luna, σκηνοθεσία Σωτήρης Ρουμελιώτης), Frankie & Johnny (από την εταιρεία θεάτρου Monks, σκηνοθεσία Γιώργος Μιχαλάκος) στο Θέατρο Τ.

Και έπεται συνέχεια.

Δεκαπέντε και πλέον παραστάσεις (γιατί σίγουρα θα ξεχνάω και κάποιες) μέσα σε δύο μήνες είναι ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό νούμερο, και θα ήταν άδικο να το αποδώσουμε μόνο στην πανδημία. Γιατί η Θεσσαλονίκη, εδώ και αρκετά πια χρόνια, στήνει μια σημαντικότατη επαγγελματική υποδομή στο χώρο του θεάτρου, διαθέτοντας ήδη τέσσερις δραματικές σχολές και, κυρίως, ένα πανεπιστημιακό Τμήμα Θεάτρου, το οποίο, εκτός από ηθοποιούς, εκπαιδεύει, συστηματικά και πρακτικά, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, δραματολόγους, φωτιστές, σκηνοθέτες.

Πάντα βέβαια η Θεσσαλονίκη, ακόμα κι όταν υπήρχε μόνο η σχολή του Κρατικού, διέθετε ένα πολύ ικανό καλλιτεχνικό δυναμικό. Το δείχνει άλλωστε και ο αριθμός των ηθοποιών, που ξεκίνησαν από το ΚΘΒΕ και σήμερα κάνουν σημαντική καριέρα στη Αθήνα. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα. Οι περισσότεροι άλλωστε είναι γνωστοί και γνωστές.

Ούτε είναι η πρώτη φορά, που στα μεταπολιτευτικά χρόνια παρατηρείται τέτοια έκρηξη της θεατρικής δραστηριότητας από ντόπιους θιάσους.

Ανάλογη εικόνα, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, είχαμε και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου δραστηριοποιούνταν ταυτόχρονα το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», η Επιθεώρηση τέχνης της Ρούλας Πατεράκη, η Θεατρική Διαδρομή των Φούλη Μπουντούρογλου και Δέσποινας Πανταζή, το Θέατρο Αναζήτησης του Αχιλλέα Ψαλτόπουλου, η Παράθλαση της Μόνας Κιτσοπούλου κ.ά. Από αυτούς μόνο η Πειραματική Σκηνή συνέχισε, έχοντας ήδη χάσει από το 2012 τη μόνιμη στέγη της στο θέατρο Αμαλία.

Εικόνα: Δημοσθένης Τσαβδαρίδης

Ίδιο το σενάριο και τις επόμενες δεκαετίες, με τη Λύκη Βυθού, τις Νέες Μορφές, την Ακτίδα Αελίου (αναφέρομαι ενδεικτικά στις μακροβιότερες), που όμως και αυτές τελικά υπέκυψαν στον κανόνα που θέλει τίποτα θεατρικό, πλην του ΚΘΒΕ, να μη στεριώνει στη Θεσσαλονίκη. Θα έχουν άραγε την ίδια μοίρα και οι τωρινές πρωτοβουλίες αυτής ορεξάτης, καταρτισμένης και ταλαντούχας νέας γενιάς, που η συγκυρία της πανδημίας τις έφερε φέτος στο προσκήνιο; Ίσως ναι, ίσως όμως κι όχι.

Η απάντηση δεν είναι τόσο ήξεις αφήξεις, κι ας φαίνεται έτσι. Και για να συνεχίσω αναλόγως: «το κισμέτι», λέει μια παροιμία, «θέλει και μερεμέτι». Και το κισμέτι της πόλης είναι, καθώς φαίνεται, να παράγει θέατρο, όπως και μουσική και χορό και εικαστικά και άλλα πολλά. Μόνο που δεν έμαθε, δεν ξέρει ή δεν θέλει να επενδύει σε αυτό. Αλλά ας μείνουμε στο θέατρο, όπου, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, και συχνά κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, δεν σταμάτησαν ποτέ να γεννιούνται πρωτοβουλίες ελεύθερου θεάτρου στη Θεσσαλονίκη. Οι πιο πολλές βραχύβιες. φυσικά, καθώς οι περισσότεροι καλλιτέχνες, μετά από λίγο, τα παρατάνε και παίρνουν την άγουσα για την πρωτεύουσα. Ωστόσο σχεδόν αμέσως κάποιοι άλλοι παίρνουν τη θέση τους. Ένα συνεχές γαϊτανάκι, που φυσικά δεν οφείλεται σε κάποια μοίρα, αλλά στην ορμή και το πάθος του νεανικού πληθυσμού της. Ένα παράγοντα που η πόλη δεν μοιάζει να υπολογίζει, πόσο μάλιστα να επενδύσει σε αυτόν.

Προτιμά να παραμένει μια πόλη μεταπρατική, ενώ θα μπορούσε να γίνει πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων, ένα Βερολίνο των Βαλκανίων.

Σήμερα, στον τομέα του θεάτρου, η Θεσσαλονίκη, παρότι διαθέτει μια πολύ αξιόλογη επαγγελματική υποδομή, αυτή από μόνη της, δυστυχώς, δεν είναι ικανή να αλλάξει το θεατρικό τοπίο της πόλης. Γιατί το θέατρο είναι μια πολυπαραγοντική τέχνη, ένα ιδιαίτερο σύνθετο σύστημα, όπου δεν αρκεί μόνο η καλλιτεχνική πρωτοβουλία για να ολοκληρωθεί.

Απαιτείται και η συνδρομή άλλων παραγόντων (το «μερεμέτι» της παροιμίας). Χρειάζονται καταρχήν χώροι. Για δύο δεκαετίες περίπου το κενό αυτό το κάλυπταν τα υπόγεια, δίνοντας καλλιτεχνική διέξοδο στις ανησυχίες των νέων δημιουργών, με εντυπωσιακά ορισμένες φορές αποτελέσματα. Στη συνέχεια τα υπόγεια έκλεισαν και όσοι θίασοι παρέμειναν ενεργοί βρήκαν πρόσκαιρα καταφύγιο στα ελάχιστα εναπομείναντα θέατρα (Θέατρο Αυλαία, Θέατρο Σοφούλη), λίγο αργότερα στο νεοσύστατο αλλά βραχύβιο Blackbox αλλά και σχετικά πρόσφατα στο θέατρο Αμαλία. Παράλληλα δημιουργήθηκαν και δύο νέα, μικρής χωρητικότητας, το Θέατρο Τ και το Vis Motrix, το τελευταίο δυστυχώς έκλεισε φέτος.

Ωστόσο, με εξαίρεση το μικρό Θέατρο Τ, που δεν φιλοξενεί μόνο παραστάσεις, αλλά στεγάζει και τις παραγωγές της ομάδας Passatempo, και ίσως το θέατρο Σοφούλη, που το διαχειρίζεται η Καλλιτεχνική Εταιρεία Θεάτρου, οι υπόλοιποι χώροι λειτουργούν περισσότερο ως αίθουσες και λιγότερο ως θέατρα, με την έννοια ότι, κατά κανόνα, απλώς νοικιάζουν το χώρο σε αθηναϊκούς ή ντόπιους θιάσους, χωρίς να ρισκάρουν κάποια δική τους παραγωγή, εκτός ίσως από μια παιδική. Με άλλα λόγια, οι θεατρικοί παραγωγοί και επιχειρηματίες της πόλης, δεν επενδύουν στο θέατρο.

Το ίδιο χαμηλό ενδιαφέρον επένδυσης διαπιστώνει όμως κανείς και από την πολιτιστική δημοσιογραφία. Και δεν εννοώ τη διαφήμιση μιας παράστασης ή την δημοσίευση ενός δελτίου τύπου. Ούτε τους καθ’ υπερβολήν επαίνους στο facebook, που περισσότερο βλάπτουν παρά ωφελούν, ειδικά όταν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Εννοώ τη στενή παρακολούθηση των πολιτιστικών και, εν προκειμένω, των θεατρικών δραστηριοτήτων της πόλης, αυτή που σε καθιστά γνώστη προσώπων και πραγμάτων, ώστε να μπορείς να διακρίνεις τη συνέπεια, την εξέλιξη, την πρόταση.

Ειδικότερη, βέβαια, σε αυτό θα ήταν η σοβαρή θεατρική κριτική, αν υπήρχε. Αλλά δεν υπάρχει. Μέλη της ένωσης κριτικών που ζουν και παρακολουθούν, περισσότερο ή λιγότερο συστηματικά, το θέατρο της πόλης, για δικούς του λόγους ο καθένας, απλώς δεν γράφουν.

Εφημερίδες αλλά και σοβαρά πολιτιστικά sites της πόλης δεν διαθέτουν σταθερή στήλη θεατρικής κριτικής και κάποια που διαθέτουν την αναθέτουν σε άτομα, που ούτε γνώσεις έχουν ούτε συνείδηση της ευθύνης τους. Άτομα, που είτε επειδή αγαπούν το θέατρο γενικολογούν και καλολογούν αδιακρίτως ως ενθουσιώδεις θεατές είτε επειδή αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως εξουσία κακολογούν επί σκοπώ, ενίοτε και χυδαία.

Χώροι, επομένως, τολμηροί παραγωγοί, πολιτιστικό ρεπορτάζ και θεατρική κριτική είναι οι τέσσερις πυλώνες, χωρίς τους οποίους κάθε προσπάθεια για θεατρική ανάπτυξη και αξιοποίηση του πλούσιου δυναμικού που διαθέτει η πόλη θα αποδεικνύεται εν τέλει σισύφεια.

Και είναι κρίμα. Γιατί βλέπουμε ότι τόσο οι νέοι όσο και παλιότεροι καλλιτέχνες αυτής της πόλης δεν σταματούν να προσπαθούν. Αλλά όση ορμή και πάθος κι αν διαθέτουν δύσκολα θα καταφέρουν πολλά πράγματα μόνοι τους.

Γιατί, όπως είπαμε, το θέατρο είναι μια πολυπαραγοντική δραστηριότητα. Είναι μια κοινωνική τέχνη. Απευθύνεται στην κοινωνία αλλά και παράγεται από μια «κοινωνία», την «κοινωνία» των καλλιτεχνών, των δημοσιογράφων, των κριτικών αλλά και των παραγωγών.

*Η Γλυκερία Καλαϊτζή είναι σκηνοθέτης και δημιουργός του θεάτρου Τ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα