Ιδανικά η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είναι μία μεγάλη Σοφούλη
Αρχιτεκτονική και πολιτισμική όαση στην πόλη!
Μικρή όαση, μεγάλη νοσταλγία. Η γειτονιά μου. Διαμένω στο Ντεπώ 2 λεπτά απόσταση από την μαγική Σοφούλη. Μαρέσει να χαζεύω τις υπέροχες μονοκατοικίες και να με φαντάζομαι να μένω εντός τους και να πίνω τον καφέ μου στον κήπο τους, ο οποίος βρίσκεται πάνω σε δρόμο της πόλης και μόλις δυο βήματα από την θάλασσα.
Η περιοχή της Σοφούλη σου δίνει την αίσθηση εξοχής. Μικρές και μεγάλες ”βίλες” σε απόσταση αναπνοής από την θάλασσα. Ντιζαϊνάτες, σύγχρονες, πολυώροφες, πολυκατοικίες. Λιμανάκι στο πίσω μέρος της, μικρά εμπορικά καταστήματα και ουζερί. Ιδανική για μία χαλαρή βόλτα. Ποια είναι όμως η ιστορία αυτού του ωραίου δρόμου;
Το όνομα της το πήρε από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, Έλληνας διαπρεπής, κεντρώος, φιλελεύθερος, πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε Πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.
Πριν το 1920, η παραλία της Καλαμαριάς μαζί και η παραθαλάσσια περιοχή της Σοφούλη (ή αλλιώς Αρετσού) υπήρξε μοιραίος, τελευταίος σταθμός για πολλούς από τους πρόσφυγες που άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα από τον Ρώσικο Καύκασο, τον Πόντο και άλλες περιοχές της Μικρασίας και της Θράκης στη συνέχεια.
H Καλαμαριά ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Ορισμένες επαύλεις είχαν κτιστεί στην αρχή επί της οδού Αλλατίνη (σημερινή Θεμιστοκλή Σοφούλη), σαν τελευταία επέκταση της συνοικίας των Εξοχών, κατά μήκος της οδού Βασιλίσσης Όλγας. Εκεί πλούσιοι Θεσσαλονικείς περνούσαν τις διακοπές τους.
Η Σοφούλη, άνηκε στην περιοχή των εξοχών, στα σύνορα της προσφυγομάνας Καλαμαριάς. Εκεί έφταναν κατά χιλιάδες, με ελάχιστα υπάρχοντα, εξαντλημένοι και προσβεβλημένοι από διάφορες αρρώστιες οι πρόσφυγες.
Στην παραλία της Καλαμαριάς, περνούσαν από το γνωστό ”απολυμαντήριο” και στεγάζονταν σε θαλάμους που είχαν αφήσει συμμαχικά στρατεύματα και σε σκηνές. Η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη και γενικά οι συνθήκες ζωής σκληρές και άθλιες.
Σύμφωνα με μαρτυρία από το βιβλίο ”Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο” η Καλαμαριά και το Ντεπώ πριν κατοικηθεί από τους πρόσφυγες ήταν λασποχώρι : ”Η Καλαμαριά όταν ήρθαμε ‘δω ήταν λασποχώρι θα μπορούσε να πει κανείς, δεν είχαμε φως, δεν είχαμε νερό, παρά από δημόσιες βρύσες, οι οποίες η μία με την άλλη απείχανε 500 με 600 μέτρα. Δε μπορούσαμε , όταν έβρεχε κι είχε λάσπη να βαδίσουμε, θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά συν τω χρόνω, με τη δραστηριότητα των κατοίκων και τη βοήθεια της πολιτείας που όσο μπορούσε, μας βοηθούσε, άρχισε και δω η Καλαμριά και το Ντεπώ, οι παραγκούπολεις να παίρνουν μορφή πόλεως, η οποία συν τω χρόνω, εξελισσόταν…”
Πέρα από την πλειοψηφία των Καλαμαριωτών, που εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη, μέσα στους συνοικισμούς της Καλαμαριάς και του Ντεπώ υπήρχε τοπική κίνηση. Στη Σοφούλη τότε λεωφόρος Αλλατίνη, βρισκόταν μικρά καταστήματα διαφόρων ειδών, πλανόδιοι πωλητές μικροεργαστήρια και οικοτεχνίες. Στο Ντεπώ προς την Σοφούλη βρισκόταν το ιστορικό παντοπωλείο του ”Γιώργου Μεταλλίδη”.
Οι κάτοικοι των παραλιακών συνοικισμών έβρισκαν μια ακόμα μικρή διέξοδο στα επαγγέλματα τα οποία ήταν σχετικά με την θάλασσα, ως ναυτικοί, ναυπηγοί η ψαράδες. Η καθημερινή ζωή των ανθρώπων που διέμεναν στην Σοφούλη και στην Καλαμαριά ήταν πολύ διαφορετική από τα σημερινά δεδομένα. Πέρα από τη δυστυχία της προσφυγιάς και τον αγώνα για επιβίωση, οι κάτοικοι έβρισκαν χρόνο για φροντίδα του σπιτιού, φιλικές συναντήσεις και διασκέδαση.
Στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους, οι άντρες συναντιόνταν στα καφενεία και οι γυναίκες, με τα εργόχειρα τους στις γειτονιές και στις αυλές των σπιτιών. Ειδικότερα στη Σοφούλη, υπήρχαν μικρές μονοκατοικίες με κηπίσκους. Εκεί παρέες και οικογένειες συναντιόντουσαν με χιούμορ και σπανιότερα με γλέντια στους κήπους εκεί. Σπανίως διοργάνωναν και εκδρομές στη Γεωργική Σχολή. Βόλτες, βαρκάδες και καρναβάλια, οι πρόσφυγες ξόρκιζαν την σκληρή καθημερινότητα, ξεπερνούσαν τις διαφορές της καταγωγής τους και ανέπτυσσαν βαθείς και δυνατούς δεσμούς.
Αυτός ο τρόπος ζωής και φυσικά η απομόνωση σε ένα συνοικισμό αμιγώς προσφυγικό, κράτησε ζωντανές τις διαλέκτους, τα έθιμα, τις μουσικές και τους χορούς των πατρίδων τους και ευνόησε τη μετάδοση τους στη δεύτερη προσφυγική γενιά. Όλη η περιοχή από την Σοφούλη έως την Νέα Κρήνη γέμισε μικρά σπίτια με αυλές, χωματόδρομους και αλάνες. Καθώς οι πρόσφυγες συνήθιζαν σταδιακά τη νέα τους πατρίδα, άρχιζε η συνοικία να αποκτά την δική της όψη, το δικό της ρυθμό ζωής, μια ξεχωριστή αίσθηση γειτονιάς.
Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από ” Τούβλα άσπρα, τα οποία ήταν ακατάλληλα. Ήταν ακατάλληλα τα τούβλα αυτά και ύστερα αρχινάγανε και λιώνανε, λιώνανε με τη βροχή. Ήταν από άμμο της θαλάσσης ο οποίος είχε αρμυρά μέσα και λίγο ασβέστη, χωρίς τσιμέντο λιώνανε. Τα πρώτα σπίτια ήτανε τα λεγόμενα του Τέκτων, έτσι λεγότανε. Αυτά τα κτίρια ήτανε της Πρόνοιας, κάτι τέτοιο και με νούμερα και με στοιχεία μπαίνανε οι άνθρωποι στα σπίτια. ‘Επιαναν μέχρι την γωνία Σουρμένων, Κρώμνης, Αργυρουπόλεως και Καρόλη-Δημήτρίου μέχρι γωνία Πόντου. Αυτά ήταν τα σπίτια του Τέκτων. Ναι, τα πρώτα σπίτια, έτσι θυμάμαι εγώ. Και κάτω στο Καραμπουρνάκι είχε…”
Στην Σοφούλη υπήρχαν από τότε αρχιτεκτονικά διαμάντια.
Οικία Αβράαμ Αμπαστάδο
Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ”Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών” η οθωμανική υπήκοος Λουτσία ή Λέαλ, σύζηγος Αβραάμ Αμπαστάδο και κόρη Ιακώβ Αμπαστάδο, αγοράζει τον Φεβρούαριο του 1906 από τις Έμμα και Άννα, κόρες του Μωρίς Αλλατίνι, ένα οικόπεδο το οποίο ενοποιεί με ένα γειτονικό δικό της και κτίζει εκεί ένα σπίτι. Σύμφωνα με τη χρονολογία που υπήρχε στην όψη του, το σπίτι ήταν ήδη έτοιμο το 1906. Το 1908 η Αλίς, σύζυγος του μηχανικού Φελίξ Αμάρ και κόρη του Μωύς Ασσαέλ, αγοράζει το 1908 από τον Μωύς Μορμπούργο ως πληρεξούσιο το Γκουίντο Αλλατίνι ένα οικόπεδο. Την ίδια χρονιά κτίζει εκεί ένα σπίτι το οποίο πουλάει το 1920 στον καπνέμπορο Αθαν. Λαζ Στάλιο. Κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Οικία Νικολάου Λάλα
Η οικία Νικολάου Λάλα κτίστηκε από τον Νικολάκη Μιχαήλ Λάλα σε οικόπεδο που είχε αγοράσει το 1909 από τον Ισπανό υπήκοο Ισαάκ Ιακ. Καράσσο. Τον Σεπτέμβριο ρου 1911 το πουλάει στον Βασίλη Μουσίο. Μετά το θάνατο του το 1929, το ακίνητη περίερχεται στους τρεις γιους του. Την ίδια χρονιά ο Χρήστος πουλάει το μερίδιο του στον Γεώργιο, ο οποίος φαίνεται και ως τελευταίος ιδιοκτήτης του σπιτιού πριν από την κατεδάφιση του.
Οικία Ραχμή μπέι
Το 1905 ο Ραχμή μπέηςμ υιός Ριζά, δημοτικός σύμβουλος, βουλευτής Θεσσαλονίκης και υπουργός των Ναυτικών της κυβέρνησης των Νεότουρκων, αγοράζει από τον Αλφρέδο Αλλατίνι ένα οικόπεδο στην περιοχή του μικρού Καραμπουρνού. Το 1906 κτίζει ένα σπίτι και το 1912 το πουλάει στο Βέλγο τραπεζίτη Jose Al-lard. Σύμφωνα με μαρτυρία της εγγονής του, ο Ραχμή μπέης ήταν γόνος της οικογένειας Χατζή Εβρένος από τα Γιαννιτσά και γαμπρός του Χουσεϊν Χουσνί πασά που είχε σταλεί από την Κωνσταντινούπολη ως ιδιοκτήτητης του 3ου Σώματος Στρατού.
Στα 1913 το κτίριο το οποίο είχε σχεδιάσει ο Π. Αρριγκόνι περιγράφεται ως μια ”παραθαλάσσια κατάμονος, μεγάλη τριώροφος έπαυλις.”
Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα ”Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών” , στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το κτίριο είχε επιταχθεί από τους Άγγλους για τις ανάγκες των επιχειρήσεων τους στην περιοχή και συχνά αναφέρεται ως η ”βίλλα των Αεροπόρων”.
Στη συνέχεια περιέρχεται στον μηχανικό Βασ. Δημητρίου από τον οποίο αγοράζει το 1923 η Standard Oil Company για να το πουλήσει δυο χρόνια αργότερα στο American Board Of Commisions for Foreign Mission με αντιπρόσωπο της στη Θεσσαλονίκη το κολέγιο Ανατόλια.Το 1930, μαθήτριες του κολλεγίου ίδρυσαν το σύλλογο ”Christian Effort”, με σκοπό να βοηθήσουν τα ορφανά προσφυγόπουλα της περιοχής. Δίδασκαν στα παιδιά ανάγνωση, γραφή και τα εφοδίαζαν με ρούχα. Ανακούφιζαν την δυστυχία τους με παιχνίδια και μαθήματα. Στέγασε το τμήμα των θηλέων του κολεγίου μέχρι το 1940.
Για κάποιο διάστημα πριν από την κατεδάφιση του, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τα εκπαιδευτήρια Βαλαγιάννη. Ήταν η τελευταία κατοικία της πόλης στον άξονα της οδού Αλλατίνη πριν από το στρατόπεδο πυροβολικού του Μ. Καραμπουρνού.
Στο σήμερα, ο ιστορικός δρόμος στεγάζει μερικές από τα πιο ξεχωριστά διατηρητέα κτίρια της πόλης, οι οποίες βρίσκονται κάτω από ντιζαϊνάτες, πολυόροφες, σύγχρονες πολυκατοικίες. Η Λεωφόρος Σοφούλη είναι ένας στενός δρόμος με προδιαγραφές εξωτερικού.
Μόλις δυο βήματα από την θάλασσα, με πράσινο, πιλοτές και μικρούς κηπίσκους. Με μίνιμαλ χώρους εστίασης, τοπικά ζαχαροπλαστεία και ένα ωραίο εμπορικό. Εκεί που γεννήθηκαν έρωτες, αναπτύχθηκε η ζωή των προαστίων της Καλαμαριάς, κτίστηκαν τα πρώτα σπίτια των προσφύγων και μετέπειτα οι επαύλεις.
Σήμερα κρατά σφιχτά την αίγλη της παλιάς Θεσσαλονίκης. Αναπτύσσεται αρχιτεκτονικά και αρμονικά. Και μακάρι όλη η Θεσσαλονίκη ιδανικά να έμοιαζε σε αυτό τον γραφικό δρόμο που σου φέρνει στο νου εικόνες από γειτονιές άλλων πόλεων, φροντισμένες και κομψές.
Ο κρυφός μου θησαυρός εκτός κέντρου.
Πηγές: βιβλίο ”Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο”, βιβλίο ” Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών”