Τι μας αρέσει στα true crime series;

Δεν μπορούμε να πατήσουμε pause και ο φόβος εκ του ασφαλούς με την αδρεναλίνη συγκρούονται και δημιουργούν ένα συνονθύλευμα έντασης.

Μυρτώ Τούλα
τι-μας-αρέσει-στα-true-crime-series-1122224
Μυρτώ Τούλα

Ένας serial killer, άλυτες υποθέσεις φόνου, αστυνομία, ιατροδικαστές, ύποπτοι, θύματα και δράστες, οι αστυνομικές σειρές τα τελευταία χρόνια σπάνε τα ρεκόρ της τηλεθέασης και αποκτούν κοινό πωρωμένο που προσκολλάται στην οθόνη του καταβροχθίζει το ένα επεισόδιο μετά το άλλο, χωρίς να μπορεί να πατήσει το pause. Eίτε οι ξένες true crime series είτε οι ελληνικές φτάνουν πρώτες στα trent των πλατφορμών μέσα σε λίγες ώρες. Ποιος είναι ο λόγος όμως που εθιζόμαστε τόσο πολύ σε αυτού του είδους τις σειρές;

Η Δρ. Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Επ. Υπεύθυνη Crime & Media Lab (KE.M.E.), Συγγραφέας-Εισηγήτρια και Εκπαιδεύτρια E-Learning ΕΚΠΑ, Αγγελική Καρδαρά, αναφέρει, πως το έγκλημα ως είδηση κερδίζει το ενδιαφέρον του κοινού και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της δημοσιογραφικής ατζέντας, με συγκεκριμένες μορφές εγκληματικότητας -τα εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της γενετήσιας ελευθερίας- να βρίσκονται υψηλά στην ιεράρχηση των ειδήσεων. Εγκλήματα μάλιστα που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (όπως για παράδειγμα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί με ειδεχθή τρόπο, εγκλήματα κατά παιδιών κλπ.) συγκεντρώνουν περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού.

Εξίσου τηλεοπτικές σειρές που πραγματεύονται υποθέσεις εγκληματολογικού ενδιαφέροντος (crime fiction) και ντοκιμαντέρ με παρουσίαση και ανάλυση πραγματικών ιστοριών (true crime documentaries) φαίνεται πως ασκούν μια ιδιαίτερη «γοητεία» στο κοινό. Το «έγκλημα ως θέαμα», με έντονο το στοιχείο της δραματοποίησης και με εστίαση στην προσωπική ιστορία σε περίπτωσης πραγματικών εγκλημάτων, συναρπάζει το κοινό για μια σειρά λόγων.

Κατ’ αρχάς, δημιουργείται μια αίσθηση στους τηλεθεατές ότι η ιστορία ξεδιπλώνεται και εξελίσσεται δίπλα τους, με αποτέλεσμα έμμεσα να ταυτίζονται με αυτήν και να βιώνουν την αγωνία για τη συνέχειά της. Έχει ειπωθεί ότι, παρακολουθώντας πραγματικές ιστορίες εγκλημάτων, το κοινό βλέπει πώς ενεργούν άλλοι άνθρωποι σε ακραίες καταστάσεις και ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπο -μέσα από τη θέαση- με «σκοτεινές» πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, που του είναι ακατανόητες ή δυσκολεύεται να ερμηνεύσει. Ως εκ τούτου του «γεννάται» η περιέργεια να μάθει περισσότερο για αυτές, «βιώνοντάς» τες όμως από απόσταση ασφαλείας, από την ασφάλεια του σπιτιού. Συνεπώς, το κοινό «εκτίθεται» σε αυτές τις ιστορίες που το ενδιαφέρουν και για τις οποίες θέλει να μάθει περισσότερα, αλλά μέσα από την ασφάλεια που του δημιουργεί η απόσταση, καθώς οι ιστορίες εξελίσσονται μεν σαν να λαμβάνουν χώρα στη «διπλανή πόρτα» αλλά μεσολαβεί η οθόνη που δημιουργεί στο κοινό το αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας.    

Επίσης, θα αναδείξουμε μια ακόμα παράμετρο του θέματος: τα εγκλήματα κατά της ζωής, που αποτελούν κυρίως το αντικείμενο αυτών των σειρών, αφορούν στο πιο πολύτιμο αγαθό, της ανθρώπινης ζωής (και ευρύτερα της αξίας του ατόμου), επομένως μπορεί και αυτό να εκληφθεί ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο που δημιουργεί στο κοινό τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Ακόμη ο «φόβος του εγκλήματος» και παράλληλα η επιθυμία μας να είμαστε ασφαλείς και να έχουμε τον έλεγχο των καταστάσεων θεωρείται ότι οδηγεί σε αύξηση του ενδιαφέροντος παρακολούθησης των εν λόγω σειρών και ντοκιμαντέρ.” καταλήγει.

Η ψυχολόγος Μάρθα Ξανθοπούλου, αναλύει, από την πλευρά της, πως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι εθίζονται στις true crime series, λόγω της αδρεναλίνης που προκαλούν αυτές οι σειρές, ορισμένοι τις προτιμούν γιατί τους ενδιαφέρουν τα μυστήρια, και οι υποθέσεις φόνων ενώ μερικοί βρίσκουν εντός των υποθέσεων, διαφυγές από την καθημερινότητα.

“Η πρώτη και βασική αιτία έχει να κάνει με την επιλογή του φόβου, δηλαδή το άτομο, επιλέγει να δει μία εγκληματολογική σειρά, ξέροντας ότι θα του δημιουργήσει έναν φόβο και μία εσωτερική ένταση, την ίδια στιγμή γνωρίζει πως αυτά τα συναισθήματα τα βιώνει σε ένα πλαίσιο ασφάλειας. Η έννοια της ασφάλειας είναι πολύ βασικό κλειδί, διότι από την παιδική μας ηλικία, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον φόβο, ο οποίος και δημιουργεί μία εσωτερική ένταση αλλά και μία εσωτερική σύγκρουση με ένα αίσθημα αδυναμίας και αυτό γιατί δεν γνωρίζουμε ούτε την δύναμη του είτε το πως θα εξελιχθεί η κατάσταση που μας δημιουργεί φόβο. Αντίστοιχα, στην εγκληματολογική σειρά ή στα παραμύθια που μας διάβαζαν ως παιδιά που και εκεί, υπήρχαν κακοί ήρωες, βρισκόμασταν αντιμέτωποι πάλι με τον φόβο αλλά σε ένα πλαίσιο ασφαλές, με την φαντασία μας και επίσης πάντοτε, είχαμε στο πίσω μέρος της σκέψης μας ότι οι καλοί κερδίζουν. Στις εγκληματολογικές σειρές,  συμβαίνει κάτι παρόμοιο, έχουμε και πάλι μέσα μας την ένταση και τον φόβο αλλά γνωρίζουμε πως αυτό το αποτέλεσμα είναι φαντασιακό. Είναι, σαν να διαπραγματευόμαστε το κομμάτι του φόβου σε ένα τελείως ασφαλές πλαίσιο που ο ίδιος φόβος δεν μας φοβίζει στην πραγματικότητα. 

Ως θεατές σε πολλές στιγμές στις ταινίες και στις σειρές που υπάρχουν δύο πλευρές, αυτή του καλού και αυτή του κακού, μπορεί να ταυτιστούμε στιγμιαία, η κάποιες από τις πράξεις και τις σκέψεις των κακών ηρώων να ταιριάζουν με σκέψεις και ενδεχόμενες πράξεις που θα θέλαμε εμείς να κάνουμε σε μία στιγμή της ζωής μας. Όμως, λόγω προτύπων, κοινωνικών κατασκευών αλλά και του τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην κοινωνία, ορθώς έχουμε αποφύγει τέτοιες πράξεις και συμπεριφορές. Ωστόσο, ότι μπορώ να ταυτίσω την δική μου σκέψη με την σκέψη ενός κακού ήρωα και πως αυτή η σκέψη του κακού πρωταγωνιστή εξελίσσεται και γίνεται πράξη στον θεατή μπορεί να εκπέμπει μία ενοχοποιημένη ανακούφιση. Από την αντίπερα όχθη μπορεί ως θεατές να ταυτιστούμε με τους καλούς ήρωες, στην περίπτωση αυτή κομμάτια της δικής μας προσωπικότητας που μπορεί να έχουμε ή να θέλουμε να αναπτύξουμε, έρχονται και ακουμπάνε στα στοιχεία των καλών ηρώων που ταυτίζονται με τις καλές πράξεις και σκέψεις. Αυτή η ταύτιση δημιουργεί σε εμάς, συναισθήματα ικανοποίησης, πληρότητας και επιβεβαίωσης τα οποία ανεβάζουν τα επίπεδα αυτοπεποίθησης και ψυχολογικού γεμίσματος, παρόλο που μπορεί να γνωρίζουμε ότι το προϊόν που παρακολουθούμε είναι φαντασιακό. 

Επιπροσθέτως, μπορούμε να λάβουμε υπόψιν το γεγονός του ότι ο θεατής σε μία εγκληματολογική σειρά, με μουσικά εφέ και όλο αυτό το κομμάτι της εσωτερικής έντασης που δημιουργείται από πολλούς παράγοντες, είναι ο μοναδικός που γνωρίζει όσα οι ήρωες της σειράς δεν γνωρίζουν. Δηλαδή, είναι ο μοναδικός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις πράξεις του κακού και αντίστοιχα, είναι ο μοναδικός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις πράξεις του καλού ήρωα. Οπότε, με αυτό τον τρόπο μπαίνει σε μία θέση ενός παντογνώστη θεού, μίας αυθεντίας. Σε αυτό τον ρόλο που έχει μία πλήρη εικόνα όλων των ηρώων, δρα και η περιέργεια της αποκάλυψης ενός μουσικού, η πρόβλεψη του ποιος θα είναι ο δράστης και ποιο είναι το κίνητρο του, αντίστοιχα υπάρχει και μία σωματική διέγερση που προκαλείται από την γνώση που έχουν οι θεατές με όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και σωματοποιείται σε σκηνές αγωνίας. Παρατηρούν βλέμματα και ατάκες και προκαλούν ας πούμε ένα μικρό άγχος για το αν θα πετύχουν την πρόβλεψη τους, έτσι το αίσθημα του παντογνώστη θεού μας δημιουργεί την αίσθηση όχι μόνο του ότι μπορούμε να προβλέψουμε το κακό αλλά και να το ελέγξουμε. Στην πραγματικότητα λοιπόν έχουμε τον πλήρη έλεγχο, των συναισθημάτων και στο πίσω μέρος του μυαλού μας, γνωρίζουμε πως το καλό θα λάμψει. 

Τέλος, παρακολουθούμε τις εγκληματολογικές σειρές, με το αίσθημα της δικαιοσύνης και της δικαίωσης, που σε κάποιους ανθρώπους τα κομμάτια αυτά είναι πολύ ψηλά στα πιστεύω και στον χαρακτήρα τους. Η στιγμή που φτάνει η σειρά σε μία κάθαρση, ή σε μία δικαίωση μπορεί να αποτελέσει την αρχή για την αρχή μίας παρόμοιας σειράς.”

Ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Λιάρος, ο οποίος και συμμετέχει στην επιτυχημένη αστυνομική σειρά, “Σκαραβαίος” του Alpha, υπογραμμίζει.

“Το αστυνομικό είδος λείπει γενικά από την ελληνική τηλεόραση, πέρα από κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις. Ίσως το γεγονός το ότι ο θεατής μπαίνει σε μια πιο ενεργητική θέση,  προσπαθώντας και αυτός να εξιχνιάσει το έγκλημα και να βρει τους ενόχους, κάνει αυτό το είδος ακόμα πιο ελκυστικό και ενδιαφέρον. Ο “Σκαραβαίος” συνδυάζει το αστυνομικό / crime είδος με στοιχεία noir και θρίλερ και με αυτοτελή επεισόδια, που σημαίνει κάθε φορά και διαφορετική υπόθεση για τον Μάρκο Αλεξίου – που τον φωνάζουμε Σκαραβαίο – και την ομάδα του στο Ανθρωποκτονιών. Παράλληλα βλέπουμε να εξελίσσεται από το παρελθόν μέχρι το τώρα η τραγική οικογενειακή ιστορία του Σκαραβαίου, που είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας. Ταυτόχρονα η σειρά διαδραματίζεται γύρω από εγκλήματα τα οποία αυτή την στιγμή βρίσκονται σε έξαρση σε καθημερινή βάση. Η τηλεόραση και το κοινό της χρειαζόντουσαν μια ανανέωση και στο είδος των σεναρίων και στην ποιότητα της εικόνας, που εξελίσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Είναι πολύ αισιόδοξο το ότι αυξήθηκαν οι παραγωγές και επομένως και οι συμμετοχές νέων αλλά και παλιών ηθοποιών που μέχρι τώρα δεν γνώριζε το κοινό της τηλεόρασης.”

O Γιάννης Σκαραγκάς, σεναριογράφος και συγγραφέας που αυτή την στιγμή υπογράφει την βραβευμένη ελληνική σειρά “Κάνε ότι κοιμάσαι” στην ΕΡΤ, σχολιάζει πως στην σειρά θίγονται κοινωνικά θέματα, στοιχεία τα οποία έκαναν την σειρά να ξεχωρίσει από την γκάμα της Ελληνικής μυθοπλασίας. Βλέπουμε την έξαρση βίας ανάμεσα στους νέους να διαδραματίζεται σε σχολικό περιβάλλον, ενώ υπάρχουν σκηνές και επεισόδια για την εκδικητική πορνογραφία, τα ναρκωτικά, τους εκβιασμούς ακόμη και την τοκογλυφία.

“Το ζητούμενο στις δουλειές μου δεν είναι η βία, αλλά το αίσθημα της συντριβής. Δεν είναι το σοκ, αλλά η ενσυναίσθηση, η ανακούφιση ότι αυτός ο παράλογος και απάνθρωπος κόσμος υπάρχει ακόμα και δεν καίγεται στην κόλαση, επειδή κάποιοι έχουν τη διαστροφή να κάνουν το καλό και να νοιάζονται για όσους δεν θα τους νοιάζονταν. Στις δύο σεζόν θίγονται τα ναρκωτικά, η εκδικητική πορνογραφία, οι παράνομες αρένες μεταξύ ανηλίκων, η σεξουαλική και ψυχική κακοποίηση και βεβαίως όλες οι εκδοχές του εκφοβισμού. Στην δεύτερη σεζόν μεταφερθήκαμε από ένα γκέτο σε ένα περιβάλλον προνομίων, εστιάζοντας με την ίδια έμφαση στην τραυματική εμπειρία από το πρίσμα της εξουσίας. Το σχολείο ως αφορμή και περιβάλλον κουβαλάει δραματουργικά την έννοια και το βάθος μιας μετάβασης ανάμεσα σε δύο κόσμους. Μπορεί να γίνει ένας εξαιρετικά επικίνδυνος και αινιγματικός κόσμος.”

Ο Γιώργος είναι 29 ετών και παρακολουθεί αποκλειστικά αστυνομικές σειρές ή σειρές μυστηρίου.  “Αυτό το είδος σειρών όσο μεγαλώνω με πωρώνει όλο και πιο πολύ. Όλα θεωρώ πως ξεκίνησαν από το κουμπί που πάτησε στην φαντασία μου, ο “Κόκκινος Κύκλος” και η “Δέκατη εντολή”, ήταν σειρές που μεγάλωσαν την γενιά μου. Μιλούσαν για πραγματικές υποθέσεις που συγκλόνισαν την χώρα και σίγουρα αν ρωτήσεις άτομα της ηλικίας μου θα σου πουν πως θέλανε να γίνουν ντετέκτιβ ή αστυνομικοί λόγω αυτών. Μετά θυμάμαι παρακολουθούσαμε πωρωμένα τον “Αστυνόμο Μπέκα”. Ύστερα, στην ελληνική μυθοπλασία, υπήρξε μία μεγάλη παύση, όπου ξεκίνησαν τα reality και οι ελληνικές σειρές υπερτερούσαν αυτών οπότε στραφήκαμε στο CSI, CIA, και στο Breason Break. Τα τελευταία χρόνια με την άφιξη του “Έτερος Εγώ” υπάρχουν σημαντικές προσπάθειες στην ελληνική τηλεόραση, τις οποίες και έχω παρακολουθήσει. Πολύ δυνατά σενάρια, ωραία castings, ποιοτικές σκηνοθεσίες. Αυτό που ξεχωρίζω σε αυτές τις σειρές είναι η ανάγκη της συνέχειας, πάντοτε σου δίνουν το στοιχείο στο τέλος του επεισοδίου έτσι είσαι αναγκασμένος να δεις την συνέχεια. Επίσης, εξασκούν το μυαλό σου, σε βάζουν σε μία διαδικασία να σκέφτεσαι, να φαντάζεσαι, να οραματίζεσαι και να κάνεις υποθέσεις διαρκώς και εκ του αποτελέσματος, ή βγαίνεις νικητής ή χαμένος. Η απόλυτη αδρεναλίνη από την ασφάλεια του καναπέ σου!”

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα