Θεατρική Θεσσαλονίκη 2025: Η άνεση του οικείου και το στοίχημα της υπέρβασης

Ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει για την θεατρική παραγωγή της πόλης για τη χρονιά που πέρασε

Σάββας Πατσαλίδης
θεατρική-θεσσαλονίκη-2025-η-άνεση-του-οικ-1405330
Σάββας Πατσαλίδης

Η θεατρική παραγωγή στη Θεσσαλονίκη το 2025 κινήθηκε ποσοτικά στα ίδια επίπεδα με το 2024. Η Αθήνα, με τις χίλιες και πλέον παραγωγές της, παραμένει αδιαφιλονίκητα πρώτη.

Η Θεσσαλονίκη ακολουθεί με σαφώς μικρότερη — αλλά όχι αμελητέα — παραγωγή, που καλύπτει όλα τα είδη. Το σημαντικό είναι ότι το κοινό επιστρέφει στα θέατρα. Στους καλλιτέχνες μένει η ευθύνη να το κρατήσουν.

Όπως κάθε σεζόν έτσι και φέτος είχε τις καλές της στιγμές και τις λιγότερο ή καθόλου καλές. Σε ό,τι αφορά την προσέλευση κοινού η μερίδα του λέοντος πήγε, ως αναμενόταν, στο ΚΘΒΕ, το οποίο παρουσίασε ένα πρόγραμμα «κάπου στη μέση», χωρίς πρόθεση να ταράξει ισορροπίες και οικείους τόπους. Από τις παραστάσεις που δικαίως κέρδισαν τις εντυπώσεις ξεχωρίζουν η Πολυξένη (παιδική σκηνή) της Στέλλας Μιχαηλίδου, το ιδιαίτερα κεφάτο #letsparty του Στέλιου Χατζηαδαμίδη (Μονή Λαζαριστών) , καθώς και ο Δον Κάρλος (ΕΜΣ) του Γιάννη Χουβαρδά, μία από τις πληρέστερες δουλειές του. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος κέρδισε επίσης το κοινό με ένα παιγνιώδες «μετα-Γκοντό» για δύο ρόλους (Οι Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ).

Στο φουαγέ του ΚΘΒΕ οι δύο περφόρμανς-πρόκληση ( Ανατροπές της νύχτας και Προσδοκώ) κόμισαν μια αναγκαία αύρα πειραματισμού.

Πρόκειται για μια κατεύθυνση που οφείλει να έχει συνέχεια, αν ο χώρος θέλει να αποκτήσει διακριτό στίγμα και όχι απλώς να λειτουργεί συμπληρωματικά.

Η Μικρή και η Μεγάλη Σκηνή της Μονής Λαζαριστών, παραμένουν το μεγάλο στοίχημα κάθε καλλιτεχνικής διεύθυνσης: πώς γεμίζουν με ουσιαστικό καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Η στροφή στο μουσικό θέαμα δεν είναι από μόνη της προβληματική·, γίνεται όμως τέτοια όταν η πληρότητα της αίθουσας υποκαθιστά τη θεατρική εμπειρία. Προς απογοήτευση των φίλων της Ρούλας Πατεράκη η πολυαναμενόμενη παραγωγή SILLILAB: NO DIFFERENCE BETWEEN HO HO HO!!! στην ΕΜΣ δεν κατάφερε να βρει το κοινό της.

Στον χώρο του ανεξάρτητου θεάτρου παρατηρείται μια μάλλον ευοίωνη κινητικότητα και γενικότερη, καλώς εννοούμενη, ανησυχία, στοιχείο ενθαρρυντικό. Από τις παραστάσεις του χώρου ξεχώρισε το δύσκολο Incognito στο Θέατρο «Τ», μία από τις πιο ώριμες και σύνθετες σκηνοθεσίες της Γλυκερίας Καλαϊτζή. Ιδιαίτερη βρήκα και τη σκηνοθετική πρόταση του Θάνου Νίκα στο Σλάντεκ, όπως και των Γιώργου Παπαγεωργίου (1984) και της ομάδας Γκραν Γκινιόλ (Πείραμα Μπέκετ).

Οι καλές ερμηνείες της χρονιάς αρκετές (υπάρχει ταλέντο). Ξεχώρισαν οι: Λίλα Βλαχοπούλου (Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια), Μαρία Χατζηϊωαννίδου (Η αγάπη άργησε μια μέρα), Γιάννης Χαρίσης (Δον Κάρλος), Γιώργος Καύκας (Πες μου μια λέξη), Έφη Σταμούλη και Δημήτρης Ναζίρης (Οι Δελφίνοι), Γιώργος Παπαγεωργίου (1984), καθώς και το σύνολο της ομάδας του Σλάντεκ και της Πετριχώρας. Από τις φιλοξενούμενες παραστάσεις αξίζει να απομονωθούν οι ερμηνείες των: Αλεξίας Καλτσίκη (Λεωφορείο ο Πόθος), Λένας Παπαληγούρα (Prima Facie), Βασίλη Τρυφουλτσάνη (Βαδίζοντας, Συνέδριο για το Ιράν), Γιώργου Γλάστρα (Πύλη της Κόλασης), καθώς και των Ανδρέα Κωνσταντίνου και Γιάννη Παπαδόπουλου (Αιαυτός), μεταξύ άλλων.

Οι αθηναϊκές παραγωγές κατέγραψαν σταθερά γεμάτες αίθουσες στο Αριστοτέλειο (ενδεικτικά: Λεωφορείο ο Πόθος, Η Φάλαινα, Η καρδιά του σκύλου), όπως και στο Κολοσσαίο, που πλέον επενδύει συστηματικά στο θέατρο. Αντίστοιχα, σε γεμάτες αίθουσες παρουσιάστηκαν όλες οι παραστάσεις του Φεστιβάλ Δημητρίων όπως και του Διεθνούς Φεστιβάλ Δάσους. Το Ελληνικό Φεστιβάλ Δάσους οι επιλογές κινήθηκαν στα επίπεδα των τελευταίων ετών, με, λίγες επιλογές να ξεχωρίζουν (Ανδρομάχη, Ξένος, Οιδίποδας [Τύραννος & επί Κολωνώ]), ενώ στον ίδιο χώρο εντυπωσίασε και η Μια άλλη Θήβα.

Η Ανοιχτή Θεατρική Σκηνή της Πόλης φιλοξένησε 18 ομάδες, κυρίως νέων καλλιτεχνών, που κατέθεσαν τις αγωνίες και τις θέσεις τους γύρω από έννοιες όπως η ελευθερία, η ευτυχία, ο έρωτας και η αλήθεια. Πρόκειται για έναν δημοτικό θεσμό που λειτουργεί ως κυψέλη νέων φωνών· το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει αν και πόσες από αυτές θα εξελιχθούν σε κάτι πιο ώριμο και φρέσκο και, κυρίως, αν θα καταφέρουν να ριζώσουν και να δημιουργήσουν στη Θεσσαλονίκη..

Σημαντική και καλοδεχούμενη εξέλιξη για την πόλη υπήρξε και το άνοιγμα δύο νέων χώρων: του πλήρως ανακαινισμένου Αμαλία και του Θεάτρου Τεχνών. Το ζητούμενο είναι αν θα μπορέσουν, μέσα από το ρεπερτόριό τους και τις δράσεις του, να συμβάλουν ουσιαστικά τόσο στον εμπλουτισμό της εγχώριας θεατρικής ζωής με φρέσκες ιδέες, όσο και στην ανάσχεση της φυγής νέων καλλιτεχνών προς την Αθήνα — μία από τις χρόνιες και σοβαρότερες πληγές του τοπικού θεάτρου.

Το γεγονός ότι και αυτές οι σκηνές, όπως σχεδόν όλες στην πόλη, είναι ιταλικού τύπου, με τις δεδομένες επιτελεστικές τους συμβάσεις, δεν είναι αμελητέο. Το σημειώνω αυτό γιατί η αρχιτεκτονική του θεάτρου δεν λειτουργεί ουδέτερα: προδιαγράφει σχέσεις, τρόπους θέασης και, τελικά, επιλογές ρεπερτορίου. Έτσι, το «φρεσκάρισμα» των σχέσεων σκηνής/πλατείας —και κατ’ επέκταση της ίδιας της θεατρικής σύλληψης— δυσκολεύει, όχι από έλλειψη πρόθεσης, αλλά από τη δύναμη της συνήθειας που ο χώρος ενσωματώνει. Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος θα δείξει πώς θα αξιοποιηθούν και εάν και πώς θα μας ξαφνιάσουν ευχάριστα (που το ευχόμαστε).

Σε ό,τι αφορά την παρουσία αθηναϊκών παραγωγών μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά και, εν πολλοίς, ευεργετικά για το κοινό, όμως δεν αρκεί. Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται επειγόντως εγχώριους διαύλους εξωστρέφειας, συνεργασίες και συμπαραγωγές, αρχικά τουλάχιστο με τις όμορες χώρες. Η πόλη διαθέτει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: τη γεωγραφική της θέση και τη μεγάλη συγκέντρωση νέων ανθρώπων. Αν αυτά αξιοποιηθούν, πολλά μπορούν να αλλάξουν. Προς το παρόν, αυτό που αποκομίζει κανείς είναι η εικόνα μιας θεατρικής πόλης με ικανότητες, κοινό και ανθρώπους, που όμως δεν έχει ακόμη αποδείξει πειστικά αν είναι διατεθειμένη να ρισκάρει πραγματικά. Να θυμίσω το αυτονόητο: Η ασφάλεια στο θέατρο δεν είναι ουδέτερη επιλογή· είναι αισθητική στάση. Και όσο το θέατρο επενδύει περισσότερο στο οικείο, τόσο η υπέρβαση θα δυσκολεύει και θα μετατίθεται για αργότερα.

Το θέατρο στη Θεσσαλονίκη του 2025 υπήρξε πλούσιο ποσοτικά και σαφώς βελτιωμένο ως προς τη συνολική του εικόνα. Δείχνει να ωριμάζει οργανωτικά, και να εμπλουτίζεται παραγωγικά. Το αν κάλυψε και ποιοτικά τους θεατρόφιλους εξαρτάται από το προσωπικό γούστο και τις προσδοκίες του καθενός.

Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που παραμένει ανοιχτό δεν είναι μόνο τι παίχτηκε στις σκηνές της πόλης ή τι θα παιχτεί στο μέλλον, αλλά κατά πόσο το θέατρο της πόλης, καθώς πορεύεται προς ένα δύσκολο «αύριο», είναι διατεθειμένο να ρισκάρει. Ας θυμηθούμε τη ρήση που λέει: Η συνήθεια παράγει σταθερότητα, όχι αναγκαιότητα. Και το θέατρο που λοξοκοιτά προς ή επιθυμεί την υπέρβαση δεν μπορεί να είναι συνέχεια ή καθρέφτης του γνώριμου (και κατ΄ επέκταση του προβλέψιμου). Σταθμεύοντας στον κόσμο του οικείου (ή σχεδόν οικείου) μπορεί να είναι αξιόπιστο, δεν είναι όμως αναγκαίο. Ας μας προβληματίσει αυτό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα