Η διεθνής δισκογραφική ECM γιορτάζει στη Θεσσαλονίκη 50 χρόνια δημιουργίας!
Με μια σπουδαία συναυλία το Σάββατο 2 Μαρτίου. Διαβάστε την ιστορία της.
1969 – 2019. Πέρασαν πενήντα χρόνια από τη «γέννηση» της δισκογραφικής εταιρείας ECM που έχει αφήσει, όσο καμία άλλη, τόσο έντονο αποτύπωμα στον τρόπο που ακούμε μουσική, σύμφωνα με τον βρετανικό Independent.
Πρόκειται για μια πορεία που σηματοδοτήθηκε από την απελευθέρωση εκρηκτικών καλλιτεχνικών δυνάμεων, όπου για πρώτη φορά γινόταν δυνατό να ηχογραφηθεί η δουλειά τους με μια μοναδική προσοχή στην ατμόσφαιρα, την ηχητική αρτιότητα και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η ECM έχει ηχογραφήσει περισσότερους από 1.700 δίσκους αναδεικνύοντας καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο από κάθε μουσικό ιδίωμα της έντεχνης έκφρασης των ημερών μας (Keith Jarrett, Carla Bley, Jan Garbarek, Chick Corea, Pat Metheny, Art Ensemble of Chicago, Ελένη Καραΐνδρου, Αrvo Pärt και 600 ακόμη ενεργοί καλλιτέχνες).
Η διεθνώς καταξιωμένη δισκογραφική εταιρεία ECM (Εdition of Contemporary Music) του χαρισματικού παραγωγού Manfred Eicher (Μάνφρεντ Άιχερ) συμπληρώνει φέτος μισό αιώνα δημιουργικής παρουσίας και παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης μερικούς καλλιτέχνες της νέας γενιάς της (Σάββατο 2 Μαρτίου, στην αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης, facebook event).
Το Mats Eilertsen Τrio από τη Νορβηγία, η Elina Duni από την Αλβανία και το κουαρτέτο του Σωκράτη Σινόπουλου από την Ελλάδα συνομιλούν με τον χρόνο, τον χώρο και τον τρόπο του «καλύτερου ήχου μετά τη σιωπή», παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό την ολόφρεσκη δουλειά τους, ως πρεσβευτές ενός label που κουβαλά μεγάλη καλλιτεχνική ιστορία και διαθέτει μπροστά του ένα ολόλαμπρο μέλλον. Οι τρεις καλλιτέχνες μίλησαν στην Parallaxi εν αναμονή της μεγάλης συναυλίας.
Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω συναυλία αποτελεί την κορύφωση των τριήμερων εκδηλώσεων της ECM, καθώς η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη την οποία επέλεξε η κορυφαία εταιρεία για να πραγματοποιήσει την ετήσια συνάντηση αντιπροσώπων και καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο, στο διάστημα 1-3 Μαρτίου, σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και την ΑΝ Μusic. Μάλιστα, είναι η πρώτη φορά που μια πόλη του ευρωπαϊκού Νότου επιλέγεται για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου γεγονότος. H παρουσία του ιδρυτή και παραγωγού της ECM Μanfred Eicher, που πρόσφατα έλαβε τη διάκριση του μέλους της London Royal Academy of Music, δίνει στο ίδιο το γεγονός μια σπάνια ακτινοβολία και βαρύτητα.
Λίγα λόγια για την ιστορία της ECM
Ήταν φθινόπωρο του 1969 όταν ιδρύθηκε η εταιρεία από τον παραγωγό Manfred Eicher και τον Karl Egger με έδρα το Μόναχο. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια απέκτησε μια σημαντική φήμη ηχογραφώντας καλλιτέχνες της τζαζ ανάμεσά τους οι: Keith Jarrett, Paul Bley, Jan Garbarek, Chick Corea, Pat Metheny, Art Ensemble of Chicago.
Τα πρώτα χρόνια ο Eicher δεν είχε, παρά μια αόριστη αντίληψη του ήχου που ποθούσε ν’ ακούσει, ως ένας Ευρωπαίος μουσικός που έφτασε στην τζαζ μέσω της μουσικής δωματίου.
Τον ενδιέφεραν επίσης ο κινηματογράφος, οι εικαστικές τέχνες και η λογοτεχνία και αυτά ήταν στοιχεία που βρήκαν τη θέση τους στις δραστηριότητες της εταιρείας. Αν και στην εκκίνηση της ECM ήταν ακόμη ενεργός μουσικός, πολύ γρήγορα η παραγωγή, έγινε προτεραιότητά του. Οι εμπειρίες του ως βοηθού παραγωγής στην Deutsche Grammophon και άλλες εταιρείες, του έδειξαν ότι ενώ για την κλασική μουσική επενδυόταν χρόνος και ενέργεια, για την τζαζ, δεν συνέβαινε το ίδιο. Αυτή ήταν μια αδικία που θα αποκαθιστούσε ο Eicher με μια προσήλωση στη λεπτομέρεια που ο Keith Jarrett επιδοκιμαστικά αποκαλούσε φανατική.
Οι πρώτοι δίσκοι της ECM επικεντρώθηκαν στις διαφορετικές πλευρές του αυτοσχεδιασμού. Ο πιανίστας Mal Waldron είπε ξεκάθαρα ότι «αυτός ο δίσκος απεικονίζει τη συνάντησή μου με την free jazz», καθώς στο εξώφυλλο αναγραφόταν το Free At Last 1. Ήταν ο πρώτος δίσκος της εταιρείας.
Ο Eicher κατάφερε να δημιουργήσει μίξεις ασυνήθιστης διαύγειας αναδεικνύοντας τη φύση του κάθε μουσικού ιδιώματος. Το κρίσιμο ερώτημα ήταν και παραμένει κάθε φορά: τι χρειάζεται η μουσική; Για να το βρει, ο Eicher έβαλε καινούργια μέτρα και σταθμά στην τέχνη της σμίλευσης του ήχου. Όμως αυτά οδηγούν στον «ήχο της ECM»; Για την ECM, η απόφαση για το ποια παρτιτούρα θα επιλεγεί ή το ποιος μουσικός ή γκρουπ θα ηχογραφήσει είναι το νευραλγικό σημείο για την έκβαση της μουσικής. Έχουν γίνει ηχογραφήσεις σε τόσα διαφορετικά σημεία, σε μοναστήρια σε αίθουσες κονσέρτων, σε τζαζ κλαμπ και σε μοντέρνα στούντιο και με διαφορετικούς ηχολήπτες χρησιμοποιώντας τεχνολογία κάθε είδους: αναλογική, ψηφιακή, δικάναλη, πολυκάναλη…
Αυτό που πράγματι μπορεί να πει κανείς είναι πως το τελικό αποτέλεσμα αντιστοιχεί στην καλλιτεχνική-αισθητική πρόταση της εταιρείας. Κι εδώ υπάρχει ένας πληθυντικός. Ο πληθυντικός φυσικά, περιλαμβάνει τους μουσικούς που χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχαν οι 1.500 και πλέον δίσκοι στο ενεργητικό της. Οι μουσικοί είναι η ψυχή αυτής της προσπάθειας από την αρχή μέχρι το τέλος. Η ηχογράφηση είναι ομαδική εργασία. Παρά την ένταση και την κούραση των ηχογραφήσεων, η αφοσίωση και η φιλία είναι στο επίκεντρο της συνεργασίας, και στις συμφωνίες με τους μουσικούς η ECM απλά δίνει τα χέρια. Δεν υπάρχουν μακροσκελή συμβόλαια που δένουν τους μουσικούς με την εταιρεία, μόνο απλά συμφωνητικά ηχογράφησης για κάθε άλμπουμ.
Ο Paul Bley μίλησε για αυτό, το 2003: «Όταν ηχογραφούσα για την Polygram, είχα ένα συμβόλαιο 35 σελίδων. Στην ECM, μου είπαν: «Λοιπόν, αν σου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο χειριστήκαμε την μουσική σου, τότε είμαστε σίγουροι πως θα θελήσεις να ηχογραφήσεις και πάλι μ’ εμάς». Αυτό είναι πολύ λογικό – εάν μου άρεσε αυτό που έκαναν και τους άρεσε αυτό που έκανα, τότε θα ξανασυναντηθούμε. Δεν χρειάστηκε να υποσχεθούμε ή να εγγυηθούμε για όλα αυτά, μέσω συμβολαίων».
Πολλοί από τους μουσικούς που ήταν στην εταιρεία όταν πρωτοξεκινούσε, επιστρέφουν για νέες ηχογραφήσεις σχεδόν σαράντα χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα είναι πολύ λίγοι οι μουσικοί που πράγματι έφυγαν από την εταιρεία – πώς να φύγεις άλλωστε από μια εταιρεία με την οποία δεν είχες καν συμβόλαιο; Κάποιους μουσικούς που για λίγο τους τράβηξαν οι μεγάλες εταιρείες, επιστρέφουν. Εν τω μεταξύ, οι μουσικοί που ηχογραφούν για την εταιρεία αυξήθηκαν γεωμετρικά, και μαζί τους και τα μουσικά ιδιώματα.
Σήμερα, μουσική της ECM μπορεί να είναι μια ερμηνεία του My Funny Valentine ή συνθέσεις του Ornette Coleman ή αυτοσχεδιασμοί με μικροτόνους, μπαλάντες ή ακόμη και ηλεκτρο-ακουστικά ηχητικά πειράματα. Ένας δίσκος της ECM μπορεί να έχει ελληνική λαϊκή μουσική, ήχους σουηδικού βιολιού ή ιρανό-ινδικές συνθέσεις· ή, τη μουσική μιας ρωσικής ταινίας. Το ρεπερτόριο είναι μεγαλύτερο απ’ όσο ποτέ.
Η ECM New Series που ξεκίνησε το 1984, με το Tabula Rasa του Arvo Pärt κατέχει πλέον ένα σημαντικό ποσοστό των παραγωγών. Η ΕCM New Series βοήθησε να γίνει γνωστή η δουλειά πολλών μετά-σοβιετικών συνθετών: Pärt, Kancheli, Schnittke, Tormis, Silvestrov, Mansurian και Tüür. Αλλά και οι μεγάλοι του σκληρού μοντερνισμού όπως οι: Carter, Cage, Kurtág, Stockhausen, Berio, Lachenmann, Holliger κατέχουν μια περίοπτη θέση στο ρεπερτόριο της ECM.
Oι παλιοί κλασικοί έχουν πάρει μια νέα ζωή μέσα από αριστοτεχνικές ερμηνείες όπως αυτές τoυ András Schiff (κύκλος Beethoven), του Gidon Kremer (σονάτες και παρτίτες του Bach), της Kim Kashkashian, του Thomas Demenga, των Hillard Ensemble, του Τrio Mediaeval, των κουαρτέτων Zehetmair και τόσων άλλων.
Συχνά, οι ηχογραφήσεις της παλιάς μουσικής παρακάμπτουν τις δεσμευτικές συμβάσεις της ιστορικής ερμηνείας. Τα σαξόφωνα στριφογυρίζουν γύρω απ’ τα αναγεννησιακά μαδριγάλια και το Officium Defunctorum του Morales ενώ οι γυναικείες φωνές τραγουδούν το Messe de Tournai. Εάν η πρώιμη μουσική ερμηνεία είναι μια ανιχνευτική διαδικασία, -καθώς επιμένουν οι πρωταγωνιστές της- τότε, ας είναι δημιουργικά ανιχνευτική, έτσι ώστε να επικοινωνεί και με το σήμερα.
Η New Series περιλαμβάνει μια σειρά από σημαντικές ηχογραφήσεις που σχετίζονται με τον κινηματογράφο, το θέατρο και την λογοτεχνία. Ξεχωριστές στιγμές, τα σάουντρακ Histoire (s) du Cinema και Nouvelle Vague του Jean-Luc Godard καθώς επίσης και μια ανθολογία με μερικές απ’ τις μικρού μήκους ταινίες του σε DVD. Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι άλλη μια βασική κατεύθυνση της εταιρείας, ένας σημαντικός σύνδεσμος με τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό στις καλύτερες στιγμές του.
Την τελευταία πενταετία νέα μουσικά σχήματα και συμπράξεις νέων μουσικών όπως αυτή του Danish String Quartet, συνεχίζουν την εξαιρετική παράδοση της ECM New Series, διερευνώντας νέες μουσικές αλλά και νέες ερμηνείες στις κλασικές και μετά- κλασικές φόρμες.
Η ποιότητα των ηχογραφήσεων σε όλα τα επίπεδα, από τους μουσικούς, την παραγωγή τις τεχνικές ηχογράφησης έχει αποσπάσει την παγκόσμια αναγνώριση και πολλά διεθνή βραβεία. «Το πιο σημαντικό αποτύπωμα στον κόσμο της jazz και της σύγχρονης μουσικής» χαρακτήρισε την ECM o αρθρογράφος της Independent.
To 2007 η εταιρεία αποσπά δύο βραβεία: Καλύτερη δισκογραφική εταιρεία της χρονιάς τόσο στο πεδίο της Jazz, όσο και στο πεδίο της κλασικής μουσικής. Το 2008 ο Manfred Eicher ανακηρύσσεται ως παραγωγός της χρονιάς και η ECM ως εταιρεία της χρονιάς.
Η εταιρεία έχει ηχογραφήσει τα πρώτα χρόνια, μουσική του αυτοσχεδιασμού και jazz μουσική και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού με σημαντικούς καλλιτέχνες σε ρηξικέλευθους συνδυασμούς. Ανάμεσά τους, το περίφημο ντουέτο Chick Corea – Gary Burton, το μουσικό σύνολο του Belonging με τον Keith Jarrett, το τρία του Jan Garbarek, με τον Palle Danielsson και τον Jon Christensen, το τρίο Magico, με τους Charlie Haden, Jan Garbarek και Egberto Gismonti.
H σκανδιναβική jazz, ήταν στο επίκεντρο τα πρώτα χρόνια. Σήμερα, ο Manfred Eicher εξακολουθεί να ανακαλύπτει μουσικούς του Βορρά, όπως ο Trygve Seim, ο Christian Wallumrød, ο Matthias Eick, ο Tord Gustavsen, ο Arve Henriksen, ο Frode Haltli, το τρίο Mediaeval και άλλοι.
Μουσικοί και από τη Νότια Ευρώπη έχουν ηχογραφήσει στην ECM τα τελευταία χρόνια. Ο Ιταλός τρομπετίστας Enrico Rava που γυρνώντας στην ECM έφερε μαζί του τον εξίσου ταλαντούχο πιανίστα Stefano Bollani, ο πολλά υποσχόμενος πιανίστας Giovanni Guidi, o σαξοφωνίστας-κλαρινετίστας Gianluigi Trovesi, σε μια γκάμα ηχογραφήσεων από την τέχνη του duo μέχρι τη μεγάλη ορχήστρα, ενώ ο συμπατριώτης του Stefano Battaglia αποτίνει φόρο τιμής στον Pier Paolo Pazolini. Βλέποντας προς την Ελλάδα, η Σαβίνα Γιαννάτου εξερευνά τις μουσικές των λαών της Μεσογείου.
Παρά το γεγονός ότι η έδρα της ECM όλα αυτά τα χρόνια είναι στο Μόναχο, μικρή και επιλεκτική είναι παρουσία Γερμανών καλλιτεχνών.
Στις δραστηριότητες της ECM σχετικά με την ιστορία της θα μπορούσε να προστεθεί και η έκδοση του βιβλίου Horizons Touched, του Paul Griffiths και του Steve Lake, καθώς και ένα νέο βιβλίο με τον τίτλο Windfall Light και θέμα την εικαστική γλώσσα της ECM, παρουσιάζοντας τα περίφημα εικαστικά εξώφυλλα της εταιρείας. Επίσης, το ντοκιμαντέρ Sounds and Silence των Eλβετών κινηματογραφιστών Norbert Wiedmer και Peter Guyer παρουσιάζει ένα οδοιπορικό του Manfred Eicher ανά τον κόσμο ακολουθώντας τον σε συναυλίες και ηχογραφήσεις επί μια πενταετία. Το φιλμ παρουσιάστηκε σε διάφορα φεστιβάλ ανά την Ευρώπη και στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Μια σημαντική μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στην ECM υπό τον τίτλο ECM: A Cultural Archeology οργανώθηκε από το Haus der Kunst του Μονάχου, από τον Νοέμβριο του 2012 έως και τον Φεβρουάριο του 2013 που συνοδεύτηκε από μια εξαιρετική έκδοση με πλήθος θεωρητικών κειμένων και αφηγήσεων σχετικών με το label.
Toν Νοέμβριο του 2017, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ECM εντάσσει το σύνολο του ρεπερτορίου της στις ψηφιακές πλατφόρμες (Apple Music, Amazon, Spotify, Deezer, Tidal & Qobuz), ενώ την ίδια στιγμή αυξάνει με εντατικούς ρυθμούς την παραγωγή βινυλίου στις νέες της μουσικές προτάσεις.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 2018 ο Manfred Eicher ανακηρύσσεται μέλος της Royal Academy of Music στο Λονδίνο. Είναι ένας εκ των 100 σημαντικών ανθρώπων της μουσικής που τιμήθηκαν για το έργο τους από την Ακαδημία και ο πρώτος μουσικός παραγωγός που λαμβάνει αυτό το τιμητικό αξίωμα.
Το 2019 είναι η χρονιά που η ECM γιορτάζει 50 χρόνια δημιουργικής ζωής. Πολλές δραστηριότητες, συναυλίες, κονσέρτα, αφιερώματα, εκπομπές και συζητήσεις σε όλο τον κόσμο θα γίνουν μέχρι το τέλος του 2019, με την ευκαιρία των 50 χρόνων ECM.
Λίγο πριν τη μεγάλη συναυλία της ECM στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, η Parallaxi επικοινώνησε με τη νέα γενιά καλλιτεχνών της εταιρείας που θα βρεθεί στην πόλη μας. Σας τους συστήνουμε και μας απαντούν:
Mats Eilertsen Trio
Αντλώντας την έμπνευσή από τη νουβέλα του Ισλανδού συγγραφέα Jón Kalman Stefánsson Summer Light, And Then Comes The Night, ο Nορβηγός μπασίστας συνθέτει ένα πιάνο τρίο με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία: Πρόκειται για τον ιδιοφυή Ολλανδό πιανίστα Harmen Fraanje και τον εξαιρετικά ατμοσφαιρικό συμπατριώτη του Thomas Strønen. Ο Mats Eliertsen συνεργάζεται εδώ και χρόνια με τους πιο ενδιαφέροντες νέους καλλιτέχνες της νορβηγικής σκηνής της jazz, ανάμεσά τους οι: Tord Gustavsen, Trygve Seim, Mathias Eick, Nils Økland, Wolfert Brederode, Jakob Young κ.α.
«Μου αρέσει η εικόνα της μουσικής να ρέει σαν ποτάμι. Πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να είναι έτσι στην καλύτερη εκδοχή της. Φυσικά, εξαρτάται από το τι θα ήθελε ο ερμηνευτής ή από το θέμα. Σε εμάς αρέσει αυτό το συναίσθημα, η κίνηση, αλλά πρέπει να είσαι ανοιχτός και υπομονετικός και να αφήσεις τη μουσική να συμβεί. Παίζει μεγάλο ρόλος σε εμάς, στο τρίο μας, η εμπιστοσύνη: είμαστε καλοί φίλοι, ξέρουμε ότι μπορεί κάποιος να μείνει σιωπηλός χωρίς οι άλλοι να φρικάρουν, ενορχηστρώνουμε τους εαυτούς μας γύρω από τη μουσική συνεισφορά ώστε ό, τι κι αν κάνεις, ό, τι κι αν παίξεις, οι άλλοι (σ.σ. από το trio) θα βρίσκονται πάντα εκεί».
«Όταν άρχισα να παίζω μουσική και μπάσο (πρώτα ηλεκτρικό, μετά ακουστικό) γύρω στα 13,14 μου χρόνια, η ECM και πολλά από τα μνημειώδη άλμπουμ της από φανταστικούς καλλιτέχνες όπως οι Keith Jarrett, Jan Garbarek, Kenny Wheeler, Pat Metheny κ.α. έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να με διαμορφώσουν ως νεαρό μουσικό. Άκουγα πολύ, τους έψαχνα σε δισκοπωλεία, μάζευα λεφτά για να αγοράσω δίσκους και μετά τους άκουγα ξανά και ξανά. Σε αυτά τα άλμπουμ διάβαζα συνέχεια τα ονόματα Manfred Eicher και Jan Erik Kongsahug. Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν φανταζόμουν ότι θα αποτελώ κάποια στιγμή, όπως τώρα, καλλιτέχνη αυτής της εταιρείας».
Elina Duni
H γεννημένη στα Τίρανα Elina Duni, έχοντας μια επιτυχημένη καλλιτεχνική πορεία με τα δυο άλμπουμ στην ECM που προηγήθηκαν, παρουσιάζει αυτή την περίοδο κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για μια σειρά συνθέσεων υπό τον τίτλο Partir, όπου μουσική από την Αλβανία, το Κόσοβο, την Αρμενία, την Ελβετία, την Ιταλία, το περίφημο γαλλικό τραγούδι, την αραβο-ανδαλουσιανή παράδοση, συνδέονται με την υπέροχη φωνή της, με τη συνοδεία του πιάνου, των κρουστών ή της κιθάρας. To νήμα που διαπερνά και ενώνει αυτό το τόσο διαφορετικό υλικό είναι βέβαια οι προσωπικές διασυνδέσεις της με αυτά τα τραγούδια καθώς και η καλλιτεχνική της ματιά στην ενορχήστρωση και τις διασκευές. Δώδεκα τραγούδια σε εννέα διαφορετικές γλώσσες μεταφέρουν το συναίσθημα πολύ διαφορετικών σημείων και όψεων του ευρωπαϊκού χάρτη, από το εμβληματικό Je ne sais pas του Jacques Brel μέχρι το Amara Terra Mia του Domenico Modugno.
«Για το solo album μου ”Partir”, σημείο εκκίνησης υπήρξε η οικουμενικότητα της αναχώρησης, της εξορίας της φυγής. Για μένα, το να τραγουδάς σε πολλές διαφορετικές γλώσσες είναι ένας τρόπος να δείξεις αυτή την πεποίθηση και την πραγματικότητα ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει πρόσφυγες και ότι ο κόσμος που όλοι αγαπάμε και γνωρίζουμε μπορεί να καταρρεύσει από τη μια μέρα στην άλλη, αφήνοντάς μας μόνο με αναμνήσεις.
Από την αρχή της καριέρας μου ως τραγουδίστρια, πάντα ερμήνευα σε πολλές γλώσσες και ένιωθα να με ελκύουν πολλά διαφορετικά στυλ μουσικής, έτσι ο συνδυασμός τους μου έβγαινε πολύ φυσικός. Κατάγομαι από την Αλβανία και γνωρίζω πολύ καλά το περίπλοκο ενός τόπου όπως τα Βαλκάνια, έτσι πάντα προσπαθούσα με τη μουσική μου να χτίζω γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και τις κουλτούρες και να υπογραμμίζω αυτά που μας ενώνουν κόντρα σε αυτά που μας χωρίζουν».
«Στη Θεσσαλονίκη θα παρουσιάσω κομμάτια από το τελευταίο άλμπουμ μου Partir, καθώς επίσης και ένα τραγούδι έκπληξη. Ανυπομονώ για αυτή τη σπουδαία συνάντηση και είμαι ενθουσιασμένη που θα εμφανιστώ στην Ελλάδα για πρώτη φορά».
«Το να είμαι κομμάτι της ECM, που είναι ο ήχος της ευρωπαϊκής τζαζ και μία από τις πιο εμβληματικές δισκογραφικές εταιρείες στον κόσμο, είναι μεγάλη τιμή για μένα. Ξεκίνησα να ακούω τζαζ μέσα από μερικούς δίσκους της ECM και νιώθω πολύ ευγνώμων. Εύχομαι στην εταιρεία να συνεχίσει να παράγει υψηλής ποιότητας μουσικής και να εμπνέει τους καλλιτέχνες και τους λάτρεις της μουσικής. Χρειαζόμαστε την καλή μουσική περισσότερο από ποτέ!».
Κουαρτέτο Σωκράτη Σινόπουλου
O χαρακτηριστικός λυγμός της λύρας του Σωκράτη Σινόπουλου έχει ακουστεί σε πολλές ηχογραφήσεις της ECM μέχρι σήμερα. Εδώ και δυο δεκαετίες ο Σινόπουλος έχει συνεργαστεί με συνθέτες μουσικούς και ερμηνευτές από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, έχει βρει τη δική του προσωπική φωνή ως δημιουργικός μουσικός. «Παίζω ένα όργανο που συνδέεται με μια συγκεκριμένη παράδοση και ζω σε έναν τόπο όπου η παράδοση είναι πραγματικά ισχυρή. Υπάρχουν πολλά θετικά σημεία σε μια ισχυρή παράδοση. Είναι σα να έχεις μια μηχανή του χρόνου που μπορεί να σε ταξιδέψει στο μεσαίωνα ή στην ιστορία της Ελλάδας και των Βαλκανίων, πηγαίνοντάς σε πολλές χώρες. Μου άρεσε που όλα αυτά τα χρόνια υποστήριξα την παράδοση της πατρίδας μου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Όμως πρόσφατα, κάτι νέο γεννήθηκε κάτι πιο οικουμενικό ας πούμε, που γεφυρώνει και συνδυάζει όλες τις προηγούμενες μουσικές μου εμπειρίες», λέει ο Σωκράτης Σινόπουλος. To metamodal είναι μια νέα σειρά συνθέσεων που παρουσιάζεται στο κοινό για πρώτη φορά…
«Προσπαθούμε να παίζουμε τη μουσική που μας εκφράζει με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία. Αν το μουσικό αποτέλεσμα προσθέσει έστω και ένα πετραδάκι στα μουσικά πράγματα παγκοσμίως θα ήμασταν πανευτυχείς. Το σίγουρο είναι ότι παρ’ όλο που απευθυνόμαστε στο παγκόσμιο κοινό μέσω των διεθνών δισκογραφικών παραγωγών της ECM δεν θα θέλαμε να αφομοιωθούμε σε έναν παγκόσμιο ομογενοποιημένο ήχο αλλά να διατηρήσουμε και να προβάλουμε τις ιδιαιτερότητές μας».
«Το νέο μας άλμπουμ, το δεύτερο του κουαρτέτου, με τον τίτλο Metamodal, περιλαμβάνει 9 νέα κομμάτια που έχουν γραφτεί για να υποστηρίξουν αυτή την ιδιαίτερη συνύπαρξη της λύρας με το πιάνο τρίο. Τα κομμάτια αυτά, με αφετηρία τις ελληνικές παραδόσεις κινούνται προς ένα χώρο που βρίσκεται στο μεταίχμιο της τζαζ, της κλασικής και της σύγχρονης μουσικής. Με τα αυτοσχεδιαστικά μέρη να έχουν κομβικό ρόλο και να διαμορφώνουν καθοριστικά το τελικό αποτέλεσμα κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο. Και αυτή η πολυμορφία, η διαφορετική ερμηνεία που έχουν τα κομμάτια κάθε φορά, είναι και ο βασικός λόγος που κρατάει το ενδιαφέρον μας αμείωτο για αυτό το μουσικό υλικό».
«Χάρη στην ECM μπορέσαμε να ηχογραφήσουμε αυτό το υλικό και μάλιστα σε ιδανικές συνθήκες και με την υποστήριξη και καθοδήγηση του σημαντικότερου μουσικού παραγωγού των ημερών μας, του Manfred Eicher. Ειλικρινά δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε εύκολα να εκδώσουμε αυτό το ιδιαίτερο υλικό σε άλλη εταιρία χωρίς να κάνουμε συμβιβασμούς, αλλά και αν το εκδίδαμε θα ήταν κάτι αρκετά διαφορετικό μάλλον. Το να ηχογραφείς για την ECM συνήθως ακολουθείται και από περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες ειδικά αν η ηχογράφηση υποστηρίζεται και από αντίστοιχα δυναμική συναυλιακή παρουσία. Όσο για την ευχή μου για την ECM, εύχομαι να αποτελέσει όλη αυτή η εξαιρετική αισθητική πρόταση της ECM το έναυσμα για να υπάρξουν και ανάλογες προσπάθειες από νέες εκδόσεις, που θα τολμήσουν να αντιπροτείνουν την ιδιαιτερότητα και την ειλικρίνεια, όσο αντιεμπορικό και αν ακούγεται αυτό».
*ΣΑΒΒΑΤΟ 2 ΜΑΡΤΙΟΥ, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, Κτίριο Μ2, Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης, Έναρξη: 21.00, Τιμές εισιτηρίων: 10€, 5€ (μειωμένο), Πληροφορίες – εισιτήρια: 2310 895.938/9, www.tch.gr