Ελισάβετ Κωνσταντινίδου: Από τη Γωγώ στην Εκάβη
Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου είναι η «Εκάβη» από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, «Το τρίτο στεφάνι».
Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου είναι η «Εκάβη» από το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, «Το τρίτο στεφάνι», σε διασκευή Σταμάτη Φασουλή- Θανάση Νιάρχου και σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου εμπνευσμένη από τον κινηματογραφικό ρυθμό που αποπνέει το ίδιο το βιβλίο. Η «Εκάβη», ένας χαρακτήρας βασισμένος στη γιαγιά του συγγραφέα που τον μεγάλωσε αλλά και ένα έργο γεμάτο αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα όσο και στοιχεία του ψυχισμού του Έλληνα, αποτυπώνουν την πορεία μιας ολόκληρης νεοελληνικής κοινωνίας. Είναι η κοινωνία με τα ανοιχτά σπίτια, τα προβλήματα του γείτονα που είναι προβλήματα όλων, το κουτσομπολιό, το μουχαμπέτι, τις προκαταλήψεις, τις κακίες, τη μεγαλοψυχία, τη φιλοξενία. Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου σε έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους της καριέρας της νιώθει δικαιωμένη για μια επιλογή που την έφερε σε επαφή τόσο με τους καλλιτεχνικούς της στόχους όσο και με την ανάγκη του κοινού για θέατρο.
«Είναι η Μήδεια, η λαϊκή γυναίκα στις γειτονιές, είναι κουτσομπόλα, κακιά αλλά και καλοσυνάτη, είναι φιλόξενη αλλά και γκρινιάρα, εξουσιαστική, είναι ηχηρή και αναμφισβήτητα μια μεγάλη προσωπικότητα. Είναι από εκείνες τις προσωπικότητες που τους συγχωρείς και τα οποιαδήποτε ελαττώματα.»
«Πάνω στην ώρα έφτασε κι η κυρα-Εκάβη, φρέσκια φρέσκια και κεφάτη. «Αχ, βρε κυρα-Εκάβη», της λέω, «τι θα γίνουμε; Πού θα πάμε;» «Ε», μου λέει, «πόλεμος είναι θα περάσει, ούτ’ ο πρώτος, ούτ’ ο τελευταίος. Δε με πειράζουν εμένα τέτοια πράματα, άλλα με πειράζουν». «Και δεν τρόμαξες», της λέω, «όταν άκουσες τις σειρήνες;» «Μπα! Το ‘ξερα πριν χτυπήσουνε και το περίμενα. O Θόδωρος ήταν χτες νυχτερινός στην εφημερίδα, και την ώρα που ‘τοιμαζότανε να φύγει να ‘ρθει στο σπίτι να κοιμηθεί, τους τηλεφώνησαν τα νέα απ’ το υπουργείο. Μα δεν άντεχε να μείνει. Ήταν πτώμα το καημένο το παιδί απ’ την κούραση και το ξενύχτι. Ήρθε στο σπίτι και μας τα ‘πε, κι ύστερα κουκουλώθηκε στο κρεβάτι του και μου λέει: “Μαμάκα, μη με ξυπνήσετε ακόμα και να πέφτουν μπόμπες!” Κι όπως είναι κουφός απ’ το έν’ αυτί, δεν άκουσε ούτε τις σειρήνες». «Μα το καταλαβαίνεις», της λέω κατάπληκτη με την ψυχραιμία της, «ότι θα μας ρίξουν ασφυξιόγονα*; Το ξέρεις ότι θά ‘ρθουν να μας πάρουν τα σπίτια μας και τα κορίτσια μας;». «Δεν είσαι με τα καλά σου», μου λέει, «χρωστάς της Μιχαλούς*, κι είσαι και διαβασμένη! Έτσι λέγαν και στον άλλο πόλεμο και μας τρομοκρατήσανε τζάμπα και βερεσέ. Όσο για τα κορίτσια» (και στράβωσε το στόμα της) «μη φοβάσαι και δεν παθαίνουν τίποτα. Αν δεν κουνήσουν κι εκείνα την ουρά τους, δεν τα πειράζει κανένας. Κι οι Ιταλοί άνθρωποι σαν και μας είναι, δεν είναι θηρία της ζούγκλας…».
Μια παράσταση ανάμεσα σε ένα κορυφαίο μυθιστόρημα και μια διασκευή του Σταμάτη Φασουλή και του Θανάση Νιάρχου. Ποιο είναι το τελικό κείμενο επί σκηνής; Πρόκειται για τη διασκευή του Σταμάτη Φασουλή και του Θανάση Νιάρχου. Θεωρώ ότι έχουν κάνει μια αριστουργηματική δουλειά. Είναι η ψυχή του Σταμάτη μέσα καθώς ο ίδιος αγαπούσε πολύ το βιβλίο και τις ηρωίδες του και σου δίνει την εντύπωση ότι είχε υποβολέα τον Ταχτσή. Πολλές φορές ερχόμαστε σε επαφή με διασκευές βιβλίων και δεν μας ταιριάζουν, δεν μας κολλάνε μ’ αυτό που έχουμε διαβάσει. Στην περίπτωσή μας, είναι η ίδια ακριβώς διασκευή που χρησιμοποιήθηκε σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με σκηνοθέτη το Σταμάτη Φασουλή, απλώς με κάποιες απαραίτητες παραλήψεις από το σκηνοθέτη Θανάση Παπαγεωργίου με τη σύμφωνη γνώμη του Σταμάτη Φασουλή. Η παράστασή μας είναι λίγο μικρότερη από την αρχική διασκευή που μετρούσε 4 ώρες και ένα τέταρτο, είναι 3 ώρες και ένα τέταρτο.
Από τη «Γωγώ» στην «Εκάβη». Δυο γυναίκες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, γιατί διακατέχονται από την ανάγκη να μιλήσουν; Ανάμεσα στη «Γωγώ» και την «Εκάβη» μεσολάβησε η «Λωξάντρα» που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Η «Γωγώ» οδήγησε τη «Λωξάντρα» και η «Λωξάντρα» μ’ έφερε στην «Εκάβη». Η «Γωγώ», για μένα, αποτέλεσε έναν πολύ αγαπημένο ρόλο που δεν έχει τελειώσει, είμαι σίγουρη ότι θα ξανασυναντηθώ μαζί της. Είναι μια αγωνία και μια κραυγή που ισχύει και θα ισχύει, είναι σίγουρο ότι θα την ερμηνεύσω πάλι και πάλι, έτσι κι αλλιώς πάντα επιλέγω διαφορετικούς τρόπους να την ερμηνεύω. Ωστόσο, αν δεν είχα κάνει τη «Γωγώ» και τη «Λωξάντρα» αναρωτιέμαι πώς θα έκανα την «Εκάβη». Νομίζω, μπορώ να το πω πια με σιγουριά, ότι είναι το πιο περίπλοκο και ευχάριστα δύσκολο εγχείρημα. Η «Εκάβη» είναι ένας περίπλοκος και απαιτητικός ρόλος, είναι όλα, τα πάντα. Δραματουργικά κατέχει τη θέση ανάμεσα στους 3 ή 4 πιο σημαντικούς και πολυσύνθετους ρόλους του παγκόσμιου θεάτρου. Περικλείει τόσα στοιχεία που είναι αδιανόητο να τα προσεγγίσεις αν δεν έχεις διανύσει μια περίοδο, δεν έχεις φτάσει κάπου. Είναι η Μήδεια, η λαϊκή γυναίκα στις γειτονιές, είναι κουτσομπόλα, κακιά αλλά και καλοσυνάτη, είναι φιλόξενη αλλά και γκρινιάρα, εξουσιαστική, είναι ηχηρή και αναμφισβήτητα μια μεγάλη προσωπικότητα. Είναι από εκείνες τις προσωπικότητες που τους συγχωρείς και τα οποιαδήποτε ελαττώματα.
Συνεργάζεστε πρώτη φορά με την Κρατική Σκηνή της Θεσσαλονίκης. Όταν σας προτάθηκε ο ρόλος νιώσατε μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευθύνη; Όχι, ήταν η ευκαιρία για να συναντηθώ με την «Εκάβη». Ήθελα από παλιά να συναντηθώ, ήταν στο νου μου, στη ψυχή μου.
Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές παραγωγές του Κρατικού. Στη εποχή που επικρατεί η λιτότητα στο θέατρο, έρχεται η παραγωγή αυτή να αντιπαρατεθεί με την κοινή αντίληψη; Μπορεί να έγινε μια πλούσια παραγωγή. Ξέρετε, ο κόσμος μού λέει ότι ξαναείδε θέατρο σε τέτοια μορφή που του είχε λείψει, άλλωστε το θέατρο, πολλές φορές, έχει συγκεκριμένη μορφή στο μυαλό των ανθρώπων. Αυτό, βέβαια, δεν ισοδυναμεί ότι το μοντέρνο θέατρο με λιγότερο σκηνικά, άλλου είδους σκηνοθεσίες, δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Αυτό το θέατρο πραγματοποιείται και από νέους ηθοποιούς που πρέπει να δοκιμάζουν, να πειραματίζονται και να μας δίνουν ιδέες. Ένα τέτοιο ανέβασμα, όμως, κλασικό όχι με την αυστηρή του έννοια καθώς είναι ελλειπτικό το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα αλλά τόσο πλούσιο στα κουστούμια στις συνεχείς εναλλαγές, στους ηθοποιούς που παίζουν πολλούς ρόλους, έχει αυλαία. Έχει αυλαία! Δημιουργεί στους ανθρώπους την αίσθηση μιας εξαιρετικά πλούσιας παραγωγής και είναι, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μια παραγωγή που αντιτίθεται σε μια δύσκολη εποχή. Η Λέα Κούση έχει κάνει εξαίρετη δουλειά στα κουστούμια που προέρχονται από το βεστιάριο του Κρατικού Θεάτρου. Δημιούργησε πάνω σε ήδη υπάρχοντα κουστούμια και αυτό προϋποθέτει μια επιπλέον δυσκολία από το να τα δημιουργούσε από την αρχή. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο πνεύμα της εποχής, της ανακύκλωσης των στοιχείων. Μέσα από τις δυνάμεις του Κρατικού, δημιουργήσαμε. Ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να έρθει και άλλες μέρες πέραν του σαββατοκύριακου και της Παρασκευής, όπως Τετάρτη και Πέμπτη με μόλις 5 ευρώ, κάτι που είναι προς τιμήν του κ. Αναστάκη. Τον θέατρο είναι γεμάτο, έρχεται κόσμος που δεν έχει ξαναπάει θέατρο. Γίνονται πολύ σπουδαία πράγματα ιδίως για την εποχή που βιώνουμε.
Διαπραγματεύονται κοινωνικά ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο και στις μέρες μας και πολλές φορές αποτελούν ταμπού. Ομοφυλοφιλικές σχέσεις, γάμοι συμφέροντος, ναρκωτικά κ.ά. Αποδομείται ή καταγράφεται μια μπολιασμένη μικροαστική αντίληψη; Είναι τόσο ανάγλυφος ο τρόπος του Ταχτσή στο να κοινωνεί σπουδαία ζητήματα, όπως μεγάλος υπήρξε και ο σεβασμός τόσο του Σταμάτη Φασουλή όσο και του σκηνοθέτη μας, Θανάση Παπαγεωργίου, απέναντι στο κείμενο. Η τηλεόραση έχει περισσότερο το ρόλο της αποδόμησης όχι ένα κλασικό έργο, αυτό τα αποτυπώνει περισσότερο, τα θυμίζει. Πάρκαρα το αμάξι μου και με πλησίασαν νεαρά παιδιά 18 χρονών που είδαν το έργο και μου είπαν ότι δεν γνώριζαν το βιβλίο. Μαθαίνουμε για την εποχή των γιαγιάδων μας ή των προγιαγιάδων για τα νεότερα παιδιά.
Η «Εκάβη» και η «Νίνα» αποδέχονται τη μοίρα τους αλλά διακατέχονται από μια επαναστατική φύση. Δεν γνωρίζουν ότι δρουν επαναστατικά. Όποιος κάνει επανάσταση, το γνωρίζει. Ήταν δυο γυναίκες, δυναμικές. Η «Εκάβη», ίσως, πιο αθώα επαναστατική, η «Νίνα» πιο συμφεροντολόγα, έκανε τρεις γάμους, τρία στεφάνια για να επιβιώσει ενώ η «Εκάβη» μέσα από τη δύναμη της προσωπικότητάς της, επέζησε και επιβίωσε παλεύοντας με το σπαθί της. Η «Νίνα» ήταν πιο πολύ κυρία, μια αστή.
Γιατί ακουμπά η καρδιά της «Νίνας» πάνω στην «Εκάβη»; Πιθανόν γιατί η «Εκάβη» κάνει πράγματα που αυτή δεν θα τολμούσε να κάνει ποτέ. Θαύμαζε η μία την άλλη, έχοντας πολλά κοινά, αλληλοσυμπλήρωνε η μία την άλλη. Η «Νίνα» γράφει την ιστορία της «Εκάβης» γιατί εκείνη δεν θα μπορούσε να το κάνει ως μια αμόρφωτη και λαϊκή γυναίκα.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, δήλωσε, «ελάτε να δείτε τον εαυτό σας». Υπάρχουν βασικά συναισθήματα και καταστάσεις που αναδύονται από αυτό το έργο που ξεπερνούν κάθε εποχή. Η φιλία, η κακία, η αγάπη, η φιλοξενία, η ανάγκη για μοίρασμα, οι χωρισμοί, οι γάμοι, περιστατικά που συνέβαιναν και θα συνεχίζουν να συμβαίνουν στη ζωή μας. Μπορεί στην πορεία κάποια από αυτά να τα έχουμε κουκουλώσει, άλλα να τα απορρίπτουμε ή να αφήνουμε πίσω για να δεχτούμε νέα πράγματα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν τα εμπεριέχουμε. Εννοείται ότι θα ταυτιστούμε. Υπάρχει ακόμα το κουτσομπολιό κι ας το κατακρίνουμε, οι μικρές γειτονιές, ερωτευόμαστε, μισούμε, χωρίζουμε, όλα υπάρχουν στη ζωή.
Η παράσταση προβάλλει και ένα σπίτι συνεχώς ανοιχτό. Αυτό είναι πια ολότελα χαμένο. Τα παιδιά είναι μόνα με ένα κομπιούτερ, οι γονείς δουλεύουν όλη μέρα και τα παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους, αυτά δεν υπήρχαν τότε.
Η αποτύπωση του ρόλου. Διάβασα πολλά έργα της εποχής αλλά εκτός από αυτό είχα μια γιαγιά από την Τραπεζούντα και ακόμα θυμάμαι το σπίτι μας που ήταν πάντα ανοιχτό με τα κλειδιά στην πόρτα. Εγώ ζω στο σπίτι μου με παντζούρια ανοιχτά ώστε αν περάσει κάποιος γνωστός να καταλάβει ότι είμαι μέσα, να μην πάρει τηλέφωνο πρώτα να ρωτήσει, όπως γίνεται σήμερα. Γνωρίζω την επικινδυνότητα, όλοι μου λένε να προσέχω, αλλά έτσι έχω μάθει. Ακόμα διατηρώ αυτές τις μνήμες και τις συνήθεις μέσα στην ψυχή μου.
Συνήθως επισκεπτόμαστε την Αθήνα για να δούμε κάποιες σημαντικές παραστάσεις που δεν γίνονται στην περιφέρεια. Με «Το τρίτο στεφάνι», νιώθετε ότι ταξιδεύουν άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη για να δουν την παράσταση; Ναι, έχουν ταξιδέψει άνθρωποι από την Αθήνα κι άλλα μέρη για να δουν την παράσταση. Από την πρώτα κιόλας βδομάδα που μίλησα με ανθρώπους από Αθήνα, γνώριζαν ήδη για το τι ετοιμάζουμε εδώ. Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη γι’ αυτό. Για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να κάνω αυτήν την παράσταση στον τόπο μου, στην Αθήνα, για να έρθουν οι άνθρωποι που μ’ αγαπάνε και αυτοί που δε μ’ αγαπάνε να τη δουν. Παρόλ’ αυτά αρχίζω και αγαπάω την επιλογή μου να την ανεβάσω εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας στοχευμένης καλλιτεχνικής προσπάθειας. Είναι η πόλη αλλά και το Κρατικό, η προσπάθεια του κ. Αναστασάκη της κ. Τσιμά αλλά και όλων των ανθρώπων να γίνουν αλλαγές στην Κρατική σκηνή και να πάρει τη θέση της πλάι στο Εθνικό Θέατρο μέσα από την ποιότητα των παραστάσεων που ανεβάζει αλλά και την πρόσβαση αυτών στο κοινό. Χαίρομαι που αποτελώ κομμάτι αυτής της προσπάθειας. Βλέπω την ανάγκη των ανθρώπων γι’ αυτήν την παράσταση, είναι γεμάτο το θέατρο. Είναι συναρπαστικό αυτό που ζούμε. Μια παράσταση που θα συνεχίσει ως το Πάσχα είναι γεμάτη από τώρα!
Άλλες καλλιτεχνικές υποχρεώσεις. Με την πρεμιέρα δεν σταματάει το έργο, συνεχώς αλλάζω πράγματα, το δουλεύω, διορθώνω λεπτομέρειες, έχω δρόμο ακόμα. Αναμένω τα γυρίσματα από ένα σήριαλ κυπριακής παραγωγής που τοποθετείται στην εποχή του μεσαίωνα με πολύ καλούς ηθοποιούς και είναι κωμωδία.
Μια συνήθεια που αποκτήσατε στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα δεν έβγαινα να πιω έναν καφέ έξω εκτός αν έπρεπε να συζητήσω για δουλειά. Με τους φίλους μου, συναντιόμασταν στα σπίτια τους. Εδώ βγαίνω έξω. Απολαμβάνω την τεράστια βόλτα της παραλίας. Κάνω βόλτες και ανακαλύπτω εκκλησίες. Εσείς που ζείτε εδώ, μπορεί να μην γνωρίζετε πολλές από αυτές. Σε κάθε γειτονιά, υπάρχουν εκκλησίες, κομψοτεχνήματα, που μ’ αφήνουν άναυδη.
Τα σχόλια και τα συναισθήματα της δικής της οικογένειας για την παράσταση. Περιμένω τους δικούς μου ανθρώπους στην αργία της 28ης Οκτωβρίου, την ανιψιά μου που ζει στο Βερολίνο, την οικογένειά μου. Θα σας εκμυστηρευτώ τα συναισθήματά τους την επόμενη φορά που θα μιλήσουμε.
“Το τρίτο στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή που αποτέλεσε τομή στη σύγχρονη λογοτεχνία, αυτοβιογραφικό, χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως αριστουργηματικό, κομβικό, επικό, μυθικό, ένα επίτευγμα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, το σημαντικότερο μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες δυο γυναικών που η μοίρα ένωσε τους δρόμους τους, της Εκάβης και της Νίνας, χρωματίζεται ο καθρέφτης της νεοελληνικής κοινωνίας με όλες τις αντιφάσεις της. Αγωνίες, βάσανα, αγώνας για επιβίωση, πάθη, ψέματα και απογοητεύσεις, μικροί και μεγάλοι καημοί, όνειρα για μια καλύτερη ζωή, γάμοι και θάνατοι, μνήμες και περασμένα μεγαλεία, αλλά και αγάπη κι όλη η ομορφιά της ζωής παρά τις δυσκολίες της, όπως τη βίωσαν οι δυο αυτές γυναίκες, χρωματίζουν με χιούμορ και τρυφερότητα την Ελλάδα του μεσοπολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Με το ΚΘΒΕ συνεργάζεται για την παράσταση ο Θανάσης Παπαγεωργίου και σημειώνει πως “Το τρίτο στεφάνι” δεν καταδεικνύει την Ελλάδα που πέρασε μέσα από ιστορικά γεγονότα ή ντοκουμέντα. Είναι οι άνθρωποι που έχτισαν αυτή τη χώρα, εκείνοι που με τον τρόπο της σκέψης και της ζωής διαμορφώνουν τις συνθήκες της πνευματικής της ανάπτυξης. Γιατί μία χώρα οργανώνει τη ζωή της και πορεύεται έτσι όπως θέλει ο λαός της, επειδή εκείνος είναι η χώρα. Κι αν αυτός ο λαός άγεται και φέρεται από τις πολιτικές συνθήκες, αυτό δεν τον απαλλάσσει από αυτή τη διαμόρφωση. Η θεατρική διασκευή είναι του Σταμάτη Φασουλή και στο ρόλο της Εκάβης η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου στην πρώτη της συνεργασία με το ΚΘΒΕ.
*7/10/2016 – 09/4/2017, Μονή Λαζαριστών, Σκηνή Σωκράτης Καραντίνος, τηλ. 2315 200 200, Ώρες: Τετάρτη 18:00, Πέμπτη-Παρασκευή- Σάββατο 20:00, Κυριακή 19:00, Είσοδος: 5-13 ευρώ