Αρχιτεκτονικά διαμάντια της Θεσσαλονίκης ξεχασμένα στο χρόνο
Κρυμμένα πλάι από πολυώροφες, γερασμένες πολυκατοικίες, στέκονται αρχιτεκτονικά διαμάντια, μελαγχολικά διεκδικώντας το δικό τους μερίδιο από το σήμερα της πόλης. Χωρίς προφανές μέλλον…
Εικόνες: Γιώργος Νιάκας
Κρυμμένα πλάι από πολυώροφες, γερασμένες πολυκατοικίες, στέκονται αρχιτεκτονικά διαμάντια, μελαγχολικά διεκδικώντας το δικό τους μερίδιο από το σήμερα της πόλης. Χωρίς προφανές μέλλον…
Στοά Σαούλ
Μεταξύ Βενιζέλου και Ίωνος Δραγούμη, στέκεται ερημωμένη εδώ και πολλά χρόνια. Ένα εμπορικό ορόσημο για το ιστορικό κέντρο σήμερα βρίσκεται στην απόλυτη παρακμή.
Επί τουρκοκρατίας στη θέση της υπήρχε χάνι το οποίο περιελάμβανε 96 εργαστήρια, καφενείο, γραφεία και αποθήκες, και ανήκε στα παιδιά του Σαούλ Μοδιάνο. Ωστόσο το 1867, στο πλαίσιο των πολεοδομικών επεμβάσεων για την αναδιοργάνωση της πόλης, διανοίγεται η οδός Βενιζέλου (τότε Σαμπρή Πασά) πόλος έλξης όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων. Σε αυτόν τον εμπορικό άξονα της πόλης ο Σαούλ Μοδιάνο αποφασίζει να κτίσει μεταξύ 1867-1881 την “Cité Saül”, μία εμπορική πολιτεία πιθανώς σε σχέδια του Vitaliano Pοselli. Η εμπορική αυτή στοά Μοδιάνο εμφανίζεται με την ίδια πολεοδομική οργάνωση μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1910 κι αυτό γιατί η πυρκαγιά του 1917 την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά κι έτσι έπρεπε να αναμορφωθεί.
Στο νέο σχέδιο ρυμοτομίας η Στοά καταλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν το οικοδομικό τετράγωνο 125 της πυρίκαυστης ζώνης. Στον επανασχεδιασμό της ενσωματώνονται στοιχεία της αρχικής στοάς, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια προσπάθεια εφαρμογής της τυπολογίας των ευρωπαϊκών εμπορικών στοών του 19ου αιώνα. Το 1929 σε σχέδια του Κάρολου Μοδιάνο, κτίστηκε το νέο τμήμα της (κυρίως προς την οδό Βενιζέλου), στο οποίο κυριαρχούν στοιχεία Art Deco και μάλιστα συνδέεται με το τμήμα που διασώθηκε στην οδό Βασ. Ηρακλείου, όπου κυριαρχεί το νεοαναγεννησιακό στυλ. Βασικό στοιχείο της στοάς αποτελούν οι δύο εσωτερικοί πεζόδρομοι που σχηματίζουν ένα «Τ» και συνδέουν την οδό Ερμού με την Βασ. Ηρακλείου και τη Βενιζέλου με την Ίωνος Δραγούμη. Αξίζει να σημειώσουμε πως στο κτιριακό αυτό συγκρότημα διατηρούσε το αρχιτεκτονικό του γραφείο ο Ελί Μοδιάνο ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής και εγγονός του Σαούλ Μοδιάνο.
Δείγμα ακμής του εμπορικού οίκου των Μοδιάνο που ξεκίνησε ο μεγαλοαστός και πλούσιος εβραίος Σαούλ, του πλουσιότερου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά από το μεγάλο οίκο Καμόντο της Κωνσταντινούπολης. Ένα από τα πλεονεκτήματα του μεγαλοτραπεζίτη ήταν η ιταλική του υπηκοότητα που τον απάλλασσε από τη φορολογία λόγω διομολογήσεων. Απεβίωσε στα 67 του χρόνια πάμπλουτος και «κροίσος εν τιμή και υπολήψει» («Φάρος της Μακεδονίας» στις 5.1.1883).
Για πολλά χρόνια η Στοά φιλοξένησε αρκετά καταστήματα κάθε είδους, από υφασματάδικα, το πολυκατάστημα Φωκάς μέχρι νυχτερινά μπαρ και καφέ και εστιατόρια, αλλά και στο στούντιο του φωτογράφου Δημήτρη Αθυρίδη. Μέσα έβρισκες graffity διαμάντια που έδιναν στην αρχιτεκτονική κομψότητα της την αστική εξέλιξη του σήμερα. Οι ιδιοκτήτες ζήτησαν να αποχωρήσουν οι καταστηματάρχες από τον χώρο για να γίνει η σχετική ανάπλαση του και να μετατραπεί σε πολυχώρο, η Στοά παρήκμασε και σε αυτό το σημείο της ιστορίας της ξεκίνησαν οι φθορές της. Σπασμένα πλακάκια, και παράθυρα στα κτίρια της, ακκαθαρσίες, δυσωδία, κατοικία για άστεγους και αδέσποτα. Οι πόρτες της είναι κλειδωμένες με λουκέτα και δεν υπάρχει τον ορίζοντα κανένα σχέδιο ανάπλασης.
Μέγαρο Νάτσινα
Το μέγαρο Νάτσινα (Εμνιέτ Χαν) βρίσκεται στη συμβολή της οδού Εδέσσης 3 με την πάροδο Εδέσσης, στον Φραγκομαχαλά της Θεσσαλονίκης. Χτίστηκε το 1896 για Τούρκο ιδιοκτήτη και πουλήθηκε αργότερα στην οικογένεια Νάτσινα. Η αρχική του ονομασία είναι Εμνιέτ Χαν αλλά σήμερα είναι ευρύτερα γνωστό ως Μέγαρο Νάτσινα.
Η οικογένεια Νάτσινα το χρησιμοποίησε ως κατοικία εκτός από το ισόγειο όπου λειτουργούσαν καταστήματα. Ήταν το πιο ψηλό κτίριο της περιοχής και είναι από τα ελάχιστα που σώθηκαν από την φωτιά του 1917. Ανήκει μέχρι και σήμερα στον Λέανδρο Νάτσινα. Στο ισόγειο λειτουργούσε κατάστημα χρωμάτων από το 1906. Το υπόλοιπο παραμένει άδειο. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1983.
Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εκλεκτικισμού – είναι χαρακτηριστικό δείγμα εκλεκτικισμού, μιας τάσης στην αρχιτεκτονική που ήταν πολύ διαδεδομένη την συγκεκριμένη εποχή- όπως στα περισσότερα μέγαρα της εποχής του υπάρχει σημείο της οροφής με μεταλλικό σκελετό και κάλυμμα γυαλιού για να προσφέρει φυσικό φωτισμό στον χώρο, με κύρια γνωρίσματα την γωνιακή διαμόρφωση του κτίσματος που προβάλλει ελαφρά προς τα έξω και στηρίζεται σε κεφαλή λέοντος, καθώς επίσης και τις κατακόρυφες ραβδώσεις που καταλήγουν σε δύο ανάγλυφες γυναικείες μορφές, τύπου χαμογελαστής Καρυάτιδας, που υποβαστάζουν το γείσο της στέγης στην όψη της οδού Εδέσσης.
Ξεχωρίζει για το «έρκερ» την ευρωπαϊκή εκδοχή δηλαδή του παραδοσιακού «σαχνισί». Με αυτό δημιουργείται πρόσθετος ωφέλιμος χώρος, ενώ ταυτόχρονα είναι μια πολύ καλή θέση απ’ όπου ο ένοικος του σπιτιού έχει θέα προς το δρόμο. Αποτελείται από ισόγειο, ημιώροφο και δύο ορόφους. Ακόμη, στο κτίριο υπάρχει μια υαλωτή στέγη που φωτίζει τον εσωτερικό χώρο, ένας ελλειψοειδής φεγγίτης, περίτεχνα κιγκλιδώματα στις σκάλες και στα παράθυρα, όπως και περίτεχνα φουρούσια. Ενώ εντύπωση προκαλεί και η ρυθμικότητα που χαρακτηρίζει τα παράθυρα.
Στο ισόγειο λειτουργούσε κατάστημα χρωμάτων από το 1906 και το περίφημο εργαστήριο καλυντικών Τζήμας. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1983.
Μέγαρο Σουρουτζίεβιτς
Χτίστηκε το 1912, με ιδιοκτήτες τους υπηκόους Βουλγαρίας, Ιβάν, Μήτσε και Σπύρο Σουρουτζίεβιτς. Διασώθηκε από την μεγάλη φωτιά του 1917, χάνοντας την στέγη και με ζημιές στον 3ο όροφο, χωρίς όμως περαιτέρω επέκταση στο εσωτερικό του. Ήταν κτίριο γραφείων και στέγασε ασφαλιστικές εταιρείες, γραφεία εκτελωνιστών και παραγγελιοδόχων, το Προξενείο της Ισπανίας και μετά το 1930 το Προξενείο της Ιαπωνίας.
Στο ισόγειο λειτουργούσαν καφενεία για τους εργάτες του λιμανιού. Στην Κατοχή το κτίριο επιτάχθηκε και στον Εμφύλιο χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει ανταρτόπληκτους. Σε αυτή την φάση γίνονται μετατροπές στην εσωτερική διαρρύθμιση και δημιουργούνται 2 διαμερίσματα ανά όροφο, με κοινή κουζίνα και μπάνιο. Μέχρι και την δεκαετία του ’70 χρησιμοποιείται ως κτίριο κατοικιών. Αργότερα στέγασε οίκο ανοχής. Σε πυρκαγιά το 1995, έγιναν ζημιές στον 1ο όροφο. Έκτοτε αρχίζει η σταδιακή εκκένωση του και από το 2000 είναι πια άδειο.
Το κτίριο εντάσσεται μορφολογικά στα πλαίσια του εκλεκτικισμού. Βασικό στοιχείο της οργάνωσης της όψης είναι ο τριπλός καθ’ ύψος διαχωρισμός σε βάση, κορμό και στέψη. Η βάση αποτελείται από τα μορφολογικά ενοποιημένα δυο πρώτα επίπεδα του κτιρίου. Ο κορμός περιλαμβάνει τους δυο τυπικούς ορόφους της ανωδομής και χαρακτηρίζεται από την ρυθμική επανάληψη ανοιγμάτων με αντίστοιχους μικρούς εξώστες. Τέλος το κτίριο καταλήγει σε επιβλητική επίστεψη που καλύπτει ολόκληρο τον όροφο της στέγης. Η οργάνωση της όψης δομείται βάσει αρχών όπως η ρυθμική επαναληπτικότητα, η συμμετρία και η αξονικότητα και με έντονη διάθεση κατακορυφότητας που τονίζεται με τις παραστάδες στους άξονες των ανοιγμάτων.
Στο ισόγειο οι χώροι οργανώνονται ώστε να φιλοξενήσουν καταστήματα, με μεγάλα ανοίγματα στην κύρια όψη. Η είσοδος βρίσκεται στην νότια πλευρά. Ένας μικρός χώρος υποδοχής προηγείται της ευθύγραμμης κλίμακας που οδηγεί στο επίπεδο του μεσοπατώματος στο μέσο του βάθους του κτιρίου. Από εκεί, κλιμακοστάσιο σχήματος Π με ευρύχωρο φανάρι εξυπηρετεί την κατακόρυφη επικοινωνία με τους ορόφους. Η απόληξη του κλιμακοστασίου στεγάζεται με φωταγωγό (skylight). To μεσοπάτωμα είχε βοηθητική/αποθηκευτική χρήση και έτσι δικαιολογείται και το μικρό του ύψος (2,35m.).
Στους ορόφους, ο χώρος οργανώνεται με έναν κεντρικό επιμήκη διάδρομο σε συνέχεια του κλιμακοστασίου, παράλληλο στην πρόσοψη. Εκατέρωθεν του διαδρόμου παρατάσσονται οι χώροι, προορισμένοι για γραφεία. Οι πόρτες επικοινωνίας των χώρων αυτών με τον διάδρομο φέρουν μεταλλικά στόρια, κάτι που συναντάμε συνήθως σε εμπορικά μέγαρα (πχ. στο Ερμείον). Επίσης χαρακτηριστικό της χρήσης του κτιρίου είναι το κοινόχρηστο αποχωρητήριο που βρίσκεται δίπλα στο κλιμακοστάσιο και εξυπηρετεί ολόκληρο τον όροφο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευελιξία στην οργάνωση του χώρου.
Η κατασκευαστική πρόβλεψη για μεγάλα ανοίγματα μεταξύ των επιμέρους δωματίων δίνει την δυνατότητα ώστε το επίπεδο να μπορεί να λειτουργεί κατακερματισμένο σε μικρές ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, είτε σε ενότητες, για χρήσεις που απαιτούν μεγαλύτερες επιφάνειες. Ο όροφος της στέγης παρουσιάζει μικρότερη έκταση δομημένης επιφάνειας, μια και στην αριστερή πλευρά του επιπέδου, διαμορφώνονται δυο υπαίθριοι χώροι-ταράτσες, εκατέρωθεν του κλιμακοστασίου. Κατά τ’ άλλα η επιφάνεια του ορόφου αυτού ακολουθεί την ίδια διάταξη με τους υποκείμενους και στηρίζεται στην παρουσία του κεντρικού επιμήκους διαδρόμου. Μόνο που οι χώροι κύριας χρήσης περιορίζονται στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Το μπροστινό τμήμα του επιπέδου παρουσιάζει μικρό ελεύθερο ύψος, ώστε να κρύβεται πίσω από την επιβλητική επίστεψη και είχε βοηθητική χρήση. Δεσπόζει έρημο δίπλα στο λιμάνι.
Μέγαρο Στάιν
Στη γωνία Βενιζέλου και Καλαποθάκη υπάρχει ένα κτίριο που στην οροφή του έχει μια γυάλινη πράσινη σφαίρα, κάποτε γνώρισε μεγάλες δόξες σήμερα όμως αγκομαχά να επιβιώσει. Το Μέγαρο Στάιν χτίστηκε το 1906 και ήταν το μοναδικό κτίριο της περιοχής που δεν κάηκε από την πυρκαγιά που κατέστρεψε όλη την πόλη το 1917. Κτίστηκε μετά τα μέσα το 1911 (σύμφωνα με επιγραφή) από τον Levi Eli Ernst για την αυστριακή εταιρία καταστημάτων «Stein» η οποία στεγάστηκε εκει
με το πρώτο ανδρικό κατάστημα πολυκατάστημα, το οποίο εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1913, όπως αποδεικνύεται από πρωτοσέλιδη καταχώριση στην εφημερίδα Μακεδονία, ίσως λόγω των πολεμικών γεγονότων της εποχής.
Με ρούχα εξαίσιας φινέτσας που θα ζήλευαν τα παρισινά σαλόνια. Κοστούμια, κασμίρια, υφάσματα μοναδικά και γραμμές στιλάτες. Αλλά και καπέλα, ομπρέλες, μανικετόκουμπα και αξεσουάρ. Ήταν σύμβολο μιας εποχής μεγάλης ακμής για τη Θεσσαλονίκη
Η επιχείρηση είχε πολύ σύντομο βίο καθώς βρέθηκε στην δίνη του Α παγκοσμίου ωστόσο το κτίριο κατάφερε να επιβιώσει ακόμα και από την μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Μετά την καταστροφή του κτιρίου του ταχυδρομείου, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες στεγάστηκαν στο Μέγαρο Στάιν. Από το 1930, οπότε και μεταστεγάστηκε το ταχυδρομείο το μέγαρο φιλοξενεί κυρίως επιχειρήσεις.
Όπως αναλύει, η κ. Έλλη Γκαλά-Γεωργιλά, Πολιτικος Μηχανικος, Δρ Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής σε άρθρο της, αν και το κτίριο λειτούργησε ελάχιστα χρόνια ως πολυκατάστημα, με την ονομασία «Μέγαρο Στάιν» να το ακολουθεί ως σήμερα, δεν υπήρξε ποτέ ιδιοκτησία της αυστριακής εταιρείας. Όπως αποδεικνύεται από τους φακέλους της Κτηματογράφησης που συντάχθηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917, από τις αρχές του εικοστού αιώνα ως το 1917 η ιδιοκτησία όλων των οικοπέδων που βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά της πλατείας Ελευθερίας, δηλαδή όλη η έκταση από τη σημερινή οδό Καλαποθάκη ως τη θάλασσα, με εμβαδόν περίπου 1.300 τ.μ., ανήκε σε δύο συγγενικές οικογένειες, τις οικογένειες Αγκιάχ και Χουλουσή. Η σημερινή όψη του προς την πλατεία Ελευθερίας είναι κατασκευής του 1937.
Το κτίριο αρχιτεκτονικά, ακολουθεί μοντέρνο ρυθμό, χωρίς καθόλου νεοκλασικά ή εκλεκτικιστικά στοιχεία. Η αρχική κατασκευή αποτελούνταν από ισόγειο, με καμάρες εξωτερικά, 2 ορόφους με ενιαίο εξωτερικό υαλοστάσιο, 3ο όροφο και σκεπή. Το 1/3 της σκεπής καταλάμβανε μια θολωτή στέγη (κατασκευή ξυλοδοκών με επικάλυψη μεταλλικών φύλλων) στην κορυφή της οποίας υπήρχε κυλινδρικός πυργίσκος με συνεχόμενα παράθυρα και τετράγωνο περιμετρικό εξώστη, πάνω στο οποίο υπήρχε μια σφαίρα (μεταλλική, με πράσινο γυαλί). Η υπόλοιπη στέγη ήταν επίπεδη και ανοιχτή εκτός από ένα κεραμοσκεπές δώμα. Ωστόσο, το κτίριο υπέστη πολλές αλλοιώσεις με το πέρασμα των χρόνων με αποτέλεσμα να έχει χάσει αρκετά στοιχεία του χαρακτήρα του. Αρχικά, το δώμα επεκτείνεται, καλύπτοντας το επίπεδο κομμάτι της στέγης, διατηρώντας το ίδιο στυλ (1930), στην συνέχεια οι συνεχόμενοι υαλοπίνακες αλλοιώνονται με προσθήκη τσιμέντου ενδιάμεσα, οι καμάρες του ισογείου αναμορφώνονται ώστε να μπορούν να φιλοξενήσουν μαγαζιά. Μετά το 1960, το δώμα επεκτείνεται κι άλλο καταστρέφοντας τον θόλο και τον εξώστη που υπήρχε περιμετρικά του πυργίσκου.
Καραβάν Σαράι
Οι πρώτοι μελετητές του Καραβάν Σαράι (οι αρχαιολόγοι Textier και Pullan), οι οποίοι δίνουν και τα σχέδια του κτίσματος κάνουν τη δημοσίευση όψης και κάτοψης του κτιρίου το 1864 και αυτή είναι η μόνη μαρτυρία που έχουμε ότι το Καραβάν Σαράι υπήρχε τότε, αλλά χωρίς να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν οι μελετητές είχαν δει όντως το Καραβάν Σαράι εν λειτουργία ή τα ερείπιά του. Πάντως σε χάρτη της Θεσσαλονίκης από την δεκαετία του 1870 (του μηχανικού Βερνιέσκι), το Καραβάν Σεράι δεν επισημαίνεται, άρα ίσως να μην υπήρχε πια.
Είναι μόνο γνωστό ότι υπήρχε ένα μεγάλο καραβάν-σαράϊ πίσω από το Χαμτζά μπέη, θεωρούν ότι είναι βυζαντινό Ξενοδοχείο, γνώμη που τη στηρίζουν κυρίως στον τρόπο δόμησής του (Α. Σαμουηλίδου-Α.Στεφανίδου, 1983). Μετά την καταστροφή του κτίσματος, διασώθηκαν ορισμένα τμήματά του για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας προβλήματα στους περίοικους, ενώ παρέμεινε ανεκμετάλλευτη μια μεγάλη έκταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τμήματα αυτά που διασώζονταν από το παλιό κτίσμα, προβλημάτισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις αρμόδιες υπηρεσίες και είχαν προταθεί ορισμένες λύσεις όπως: 1. Η απαλλοτρίωση του οικοπέδου και η διατήρηση των ερειπίων 2. Η αναστήλωση των σωζόμενων τμημάτων και η συμπλήρωσή τους με νέα, που θα επαναλαμβάνουν την μορφή της παλιάς κατασκευής και 3. Η ανέγερση νέου κτιρίου με την παράλληλη διατήρηση των τμημάτων εκείνων που σώζονται σε καλύτερη κατάσταση.
Πριν από το 1923 είχε εκπονηθεί μελέτη για νέο κτίσμα από τον αρχιτέκτονα Δελλαδέστιμα, η οποία εγκρίθηκε και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η μελέτη προέβλεπε την κατασκευή ισογείου και 3 ορόφων, ενώ είχε τεθεί ως προϋπόθεση η προσαρμογή της στην μορφή του καραβάν-σαράϊ.
Τον Ιούνη του 1924 το οικόπεδο περιήλθε από το Δημόσιο, (ύστερα από δημοπρασία που έγινε από την κτηματική ομάδα του Σχεδίου Πόλης) στους Ιωάννη Σαπουντζή, Νικόλαο Κουκουφλή, Γιούζα Βαρσάνο και στους αδελφούς Λάζαρο και Ευάγγελο Πανταζίεβιτς, με τον όρο οι αγοραστές να αναλάβουν τις παρακάτω υποχρεώσεις. α) να διαφυλάξουν άθικτα, προσιτά και ορατά τα σωζόμενα ερείπια και β) να αναγείρουν οικοδομή σύμφωνα με την μελέτη του Δελλαδέστιμα, που θα καταλαμβάνει μέρος του οικοπέδου όπου δεν υπήρχαν λείψανα του παλιού κτίσματος και της οποίας η αρχιτεκτονική διάταξη θα είχε τον χαρακτήρα του Βυζαντινού μνημείου (καραβάν-σαράϊ). Το 1924 ύστερα από έγκριση της μελέτης κτίζεται ισόγεια οικοδομή επί της οδού Βενιζέλου και της σημερινής Βαμβακά. Σε συνέχεια το 1932 εκδόθηκε άδεια προσθήκης κατ’ επέκταση σε όλο το οικόπεδο και καταστρέφονται όλα τα ορατά και μη ερείπια του καραβάν-σαράϊ.
Η μελέτη προέβλεπε μεγαλύτερο ύψος (κατά παρέκκλιση) από τους ισχύοντες τότε όρους δόμησης «για λόγους προσαρμογής στο περιβάλλον». Είναι χαρακτηριστικό ότι το ύψος αυτό δημιούργησε αντιδράσεις στους περιοίκους, ενώ οι ιδιοκτήτες του απαιτούσαν την εκμετάλλευση αυτή, χωρίς μάλιστα να εφαρμόσουν την εγκεκριμένη μελέτη. Το κτίριο έγινε αντικείμενο δικαστικής διαμάχης ανάμεσα στους εργολάβους με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εργασίες και το κτίριο να ορθώνεται ημιτελές σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης για περισσότερα από 20 χρόνια.
Το κτίριο μελετήθηκε για ξενοδοχείο. Αυτό βοήθησε να φιλοξενηθούν στα γεγονότα του 1946-1949 πολλές οικογένειες που ήρθαν στην πόλη από τα χωριά της Μακεδονίας. Ο ημιτελής σκελετός του από μπετόν χωρίς πόρτες, παράθυρα και τζάμια, καλύφθηκε από σεντόνια και υφάσματα, προκειμένου οι φιλοξενούμενοί του να προφυλάσσονται από το κρύο και τα βλέμματα των περιοίκων. Την περίοδο εκείνη περιγράφει η ταινία του Τάσου Ψαρρά, “Καραβάν Σαράι” του 1986, που δεν γυρίστηκε όμως στο αυθεντικό κτίριο που στέγαζε τότε το δημαρχείο, παρόλο που η ιστορία εκτυλίσσεται θεωρητικά εκεί.
Στην δεκαετία του 50, οι εργολάβοι και οι επιχειρηματίες που το διεκδικούσαν κατέληξαν σε συμφωνία και το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία των Δήμου (στο μεγαλύτερο μέρος του), Τριαντόπουλου, Τσίλη και Χριστούλα και συνεχίστηκε η ανέγερσή του. Το 1958 το Καραβάν Σαράι ενοικιάστηκε στο δήμο Θεσσαλονίκης για να εγκατασταθεί εκεί το δημαρχείο της πόλης όπου και παρέμεινε για 51 χρόνια. Πριν την πυρκαγιά του 1917 (από την εγκατάσταση της πρώτης δημοτικής αρχής στην πόλη, το 1869), το δημαρχείο στεγαζόταν στην περιοχή Καραβάν Σαράι, και το κτίριο όπου στεγαζόταν, και πιθανόν να βρισκόταν στην Ιώνος Δραγούμη, κάηκε. Έως το 1941 το δημαρχείο στεγαζόταν στην οδό Μανουσογιαννάκη, για να μεταφερθεί το 1942 στην περιοχή του Συντριβανίου. Μετά στεγάστηκε στο Μέγαρο Ζενίθ των Μποτόν και Σακιτούδη στη γωνία Μητροπόλεως με Βενιζέλου μέχρι το 1958.
Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου ανήκει στους κληρονόμους των Χρήστου και Δημητρίου Δήμου με καταγωγή από την Καστοριά, ενώ η εταιρεία «Καραβάν Σαράι Α.Ε.» έχει στην κατοχή της τον δεύτερο και τον τρίτο όροφο.
Βενιζέλου 36
Στην συμβολή Βενιζέλου και Ερμού, στην είσοδο ενός εμβληματικού κτιρίου το 1963, δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης στις 27 Μάϊου του 1963. Βρίσκεται εκεί ένα αιώνα και δίνει την εντύπωση του ημιτελούς.
Το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963 ο Λαμπράκης μίλησε σε εκδήλωση που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Ελ. Βενιζέλου και παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε αποκλείσει όλους τους δρόμους, ένα τρίκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά, πλησίασε το Λαμπράκη με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον έριξε στο έδαφος. Κανείς αστυνομικός δεν κινήθηκε για να εμποδίσει το τρίκυκλο πριν το χτύπημα, να συλλάβει τον οδηγό του μετά, ή ακόμα και να βοηθήσει τον αιμόφυρτο Λαμπράκη. Όπως αποδείχτηκε, το θύμα είχε δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι από μεταλλικό αντικείμενο.
Το κτίριο κατασκευάστηκε το 1922, είναι δηλαδή ένα από τα κτίρια που χτίστηκαν μετά την πυρκαγιά του 1917 στην πυρίκαυστο ζώνη της Θεσσαλονίκης. Ακολουθώντας μια ευρωπαϊκή τυπολογία οβάλ γραμμών στη συνάντηση δυο δρόμων, των οδών Βενιζέλου και Σπανδωνή που εκτείνεται το κτίριο.
Λειτούργησε με διάφορες χρήσεις εμπορικές και όχι οικιστικές για χρόνια. Επίσης, την δεκαετία του εξήντα, στο ισόγειο του κτιρίου λειτουργούσε γνωστό ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης. Έγινε γνωστό στις τελευταίες δεκαετίες ως γυμναστήριο που είκοσι χρόνια πριν είχε μάλιστα στην ταράτσα του μαθήματα γιόγκα τα καλοκαίρια. Από τους χαρακτηριστικότερους ενοίκους του ο Singer. Ο Ισαάκ Σίνγκερ γεννήθηκε το 1811 στη Νέα Υόρκη από φτωχούς Γερµανοεβραίους µετανάστες, το µικρότερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας και δημιούργησε τη μεγαλύτερη βιομηχανία ραπτομηχανών. Τα τελευταία δέκα χρόνια παρέμενε κενό, έχοντας κάνει έξωση και στους καταστηματάρχες που στεγάζονταν στα ισόγεια καταστήματα, δημιουργώντας μια τρύπα στη γεωγραφία μιας ιστορικής εμπορικής περιοχής.
Το 2010 εκδόθηκε η 237/2010 άδεια αποκατάστασης που όμως δεν έγινε ποτέ. Μια προσεκτική ματιά στην οροφή του κτιρίου θα βοηθήσει να καταλάβουμε ότι επρόκειτο εξαρχής να κατασκευαστεί τρούλος, όπως συνέβαινε σε πολλά κτίρια του δρόμου, όμως το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η αίσθηση του ημιτελούς ήταν πάντα έντονη στην όψη του. Πουλήθηκε πέρσι σε εταιρεία βαλκανικών συμφερόντων παραμένει όμως παρατημένο.
Συγγρού 9-11
Η έπαυλη ξεκίνησε να χτίζεται το 1862 για τον Moise Allatini, η πλάκα θεμελίωσης διασώζεται μέχρι και σήμερα, χωρίς όμως το σημείο όπου αναγραφόταν η ημερομηνία. Η πρώτη έπαυλη της οικογένειας Αλλατίνι, στη Θεσσαλονίκη, αρχικά εκτεινόταν μέχρι τις οδούς Βαλαωρίτου και Βηλαρά στο κέντρο της γειτονιάς του Φραγκομαχαλά. Η αξία της οικίας τότε εκτιμάται πως ανερχόταν στα 180,000 Kurus – ποσό αξιοσημείωτο για την εποχή. Το σχεδιασμό του κτιρίου είχε αναλάβει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Βιταλλιάνο Ποζέλλι και είναι φανερές οι επιρροές από τους αναγεννησιακούς αρχιτέκτονες Ντονάτο Μπραμάντε και Τζάκομο Μπαρότζι Βίνιολα.
Το 1904 η έπαυλη πωλείται στον Εδουάρδο Αλλατίνι- σύζυγο της κόρης του Moise – ο οποίος το 1907 χτίζει στη θέση του κήπου το κτήριο που αργότερα θα στεγάσει την τράπεζα της Θεσσαλονίκης (την Στοά Μαλακοπή, όπως την ξέρουμε σήμερα). Η κατοικία πέρασε στην Ανώνυμο Γεωργική Κτηματική Εταιρεία, όπως και ολόκληρη η ακίνητη περιουσία της οικογένειας Αλλατίνι. To 1911 οι Αλλατίνι απελάθηκαν ως Ιταλοί υπήκοοι και το κτίσμα έμεινε ακατοίκητο.
Από τον Ιανουάριο του 1916, εντός του κτίσματος φιλοξενείται το πρώτο υποκατάστημα της Ιόνιας Τράπεζας στην πόλη, του οποίου οι δραστηριότητες συνεχίζονται ακόμη και μετά την πυρκαγιά του 1917. Η ευρύτερη συνοικία δεν είχε πληγεί ιδιαίτερα από την φωτιά και τα περισσότερα κτίρια είχαν χαρακτηριστεί ως ασφαλή και κατοικήσιμα, όμως το συγκρότημα υπέστη σημαντικές ζημιές από την πυρκαγιά. Στις εγκαταστάσεις του κτιρίου, επίσης, λειτουργούσαν τα γραφεία της τράπεζας Levi and Co., ενεχυροδανειστήρια, καθώς και δικηγορικές, ασφαλιστικές και τραπεζικές εταιρείες. Το 1925 στους Ελί Άντζελ, Γιοσέ Σεβή και Λεών Αελιών, για τους οποίους δεν εντοπίστηκαν σαφή στοιχεία. Ο πρώτος πρέπει να ήταν καπνέμπορος και ο τελευταίος έμπορος ποτών.
Το 1926 πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις και προσθήκες από τον αρχιτέκτονα Max Rubens στον οποίο προφανώς ανήκει η επιγραφή 1926 πάνω από την κεντρική είσοδο. Ο Max Rubens προχώρησε σε τροποποιήσεις στο κτίριο και δημιούργησε μία νέα ενότητα στο σημείο που συνδέεται με την οδό Βηλαρά. Το πέρασμα, επομένως, που συνέδεε το αρχοντικό με την τράπεζα Θεσσαλονίκης έκλεισε, όμως στο κτίσμα προστέθηκαν επιπλέον αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, κατά κύριο λόγο στην πρόσοψή του. Διατηρήθηκε σε ακριβώς αυτή τη μορφή μέχρι το μεγάλο σεισμό το 1978, όπου η γυάλινη στέγη κατέρρευσε και προκλήθηκαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Αργότερα, τον Ιούνιο του 1981, μέρος του πρώτου ορόφου κατεδαφίστηκε από τους ιδιοκτήτες, λόγω της εφαρμογής ενός συγκεκριμένου πρωτοκόλλου σχετικά με την πολεοδομική επιτροπή. Την ίδια χρονιά, όλες οι πλευρές του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένου του κλιμακοστασίου, ανακηρύχθηκαν ότι χρειάζονται προσεκτική μεταχείριση και εξειδικευμένη συντήρηση.
Πολλά αρχιτεκτονικά μέλη έχουν καταρρεύσει και οι προσόψεις έχουν καλυφθεί με σοβά. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρατηρούμε στοιχεία Νεομπαρόκ και Ροκοκό αλλά κανένα συμπέρασμα δεν είναι ασφαλές. Η κατοικία είναι διώροφη και στον δεύτερο όροφο υπάρχουν περιμετρικά εξώστες. Στο εσωτερικό παρατηρούμε μια μεγάλη σκάλα που οδηγεί στον όροφο και ένα αίθριο καλυμμένο με γυαλί, που επιτρέπει στο φως να διαχέεται στον χώρο. Πολλά σημαντικά διακοσμητικά στοιχεία διατηρήθηκαν κατά της διάρκεια της ανακαίνισης όπως η ξύλινη κουπαστή, κάποιες διακοσμητικές τοιχογραφίες όπως και κάποια μεταλλικά υποστηρίγματα στον εσωτερικό εξώστη.
Τα τελευταία χρόνια έχει ανακαινιστεί μερικώς και κυρίως εσωτερικά για να στεγάσει επιχείρηση νυχτερινής διασκέδασης.
Νέα Αγορά
Πλάι στην ανακαινισμένη και υπερλούξ Στοά Μοδιάνο, στέκεται ξεχασμένη η Νέα Αγορά, να καλύπτεται εδώ και πολλά χρόνια από έναν πράσινο μουσαμά για να συντηρηθεί από τις καιρικές συνθήκες. Χτίστηκε το 1924, στα οικόπεδα 9/4,5,11,12,13 της πυρίκαυστου, με πολλές ιδιοκτήτες μεταξύ των οποίων και η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με το ΥΠΠΟ αρχιτέκτονας ήταν ο Ανδρέας Ελευθεριώτης, ενώ σύμφωνα με το salonikajewisharchitecture αρχιτέκτονας ήταν ο Β. Βασιλειάδης και η Οικοδομική Εταιρεία Νέων Χωρών. Χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το 1995, μόνο το κέλυφος της όψης της Ερμού.
Για τα οικόπεδα 4 και 5 του οικοδομικού τετραγώνου 9, ιδιοκτησίας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε η υπ. αρ. 1209/24.7.1925 οικοδομική άδεια που αφορούσε διώροφο κτίριο, (μηχανικός Βασίλειος Βασιλειάδης). Στο ισόγειο διατάσσονταν οκτώ καταστήματα και είσοδος που οδηγούσε στον όροφο, όπου διαμορφώθηκαν εννέα γραφεία με διάδρομο επικοινωνίας στη νότια πλευρά τους. Ψευδοπαραστάδες με γεωμετρική διακόσμηση τόνισαν το διαχωρισμό της όψης σε εννιά (9) φατνώματα. Κάτω από την κορωνίδα και το γείσο του κτιρίου αναπτύχθηκε λιτή γεωμετρική ζώνη με φυτικά στοιχεία.
Το 1954 ο πολιτικός μηχανικός Λέανδρος Νάτσινας εκπόνησε τη μελέτη της Νέας Αγοράς στα οικόπεδα 11, 12 και 13 του ΟΤ9, και στο ελεύθερο τμήμα των οικοπέδων 4 και 5. Καταργήθηκαν τρία καταστήματα του αρχικού κτίσματος, ώστε να λειτουργήσουν ως είσοδοι στο εσωτερικό της αγοράς, η οποία οργανώθηκε εκατέρωθεν τριών εγκαρσίων αξόνων κατά το πρότυπο της Αγοράς Μοδιάνο. Στο ισόγειό της διαμορφώθηκαν εκατόν δώδεκα καταστήματα, μαζί με τα έξι του αρχικού πυρήνα. Τμήμα επί της οδού Βασιλέως Ηρακλείου αναπτύσσεται σε τρεις ορόφους.
Αυτή την στιγμή λειτουργούν μόνο μερικά καταστήματα από το ισόγειο, κυρίως εστίασης. Συντήρηση του κτιρίου δεν έχει γίνει εδώ και αρκετά χρόνια.
Eγνατίας 52
Το κτίριο που κοντοστέκεται στην Εγνατία στον αριθμό 52, κάποτε μετρούσε την μία δόξα μετά την άλλη. Εκεί, στεγαζόταν ένα από τα πιο ιστορικά καταστήματα υποδημάτων ο “Καρύδας”. Το 1942, την περίοδο του πολέμου ο γιος Γρηγόρης Καρύδας, ανοίγει το πρώτο μαγαζί υπόδησης επί της Εγνατίας 49 στη Θεσσαλονίκη σε μία μικρή στοά. Το ήθος, η εργατικότητα και το μεράκι του δεν αργούν να φέρουν την αναγνώριση του κόσμου.
Η επόμενη γενιά, τα τέσσερα αδέρφια, δημιουργούν τη νέα τους επιχειρηματική στέγη, ένα τετραώροφο κατάστημα ανδρικών, γυναικείων και παιδικών υποδημάτων επί της Εγνατίας 52. Ελληνικά εργοστάσια κατασκευάζουν για το εν λόγω κατάστημα μοναδικά σχέδια ύψιστης ποιότητας και προοδευτικής αισθητικής.
Το επονοµαζόµενο «παπούτσι του Καρύδα» στροβιλιζόταν για δεκαετίες στον αριθμό 52 της Εγνατίας, λάμποντας τα βράδια και δίνοντας µια glam νότα στην πόλη. Ταξίδεψε κατά παραγγελία του κ. Καρύδα από το Λας Βέγκας, όπου κατασκευάστηκε από την εταιρία Yesco, µε αεροπλάνο µέχρι την Αθήνα και έπειτα µε τρένο µέχρι το σταθµό του, την οδό Εγνατίας 52, στέγη τότε του καταστήµατος υποδημάτων Καρύδας και αργότερα, το 2002, της Fena, που το ανακαίνισε. Σήμα κατατεθέν της πόλης εντυπωσίαζε τους επισκέπτες, µέχρι και το Γάλλο Πρόεδρο Ζισκάρ ντ΄Εστέν, που το φωτογράφησε το 1975.
Μιλήσαμε με την κυρία Μαρία Παπαδοπούλου, 73 ετών σήμερα, αρχικά καθαρίστρια στο υποδηματοποιείο του κ. Καρύδα και μετά πωλήτρια. Ξεκίνησε να δουλεύει εκεί το 1974. “Ο κύριος Καρύδας πήγε ένα ταξίδι στην Αμερική τη χρονιά που έπιασα δουλειά, το θυμάμαι. Είδε το παπούτσι σε μια πόλη που δεν θυμάμαι το όνομά της και αποφάσισε να παραγγείλει ένα ίδιο. Τότε ηλεκτρολόγος του καταστήματος ήταν ένας κ. Κώστας από τον Πελεκάνο Κοζάνης. Τον έστειλε λοιπόν στην Αμερική να το παραγγείλει και να το φέρει. Από τη στιγμή που το τοποθέτησαν πάνω από το κατάστημα, το καθάριζα μια φορά το μήνα. Ήμουν νέα τότε δεν με φόβιζε το ύψος. Κατέβαζα την ασφάλεια, έβγαινα στο γείσο, το έπλενα με το λάστιχο και το σαπούνιζα και μετά σκούπιζα τα λαμπάκια καλά. Αυτό το έκανα για 9 χρόνια, μετά χήρεψα και ο κ. Καρύδας με έκανε πωλήτρια για να προλαβαίνω τα παιδιά μου. Ήταν καλοί άνθρωποι οι Καρυδαίοι, τους χρωστάω πολλά. Βγήκα στη σύνταξη το 2000. Μετά άλλαξε εκεί το μαγαζί…”
Το larger than life παπούτσι κοντεύει τα δύο µέτρα σε συνολικό ύψος και τα δυόµισι σε µήκος, το τακούνι του έχει ύψος 150 πόντους και πάνω του καµαρώνουν 780 λαµπάκια, σβηστά πια εδώ και 3 χρόνια, από τον Σεπτέμβρη του 2010, που η Fena οδηγήθηκε στην χρεωκοπία.
Κοιτώντας το σήμερα, θυµάται κανείς την ηµέρα που το πρωτοαντίκρυσε, όταν το γοβάκι άστραφτε και προκαλούσε τα βλέμματα. Θεωρείται, πλέον, διατηρητέο µνηµείο, αφού ο Οργανισμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997 το ανακήρυξε Νεώτερο Μνημείο απαγορεύοντας την αποκαθήλωσή του από το σημείο. Παρόλο που το γοβάκι είναι ο ορισμός του κιτς πολύ θα θέλαμε να το ξαναδούμε να λάμπει.
Πηγές: thessalonikijewishlegacy.com , YΠΠΟ, ΥΑ ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1725/33407/19-7-1983 – ΦΕΚ 527/Β/8-9-1983, ΥΠΕΧΩΔΕ Δ-734 α/ 28.11.1983, Ανάλυση, τεκμηρίωση και πρόταση αποκατάστασης της οικοδομής Σουρουτζίεβιτς, Γ. Βασιλειάδης, Κων. Καλούσης, Γ. Σαπιρίδης, Ν. Τζιμόπουλος Χάνια, Πανδοχεία, Ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης 1875-1917, Αλεξ. Γρηγορίου, Εκδόσεις University Studio Press thessarchitecture.wordpress.com / ΜΕΓΑΡΟ ΣΟΥΡΟΥΤΖΙΕΒΙΤΣ, neoclassicalgreece.blogspot.gr, Θεσσαλονίκης Εγκόλπιον (1987, εκδόσεις Εξάντας), Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων (2006, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)