Θεατρική κριτική στο περιθώριο
Η σύγχρονη θεατρική κριτική στον τόπο μας, αν και πλούσια σε ποσότητα και ποιότητα, στριμώχνεται ολοένα και πιο πολύ στο περιθώριο.
Η σύγχρονη θεατρική κριτική στον τόπο μας, αν και πλούσια σε ποσότητα και ποιότητα, στριμώχνεται ολοένα και πιο πολύ στο περιθώριο. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος να το διαπιστώσει κανείς. Κάποιες σκόρπιες παρατηρήσεις αρκούν. Για παράδειγμα, πότε ακούσατε ν’ απασχολεί το κοινό μια κριτική άποψη σε σχέση με μια παράσταση;
Πότε είδατε κάποια κριτική παράστασης να γίνεται πρωτοσέλιδο και θέμα εποικοδομητικής συζήτησης στα καλλιτεχνικά ένθετα; Εννοείται ότι δεν συζητώ για κάποιες σποραδικές διαφωνίες που διατυπώνονται δεξιά και αριστερά ή για κάποιους επιφανειακούς διαξιφισμούς. Μιλώ για διαφωνίες και ανταλλαγή απόψεων επί της ουσίας, μιλώ για ανοικτό διάλογο ανάμεσα στον κριτικό, τον καλλιτέχνη και την κοινωνία (κάτι ανάλογο με τις συζητήσεις που πυροδοτούσαν στο παρελθόν θεατρικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, η κάθοδος της Βουγιουκλάκη στην Επίδαυρο και αργότερα του Λαζόπουλου, κι όχι μόνο).
Πότε είδατε τελευταία φορά κάποιο τηλεοπτικό πάνελ της προκοπής που, μαζί με τους σχολιαστές πολιτισμού και τους καλλιτέχνες, να περιλαμβάνει και κριτικούς που να συζητούν σοβαρά θέματα του χώρου;
Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι έχει αλλάξει; Γιατί αυτή η απαξίωση;
Ημερήσιος Τύπος
Καταρχάς ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική θεατρική κριτική, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ήταν σχεδόν αποκλειστικά προϊόν του θεσμού που ημερήσιου Τύπου. Κατά καιρούς έκαναν την εμφάνισή τους περιοδικά όπως Το Θέατρο, τα Δρώμενα, το Εκκύκλημα κλπ. αλλά κανένα δεν είχε τη θέση που είχαν και έχουν περιοδικά όπως τα γερμανικά Theater der Zeit, και Theater Heute, για παράδειγμα. Άποψη διαμόρφωναν οι μεγάλες εφημερίδες, όπως Το Βήμα, Τα Νέα, η Ελευθεροτυπία, η Καθημερινή κ.λπ., εκεί όπου έγραφαν και οι πιο γνωστοί κριτικοί, οι περισσότεροι από τους οποίους προέβαλλαν ιδέες περί θεάτρου που δεν ήταν και ιδιαίτερα φιλόξενες σε πειραματικές προτάσεις.
Όμως, ανεξάρτητα από τις θέσεις που πρέσβευαν, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι υπήρχε ένας ανοιχτός διάλογος με τη θεατρική κοινότητα και την κοινωνία γενικότερα. Η κριτική ήταν ένα γεγονός, ήταν είδηση εξίσου σημαντική όπως και η παράσταση. Ο κόσμος τη διάβαζε. Τη συζητούσε. Συμμετείχε. Με τη στάση του έδειχνε ότι την είχε ανάγκη, αναγνώριζε τη θέση της στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Ο κριτικός ήταν μια αναγνωρίσιμη και υπολογίσιμη μονάδα. Είχε λόγο και θέση στα πράγματα.
Όχι πια, παρόλο που σήμερα οι καθιερωμένοι κριτικοί είναι καλύτερα ενημερωμένοι, πιο υποψιασμένοι, πιο κοσμοπολίτες και με πιο ευρύχωρες απόψεις περί θεάτρου από ό,τι ήταν οι περισσότεροι συνάδελφοί τους είκοσι και τριάντα χρόνια πριν. Με άλλα λόγια, ο βασικότερος λόγος αλλαγής του κοινωνικού στάτους του θεατρικού κριτικού δεν έχει να κάνει με την ποιότητα της κριτικής αλλά με τις αλλαγές που κόμισε στη ζωή των ανθρώπων η επανάσταση του Ίντερνετ, μια επανάσταση το εκτόπισμα της οποίας μπορεί να συγκριθεί μόνο με την επανάσταση που προκάλεσε ο Γουτεμβέργιος στα χρόνια της Αναγέννησης.
Λίγα χρόνια πριν
Πριν από την άφιξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο κριτικός που έγραφε σε μια εφημερίδα ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί, σε ένα βαθμό, κάποιους κανόνες που επέβαλλε ο εκδότης αλλά και το αναγνωστικό κοινό. Άλλο στιλ, για παράδειγμα, ακολουθούσε ο κριτικός που έγραφε για την Εστία και άλλο για τον Ριζοσπάστη. Υπήρχαν ορισμένες διαχωριστικές γραμμές, όπως υπήρχαν και σαφείς απόψεις γύρω από ερωτήματα του τύπου «τι είναι θέατρο;», «τι θεατρικότητα;», τι «αποδεκτό» και τι όχι, που έκαναν και το έργο του θεατρικού κριτικού κατά κάποιον τρόπο πιο εύκολο. Ήξερε πού πατάει. Κι όχι μόνο.
Ο θεατρικός κριτικός που έγραφε σε μια εφημερίδα όπως τα Νέα, ας πούμε, είχε σαφέστατο προβάδισμα απέναντι σ’ εκείνον που έγραφε στη Νίκη, για παράδειγμα, ή στην Αυγή. Και τούτο γιατί το όλο σύστημα προβολής και διακίνησης των Νέων σαφώς υπερτερούσε των άλλων εντύπων. Ο κριτικός, ως μονάδα, δεν είχε να κάνει κάτι το ιδιαίτερο για την προώθηση των απόψεών του. Αυτό ήταν δουλειά του εκδότη, ο οποίος όσο πιο καλά την έκανε (και είχε κάθε λόγο να την κάνει καλά) τόσο πιο πολύ ενίσχυε και το brand name του αμειβόμενου (sic) συνεργάτη της εφημερίδας.
Τώρα τι γίνεται;
Και έρχομαι στο τώρα. Καταρχάς οι σημερινοί κριτικοί δεν αμείβονται (οι περισσότεροι τουλάχιστο) όπως οι παλαιότεροι, κάτι που σαφώς επηρεάζει και τη διάθεσή τους και τη διαθεσιμότητά τους και τη συνέπειά τους και καμιά φορά και την ποιότητα της γραφής τους. Και ασφαλώς αυτό δεν αφορά μόνο την ελληνική πραγματικότητα. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο και αξίζει μελέτης.
Έχει ενδιαφέρον να αναλογιστεί κανείς γιατί οι πρώτες στήλες που «εκδιώχθηκαν» από τον ημερήσιο Τύπο (παγκοσμίως) όταν ξέσπασε η κρίση πρώτα στην Αμερική και μετά στην Ευρώπη δεν ήταν ούτε οι γαστρονομικές ούτε οι αστρολογικές ούτε οι ιπποδρομικές αλλά οι θεατρικές. Αυτό μας δείχνει πώς ακριβώς αντιμετωπίζουν και πού τοποθετούν οι τεχνοκράτες και οι επιχειρηματίες του νέου αιώνα την τέχνη του λόγου.
Επίσης, ο σύγχρονος κριτικός έχει να αντιμετωπίσει μια γενικότερη σύγχυση ως προς το τι είναι θεατρική κριτική και τι ρόλο καλείται να παίξει. Ενώ ποτέ άλλοτε στην ιστορία του θεάτρου δεν είχαμε τέτοια υπερπροσφορά κριτικών λόγων και θέσεων, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε και τόσο μεγάλη δυσκολία ορισμού του αντικειμένου. Κάτι που ισχύει και για το θέατρο γενικά. Ενώ παράγουμε περισσότερο θέατρο από οποιαδήποτε άλλη εποχή αδυνατούμε να ορίσουμε τι είναι θέατρο. Έχουν μπει τόσο πολλά ζητήματα στον ορισμό του (θέματα φύλου, φυλής, γένους, σεξουαλικότητας κ.λπ) που το έχουν μετατρέψει σε κάτι άπιαστο στην «εξουσία» οποιουδήποτε λόγου.
Τέλος, η αντικατάσταση του ρόλου των εφημερίδων από το ίντερνετ σαφώς και περιέπλεξε κι άλλο τα ήδη περιπλεγμένα πράγματα. Οι κριτικοί (και πιο πολύ αναφέρομαι σε αυτούς που δεν πρόλαβαν να δημιουργήσουν κάποιο όνομα στην πιάτσα μέσω του Τύπου) μπαίνοντας στον αχανή κόσμο του διαδικτύου γνωρίζουν ότι όλα εξαρτώνται από το πώς οι ίδιοι θα διαχειριστούν επικοινωνιακά την ηλεκτρονική στήλη που υπογράφουν ώστε κάποια στιγμή να καθιερωθούν για να μπορέσουν να βγάλουν τα προς το ζην ή έστω κάποιο «χαρτζιλίκι».
Αν επισκεφτούμε τις διάφορες ιστοσελίδες που φιλοξενούν κριτικά σημειώματα (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) θα δούμε να παρελαύνουν όλα τα στιλ, από τα πιο επιθετικά στα πιο συγκαταβατικά, από τα πιο αντικειμενικά στα απόλυτα υποκειμενικά κ.λπ. Από όλα διαθέτει το διαδίκτυο, σε σημείο να μην ξέρεις πού ν’ ακουμπήσεις, ποιον να πιστέψεις, ποιον να εμπιστευτείς και ποιον ν’ απορρίψεις.
Η ιδεολογία των “like” και “share”
Σίγουρα δεν πρόκειται για κατάσταση η οποία θα παραμείνει έτσι. Είναι απλά μια αντανάκλαση ευρύτερων ζυμώσεων μιας κοινωνίας η οποία ζει μια μεταβατική περίοδο, μιας κοινωνίας που μετακινείται από ένα ανθρωποκεντρικό και κοινωνικοκεντρικό μοντέλο σε κάποιο άλλο, που για την ώρα ουδείς φαίνεται να γνωρίζει ακριβώς πώς θα είναι. Όλοι υποθέσεις κάνουν. Και η κριτική πράξη κάνει κι αυτή τις υποθέσεις της ως προς το νέο ρόλο που καλείται να επιτελέσει και πώς. Και μέχρι να καταλήξει θα λειτουργεί, χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες, σε έναν πολύ ευρύ και αδιευκρίνιστο χώρο όπου οι πάντες, αδιακρίτως, θα μπορούν να το παίξουν κριτικοί στη θέση των κριτικών. Κι όσο θα διαρκεί αυτό δεν πρόκειται η θεατρική κριτική να ανακτήσει το χαμένο της κύρος, αλλά ούτε και την ταυτότητά της.
Πάρτε για παράδειγμα όλους εκείνους που καθημερινά ανεβάζουν τα σχόλιά τους σε ποικίλες ιστοσελίδες. Μπορεί να μην ανήκουν στους επαγγελματίες κριτικούς, όμως είναι μέρος του εν εξελίξει διαλόγου ανάμεσα στην παράσταση, την κοινωνία και τον κριτικό λόγο. Η δυναμική τους έχει αντικαταστήσει τη δυναμική της καθιερωμένης κριτικής. Επιβάλλει απόψεις, δημιουργεί τάσεις, διαμορφώνει και παραμορφώνει στιλ, εκφράζει το ήθος και το ύφος ενός κόσμου που κινείται με μεγάλη ταχύτητα και δεν έχει χρόνο να διαβάζει τις μακροσκελείς αναλύσεις των ειδικών. Αρκούν κάποια αβανταδόρικα τσιτάτα και κάποια αστεράκια.
Για παράδειγμα, αναρτά ένας κριτικός μια καλή κριτική και όλοι σπεύδουν να πάρουν θέση (άρα να κρίνουν) με τα γνωστά “like” και “share», δηλαδή βοηθούν, όσο περνά από το χέρι τους, να κυκλοφορήσει ευρέως (χωρίς κατ’ ανάγκη να την έχουν διαβάσει, αρκεί το ότι είναι καλή). Κατανοητό. Αφού βοηθά στη δημόσια εικόνα της ομάδας ή του καλλιτέχνη.
Αναρτά ο ίδιος κριτικός μια αρνητική κριτική και εισπράττει την απόλυτη αδιαφορία, αφού κανείς δεν βοηθά στη διακίνησή της. Είναι και αυτό μια μορφή λογοκρισίας.
Μου έτυχε καλλιτέχνης να κάνει “share” μια αρνητική κριτική που είχα γράψει για κάποια παράσταση και να εισπράξει σχόλιο από κάποιον άλλο καλλιτέχνη, ο οποίος τον έψεξε γιατί να αναρτήσει μια αρνητική άποψη. Το θεώρησε εν πολλοίς αντιδεοντολογικό και αντισυναδελφικό. Και αυτό το κατανοώ.
Όμως, εδώ δημιουργείται ένα τεράστιο πρόβλημα στο όνομα μιας περίεργης άποψης περί συναδελφικότητας. Δηλαδή, στο διαδίκτυο εκείνο που είθισται να κυκλοφορεί ευρέως ως κριτική είναι μόνο εκείνο που επαινεί, εν προκειμένω, τους εν θεάτρω φίλους μας; Κι αν αυτή είναι η νοοτροπία, που δυστυχώς είναι, μήπως έτσι ακυρώνεται και ο υγιής διάλογος που τόσο τον έχει ανάγκη ο χώρος και στη θέση του στρογγυλοκάθεται η εικόνα της ψευδούς τελειότητας; Αυτό τελικά είναι δημοκρατία και δημιουργικός διάλογος;
Πολλές φορές συζητώ με καλλιτέχνες και έχω την εντύπωση πως δεν βλέπουν ότι πολλά από αυτά που κάνουν πάσχουν, ότι αυτά που νομίζουν ότι είναι μοντέρνες προτάσεις δεν είναι τίποτε άλλο από κακές απομιμήσεις, έργα φασόν, ότι το χειροκρότημα των φίλων στην πλατεία δεν είναι απόδειξη και της ποιότητας της παράστασης.
Συμπέρασμα
Απόλυτες συνταγές αποκατάστασης των σχέσεων θεατρικής πράξης και θεατρικής κριτικής, όπως και επαναφοράς του (σοβαρού) κριτικού λόγου στο κέντρο του πολιτιστικού γίγνεσθαι δεν υπάρχουν. Σκέψεις μόνο. Και μία από αυτές λέει ότι όσο η κοινωνία δεν δείχνει να έχει ανάγκη τους επαγγελματίες κριτικούς και τις παρεμβάσεις τους, τίποτα δεν θα αλλάξει δραστικά στις σχέσεις που συζητήσαμε. Η τέχνη της κριτικής θα παραμείνει μια ανώδυνη υποσημείωση στις σελίδες του πολιτισμού, μια υποσημείωση καλοδεχούμενη όσο θα είναι ακίνδυνη. Και θα συνεχίσει να είναι ακίνδυνη όταν μπορούν να την ασκήσουν όλοι ή και να την καπελώνουν όλοι με τα “like” και τα “dislike” τους.
Όμως για όσους ανεγκέφαλους δεν το ‘χουν καταλάβει ακόμη, η σοβαρή και εποικοδομητική κριτική δεν είναι ούτε like ούτε share. Είναι μια μορφή απόλυτα μοναχικής τέχνης που αναπτύσσεται και καλλιεργείται στο κενό διάστημα που χωρίζει τη σκηνή από την πλατεία. Και σαφώς δεν είναι για όλους. Κανένα επάγγελμα, καμιά ειδικότητα δεν είναι για όλους. Όποιος δεν μπορεί να κατοικήσει με ήθος, καθαρότητα, ενημέρωση και τόλμη (ναι, χρειάζεται οπωσδήποτε) αυτό το κενό διάστημα και να του δώσει νόημα, ας πάει σπίτι του κι ας απαλλάξει τον χώρο από απόψεις που μόνο ρυπαίνουν
Και ένα τελευταίο. Αν όντως οι καλλιτέχνες επιζητούν την καλή (και εννοώ σοβαρή) κριτική, γιατί πιστεύουν ότι με τα σχόλιά της θα τους βοηθήσει να δουν κάποια πράγματα, εάν όντως θέλουν η κριτική να επανακτήσει την κεντρική της θέση στα πολιτιστικά πράγματα, τότε ας αναλάβουν κι αυτοί τις ευθύνες τους. Ας γυρίσουν την πλάτη στους εύκολους και ύποπτους τελάληδες-κριτικούς ή εγκάθετους ή περαστικούς ή αδιάφορους κριτικούς, στα εξαπτέρυγα, τους λιβανιστές και τους διαδικτυακούς φίλους των like και share, και ας ποντάρουν στον κριτικό λόγο εκείνο που θεωρούν ότι είναι αξιόπιστος, ενημερωμένος, αντικειμενικός (όσο γίνεται), αυστηρός και ελεγκτικός.
Η τέχνη που πιστεύει στον εαυτό της δεν φοβάται την κριτική. Την καλωσορίζει και συζητά μαζί της.