γιάννης-σαρακατσάνης-το-κινητό-σού-κ-1262753

Συνέντευξη

Γιάννης Σαρακατσάνης: «Το κινητό σού κλέβει την προσοχή, το βιβλίο σού τη ζητάει»

Ο ηθοποιός και YouTuber μάς συστήνεται σαν... «Ανοιχτό Βιβλίο» και μιλά για το θέατρο, τα όρια της σάτιρας και τις προκλήσεις της τεχνολογίας

Κωστής Κοτσώνης
Κωστής Κοτσώνης

Η πρώτη μου επαφή με το Γιάννη Σαρακατσάνη ήταν πίσω στο 2010, όταν σαν μαθητής Λυκείου ξέκλεβα λίγο (μεταμεσονύκτιο) χρόνο από τα διαβάσματα, για να δω το animation «Ουκ Αν Λάβοις Παρά του Μη Έχοντος».

Μαζί με τον Πάνο Μουζουράκη και το Λευτέρη Ελευθερίου, ο Γιάννης (για την ακρίβεια, οι φωνές τους) χάρισαν πολλά επεισόδια σάτιρας πάνω στην τόσο πολωμένη τότε πολιτική σκηνή αλλά και στην κουλτούρα μιας Ελλάδας που ξυπνούσε από τη φούσκα της.

Πλέον, 14 και βάλε χρόνια μετά, ο Γιάννης έχει περάσει από το θεατρικό σανίδι με θεατρικές ομάδες αλλά και solo. Έχει δημιουργήσει το δικό του κανάλι στο YouTube, όπου σχολιάζει διάφορα ζητήματα, από τη διαχείριση των χρημάτων μέχρι τη διαχείριση του χρόνου και από τον εθισμό στα κινητά μέχρι τους κινδύνους προς τη δημοκρατία.

Η πιο πρόσφατη ενασχόλησή του έρχεται μέσα από την ΕΡΤ3, όπου παρουσιάζει την εβδομαδιαία εκπομπή «Ανοιχτό Βιβλίο», με θέμα —τι άλλο;— το βιβλίο και την ανάγνωση στη σημερινή Ελλάδα.

Με αφορμή την εκπομπή, συνομιλήσαμε μαζί του για όλα τα παραπάνω:

Καλησπέρα, Γιάννη, και ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Θα ήθελες να μου πεις κάποιες αναμνήσεις από το πότε και το πώς πρωτομπήκε το θέατρο και η κωμωδία στη ζωή σου;

Η παλιότερη ανάμνηση που έχω για το θέατρο είναι κάποιες παραστάσεις στο δημοτικό. Θυμάμαι να κάνω τον κακό γείτονα στο Μορμόλη και να κάνω και το… παιδάκι σε μια σχολική παράσταση για το Μυστρά. Δεν θυμάμαι ακριβώς το όνομά της. Είναι ο πασάς που επιβλέπει τον τόπο και λέει «Ο Μυστράς είναι δικός μας» και πάει το παιδάκι, εγώ δηλαδή, και του λέει «Όλα αυτά θα απελευθερωθούνε!». Και εκείνος καρφώνει το μπαστούνι του του και λέει: «Αν δεν γίνει δέντρο το μπαστούνι, δεν θα φύγετε!». Και τελικά άνθισε το μπαστούνι και απελευθερώθηκε ο Μυστράς!

Μετά, όταν πήγα πια στο Λύκειο στη Νέα Σμύρνη, είχα κάποιους φίλους που ήταν σε ένα άλλο σχολείο στο Παλαιό Φάληρο. Αυτοί συμμετείχανε στους Πανελλήνιους Αγώνες Θεάτρου που έκανε το Αρσάκειο, τα Τοσίτσεια και το Θέατρο Τέχνης. Και επειδή δεν είχαν αρκετά αγόρια, με πήραν μεταγραφή εμένα. Πήγαινα τα απογεύματα εκεί και συμμετείχαμε σε αυτούς τους αγώνες δύο χρονιές συνεχόμενες. Και κάπως εκεί αναθερμάνθηκε η επιθυμία μου να ασχοληθώ με το θέατρο.

Έχεις άλλες αναμνήσεις που ήθελες να μοιραστείς από εκείνα τα χρόνια, οικογενειακές;

Είχα έναν θείο, το Γήση Παπαγεωργίου, ο οποίος ήταν σκιτσογράφος, συγγραφέας και πολύ αστείος άνθρωπος γενικά. Αυτός έφερε πολύ το χιούμορ μέσα στην οικογένεια, ένα έξυπνο χιούμορ για όλα, ένα χιούμορ που εκτονώνει καταστάσεις. Αυτό μού ήταν πάρα πολύ χρήσιμο όταν στο αχανές δημόσιο λύκειο έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου απέναντι στα δυνατά παιδιά. Εκεί είδα ότι με το χιούμορ μπορούσα όχι απλά να μην με δείρουνε αλλά να γίνω και φίλος τους!

Είχες πει ότι «Έχω ένα κομμάτι του εαυτού μου προγραμματισμένο κάπως να λέει αστεία». Μόλις μας είπες τι κέρδισες με αυτό. Υπήρξε και κάτι που να έχασες με το να αφήσεις το κωμικό στοιχείο να γίνει τόσο έντονα κομμάτι της προσωπικότητάς σου;

Κοίτα, το χιούμορ σού δίνει πάντα τη δυνατότητα να αποδράσεις από το πρόβλημα, να εκτονωθείς. Όμως, έτσι δεν κοινοποιείς τη δυσαρέσκειά σου απέναντι σε μια κατάσταση, άρα διαιωνίζεται. Και όταν πια εκρήγνυσαι, όλοι λένε «Α, μα τι έπαθες ξαφνικά;!». Αυτό μπορώ να σκεφτώ σαν τίμημα. Αλλά και πάλι, αν κάτσω και κάνω τη σούμα, πιστεύω ότι το χιούμορ υπήρξε φουλ θετικό πράγμα στη ζωή μου.

Διάβασα ότι έχεις ασχοληθεί με το σωματικό και το devised θέατρο. Θες αρχικά να μας πεις περισσότερα;

Αυτό είναι μια σχολή θεάτρου που λέγεται Σχολή Λεκόκ, από τον ιδρυτή της Ζακ Λεκόκ. Και αυτή πατάει σε μια γενικότερη σχολή η οποία δουλεύει με commedia dell arte, τεχνικές και αισθητικές τσίρκου. Μέσα από τα εργαλεία αυτής της παραστατικής προσέγγισης, δουλεύεις τελικά πρώτα το σώμα, πρώτα την εκφραστικότητα του σώματος, για να καταλήξεις στο να φτιάξεις έναν χαρακτήρα, να φτιάξεις έναν ρόλο ή ακόμα να φτιάξεις ένα κείμενο, για να παίξεις στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.

Εγώ ήμουνα στη σχολή του Κιμούλη το 2000. Αυτός ανέβασε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή για Επίδαυρο και έφερε έναν Ιταλό σκηνοθέτη που λεγόταν Marcello Magni, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στην Αγγλία, στο Complicité, έναν φανταστικό θίασο! Και ήρθε αυτός και μας δούλεψε ένα ολόκληρο καλοκαίρι πάνω στα χορικά της Αντιγόνης με τεχνικές σωματικού θεάτρου. Αυτή η εμπειρία ήταν αποκαλυπτική για μένα. Δούλευε πάρα πολύ με τις συνέργειες της ομάδας: πότε ηγείσαι, πότε ακολουθείς την ομάδα… Καταλαβαίνεις τι έχει νόημα, τι δεν έχει νόημα στην έκφραση.

Και επίσης το devised κομμάτι είναι ότι το τι θα γινόταν στα χορικά το πιάναμε εμείς μέσα από την πρόβα. Φτιάχναμε δηλαδή τα σκετσάκια που θα εκτυλίσσονταν κατά τη διάρκεια των χορικών συνεργατικά, εκείνη τη στιγμή.

Αυτή η εμπειρία ήταν τόσο κατακλυσμιαία, που αποφάσισα να συνεχίσω. Πήγα στην Αγγλία ένα χρόνο, σε μια σχολή που έκανε αντίστοιχο θέατρο. Εκεί, στο τέλος κάθε εβδομάδας ο καθηγητής μάς έδινε ένα θέμα μέσα από το οποίο εμείς φτιάχναμε ένα θεατρικό κομματάκι. Έτσι, εκτός από την έκφραση, δουλέψαμε και τη δημιουργία. Ουσιαστικά, στο devised θέατρο, αντί να γράφεις μόνος στο χώρο σου, πας στο θέατρο, μιλάς με τους συναδέλφους, κάθεστε, σκέφτεστε, δοκιμάζετε πράγματα και καταλήγετε.

Ερχόμενος πάλι σε μια παλιότερη δήλωσή σου, είχες πει ότι δημιουργείς πράγματα γιατί θέλεις να κάνεις τον κόσμο καλύτερο. Σε ποιο βαθμό θεωρείς ότι το έχεις καταφέρει αυτό; 

Δεν ξέρω… Βλέπω τον κόσμο και δεν νομίζω ότι τα ‘χω πάει πολύ καλά! Κοίτα, στην πραγματικότητα δεν πιστεύω ότι είναι κάτι που το κρίνεις εκ του αποτελέσματος. Είναι κάτι που μπαίνει σαν συνθήκη στα πράγματα που μας αρέσει να κάνουμε. Όταν πήγα στη δραματική σχολή στα 25 μου, λίγο πιο μεγάλος από άλλους, άκουγα τους νεότερους να λένε «Κάνω θέατρο γιατί αγαπώ την τέχνη» και τέτοια. Εμείς οι μεγαλύτεροι δεν τα πολυπιστεύαμε αυτά. Λέγαμε «Κακά τα ψέματα, όλοι για την ψωνάρα μας ερχόμαστε εδώ πέρα. Γουστάρουμε να ανεβαίνουμε στη σκηνή και να μας θαυμάζει ο κόσμος». Κατ’ εμέ, για αυτό κυρίως κάνεις θέατρο.

Ερχόμενοι τώρα στο κανάλι σου στο YouTube, έχεις μιλήσει για ένα θέμα που απασχολεί πολύ στην εποχή μας: για την τοξικότητα και την πόλωση στα social media και κατ’ επέκταση στο δημόσιο διάλογο. Μου φάνηκε ενδιαφέρον πώς, μολονότι σε απασχολεί το ζήτημα, επέλεξες να ασχοληθείς με την κωμωδία και το YouTube, όπου εύκολα μπορείς να «ακυρωθείς» και το πράγμα να ξεφύγει. Μάλιστα, καταπιάνεσαι και με πολιτικοκοινωνικά θέματα, που είναι ιδανικό… προσάναμμα για καυστικά σχόλια.

Όταν παρατηρώ κάτι το οποίο με ενοχλεί πάρα πολύ στον κόσμο, νιώθω ότι είναι απαραίτητο να το πω, είτε αυτό είναι η τοξικότητα στον τρόπο που μιλάμε, είτε είναι η άγνοια ότι τα κινητά μπορεί να μας κάνουν μεγάλο κακό ή ότι το χρήμα και οι μετρήσιμες αξίες μάς παρασύρουν στην κατάθλιψη,. Παρόλο που υπάρχει, ξέρεις, τοξικότητα και παρόλο που γίνεται ζούγκλα καμιά φορά η συζήτηση online, καταλαβαίνω —επειδή παλιότερα είχα σιωπήσει φοβόμενος τον αντίκτυπο— ότι πρέπει να μιλάμε, πρέπει να είμαστε κοινωνικοί, να μαλώνουμε, να κρινόμαστε, να αλλάζουμε γνώμη. Έτσι προχωράει το πράγμα.

Εγώ έχω βάλει έναν πήχη στο μυαλό μου: Πότε έχω επαρκή γνώση να μιλήσω για κάτι; Όταν αυτό το κάτι αρχίζει και «βράζει» μέσα μου, το κάνω. Από κει και πέρα, το τι θα μου πούνε κτλ., προσπαθώ να μην παρεισφρέει την ώρα της δημιουργίας, γιατί αυτολογοκρίνεσαι και φτάνεις εύκολα σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ήθελες να γράψεις.

Επίσης, πιστεύω ότι όλο αυτό το πράγμα με την επίθεση και την αντεπίθεση την ιντερνετική και τα cancel τελικά δεν κρατάει τόσο πολύ. Νομίζω ότι οφείλεται στο ότι ακόμα δεν έχουμε συνηθίσει το μέσο και ακόμα το εκλαμβάνουμε σαν κάτι πιο σημαντικό από ό,τι είναι. Βλέπουμε κάποιον που βγάζει ένα βίντεο και θεωρούμε ότι αυτό είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος και τίποτα άλλο… Πιστεύω ότι κάπως θα περάσει ο καιρός και θα μάθουμε.

Να σου πω ένα άλλο παράδειγμα. Από το 2005 μέχρι το 2018 συμμετείχα στη θεατρική ομάδα AbOvo. Και εκεί κάναμε πολιτικές παραστάσεις. Το 2011 μάς φωνάξαν από το ΣΚΑΪ για να αντικαταστήσουμε με μία δική μας εκπομπή την «Ελληνοφρένεια», που τότε έφευγε από το κανάλι. Η εκπομπή ονομαζόταν «Το Ίδρυμα». Πήγαμε εμείς να κάνουμε μια τέτοια εκπομπή χωρίς να ξέρουμε τι μας γίνεται. Ίσως δεν ήταν και τόσο καλή η εκπομπή όσο θα θέλαμε. Και κάπου διαστρεβλώθηκε αυτό που θέλαμε να πούμε και φάγαμε πάρα πολύ hate. Βγήκα τόσο πληγωμένος από αυτό, που έκανα 10 χρόνια να ξαναεκφραστώ. Αλλά τώρα είμαι λίγο πιο μεγάλος, είμαι πιο σίγουρος για τον εαυτό μου.

Εκείνη την εποχή, πέρα από το κομμάτι της εκπομπής, συμμετείχες και στο animation «Ουκ Αν Λάβοις Παρά του Μη Έχοντος», κάνοντας τη φωνή του θεού Ερμή. Εκεί ήταν επίσης πάρα πολύ έντονη σάτιρα. Δεν ξέρω αν έχεις κάτι να μοιραστείς και για αυτό. 

Ήταν πολύ διασκεδαστική διαδικασία. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι είχε κάτι αιχμηρό πολιτικά και κοινωνικά. Απολύτως τίποτα. Ποτέ δεν ενοχλήσαμε κανέναν. Απλά, όταν η σειρά σταμάτησε, κάπως κυκλοφόρησε μια φήμη ότι μας κόψανε γιατί θίξαμε κάποιον. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Η σειρά σταμάτησε για άλλους λόγους, καθαρά καλλιτεχνικούς. 

Σε ένα από τα επεισόδια της νέας σου τηλεοπτικής εκπομπής, στην οποία θα έρθουμε και παρακάτω, φιλοξένησες τρεις παιδοψυχολόγους. Η μία υποστήριξε ότι οι σημερινοί γονείς βλέπουν τα παιδιά σαν ένα project. Εσύ, ως νέος πατέρας ενός 5χρονου αγοριού, πώς το βιώνεις αυτό; 

Αντιλαμβάνομαι απολύτως τι εννοούσε. Είναι πολύ εύκολο ένας γονιός να δει το παιδί σαν ένα κατασκεύασμα που πρέπει συνεχώς να του βάζεις πράγματα, να του φτιάχνεις πράγματα. Γιατί έτσι μετριέται η συνεισφορά σου ως γονιός, αισθάνεσαι καλός γονιός, μπορείς να ποστάρεις μετά αυτά που έκανες και να κοιμηθείς πολύ χαρούμενος και… να πάθει το παιδί σου ψυχολογικά! 

Το να είμαι γονιός είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει. Πραγματικά, η ζωή μου χωρίστηκε σε δύο μέρη: το πριν και το μετά. Έρχεται το παιδί, σου παίρνει το μισό χρόνο και το 75% του μυαλού και σου λέει «Ωραία. Συνέχισε τώρα να δουλεύεις, να δημιουργείς και να ζεις και έναν άνθρωπο παραπάνω με ό,τι σου έχει απομείνει»! Είναι όμως απίστευτη απόλαυση η αγάπη, η ευθύνη απέναντι σ’ ένα παιδί. Ειδικά τώρα που ο γιος μου είναι 5 χρονών, τον απολαμβάνω. Κάνουμε βόλτες, θα πάω να τον πάρω από το σχολείο και θα δούμε Χάρι Πότερ μετά, κι εγώ θα κάθομαι να του παίζω όλους τους χαρακτήρες γιατί δεν μπορεί να καταλάβει τους υπότιτλους!

Η γονεϊκότητα είναι κάτι τόσο πολύπλοκο, μεγάλο, δύσκολο, κουραστικό, που απλά πρέπει να πέσεις με τα μούτρα για να το κάνεις. Αν προσπαθήσεις να κρατήσεις κάτι για τον εαυτό σου, δεν γίνεται. Όταν είσαι με το παιδί, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου μόνο το παιδί, τέλος.

Σε ένα άλλο πρόσφατο βίντεο, στο οποίο συμμετείχες με τον Mikeius και το Χρήστο Τσούνη, βγήκε λίγο σαν συμπέρασμα ότι τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με έναν υπερπροστατευτισμό, ότι κάπως οι άνθρωποι δεν μπορούν να διαχειριστούν με τις αναποδιές και ότι αυτό το περνάμε και στα παιδιά. Εσύ, τι παρατηρείς πάνω σε αυτό τώρα που έγινε γονιός;

Πρώτον, με το που άρχισε το παιδί να πηγαίνει σχολείο και να κοινωνικοποιείται, βγήκαν από μέσα μου πράγματα που δεν ήξερα ότι υπήρχαν: αρρωστοφοβίες, εγωισμοί, συγκρίσεις, άγχη απίστευτα, ρατσισμοί, σεξισμοί… Όλα τα κακά πράγματα που υπάρχουν μέσα μας σε μικρό, διαχειρίσιμο ποσοστό, με το που προκύπτει το παιδί τα βλέπεις και λες: «Αμάν! Έτσι είμαι εγώ;». Γιατί είναι σαν να εκπροσωπείς το παιδί εκείνη τη στιγμή και λες «Ποιες ευγένειες; Πάμε τώρα να παραμερίσουμε τους άλλους, να μπει πρώτο το παιδί μου».

 Απ’ την άλλη, έκανα και ένα βίντεο στο κανάλι μου το καλοκαίρι που λέει για τη «γενιά του κινητού», το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του Jonathan Haidt “The Anxious Generation”. Αυτός λέει ότι τη δεκαετία του ‘80 όλοι βλέπαμε και φανταζόμασταν τα παιδάκια να παίζουν έξω, να αλητεύουν και να τρέχουν. Το 2020, αντίστοιχα, τα φανταζόμαστε να κάθονται μπροστά σε μια οθόνη.

Τα παιδάκια τότε παίζανε ελεύθερα γιατί πιστεύαμε ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο επικίνδυνος όσο πιστεύουμε ότι είναι τώρα. Τα παιδιά μαθαίνανε από μόνα τους να ρυθμίζουν τις σχέσεις τους, να παίρνουν ρίσκα και να διαχειρίζονται τον κόσμο. Το παιδί δυναμώνει, λέει ο Haidt, όταν κάνει μόνο του πράγματα, όταν χτυπάει λίγο, όταν παρεξηγείται με τους φίλους του και προσπαθεί να τα ξαναβρεί. Είναι σαν το ανοσοποιητικό σύστημα. Πρέπει να κολλήσεις και κάτι για να ισχυροποιηθεί.

Τώρα το μεσημέρι ο γιος μου θα με περιμένει μετά το σχολείο σε ένα προαύλιο εκκλησίας. Εκεί τα παιδιά παίζουν με ξύλα και μπάλες, μαλώνουν, κλαίνε, χτυπάνε. Προφανώς φοβάμαι κι εγώ πάρα πολύ, αλλά αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ισχυροποιηθεί η προσωπικότητα του παιδιού. Τον βλέπω να κάνει ακροβατικά και λέω «Τώρα θα πέσει!». Αλλά κάθε φορά που δεν πέφτει, μαθαίνω να τον εμπιστεύομαι και λίγο παραπάνω.

Στο ίδιο βίντεο, με το Mikeius και το Χρήστο μιλήσατε λίγο για την ευθύνη που φέρει και το κοινό απέναντι στα συναισθήματά του και πώς τα διαχειρίζεται. Σήμερα ισχύει η ανάποδη τάση, ότι ο δημιουργός πρέπει να παίρνει πάνω του όλη την ευθύνη, να είναι υπερβολικά προσεκτικός και να αυτολογοκρίνεται. Πώς τη βλέπεις αυτήν την ευθύνη; Είπες πριν ότι κάποιες φορές πήγες να αυτολογοκριθείς;

Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας: Πού είναι η ευθύνη; Είναι στο δημιουργό ή στο θεατή; Αποφασίσαμε —και καλά κάναμε— ότι ο δημιουργός έχει λίγο παραπάνω ευθύνη, γιατί καμιά φορά με αυτά που γράφουμε μπορεί να ενοχλήσουμε, μπορεί να στεναχωρήσουμε, μπορεί να διαιωνίσουμε κάποιο στερεότυπο ή διάκριση.

Αλλά στην πορεία μπήκανε διάφοροι άνθρωποι πικραμένοι για άλλους λόγους και επιστράτευσαν αυτήν την κουλτούρα για να βγάλουν τα απωθημένα τους. Πέσανε να φάνε όλους τους δημιουργούς και πλέον οι δημιουργοί δεν μπορούν να πούνε τίποτα.

Νομίζω, λοιπόν, ότι είμαστε σε μια φάση που η ανθρωπότητα ψάχνει να βρει πού είναι το κέντρο ισορροπίας ανάμεσα στο δημιουργό και στο θεατή για το ποιος έχει την ευθύνη. Γιατί αν υπερπροστατεύσουμε τους ανθρώπους και δεν δουν ποτέ κάτι «δύσκολο», κάτι triggering, κάτι που να τους φοβίζει και να τους θυμίζει τις ατέλειές τους, θα καταλήξουμε σε μία κοινωνία η οποία θα είναι εντελώς αδύναμη στον ελάχιστο πόνο, τον ελάχιστο φόβο και το ελάχιστο ρίσκο. 

Δυστυχώς, δεν μπορούμε να βγάλουμε έναν κανόνα που να μας λέει πάντα τι είναι σωστό και τι λάθος. Συμφωνώ ότι δεν πρέπει, π.χ., να βασίζουμε τα αστεία μας σε φυλετικές διακρίσεις ή να στηλιτεύουμε ανθρώπους που δυσκολεύονται με τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Απ’ την άλλη, όμως, δεν γίνεται τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης να δείχνουν εικόνες από μαύρους Ναζί, ώστε να υπάρχει φυλετική ποσόστωση. Αφού ήταν όλοι άσπροι! Δεν μπορούμε να διαστρεβλώνουμε την Ιστορία για να μη διαιωνίζεται ο ρατσισμός. Αν υπάρχει ρατσισμός, πρέπει πρώτα να τον δούμε για να τον αντιμετωπίσουμε. Η woke κουλτούρα μάς κάνει να καταπιέζουμε τόσο πολύ τις αμαρτίες μας, που πλέον δεν τις βλέπουμε και έτσι δεν θα εξελιχθούμε.

Έχεις δηλώσει ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι πρέπει να συγχρωτιστούμε μεταξύ μας. Όμως, τώρα που εσύ στράφηκες κυρίως στο YouTube και την τηλεόραση, δεν σου λείπει η live αλληλεπίδραση με τον κόσμο; 

Εννοείται, πάρα πολύ. Και μπορώ να σου πω ότι το YouTube είναι μοναχικό στα όρια της κατάθλιψης. Εγώ είχα μάθει με τη θεατρική ομάδα να είμαστε εφτά οχτώ άνθρωποι μαζί και να μην ξέρεις κάθε μέρα ποιος θα έχει καλή ιδέα, ποιος θα μας ξεκολλήσει από εκεί που δεν πηγαίναμε μπροστά. 

Και ναι, μου λείπει πάρα πολύ η ζωντανή αλληλεπίδραση με το κοινό. Το κακό με το ίντερνετ είναι ότι είναι πολύ ασύγχρονο. Κάθεσαι εσύ, δουλεύεις έναν μήνα, βγάζεις το βίντεο και έτσι παίρνεις εκ των υστέρων ένα feedback. Όταν είσαι πάνω στη σκηνή, καταλαβαίνεις εκείνη την ώρα αν το κοινό καταλαβαίνει, αν θα πας αργά, αν θα πας πιο γρήγορα, αν θέλουν να το ξαναπείς. Αυτό το πράγμα, πέρα από το ότι σε ζωντανεύει, σου δίνει την ευκαιρία να φτιάξεις κάτι μαζί με το κοινό.

Φέτος την άνοιξη κάναμε μια παράσταση που λέγεται “MindFAQ”, εμπνευσμένη από τις θεματικές του καναλιού. Εκεί είπα: «Αχ επιτέλους ξαναβρήκα αυτό που ήθελα να κάνω!». Και ξέρεις τι; Όταν ο άλλος είναι μπροστά σου, όλοι αυτοί οι «τοίχοι» που βάζει το ίντερνετ δεν υπάρχουν. Τους κοιτάς και σε κοιτάνε στα μάτια, βλέπεις ότι ο άλλος είναι πολύ περισσότερα πράγματα από μια ατάκα που διάβασες ή άκουσες.

Τώρα ήθελα να σε φέρω σε ένα βίντεο που συζητήθηκε πολύ: στη συνέντευξή σου με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πολλοί από τους ακολούθους σου πίστεψαν ότι έπρεπε να εστιάσεις και σε ερωτήσεις σχετικά με τη στάση του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης σε φλέγοντα ζητήματα. Αν είχες την ευκαιρία να το ξανακάνεις, θα έβαζες στην ατζέντα και κάποια πιο «δημοσιογραφικά» θέματα; Ή θα μιλούσες και με κάποιον πολιτικό του αντίπαλο, για παράδειγμα;

Όχι και… όχι είναι η απάντησή μου. Εγώ από πολιτική, τουλάχιστον στο επίπεδο το δημοσιογραφικό, δεν έχω γνώσεις. Ούτε με ενδιαφέρει, ούτε διαβάζω, ούτε ξέρω να το κάνω αυτό. Αυτό που με ενδιαφέρει εμένα είναι να συζητάω τα πράγματα σε ένα πιο «ψυχολογικό» επίπεδο. Εκεί μπορώ να προσφέρω κάτι. 

Εμένα με ενδιέφερε να συζητήσω κάτι συγκεκριμένο με το Μητσοτάκη. Προφανώς η αφορμή για να με προσεγγίσουν ήταν οι Ευρωεκλογές. Θέλαν να βγει ο Πρωθυπουργός σε μέσα για να τον δούνε και να τον ψηφίσουνε. Αυτό ήταν κατανοητό από μεριάς μου και ήταν αυτό που έπρεπε να «πληρώσω» εγώ, ας πούμε. Σαν αντιστάθμισμα, τους είπα: «Ωραία. Εγώ θέλω να συζητήσουμε συγκεκριμένα για την ψυχική υγεία των πολιτικών, για το πώς είναι να είσαι Πρωθυπουργός, να σε βρίζουνε από το πρωί ως το βράδυ και μετά εσύ να πρέπει να νομοθετήσεις για τις ζωές αυτών των ανθρώπων».

Θεωρώ ότι δεν τα πήγα καλά στη συνέντευξη, σε έναν βαθμό εξαιτίας μιας προεκλογικής «άμυνας» του Μητσοτάκη αλλά και εξαιτίας της δικής μου αδυναμίας να πιέσω, να αφήσω λίγο την ευγένεια στην άκρη. Πιστεύω ότι δεν εμβάθυνα όσο θα ήθελα και η συζήτηση παρέμεινε επιφανειακή.

Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι ο Μητσοτάκης είναι ένας εγκληματίας, που αν τον δεις πρέπει να τον φτύσεις. Οτιδήποτε άλλο δεν τους ικανοποιεί. Εγώ δεν έχω να πω κάτι με αυτούς. Ο Μητσοτάκης είναι Πρωθυπουργός μας. Το θέλουμε ή όχι, τον ψηφίσαμε και βγήκε. Αν κάποιος πιστεύει στη δημοκρατία, πρέπει όχι μόνο να το αποδεχτεί αυτό το πράγμα, αλλά να τον σέβεται ως θεσμό. Οπότε, ατάκα του στυλ «Δεν έπρεπε να μιλήσεις με το Μητσοτάκη» εγώ δεν μπορώ να τη λάβω υπόψη μου, γιατί έρχεται από μια θέση αντιδημοκρατική, με την οποία εγώ δεν έχω τίποτα κοινό. Εγώ θεωρώ μεγάλη μου τιμή που μου ζητήθηκε να γνωρίσω τον άνθρωπο που υπηρετεί αυτόν το θεσμό, και το ίδιο θα έλεγα όποιος κι αν ήταν στη θέση του.

Να έρθουμε τώρα πιο αναλυτικά και στο «Ανοιχτό Βιβλίο», την εκπομπή που παρουσιάζεις και σκηνοθετείς μαζί με τον Κωνσταντίνο Γουριώτη. Ένιωσα πως και αυτή σου η κίνηση είχε κάτι το παράτολμο. Ζούμε σε μια χώρα με χαμηλά ποσοστά ανάγνωσης, πολύ μικρή αγορά, λίγους ομιλητές της ελληνικής και μια τηλεόραση που δεν ασχολείται τόσο με την «κουλτούρα». Πόσο εύκολα πήρατε αυτήν την απόφαση για μια τέτοια τηλεοπτική εκπομπή;

Όλα αυτά που ανέφερες δεν ήταν αντικίνητρο αλλά… κίνητρο. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν πολιτιστικές εκπομπές στην τηλεόραση, θα τις φέρουμε εμείς! Η πρόταση, καταρχάς, έγινε από το διευθυντή της ΕΡΤ3, Φίλιο Στάγκο, την περασμένη άνοιξη, προς το Πάσχα. Αυτοί θέλανε πολύ καιρό να κάνουν μια εκπομπή για το βιβλίο και ψάχναν ένα ενδιαφέρον format. Έτσι, απευθύνθηκαν σε πολύ κόσμο, ανάμεσα σε αυτούς και σε μένα. Μου ζητήσανε να τους κάνω μία πρόταση. Έκατσα και τους έγραψα της Παναγιάς τα μάτια και κάποια στιγμή επικοινώνησαν μαζί μου και μου λένε να ολοκληρώσουμε την πρόταση, να δούμε αν θα αρέσει και αν θα περάσει από το Δ.Σ. του καναλιού. Έτσι κι έγινε.

Νομίζω ότι μόνο η ΕΡΤ3 μπορεί να δώσει μια τέτοια εκπομπή αυτήν τη στιγμή και την ευχαριστώ για αυτό. Ξέρεις, μια εκπομπή που δεδομένα η τηλεθέασή της θα κινηθεί στα νούμερα των ανθρώπων που διαβάζουν και «ψάχνονται». Αυτό που έκανα μόνος μου στο YouTube θα μπορώ πλέον να το κάνω πολύ πιο καλά, με τα αντίστοιχα μέσα.

Στην εποχή της χαοτικής ψηφιακής πληροφορίας, της διαρκούς διάσπασης προσοχής, το βιβλίο και η διαδικασία της ανάγνωσης τι έχουν να προσφέρουν, θεωρείς;

Το πρόβλημα της εποχής είναι η ταχύτητα. Όλα αυτά τα μέσα μάς δίνουν ταχύτητα στην πληροφόρηση και την ψευδαίσθηση του πόσο γρήγορα πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Εγώ κατάλαβα ότι υπάρχει τρομερή αξία στα αργά πράγματα. Είχα κάνει πάλι ένα βίντεο που λεγόταν «Χρόνος» και εκεί αναφέρθηκα σε ένα τεστ: Μία καθηγήτρια στην Αμερική ζητά από τους φοιτητές της να παρατηρήσουν ένα έργο τέχνης για τρεις ώρες, χωρίς να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Το δοκίμασα και εγώ εδώ στην Εθνική Πινακοθήκη. Πραγματικά, όταν παρατηρείς έναν πίνακα για τόσες ώρες, ανακαλύπτεις συνεχώς πράγματα που δεν είχες δει πριν!

Και το βιβλίο είναι έτσι. Πρέπει να μπεις σε μια πιο αργή διαδικασία από αυτό που σου προσφέρει το κινητό. Το κινητό έρχεται και σου κλέβει την προσοχή. Στο βιβλίο πρέπει να την δώσεις, να την προσφέρεις την προσοχή. Αν το κάνεις, κερδίζεις πάρα πολύ. Μοιάζει με διαλογισμό αυτό το πράγμα.

Όταν, λοιπόν, έχουμε κατάθλιψη στη ζωή μας, όταν νιώθουμε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει κτλ., συνήθως είναι επειδή δεν δίνουμε χρόνο σε αυτό το πράγμα, επειδή παρασυρόμαστε από αυτές τις ταχύτητες και νομίζουμε ότι όλοι είναι σαν το κινητό μας, που θα καταλάβει με τον αλγόριθμο τι θέλουμε και θα μας το δώσει. Αν εμείς δεν δώσουμε χρόνο στο παιδί μας, στη γυναίκα μας, στους φίλους μας, στη δουλειά μας —να βρούμε τι κερδίζουμε ακόμα και απ’ τη λάντζα της δουλειάς μας—, τότε δεν θα περάσουμε καλά. 

Υπάρχει κάποιο πρόσωπο, κάποια δήλωση που να σου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην εκπομπή ως τώρα;

Λοιπόν, είπε μια ωραία ατάκα ο Γιάννης Ξανθούλης: «Πολλοί λένε ότι όλοι οι συγγραφείς γράφουν ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο… Ίσως και να ‘ναι αλήθεια».

@anoixto.vivlio 📖 Ο Γιάννης Ξανθούλης θεωρεί ότι το γράψιμο είναι ανθυγιεινό, αλλά γράφει πολύ. 🤍Στο επεισόδιο της Πέμπτης θα ακούσεις και για την πλοκή του νέου του βιβλίου 🤍 #mpesfy ♬ ICARUS – Penguin Piano

Είναι σαν να σου λέει ότι όλοι έχουμε ένα ερώτημα σε σχέση με τον κόσμο που το επεξεργαζόμαστε και είναι πάντα το ίδιο πάνω-κάτω. Και εγώ στο κανάλι έχω ένα ερώτημα που διαχειρίζομαι ξανά και ξανά. 

Ολοκληρώνοντας, υπάρχει κάποιο μελλοντικό σου πλάνο που να θες να μοιραστείς μαζί μας;

Προσδοκώ ότι σύντομα το MindFAQ θα επιστρέψει σταθερά σε κάποιο αθηναϊκό θέατρο και ότι θα ανέβω πάλι Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή, όπως νωρίτερα φέτος. Μέχρι τότε, μπορείτε να με βλέπετε στο «Ανοιχτό Βιβλίο». Ευχαριστώ για τη συνέντευξη!

«Ανοιχτό Βιβλίο» με το Γιάννη Σαρακατσάνη. Νέο επεισόδιο κάθε Πέμπτη στις 20:00 στην ΕΡΤ3 και όλα τα επεισόδια διαθέσιμα on-demand στο Ertflix.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα