Η Τούρτα της Μαμάς: μια ουτοπία, ή μήπως και όχι;
Πώς η τηλεοπτική σειρά εξέλιξε την απεικόνιση της «αγίας ελληνικής οικογένειας» στην τηλεόραση;
Αναμένοντας το φινάλε της 2ης σεζόν και τελευταίο επεισόδιο της σειράς, ξαναβλέπουμε την Τούρτα της Μαμάς και παρατηρούμε πόσο διαφορετικά απεικονίζει την ελληνική οικογένεια σε σχέση με σειρές των προηγούμενων χρόνων.
Πέρα από τα προφανή: η σειρά απεικονίζει ένα ανοιχτά γκέι ζευγάρι και μάλιστα με μη θηλυπρεπή χαρακτηριστικά, η Τούρτα της Μαμάς έχει κάνει πολλά περισσότερα για την απεικόνιση της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας.
Ένα από τα κοινά στοιχεία που έχει αυτή η σειρά με παλαιότερες είναι ο ρόλος της μητέρας ως τροφού. Η τηλεοπτική Ευανθία (Καίτη Κωνσταντίνου) σε κάθε επεισόδιο αναλαμβάνει να κάνει το τραπέζι σε κάποιον καλεσμένο της ή ακόμα και αποκλειστικά στα μέλη της οικογένειάς της.
Η απεικόνιση αυτή βασίζεται στην ιδέα γύρω από το ελληνικό τραπέζι πως κανείς δεν μαγειρεύει όσο καλά μαγειρεύει η μαμά μας. Είναι μια αρκετά στερεοτυπική αντίληψη -το ότι όλες η Ελληνίδες μανάδες είναι άριστες μαγείρισσες- που η σειρά έρχεται να καταρρίψει με τις υπόλοιπες μητρικές φιγούρες της οικογένειας, κάποιες από τις οποίες δεν τα καταφέρνουν καθόλου ή όχι τόσο καλά όσο η Ευανθία.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η σειρά διαχωρίζει τον ρόλο της «τροφού» από αυτόν της νοικοκυράς, αντίθετα με άλλες σειρές όπου οι όροι αλληλοκαλύπτονται. Με άλλα λόγια, μέχρι τώρα βλέπαμε μητρικές φιγούρες που για να θεωρηθούν «άξιες» και «αποδεκτές» δεν έπρεπε μόνο να μαγειρεύουν νόστιμα γεύματα, αλλά και να τακτοποιούν και να καθαρίζουν το σπίτι -και συνήθως χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια-.
Αντίθετα, η Ευανθία παρουσιάζεται ως μια γυναίκα που κυνηγάει τις επιθυμίες και τα όνειρά που είχε παραγκωνίσει για να κάνει οικογένεια. Σημαντική διαφοροποίηση της σειράς αποτελεί το γεγονός ότι σε αρκετά επεισόδιο, η ηρωίδα κάνει ξεκάθαρο το ότι ήθελε και άφησε πίσω κάποιους τομείς της ζωής της για να κάνει οικογένεια, δεν το μετανιώνει και αποτελεί ξεκάθαρη επιλογή της.
Ωστόσο, αν και ουσιαστική «αρχηγός» της οικογένειας, ακόμα μοιάζει να αναμένει την άδεια από τα δύο μεγαλύτερα αρσενικά που μένουν στο σπίτι στα Πετράλωνα, του άντρα της, Τάσου (Κώστα Κόκλα), και του μεσαίου της γιου, Πάρη (Πάρη Θωμόπουλου), που συχνά αποτελούν εμπόδιο για τις επιθυμίες της (όπως το να παίξει σε μια μικρού μήκους ταινία ή να δουλέψει ως επικεφαλής σε ένα εστιατόριο της Αθήνας) βρίσκοντας απέναντί τους τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Ένα ακόμα θέμα που φαίνεται να απασχολεί τα ελληνικά νοικοκυριά είναι το ζήτημα της τσιγκουνιάς. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει χαρακτήρες να στιγματίζονται από τη ρετσινιά του τσιγκούνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγχρονης τηλεόρασης αποτελεί ο χαρακτήρας του Σάββα (Μελέτη Ηλία) στη σειρά Το Σόι Σου (2014-2019). Σε κάποια επεισόδια η τσιγκουνιά του έφτανε στα άκρα, αλλά σε άλλα παρουσιαζόταν ως σύνεση κι ερχόταν να ισοσταθμίσει τη συμπεριφορά της σπάταλης γυναίκας του.
Στην Τούρτα της Μαμάς τα όρια είναι ξεκάθαρα. Η τσιγκουνιά του Τάσου αποτελεί ξεκάθαρο πάθος και κατακρίνεται από όλους. Δεν χρωματίζεται καθόλου ως κάποιου είδους εγκράτεια, αφού και ο ίδιος δεν διστάζει να τζογάρει ή να αγοράσει ένα σωρό ζώα της φάρμας για την αυλή του. Τα τραπέζια της Ευανθίας δεν πυροδοτούν ή δικαιολογούν τη συμπεριφορά του αυτή, παρά μόνο στέκονται αφορμή για περισσότερη γκρίνια.
Ένα σημείο που η σειρά διαφοροποιεί, αλλά δεν αλλάζει τελείως, είναι το fat-shaming. Τόσο ο χαρακτήρας του Πάρη όσο και αυτός του Ακύλα (Αλέξανδρου Ρήγα) δεν σταματούν να δέχονται σχόλια σχετικά με τις ποσότητες που καταναλώνουν και τον όγκο τους. Οι συγκεκριμένοι, βέβαια, χαρακτήρες δεν μοιάζουν να ενοχλούνται, αλλά να είναι συμφιλιωμένοι με την εικόνα τους κάνοντας και οι ίδιοι αστεία για το βάρος.
Αυτό που παρατηρεί κανείς είναι ότι απουσιάζει το body-positivity γύρω από τους συγκεκριμένους χαρακτήρες και το βάρος τους γίνεται αφορμή ατακαδόρικων διαλόγων. Σε αντίθεση με άλλα τηλεοπτικά προϊόντα, το βάρος τους δεν συνδέεται με τίποτα άλλο πέρα από την υγεία τους και το βάρος του αυτό καθ’ αυτό. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει σε σειρές το βάρος να συνδέεται κατά κύριο λόγο με την έλλειψη ερωτικού συντρόφου -κυρίως στις γυναίκες- και αποτελεί μια τοξική αντίληψη που εμποδίζει τους ανθρώπους να αγαπήσουν και να αποδεχτούν το σώμα τους.
Η σειρά καταρρίπτει επίσης τις στερεοτυπικά κακές σχέσεις μεταξύ πεθεράς και νύφης και μεταξύ συμπεθέρων, που με τόσο κόπο έχτισαν σειρές όπως οι 7 Θανάσιμες Πεθερές (2004-2010). Η πεθερά της Ευανθίας, Αλεξάνδρα (Χρύσα Ρώπα), όχι μόνο συμπαθεί τη νύφη της, αλλά ορισμένες φορές μοιάζει να την αγαπάει και να την εκτιμάει περισσότερο κι από τον ίδιο της τον γιο.
Από την άλλη, η σχέση της Αλεξάνδρας με τη Μαριλού (Λυδία Φωτοπούλου) είναι πολύ ιδιαίτερη, καθώς οι δυο τους μοιράζονται μυστικά άγνωστα ακόμα και στην υπόλοιπη οικογένεια. Οι τρεις γυναίκες μοιάζει να έχουν δημιουργήσει μια συμμαχία, έναν κύκλο αλληλουποστήριξης, στην οικία Βασίλενα.
Η Μαριλού αποτελεί μια ιδιαίτερη φιγούρα. Αν και μεγάλη σε ηλικία διψάει για ζωή και δεν δέχεται να την χαρακτηρίζει μόνο ένα νούμερο στην ταυτότητά της. Ωστόσο, είναι συμφιλιωμένη με την ηλικία της και, πάνω απ’ όλα, αναγνωρίζει ότι ο όρος «γιαγιά» αποτελεί τίτλο της οικογένειας. Τόσο η Μαριλού, όσο και η Αλεξάνδρα, αρέσκονται στο να αναφέρονται στο πρόσωπό τους ως «γιαγιά», όχι μόνο ο μικρός τους δισέγγονός, αλλά και οι ενήλικες γιοί της Ευανθίας.
Δεν είναι άγνωστη στην ελληνική τηλεόραση η εικόνα μιας γυναίκας να κρύβει το γεγονός ότι έχει εγγόνια από τον υποψήφιο εραστή της ή ακόμα και να απαγορεύει στα εγγόνια της να την αποκαλούν γιαγιά, αλλά να τους επιβάλει να τη φωνάζουν με το μικρό της όνομα.
Όλα αυτά αποτελούν κατάλοιπα μιας κοινωνίας που δεν επιτρέπει στις γυναίκες να γερνάνε και τους έχει εμφυσήσει ότι το πέρασμα του χρόνου δεν είναι γοητευτικό, οδηγώντας τες να μην αποδέχονται τον εαυτό τους και να προσπαθούν να μιμηθούν κάτι που δεν είναι.
Το πιο σημαντικό -και υγειές- πρότυπο που προβάλει η σειρά είναι αυτό των γονικών φιγούρων της Ευανθίας και του Τάσου. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους είναι γεμάτος αγάπη και αποδοχή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο πρώτο επεισόδιο της σειράς: «τα παιδιά μας τα αγαπούμε γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα θέλαμε να είναι». Σε αυτή τη φράση εμπεριέχεται όλη η παιδαγωγική μέθοδος που ακολουθείται στο σπίτι της οικογένειας Βασίλενα. Η Ευανθία και ο Τάσος δεν παρεμβαίνουν στις ζωές των παιδιών τους και αναγνωρίζουν ότι η ζωή είναι δική τους και τα παιδιά πρέπει να κάνουν τα δικά τους λάθη.
Μια τέτοια προσέγγιση δεν πιστεύω ότι ούτε καν πλησιάζει την αλήθεια της ελληνικής οικογένειας, αλλά αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση. Έχουμε δει τόσες καταπιεστικές και παρεμβατικές οικογένειες στην ελληνική τηλεόραση που έχουμε πεισθεί ότι είναι κάτι που κυλάει στο αίμα μας και δεν αναγνωρίζουμε την τοξικότητα του προτύπου αυτού. Είναι μια αναζωογονητική αλλαγή να βλέπει κανείς ένα βελτιωμένο μοντέλο γονικής προσέγγισης.
Εν συντομία, η σειρά ασχολείται με πολλά ζητήματα που αφορούν την ελληνική οικογένεια. Είναι στιγμές που ακροβατεί στο όριο του κηρύγματος, αλλά σε μια χώρα όπου χρειάζονται αναρίθμητες μισαλλόδοξες δηλώσεις μιας υποψήφιας πολιτευόμενης προκειμένου να διαγραφεί από το ψηφοδέλτιο, λίγο κήρυγμα από μια σειρά που έχει κάτι να πει δεν είναι κακό.
Η Τούρτα της Μαμάς δεν απεικονίζει την τυπική ελληνική οικογένεια, αλλά μία βελτιωμένη εκδοχή της με μεγαλύτερο ψέμα της τα οικογενειακά τραπέζια. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει σήμερα χρόνος στις ζωές των ανθρώπων για τόσο συχνές οικογενειακές μαζώξεις, αλλά μαντεύω ότι τα οικογενειακά τραπέζια είναι το μόνο πράγμα που, ακόμα κι αν δεν το κάνουμε πλέον οι περισσότεροι, πάντα θα φαντασιωνόμαστε.
Το αν η σειρά καταλήξει να είναι μία από τις κλασσικές σειρές της τηλεοπτικής ελληνικής ιστορίας μένει να το δούμε, αν και πολύ θα το ήθελα. Σε μια κοινωνία όπου πολλοί ακόμα επιλέγουν προγράμματα με μονοδιάστατες καρικατούρες, είναι να αναρωτιέσαι πόσο έχουμε εξελιχθεί και πόσο μπορούμε να εξελιχθούμε ως κοινωνία.