Η πόλη ως πεδίο διαπραγμάτευσης: Kέντρο και γειτονιές, δημόσιος και ιδιωτικός χώρος

Ας ξανασκεφτούμε τους χώρους της πόλης.

Άρης Καλαντίδης
η-πόλη-ως-πεδίο-διαπραγμάτευσης-kέντρο-918547
Άρης Καλαντίδης

Παρεμβάσεις όπως αυτή που σχεδιάζεται για Πλατεία Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη, ή για την Οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα κι αντίστοιχα για μια σειρά από άλλες πόλεις της Ελλάδας, είναι αυτές που αποσπούν σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα την προσοχή των ΜΜΕ και του κοινού. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η πολιτική επικοινωνία είναι και ο κύριος στόχος τους. Πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός πως σε πόλεις με πολυδιάστατα και ιδιαίτερα σύνθετα προβλήματα τα περισσότερα σχέδια αφορούν συνήθως τους χώρους με τις λιγότερες ανάγκες;

Άλλες μεγαλύτερης κλίμακας, και σημαντικότερων επιπτώσεων παρεμβάσεις, εμφανίζονται σαν πυροτεχνήματα, με διαφημιστική γλώσσα κι ελλιπή τεκμηρίωση: ο μητροπολιτικός πόλος Ελληνικού – Αγίου Κοσμά καθώς και όλο το παραλιακό μέτωπο από τον Πειραιά μέχρι τη Γλυφάδα· η μεταφορά Υπουργείων στις πρώην εγκαταστάσεις της ΠΥΡΚΑΛ στον Υμηττό· η επέκταση του μετρό με τους νέους σταθμούς σε πράσινους ανοιχτούς χώρους της πόλης κι άλλα πολλά.

Υπάρχουν βέβαια καλά επιχειρήματα για την ενασχόληση με το κέντρο της πόλης. Το κέντρο έχει πρώτ’απ’όλα μεγάλη συμβολική σημασία.

Στο συλλογικό μας φαντασιακό ανήκει σε όλους τους κατοίκους της πόλης, σε αντίθεση με τις γειτονιές. Είναι επίσης αυτό που συμβολίζει την πόλη, είναι μια συνεκδοχή – το «μέρος για το όλον».

Όταν φανταζόμαστε μια ξένη πόλη, ο νους μας πάει αυτομάτως στο κέντρο, κυρίως αν δεν την γνωρίζουμε καλά. Αλλά και σε επίπεδο πρακτικών, τα κέντρα των πόλεων τα χρησιμοποιούν πέρα από τους κατοίκους και τους εργαζόμενους, και εκτός πόλης επισκέπτες, κάτι που ισχύει λιγότερο για τις γειτονιές. Σε πόλεις μάλιστα σαν την Αθήνα όπου το χονδρεμπόριο (άλλοτε και οι βιοτεχνίες) είναι συγκεντρωμένες στο κέντρο, η σημασία του είναι υπερτοπική. Γι’ αυτό μια ενασχόληση με το κέντρο της πόλης είναι πάντα μια ενασχόληση που αφορά αν όχι περισσότερο, σίγουρα εξίσου τους κατοίκους και τους επισκέπτες της. Δεν είναι τυχαίο πως μιλάμε για τη «βιτρίνα» της πόλης. Όμως θέλουμε πράγματι πρωτίστως παρεμβάσεις στη βιτρίνα όταν η πόλη ζει κυρίως στις γειτονιές της;

Το ερώτημα δεν απαντάται εύκολα, καθώς οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες ορίζεται μια γενική στρατηγική για την πόλη ή έχουν παγώσει ή έχουν αποδυναμωθεί. Τρανό παράδειγμα το ρυθμιστικό σχέδιο (δηλαδή ο ολοκληρωμένος χωρικός προγραμματισμός) που από ανεξάρτητος οργανισμός με ελεγκτικές δικαιοδοσίες, έχει υποβαθμιστεί σε διεύθυνση του υπουργείου και είναι ουσιαστικά μη προσβάσιμο. Αντί για έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό, παρατηρούμε παρεμβάσεις – ή ανακοινώσεις παρεμβάσεων – αποσπασματικές, χωρίς συνδέσεις μεταξύ τους και χωρίς κάποιο ευρύτερο σχέδιο που να θέτει προτεραιότητες. Όπως ακριβώς ο βραχύβιος ποδηλατόδρομος της οδού Πανεπιστημίου που ξεκινούσε από το πουθενά και κατέληγε στο πουθενά.

Αλλά και ένα ρυθμιστικό σχέδιο, δηλαδή ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού, δεν είναι από μόνο του εγγύηση ποιότητας. Με ποιες διαδικασίες παράγεται ένας κεντρικός σχεδιασμός, με πόση διαφάνεια και δημόσια συζήτηση έχει τεράστια σημασία. Όσο η διαδικασία αυτή παραμένει στη σκιά, είναι εύκολο να γίνει έρμαιο υπόγειων πολιτικών πιέσεων διαφόρων οικονομικών λόμπι. Ούτε η δημόσια διαβούλευση παρέχει βεβαιότητες, αλλά μπορεί τουλάχιστον να βγάλει στην επιφάνεια και να καταδείξει τις πιέσεις, οι οποίες αλλιώς περνούν απαρατήρητες. Σήμερα ακατανόητα κείμενα δημοσιεύονται προς σχολιασμό (και διαβούλευση) κρύβοντας τελικά το περιεχόμενο σε δημόσια θέα. Ακόμη και το opengov, θεωρητικά ένα εξαιρετικό εργαλείο για περισσότερη διαφάνεια στη δημοκρατική διακυβέρνηση, δεν είναι εργαλείο διαβούλευσης (δηλ. συζήτησης), αλλά ένας μονόδρομος: κείμενο-σχολιασμός. Λείπει η ανταλλαγή απόψεων, η σύγκρουση, η διαπραγμάτευση – όλα τα στοιχεία δηλαδή που ανήκουν στην δημοκρατική σφαίρα. Χωρίς ένα σύνθετο αλλά λειτουργικό σύστημα συμμετοχής, δεν μπορεί να υπάρξει και πραγματικός ολοκληρωμένος σχεδιασμός.

Ένα πλαίσιο ολοκληρωμένου χωρικού προγραμματισμού δεν μπορεί να αφορά ούτε μόνον το κέντρο της πόλης ούτε μόνον τον δημόσιο χώρο. Αντίθετα ορίζει και τις σχέσεις ανάμεσα στο κέντρο, τις γειτονιές και την περιφέρεια, την σχέση της πόλης με το πράσινο και το περιβάλλον, αφορά τους τόπους εργασίας, τους χώρους πολιτισμού και αναψυχής, τις κοινωνικές και τεχνικές υποδομές της, την κινητικότητα, την κατοικία και πολλά ακόμη. Έχει σημασία να τα κοιτάζουμε και να τα σχεδιάζουμε όλα αυτά μαζί, παρά τα διακριτά εργαλεία που χρειαζόμαστε για να τα αναλύσουμε και να τα προετοιμάσουμε.

Η πανδημία του COVID-19 έδειξε με πολύ έντονο τρόπο πόσο συνδέονται μεταξύ τους όλες οι πτυχές της πόλης. Κατέδειξε ανάμεσα στ’άλλα και την σχέση ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο.

Από τον δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό

Έχουν περάσει πλέον δυο χρόνια από το ξέσπασμα της πανδημίας. Ενώ όλοι προσπαθούμε να ανταπεξέλθουμε στην καθημερινότητά μας, κάποιοι κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες από άλλους, υπάρχουν ήδη συζητήσεις για το πώς θα ζήσουμε μαζί «την επόμενη μέρα» – ιδιαίτερα συζητήσεις για το μέλλον του δημόσιου χώρου.

Ο τρόπος με τον οποίο κατανοώ τον δημόσιο χώρο εδώ, είναι ο χώρος όπου είναι δυνατές οι τυχαίες συναντήσεις με τον/την «άγνωστο άλλο/άγνωστη άλλη». Αυτό χρειάζεται εξήγηση: Δεν περιμένετε να δείτε έναν απρόσκλητο άγνωστο στον ιδιωτικό σας χώρο (και αν συμβεί, έχετε κάθε λόγο να ανησυχήσετε), αλλά θεωρείτε δεδομένο ότι θα πέσετε πάνω σε αγνώστους σε δρόμους, πλατείες και πάρκα – αλλά και σε μπαρ, καταστήματα ή λεωφορεία. Ο δημόσιος χώρος, σε αυτή τη συγκεκριμένη αντίληψη, αφορά λιγότερο την ιδιοκτησία και τα δικαιώματα πρόσβασης, και περισσότερο έναν χώρο που έχει τη δυνατότητα να μας φέρει αντιμέτωπους με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε – όχι προγραμματισμένα, αλλά κατά τύχη. Σήμερα, στο πλαίσιο της πανδημίας του COVID-19 (αυτό ισχύει και για άλλες επιδημίες) είναι ακριβώς αυτή η τυχαία συνάντηση με τον δυνητικά μολυσμένο άλλο, που εκλαμβάνεται ως απειλή. Και αυτό θα μπορούσε να είναι μια σοβαρή απειλή για την ποιότητα του δημόσιου χώρου.

Η πανδημία μας υπενθυμίζει ότι έχουμε σώματα. Η «συνάντηση με τον άλλον/την άλλη» δεν είναι αφηρημένη, είναι σωματική. Η εγγύτητα και η απόσταση είναι το κλειδί. Η απόσταση όσων κυκλοφορούν απομονωμένα στα Ι.Χ. τους ή αντιστρόφως η εγγύτητα των επιβατών στο λεωφορείο είναι πολύ διαφορετικά πράγματα με δραματικά διαφορετικά αποτελέσματα για την υγεία. Είναι οι σωματικές μας λειτουργίες – που τόσο πολύ μας αρέσει να ξεχνάμε – που μας κάνουν απειλή: ο βήχας, το φτέρνισμα, η αναπνοή μας, ο ιδρώτας μας. Οι συναντήσεις σε δημόσιο χώρο είναι συναντήσεις σωμάτων. Και τα σώματα έχουν ικανότητες και αναπηρίες, τα σώματα έχουν φύλα και επιθυμίες, έχουν ηλικία και έχουν παθήσεις. Το αφηρημένο «άτομο» που χρησιμοποιείται ως μονάδα σε κάθε διαμόρφωση πολιτικής δεν είναι τελικά τόσο αφηρημένο. Η πανδημία αυτό το κάνει οδυνηρά σαφές.

Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τον δημόσιο χώρο χωρίς τον να τον συσχετίσουμε με τον ιδιωτικό. Οι τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας για την ενδοοικογενειακή βία έχουν σημειώσει σημαντική αύξηση στις κλήσεις από την αρχή της πανδημίας, δείχνοντας για άλλη μια φορά αυτό που μας έλεγαν οι φεμινίστριες: ότι ενώ ο ιδιωτικός χώρος «το σπίτι» είναι ένα ασφαλές μέρος για κάποιους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αποτελεί απειλή για άλλες/άλλους – κυρίως γυναίκες, εφήβους, παιδιά και queer άτομα. Συστημικά άνισες έμφυλες σχέσεις, το συνεχές υπαρξιακό άγχος ή η οικονομική ανασφάλεια είναι σίγουρα μερικές από τις αιτίες αυτής την βία στον ιδιωτικό χώρο. Αυτά σε συνδυασμό με τον περιορισμό στο σπίτι και τον σχετικό ή απόλυτο αποκλεισμό από τον δημόσιο χώρο, βρίσκονται πίσω από αυτήν την άλλη επιδημία, την επιδημία οικιακής βίας. Η σχέση των ανθρώπων με τον δημόσιο χώρο εξαρτάται από τη σχέση τους με τον ιδιωτικό χώρο και το αντίστροφο.

Αυτό που καθιστούν σαφές τα παραπάνω είναι η βαθιά, δομικά άνιση σημασία του δημόσιου χώρου για διαφορετικούς ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες. Αντί να είναι ο μεγάλος ισοσταθμιστής, όπως διαβάζουμε συχνά, η πανδημία εκθέτει και επιδεινώνει τα υπάρχοντα ρήγματα της κοινωνίας, και ο χώρος, ιδιωτικός και δημόσιος, είναι εκεί όπου όλα αυτά εκδηλώνονται: Οι οικογένειες που ζουν μαζί σε μικροσκοπικά διαμερίσματα έχουν πολύ διαφορετική ανάγκη για δημόσιο πάρκο από μια οικογένεια σε μια προαστιακή βίλα. Τα αδέρφια που μοιράζονται έναν μόνο υπολογιστή στο σπίτι για να μπορούν να παρακολουθούν διαδικτυακά μαθήματα χρειάζονται τη δημόσια βιβλιοθήκη περισσότερο από εκείνα που έχουν έναν υπολογιστή το καθένα. Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα αυτοκίνητο εξαρτώνται περισσότερο από τα μέσα μαζικής μεταφοράς από εκείνους με δύο αυτοκίνητα στο νοικοκυριό. Οι γυναίκες που ζουν υπό τη απειλή συνεχούς βίας στο σπίτι, μπορεί να βιώσουν τον δημόσιο χώρο ως πιο ασφαλή από την ιδιωτικότητα του σπιτιού τους. Και για όσους δεν έχουν καν σπίτι – ο δημόσιος χώρος είναι το μόνο που απομένει.

Εάν η πανδημία μπορεί να μας διδάξει κάτι (και δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος), είναι ότι πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημασία του χώρου, όχι απλώς ως ένα μεγάλο κενό που μας περιβάλλει, αλλά ως κάτι που κάνουμε εμείς οι ίδιοι με τις καθημερινές μας πρακτικές, σε αλληλεπίδραση με άλλους. Αλλά τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό συγκεκριμένα;

Ας ξανασκεφτούμε τους χώρους της πόλης

Μια επανεξέταση της σημασίας του δημόσιου χώρου σημαίνει ότι τον εκτιμούμε ως τον κατεξοχήν δημοκρατικό χώρο. Ο οποίος θα χρηματοδοτείται γενναιόδωρα και θα αντιμετωπίζεται με μεγάλη προσοχή είτε είναι το πάρκο, η πλατεία, ο δρόμος, το λεωφορείο, το τρένο κ.λπ. Ο δημόσιος χώρος είναι ο χώρος τον οποίο χρειάζονται περισσότερο οι πιο αδύναμοι και αδύναμες στις κοινωνίες μας. Είναι όμως και ο χώρος των τυχαίων συναντήσεων, των συναναστροφών και της παρουσίας των άλλων.

Σημαίνει επίσης ότι η επικέντρωσή μας στον δημόσιο χώρο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τι συμβαίνει πίσω από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, θα είναι πάντα μονομερής. Αυτό ξαναφέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη και για μια νέα πολιτική προσβάσιμης κατοικίας, τοπική και εθνική, αλλά και για κοινωνικές υπηρεσίες υποστήριξης ατόμων που έχουν ανάγκη.

Σημαίνει την επανεργοποίηση των μηχανισμών ολοκληρωμένου χωρικού προγραμματισμού και σχεδιασμού, αλλά και των μηχανισμών ελέγχου της εφαρμογής του. Με άλλα λόγια την επανενεργοποίηση των οργανισμών ρυθμιστικών σχεδίων.

Σημαίνει δημόσια συζήτηση τόσο για τα επιμέρους θέματα ενός τέτοιου πλαισίου (π.χ. κατοικία, κινητικότητα, περιβάλλον), για τη σχέση κέντρου-γειτονιών όσο και για τον τρόπο που αυτά δένουν μεταξύ τους. Μια τέτοια συζήτηση προϋποθέτει διαφάνεια και προσβασιμότητα των πληροφοριών. Δεν αρκεί ούτε η ανάρτησή τους στο διαδίκτυο ούτε ο σχολιασμός στο opengov. Ιδανικά χρειάζεται χώρος ειδικά διαμορφωμένος, που να προσφέρει τη δυνατότητα συνεχούς ενημέρωσης, ανταλλαγής απόψεων και – γιατί όχι – και επιμόρφωσης των πολιτών. Κι επειδή η συζήτηση δεν αρκεί, χρειάζεται και μια επικαιροποίηση του συστήματος διαβούλευσης.

Και τέλος, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη την ιδέα των «τυχαίων σωματικών συναντήσεων», σημαίνει ότι δεν μπορούμε πλέον να σχεδιάζουμε και να διαχειριζόμαστε τόπους για αφηρημένα «άτομα» με άγνωστα χαρακτηριστικά. Μάλλον θα πρέπει να έχουμε μεγάλη επίγνωση των διαφορετικών σωμάτων με τις διαφορετικές ανάγκες που συνεπάγονται και διαφοροποιημένο σχεδιασμό.

Χρειάζονται δηλαδή μέθοδοι ανάλυσης, καταγραφής και σχεδιασμού που πηγαίνουν πέρα από την αναγκαστική αφαίρεση των στατιστικών και των «χρηστών» ως μιας ομοιογενούς ομάδας. Χρειάζονται μέθοδοι που να ξέρουν βλέπουν άτομα και ομάδες με ιδιαίτερα (ταξικά, έμφυλα, προέλευσης, ηλικίας, σωματικής διάπλασης, κ.ά.) χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ανάμεσα στ’άλλα πως οι ερευνήτριες και ερευνητές θα κατεβαίνουν στον δρόμο, θα μπαίνουν στα πάρκα, θα παίρνουν τα ΜΜΜ και θα καταγράφουν συστηματικά.

Είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε προβλέψεις σχετικά με την ακριβή μορφή που θα πάρει ο δημόσιος χώρος μετά το πέρας της πανδημίας COVID-19.

Αλλά οι χώροι δεν σχηματίζονται μόνο με φυσικούς τρόπους. Είναι προϊόντα των εικόνων που έχουμε στο φαντασιακό μας, των σχέσεών μας και των πρακτικών μας. Είναι επομένως σημαντικό να κάνουμε τώρα τις δύσκολες ερωτήσεις.

Η πολιτική βούληση για τα παραπάνω θα είναι πάντα περιορισμένη, αν και έχουμε ήδη παραδείγματα φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης που τα παίρνουν πολύ σοβαρά. Όμως χωρίς μια σημαντική πίεση από κάτω, χωρίς κοινωνικά κινήματα που να αρθρώνουν λόγο και να απαιτούν αλλαγές, τα παραπάνω κινδυνεύουν να παραμείνουν ευχολόγιο.

*Ο Άρης Καλαντίδης, συντάκτης του κειμένου, είναι Πολεοδόμος, Επισκέπτης Καθηγητής στο Manchester Metropolitan University στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Πηγή: eteron.org 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα