Η 18η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας και το Ελληνικό περίπτερο
Τα στοιχεία απροσδόκητου και η ελληνική συμμετοχή που δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από τα εγχώρια ΜΜΕ - Γράφει ο Φ. Ωραιόπουλος
Λέξεις: Φίλιππος Ωραιόπουλος
Η φετινή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας με τίτλο The laboratory of future, για τη γνώμη μου είχε κάποια στοιχεία απροσδόκητου.
Ένα από αυτά ήταν ότι το κεντρικό περίπτερο έφερε στην επιφάνεια μια Ήπειρο, την Αφρική, που εξακολουθεί να βρίσκεται στο περιθώριο του παγκόσμιου γίγνεσθαι, και που δεν έχει συνέλθει από το αποικιοκρατικό της παρελθόν.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση διεπιστημονική: ανθρωπολογική, εθνολογική, μετααποικιακή, πολιτειακή, εικαστική, έμφυλη. Μια διεπιστημονική ματιά που ευνοούσε την επινόηση ενός είδους αρχιτεκτονικής πέρα από την συμβατική.
Ένα άλλο απροσδόκητο στοιχείο ήταν ότι οι λεγόμενες χώρες του κέντρου (κεντροευρωπαϊκές: Ολλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία κ.ά.) δεν παρουσίασαν, κατά την άποψη μου, παρά εκδοχές και προσεγγίσεις κυριολεκτικές του τίτλου της έκθεσης, και επομένως αναμενόμενες και προφανείς. Αντίθετα οι χώρες της λεγόμενης περιφέρειας ή καλύτερα του παγκόσμιου Νότου (Γεωργία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ουζμπεκιστάν, Ουρουγουάη κ.ά), παρουσίασαν προσεγγίσεις επινοητικές, μεταφορικές, ποιητικές, με κριτική και ειρωνεία για το είδος της παγκοσμιοποιημένης, νεοφιλεύθερης κατάστασης της αρχιτεκτονικής και του περιβάλλοντος.
Μέσα στις τελευταίες θα κατέτασσα και το Ελληνικό περίπτερο, όπου παρουσιάστηκε μια συστηματική, αρχειακή φωτογραφική (και όχι μόνο) καταγραφή της «καταστροφής» μεγάλων (κάποιες φορές γιγάντιων) πεδίων (sites) του ελληνικού φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος για τη δημιουργία υδροηλεκτρικών σταθμών από την περίοδο του 30, αλλά κυρίως στις δεκαετίες του 50 και του 60, στη βάση μιας οικονομικής αναπτυξιακής στρατηγικής πολιτικής της συγκεκριμένης περιόδου, που για τους αρχιτέκτονες της πρότασης: Υδάτινα σώματα, «μετέτρεψαν τη γη σε χώρα».
Μια παρουσίαση με κυριολεκτικούς, μεταφορικούς και συμβολικούς όρους, για τους οποίους η ύλη του «εργαστηρίου» ήταν η γη, θα μπορούσα να προσθέσω και το νερό. Η καταγραφή αυτού του εργαστηρίου (φωτογραφικό αρχείο, μακέτες, κ.ά) αναδείκνυε, κατά την γνώμη μου, την αντίφαση (ηθική και πολιτική), όπου η καταστροφή του φυσικού και του κτισμένου περιβάλλοντος, αλλά και του ανθρωπογενούς, συνυπάρχει με τη δημιουργία υποδομών για νέους τρόπους ζωής, που σήμερα θα μπορούσαμε να το κρίνουμε διαφορετικά.
Μια τέτοια αντίφαση θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν ανοιχτό ορίζοντα συζητήσεων, για τοπικά και οικουμενικά θέματα. Από όσο έχω παρακολουθήσει, εκτός αν μου έχει διαφύγει, δεν δόθηκε η δέουσα, κατά τη γνώμη μου, παρουσίαση στον Ελληνικό τύπο (έντυπο και ηλεκτρονικό) στην συγκεκριμένη ελληνική συμμετοχή, στο πλαίσιο της σύγχρονης διεθνούς συζήτησης που έθεσε η συγκεκριμένη Μπιενάλε.
Νομίζω ότι θα άξιζε η παρουσίαση της έκθεσης σε εκθεσιακούς χώρους των πόλεων των Σχολών Αρχιτεκτονικής της χώρας, αλλά και σε εκθεσιακούς χώρους των περιοχών που έλαβαν χώρα αυτά τα έργα, με τις ανάλογες συζητήσεις-ημερίδες, στο πλαίσιο της διεθνούς συζήτησης για την αρχιτεκτονική και το περιβάλλον.
Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε το γεγονός ότι φέτος έχουν λάβει χώρα στον Ελληνικό χώρο, τεράστιες και μη αναμενόμενες περιβαλλοντολογικές και οικιστικές καταστροφές, αλλά και για ένα μέλλον που έρχεται, λόγω της κλιματικής αλλαγής και όχι μόνον.
*Ο Φίλιππος Ωραιόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας