Τηλεόραση

Ο ασπρόμαυρος κόσμος του «Ripley» που μας καθήλωσε στο Netflix

Η νέα σειρά που ξαναζωντανεύει τον σκοτεινό χαρακτήρα του εμβληματικού λογοτεχνικού απατεώνα και κάνει τις 8 ώρες να κυλούν σαν νερό.

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
ο-ασπρόμαυρος-κόσμος-του-ripley-που-μας-κα-1151373
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Έχεις σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν να σταματούσες να είσαι ο εαυτός σου; Να υιοθετούσες μία διαφορετική ταυτότητα και να άφηνες πίσω τη ζωή που ζούσες, μία για πάντα;

Σε αυτό το τρυπάκι μας βάζει η νέα mini σειρά του Netflix, η οποία ζωντανεύει τον λογοτεχνικό (αντι)ήρωα της Patricia Highsmith, Tom Ripley. Το λογοτεχνικό αριστούργημα «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» του 1955, είχε ήδη αποτελέσει σπουδαία πηγή έμπνευσης για τις κινηματογραφικές παραγωγές, με τον Alen Delon να ενσαρκώνει τον εμβληματικό χαρακτήρα το 1960 στο «Purple Moon» και το cast των Matt Damon, Jude Law, Gwyneth Paltrow να απογειώνουν τη μετενσάρκωση του μυθιστορήματος, στην ταινία «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ», το 1999.

Σε αυτή την ολοκαίνουργια version του Netflix, το μάτι μας έπεσε – θέλοντας και μη – στον Andrew Scott, ο οποίος μας έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια από τις ερμηνείες του στη σειρά «Fleabag»(2019), αλλά και το πιο πρόσφατο κινηματογραφικό διαμάντι, «All Of Us Strangers» (2023).

Το μυστήριο/θρίλερ του 2024, που έχει ήδη κατακτήσει τις τάσεις στη συνδρομητική πλατφόρμα, έφερε στην επιφάνεια μια πιο σκοτεινή πλευρά της ιστορίας από αυτές που είχαμε δει μέχρι σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι τα ρίσκα που πήρε η σειρά ήταν μεγάλα. Όχι μόνο για την κινηματογραφική επιλογή να γυριστεί ολόκληρη σε ασπρόμαυρο φιλμ, αλλά και για το γεγονός ότι η εκδοχή του ’99 ήταν τόσο πιστή στο βιβλίο, ενώ ταυτόχρονα είχε αγαπηθεί και εξυψωθεί τόσο πολύ από τους fans, που έμοιαζε αρκετά δύσκολο μία νέα version να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να μας συνεπάρει, μέσα σε μόλις 8 επεισόδια, που κάνουν τον χρόνο να κυλά σαν νερό και το bingewatching να αποτελεί μονόδρομο. 

Η πλοκή

Η σειρά ακολουθεί τον Tom Ripley, έναν περίπλοκο και μοναχικό χαρακτήρα, ο οποίος ζει στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1960. Ο ήρωας, ο οποίος λίαν συντόμως καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για έναν απατεώνα, με την πλαστογραφία να αποτελεί τον τρόπο διαβίωσής του,  προσλαμβάνεται από τον πλούσιο κ. Γκλινλιφ, για να ταξιδέψει στην Ιταλία, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, με σκοπό να προσπαθήσει να πείσει τον γιο του, Ντίκι, να γυρίσει πίσω στην οικογένειά του στη Νέα Υόρκη.

Ο Ντίκι, τον οποίο υποδύεται ο Johnny Flynn, εκμεταλλευόμενος τα λεφτά της οικογένειάς του, απολαμβάνει μια ζωή πολυτελείας, ταξιδεύοντας και έχοντας πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στο Ατράνι της Ιταλίας, μαζί με την κοπέλα του, Μάρτζι (Dakota Fanning). O Tom εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για περιπέτεια – και φυσικά χρήματα – και εισβάλλει στη ζωή του Ντίκι, κερδίζοντας γρήγορα την εμπιστοσύνη του. Το ηδονιστικό και ανέμελο lifestyle, που αποτελούνταν από βίλες, κότερα, ακριβά ρούχα και εστιατόρια, γρήγορα τον συνεπαίρνουν και τον οδηγούν τελικά σε μία κατάσταση εμμονής, όχι μόνο με τη ζωή αλλά και με τον ίδιο τον Ντίκι.

Κάπως έτσι ξεκινά να περιπλέκεται η ιστορία της απάτης του Τομ, ο οποίος διεισδύει με πείσμα στη ζωή του Ντίκι, παρά τα επικριτικά βλέμματα και την δυσπιστία από τη Μάρτζι. Ο πρωταγωνιστής φτάνει σε σημείο να κάνει τα πάντα για να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του, διώχνοντας με κάθε τρόπο όποιο εμπόδιο βρίσκεται στο δρόμο του.

Η ιστορία έχει σύντομα σκοτεινή εξέλιξη, που περιέχει ψέματα, απάτη, έγκλημα και φυσικά, φόνο, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται ο ζοφερός και ταυτόχρονα πανέξυπνος χαρακτήρας του ήρωα.

Οι εντυπώσεις (Προσοχή! Ακολουθούν spoiler)

Η σειρά κυλά σε μερικά σημεία της, βασανιστικά αργά, αλλά δεν σε χάνει λεπτό. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές, η υψηλή αισθητική και ένταση που προσδίδει το ασπρόμαυρο φιλμ, σε κρατά στη θέση σου, κάτι το οποίο, με έπιασε προ εκπλήξεως. Όταν συνειδητοποίησα ότι όλη η σειρά διαδραματίζεται σε ασπρόμαυρους ρυθμούς, απογοητεύτηκα, μιας και ήμουν 99% σίγουρη ότι θα με κουράσει. Ωστόσο, η τρομερή σκηνοθεσία του Steven Zaillian, με σιωπηλά, αργά πλάνα που αποτύπωναν ακριβώς τα μηνύματα που ήθελε να περάσει και οι ερμηνείες των ηθοποιών – ιδιαίτερα αυτή του Scott, σύντομα με έκαναν να καταλάβω ότι πρόκειται για αριστούργημα, στο οποίο δυσκολευόμουν να σταματήσω να πατάω “next episode”.

Για να γίνω πιο ακριβής, καθοριστικό σημείο της σειράς για εμένα ήταν το τρίτο επεισόδιο, στο οποίο και διαδραματίζεται ο – για πολλούς από εμάς – πρόωρος φόνος του συμπρωταγωνιστή. Η σκηνή της δολοφονίας, εκτός από το γεγονός ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από κάποιους “τραβηγμένη”, καθώς είναι άκρως λεπτομερής και μακράς διαρκείας, δεν μπορεί από το να σε καθηλώσει. Δεν ήταν αυτή όμως που κέρδισε τις εντυπώσεις, όσο ό,τι ακολούθησε. Το υπόλοιπο του επεισοδίου κύλησε βουβά (όπως έγινε μετέπειτα και στον επόμενο φόνο που διέπραξε ο Ripley), με το βλέμμα απόγνωσης και επιμονής του Scott, να σε κάνουν να κολλάς στην οθόνη, περιμένοντας να δεις την επόμενη – απρόσεκτη – κίνηση που θα κάνει.

Πολλές φορές, οι αντιήρωες των σειρών τυχαίνει μέσα από τη γοητεία τους, την ομορφιά τους ή την εξυπνάδα τους, να μας κερδίζουν και τελικά, παρά τα όσα ανήθικα πράγματα έχουν κάνει, καταλήγουμε να τους υποστηρίζουμε και να θέλουμε να γλιτώσουν (πάρε παράδειγμα τον μοναδικό Joe Goldberg από το «Υοu»). Στην περίπτωση του Ripley, η σειρά δεν προσπάθησε να μας κάνει να συμπαθήσουμε τον πρωταγωνιστή ούτε για ένα λεπτό, δείχνοντας μας ωμά την ακραία, εμμονική και ψυχοπαθή πλευρά του, αλλά ταυτόχρονα και τα λάθη που έκανε κατά τη διάρκεια της περιπέτειας του, τα οποία πολλές φορές μας έκαναν να θέλουμε να ουρλιάξουμε στην οθόνη. Η απροσεξία – όχι μόνο η δική του, αλλά και των γύρω του – ειδικότερα στα τελευταία επεισόδια, είναι ο κύριος λόγος που μας οδήγησε να επιθυμούμε το downfall του πρωταγωνιστή, κάτι το οποίο καταλήγουμε να μην βλέπουμε συχνά. Το γεγονός ότι ο Ripley καταφέρνει να ξεφεύγει από τις καταστάσεις στις οποίες μπλέκει, με κόλπα και τρόπους που κρέμονται από μία λεπτή κλωστή, μας κάνει να αναρωτιόμαστε τελικά αν ο χαρακτήρας είναι απλά τυχερός, ή όντως… ταλαντούχος.

Ο «Ripley» είναι ένα δράμα, το οποίο διεισδύει στον περίπλοκο και εμμονικό ψυχισμό του πρωταγωνιστή, εξερευνώντας παράλληλα τη λεπτή γραμμή ηθικής μεταξύ σωστού και λάθους. Η ερώτηση που προκύπτει είναι η εξής: Πόσα είναι ικανός να κάνει τελικά ένας άνθρωπος για να κατακτήσει τις πιο βαθιές επιθυμίες του; 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα