Το νεκρό αστέρι του ανθρώπου

Κριτική για την παράσταση Φαέθων του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα.

Parallaxi
το-νεκρό-αστέρι-του-ανθρώπου-501665
Parallaxi

Λέξεις: Καλλιόπη Εξάρχου, Θεατρολόγος – Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ

Το έργο Φαέθων του Δημήτρη Δημητριάδη, σκηνοθετημένο από τον Θάνο Νίκα, επαναφέρει τη ρηξικέλευθη δραματουργία του συγγραφέα στο προσκήνιο σε μια νέα αναμέτρηση με τα τρία φλέγοντα ερωτήματα, που αφορούν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τη φύση του θεάτρου: α. Τι είναι θέατρο; β. Ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου σήμερα; γ. Τι θεάται ο θεατρικός συγγραφέας;

Και στις τρεις απαντήσεις του, ο Δημητριάδης επικεντρώνεται στη σκηνική μεταφορά της ανθρώπινης φύσης σε όλο το εύρος της. Στο πρώτο ερώτημα απαντά μέσα από την επαναστατική οπτική του θεάτρου, «ως τέχνης μοναδικής και πρωτοφανούς, δηλαδή ως γενεσιουργού αιτίας μοναδικών και πρωτοφανών εικόνων της ανθρώπινης ύπαρξης». Με την απάντησή του στο δεύτερο ερώτημα, προσδίδοντας στον ρόλο του θεάτρου τον χαρακτηρισμό του παράφορου, παραπέμπει και σε μια ιδιότητά του αναγεννητική: «στη θεατρική γραφή, στο θέατρο, το υλικό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Έχεις τη δυνατότητα να γίνεις ο δημιουργός του ανθρώπου εκ νέου, να αναλάβεις όλη την ανθρώπινη φύση και να τη χειριστείς ανάλογα με τις ιδέες σου, την εποχή σου».

Σχετικά με το τρίτο, αποφαίνεται: «Ο θεατρικός ποιητής, εκείνο που θεάται ως θεατής ενός αθέατου θεάτρου είναι ότι αυτή η θεατρικότητα, δηλαδή η ένωση της ακρότητας που είναι ο άνθρωπος, και της δραματικότητας που αυτή προσδίδει στο Σύμπαν, η ένωσή τους σε σκηνική ποίηση, έχει φτάσει πάλι σήμερα σε ένα σημείο μέγιστου παροξυσμού, έχει διογκωθεί υπέρμετρα και φορτιστεί υπέρογκα». Κοινός παρονομαστής στο θέατρο του Δημητριάδη είναι ο πόνος του ανθρώπου, που αποδίδεται θεατρικά μέσα από την υπερβολή, αυτήν την «ιδιόμορφη και κατά κανόνα εκ προθέσεως παρεξηγημένη ή λανθασμένα εννοημένη παρέκκλιση». Πρόκειται για έναν ακόμη όρο στη θεωρία του, που περιέχει το πρόθεμα υπέρ και του επιτρέπει να έχει πρόσβαση χωρίς όρια στο «άγνωστο και στο ασύλληπτο», χαρακτηριστικά που συνθέτουν, εξάλλου, την ελευθερία στη δημιουργία, με στόχο την «Απόρρητη Αλήθεια του Κόσμου».

Σε όλη τη δραματουργία του, τα πρόσωπά του «πάσχουν από άνθρωπο», διάγοντας βίο διε-στραμμένο, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, δηλαδή στραμμένου σε άλλη κατεύθυνση πέραν του αποδεκτού. Στον 20ο αιώνα, ο Bond υπογραμμίζει, περισσότερο από ποτέ, «τον έσχατο σκοπό του θέατρο που είναι να δημιουργεί την ανθρώπινη εικόνα». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το θέατρο του Δημητριάδη, τροφοδοτούμενο από εκτρωματικά πάθη, γίνεται άγγελμα γεννητικό, με στόχο να το θέσει στην υπηρεσία ενός νέου Ανθρωπισμού, δηλαδή την αναζήτηση του ανθρώπου στην ολότητά του, χωρίς αναστολές, όρια ή σχετικότητες. Στον Φαέθωντα, ένα συγκλονιστικό στη σύλληψη και δομή θεατρικό έργο, το τραγικό συνίσταται στην απόρριψη από τον άνθρωπο της ίδιας του της πραγματικότητας, διότι η απόρριψη αυτή έχει τα επακόλουθά της, τα οποία πλήττουν τόσο την ίδια την ανθρώπινη φύση όσο και τη Φύση γύρω της. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας προσβλέπει σε μια πρωτοφανή αποκάλυψη του ανθρώπινου, ορίζοντας ως τραγικό στο θέατρό του κάθε παρέκκλιση από την αποδοχή της εντέλειας της ανθρώπινης φύσης που είναι η ατέλειά της. Εν μέσω μιας σειράς ειδεχθών εγκλημάτων, εξωφρενικών συναισθηματικών συγκρούσεων και θανατηφόρας ατμόσφαιρας, το τραγικό στο έργο αυτό, όπως και σε όλο του το θέατρο, περιέχει όλα τα στοιχεία μιας γραφής εμποτισμένης από τη σκοτεινότητα της ανθρώπινης φύσης.

Φαντάσματα σωμάτων, διεστραμμένα, αγωνιώντα, άρρωστα κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ωραία στον τρόμο τους, ή τρομερά στην ωραιότητα τους, υπογραμμίζουν την έννοια της αναπόδραστης κατάστασης, που εγκλωβίζει τα πρόσωπα και τα υποτάσσει στη προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, δηλαδή τη θνητότητα του ανθρώπου. Φυσικά, η κατάσταση παίρνει στο θέατρο του Δημητριάδη και τη μορφή του εγκλωβισμού σε μια συνθήκη που οδηγεί νομοτελειακά στην αιώνια επανάληψη του τερατώδους. Η επανάληψη, που λειτουργεί τόσο στον Φαέθοντα όσο και σε όλη τη δραματουργία του ως στοιχείο του πεπρωμένου, αποκτά μια τραγικότερη τραγικότητα, από τη στιγμή που ο μύθος επανέρχεται ανά τους αιώνες και ο συγγραφέας ως τολμητίας αναλαμβάνει τον ηράκλειο αυτό άθλο, ώστε να οδηγήσει τους ήρωες στην κρίσιμη εκείνη στιγμή του επιθανάτιου ρόγχου της εξευτελισμένης πλέον τραγωδίας, και του εξουθενωμένου όντος.

Στον Φαέθοντα, ένα οικιακό σύμπαν εκλαμβάνεται στην ερημία της αποσύνθεσής του, γίνεται η σκηνή του Aνθρωπισμού με βασικό υλικό τον πόνο. Εντός και εκτός οικίας, στη σκηνή του κόσμου διαδραματίζεται η κρίση. Πρόκειται για την όραση μιας άλλης πραγματικότητας, που είναι εφικτή μόνο μέσα από συνθήκες κρύπτιου πόνου και, συνακόλουθα, θανάτου. Ήρωες «ποθηγέτες» και «ποθιορκητές», που ενσαρκώνουν τη σαγήνη του κάλλους, αποπλανούν, μετατρέπουν την ομορφιά σε τερατωδία και προσδίδουν στο τοπίο του πόθου τη θαναία παραμόρφωση, που αφανίζει τους πάντες.

Ο Θ. Νίκας ανέλαβε ένα σκηνοθετικό άθλο. Παρόμοια έργα υψηλής ποιότητας και εμβριθούς στοχασμού αντιμετωπίζονται με προσεκτικά και αργά βήματα. Και στην σκηνοθετική εργασία του Θ. Νίκα η αίσθηση αυτή ήταν ολοφάνερη. Ξεκινώντας από την ενδελεχή «ανάγνωση» του έργου, του κρότου που έσκασε εντός του, της ατμόσφαιρας που έπνιγε το ανθρώπινο σύμπαν, της φιμωμένης σιωπής που έσφαζε σαν μαχαίρι και της τελικής κραυγής που μετουσιώθηκε σε ανάταση.

Κάτω από τις λάμπες ενός ανελέητου φωτός, γύρω από ένα τραπέζι (εύστοχη και λειτουργική σύλληψη της Πηνελόπης Χατζηδημητρίου), ο σκηνοθέτης ξεδίπλωσε με χειρουργικές κινήσεις το δυσβάσταχτο, το αφόρητο, το ανελέητο της ανθρώπινης φύσης. Χωρίς τίποτε περιττό που να σκιάσει την παραμικρή λέξη, την παραμικρή έσωθεν φωνή, που προσπαθεί να εξέλθει.

Γύρω από τον πατέρα, την εμβληματική εκτρωματική εξουσία με τον κατά δαίμονα εαυτόν, συγγραφέας και σκηνοθέτης καλούν τους θεατές στην «ώρα του εγκλήματος», για να παραστούν στην αναθεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από την αγνοημένη εκδοχή της. Ο συγγραφέας κατακερματίζει τον άνθρωπο πάνω στη σκηνή του δικού του σύμπαντος με τα ρευστά όρια, διαρρηγνύει τα εντόσθια του που ζέχνουν, βυθίζεται στα απόβλητά του, με στόχο να τον ανασυνθέσει και να μας τον παραστήσει στην τερατώδη εκδοχή του. Και αυτήν την εκτρωματική παρουσία ερμήνευσε με τον πιο υπόγειο και εσωτερικό τρόπο ο Παύλος Δανελάτος. Το έξοχο αποκείμενο του Δανελάτου δρα επί των ορίων του, που δεν φείδεται αίματος μέχρι ο πόνος να μετατραπεί σε γλώσσα, διαφεύγουσα πάντα, έτσι όπως κινείται και ο ίδιος ως απόλυτη εξουσία. Και αυτό είναι που γοητεύει στον υποκριτικό άθλο του Δανελάτου. Η αιμοδιψής ξενότητα του ήρωά του, που εκφράζεται ως κατάσταση αναπόδραστη και αδιαμφισβήτητη. Χωρίς κορώνες. Μόνο ως παραφροσύνη με σιγαστήρα. Ο πατέρας του Δανελάτου είναι το αποσυνάγωγο πλάσμα που χρειάζεται τους πάσχοντες αποδέκτες του για να υπάρξει και να πάρει απόλαυση. Στο αποκλεισμένο τοπίο της διαστροφής που έστησε ο Νίκας, ο πατέρας του Δανελάτου χρεώνεται τις ιδιότητες του Θεού με τάλαντο υποκριτικής γνώσης και εμβάθυνσης. Επικυρώνει ανά πάσα στιγμή την πρωτοκαθεδρία του ρόλου του και την προσφέρει στους συναδέλφους του ως ακριβή επικοινωνία, για να αρθεί η όλη παράσταση στο ύψος της. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια ερμηνεία που ορίζει την εκλεκτή αρμονία, ως συνεκτικό δεσμό με τους άλλους ηθοποιούς εν μέσω οδυνηρής σωματικότητας του λόγου.

Θαυμάσιος ο Νίκος Ράμμος ως Λέλο Λομ (γιος). Μια εξέχουσα τραγική φιγούρα εγκλωβισμού στην αιώνια επανάληψη του τερατώδους. Με στιβαρά ερμηνευτικά κλειδιά που του επέτρεπαν να αποδώσει το δυσβάστακτο ως στοιχείο πεπρωμένου στο μέτρο του πόνου, στο μεταίχμιο του φαντασιακού και του πραγματικού. Αλλά και με τη συνεχή επιθυμία ενός επ-αναστάτη να διασώσει το σπέρμα της αναγέννησης του.

Οι τρεις γυναίκες, η Θεανώ Αμοιρίδου (Τζούλι Λομ, μητέρα) η Κατερίνα Σιναπίδου (Ανν Λομ, κόρη) και η Ελευθερία Μαυρίδου (Μπεθ Λομ, κόρη) τα εξουθενωμένα όντα της τραγωδίας, σπαρακτικές στην επιθανάτια σιωπή τους, έδωσαν υποδειγματικές ερμηνείες, ικανές να αποκαλύψουν σε όλο του το μεγαλείο το κρυμμένο, το σκοτεινό και ανομολόγητο, το εντός του ανθρώπου. Συγκίνησαν, σκόρπισαν ρίγη και κατάφεραν να παρασύρουν τους θεατές στα σκοτάδια των αδύτων τους.

Εν κατακλείδι, η παράσταση του Θ. Νίκα με τον Φαέθοντα του Δ. Δημητριάδη συγκαταλέγεται επάξια στη χώρα του ενεργητικού θεάτρου των δυνάμεων, των εντάσεων και των ενορμήσεων στην παρουσία τους. Είναι μια σκηνοθετική εργασία που κάνει εξαιρετικό θέατρο το «νεκρό αστέρι» του ανθρώπου κατά Δημητριάδη, εξορύσσοντας τη γραφή του, χωρίς να αφήνει εκκρεμότητες και ερωτηματικά.

*Παραστάσεις: Παρασκευές, Σάββατο στις 21:30 και Κυριακές στις 20:00, μέχρι τις 10 Νοεμβρίου, στη σοφίτα του Λαογραφικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, facebook event 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα