Το παραμύθι αφέντη/δούλου

Κριτική για την παράσταση σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.

Σάββας Πατσαλίδης
το-παραμύθι-αφέντη-δούλου-290804
Σάββας Πατσαλίδης

Στο Αθήναιον φιλοξενήθηκε (δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα της) η αθηναϊκή παράσταση του «Αφέντη και δούλου» (1894-95) του Λέοντος Τολστόι, σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.

Η ιστορία

Η ιστορία αντλεί την έμπνευσή της από το γενικότερο κλίμα μιας κακοτράχαλης (και ρομαντικής συνάμα) εποχής. Βρισκόμαστε στη τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα. Μια Ρωσία ανισοτήτων και ακροτήτων. Πρωταγωνιστούν δύο «ταξικά» πρόσωπα, ο Βασίλι, το αφεντικό (που τρέχει μέσα στη νύχτα για να προλάβει να αγοράσει ένα κτήμα σε τιμή ευκαιρίας αψηφώντας τις κακές καιρικές συνθήκες), και από την άλλη ο δούλος του που τρέχει να τον εξυπηρετήσει.

Ο Τολστόι δημιουργεί ένα άγριο τοπίο όπου οι ήρωές του έρχονται αντιμέτωποι με μια οριακή στιγμή, μια στιγμή αυτογνωσίας. Το σοκ που προκαλούν τα απρόβλεπτα γυρίσματα του τροχού της τύχης είναι παρασάγγας μεγαλύτερο για τον Βασίλι, ο οποίος ακόμη και κάτω από αυτές τις αντίξοες καιρικές συνθήκες αντιστέκεται, αρνείται να αναθεωρήσει. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι τα υλικά αγαθά είναι το παν. Και με αυτή τη σκέψη κατά νου εγκαταλείπει άρον άρον τον δούλο του που, στο μυαλό του τουλάχιστο, «τι είχε τι έχασε!», και τρέχει να σωθεί. Όχι όμως για πολύ. Ο Τολστόι θέλει να στείλει ένα άλλο μήνυμα. Ότι υπάρχει ελπίδα. Έτσι φέρνει πίσω τον πλούσιο ήρωά του, μετανιωμένο αυτή την φορά και έτοιμο να δώσει. Και δίνει, και μάλιστα  με τρόπο ιδιαίτερο, σχεδόν «ηρωικό» θα έλεγε κανείς. Καλύπτει τον ρακένδυτο δούλο του  με το γούνινο παλτό του και πέφτει από πάνω του να τον ζεστάνει. Το πρωί, με την καταιγίδα να έχει υποχωρήσει, οι κάτοικοι της περιοχής τον βρίσκουν νεκρό και τον δούλο ζωντανό χάρη στην τραγική θυσία του αφεντικού. Και είναι τραγική γιατί μέσα από αυτό το συμβολικό ταξίδι το αφεντικό περνά από την άγνοια στη γνώση, από την ευτυχία στη δυστυχία και μετά στην ολοκλήρωση, δηλαδή από την απαξίωση στην καταξίωση.

Ο Τολστόι, με μαεστρία και πυκνότητα, υφαίνει μια οδύσσεια πέρα από τα υλικά αγαθά της ζωής, ένα οδοιπορικό στα έγκατα της ψυχής και της συνείδησης, ένα είδος stream of consciousness, όχι διαφορετικό από αυτά που γράφει ο Ντοστογιέφσκι και που θα γράψει λίγο αργότερα ο Προυστ, η Γουλφ κ.ά. Σε αυτό το εσωτερικό ταξίδι δεν υπάρχουν δούλοι και αφέντες, φαίνεται να λέει. Υπάρχει η ουσία του Ανθρώπου. Η Φύση του. Καλή ή κακή. Και μας καλεί να τον παρακολουθήσουμε πώς κτίζει μεθοδικά τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους εντελώς διαφορετικούς αλλά παράλληλα και υπογείως αλληλοτροφοδοτούμενους.

Μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση ο Τολστόι θέλει να αναδείξει την ομορφιά του Ανθρώπου, που φαντάζει τόσο μικρός μέσα στην απεραντοσύνη του Τοπίου αλλά και τόσο μεγάλος όταν παίρνει αποφάσεις που πηγάζουν από τα βάθη της  ψυχής του.

Σκηνοθεσία

Ο Γιώργος Νανούρης επιστρέφει στον Ρώσο συγγραφέα μετά από τρία χρόνια (είχε κάνει το «Από τι ζουν οι άνθρωποι»), και διασκευάζει το διήγημα αυτό ώστε η όλη δράση να είναι επικεντρωμένη στους δύο ήρωες και το  οδοιπορικό  που τους φέρνει  αντιμέτωπους με τη δύναμη της Φύσης. Για τη σκηνική υλοποίηση της ιδέας θα ακουμπήσει στην επικοινωνιακή δυναμική του παραμυθιού, ώστε να παίξει με τρόπο πιο άμεσο και απλό το παιχνίδι ανάμεσα  στις σελίδες του βιβλίου και στη σκηνή, ανάμεσα στο «τώρα είμαι» και στο « τώρα δεν είμαι», ανάμεσα στον αφηγητή και τον ήρωα της αφήγησης. Και σε γενικές κερδίζει το στοίχημα, δείχνοντας ότι και η απλότητα, όταν είναι σωστά δοσμένη και δεν εκβιάζεται, επικοινωνεί ουσίες ή έστω κάποιες από τις ουσίες του κειμένου. Αρωγός στην προσπάθειά του η γοητευτική μουσική του Λόλεκ και οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιάγκα, που συνεισέφεραν προκειμένου να χτιστεί η επιθυμητή ατμόσφαιρα του έργου και να ενισχυθεί η  υπόκωφη εσωτερικότητα των δρωμένων. Συντελούσα δύναμη και τα κουστούμια της Μαίρης Τσαγκάρη τα οποία μάρκαραν εύστοχα την ταξική πραγματικότητα των ηρώων.

Ειδική ωστόσο αναφορά  αρμόζει στο σκηνικό της σχεδίασμα που απελευθέρωνε την εικόνα του χιονισμένου τοπίου, αφήνοντας να εισβάλει στην αίθουσα πιο έντονα αυτό που βίωναν οι χαρακτήρες. Εύστοχες και οι ριπές χιονιού που μαστίγωναν τους δύο ήρωες. Όπως και η εικόνα με τις  λευκές κουρτίνες να πέφτουν ξαφνικά και να σχηματίζουν μια σωρό που έκανε ακόμη πιο απειλητικό το τοπίο, καθώς έδειχνε την υπεροχή της Φύσης, όπως εξαφάνιζε  το ανθρώπινο στοιχείο. Το απομονώνω για σχολιασμό αυτό, γιατί είναι μια σημαντική στιγμή στο έργο, δεδομένου ότι από αυτό το σημείο και μετά οι ήρωες, εντελώς αποπροσανατολισμένοι, κάνουν κύκλους όχι μόνο τοπογραφικούς αλλά και συμβολικούς, δηλαδή κύκλους γύρω από τον εαυτό τους μέχρι να ανακαλύψουν το νόημα της ζωής τους (θυμίζω την έντονη σκηνή με τον δούλο να σπρώχνει κατάκοπος την άμαξα γύρω-γύρω).

Ερμηνείες

Οι ερμηνείες, τόσο του Νανούρη όσο και του άλλου αφηγητή-ήρωα, του Δημήτρη Λιγνάδη, κατέβασαν (με μυαλό και συναίσθημα) στην πλατεία τη βασική ιδέα που ρυθμίζει τις σχέσεις αφέντη/δούλου, αφήνοντας εκτός άλλες διακλαδώσεις του θέματος, ώστε να μην ταραχθεί η γραμμική ανάγνωση του θεάματος. Δυο λόγια για τον καθένα ξεχωριστά:

Ο Λιγνάδης διαχειρίστηκε τα σκαμπανεβάσματα των διαθέσεων που χαρακτηρίζουν τον ήρωά του καθώς και τα κενά αέρος που εμφανίζει το διασκευασμένο κείμενο με άνεση και αμεσότητα. Από το όλον της εμφάνισής του τον βρήκα μάλλον υποτονικό στο σεισμικό τέλος της ιστορίας, εκεί όπου το τσακισμένο Εγώ του παραδίδει τη σκυτάλη στον Άνθρωπο που κρύβει μέσα του. Εκτιμώ πως θα «έγραφε» καλύτερα εάν απελευθέρωνε περισσότερη θερμοκρασία και ενέργεια.

Ο Νανούρης έπαιξε χωρίς αχρείαστες υπερβολές και ακκισμούς, παρόλο που ως γενική εικόνα αισθάνθηκα ότι κάτι από το σύνολο της περφόρμανς του δεν έβγαινε καθαρά προς τα έξω. Και αυτό το «κάτι» ήταν η εικόνα του πραγματικά ταλαιπωρημένου δούλου. Κάπου ο δούλος του έμοιαζε αρκετά «υγιής» απέναντι στις πραγματικές διαστάσεις του δράματος, με αποτέλεσμα να μην στρογγυλέψει το μέγεθος της κραυγής απόγνωσης που κρύβει μέσα του.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, και οι δυο τους είχαν μια καλή χημεία και φυσικότητα ώστε να πορευθούν σε τροχιές παράλληλες αν και ταξικά συγκρουόμενες.  Επιδόθηκαν σε ένα γοητευτικό και καλά ρυθμισμένο μπρα ντε φερ που τελικά κατάφερε να τους φέρει πιο κοντά, αναδεικνύοντας με τρόπο παραβολικό την ενοποιητική δύναμη της ανθρωπιάς.

Ψευδο-οικειότητες

Στα μείον του όλου, η μεταδραματική έναρξη της παράστασης, όπου ο Λιγνάδης μας αφηγείται ένα περιστατικό που τον  έφερε κοντά στον θάνατο και έτσι κατάλαβε την αξία της ζωής. Υποθέτω το είπε προκειμένου να διευκολύνει τη σύνδεση με το εδώ και τώρα της θεατρικής εμπειρίας. Προσωπικά βρήκα άστοχη την πληροφορία, όπως και το γενικότερο ηθικοπλαστικό ύφος του ηθοποιού. Περιττά (και παλιά) και όλα τα εισαγωγικά με τους δύο ηθοποιούς να χαιρετούν τους θεατές, να ρωτούν αν είμαστε καλά, να το παίζουν φιλαράκια. Όλο αυτό το «εκβιαστικό» παιχνίδι δημιουργίας μιας ατμόσφαιρας υποτίθεται φιλικής και ζεστής, πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια, είναι τόσο στημένο (προβαρισμένο) και ψεύτικο που πιο πολύ αφαιρεί παρά προσθέτει στην όλη εμπειρία. Με εξαίρεση τα αφηγηματικά σημεία που αφορούσαν το ίδιο το κείμενο και τη μεταφορά του (δηλ. οι γέφυρες ανάμεσα στο πρωτότυπο και τη διασκευή του), όλα τα παρεμφερή θα μπορούσαν κάλλιστα και να λείπουν.

Συμπέρασμα: μια παράσταση που κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη στην απλότητά της.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα