Τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα στην πόλη του Βόλου
Ας δούμε μερικά από εκείνα τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα που προκαλούν θαυμασμό και διατηρούνται ως κόρη οφθαλμού.
Εικόνα εξωφύλλου: Από το Δικαστικό Μέγαρο
Μια πόλη με ιστορία και συνώνυμη της αρχοντιάς, του πλούτου και της ραγδαίας ανάπτυξης. Ο Βόλος της αστικής τάξης με τα σπουδαία κοινωνικά «τζάκια», αλλά παράλληλα και του μόχθου με την παρουσία των χιλιάδων προσφύγων της Μικράς Ασίας. Ένα μωσαϊκό ανθρώπων που επί δεκαετίες μπορούσε να συνυπάρχει αρμονικά και να δημιουργεί σε ένα τόπο που ήθελε να εξωραϊστεί και προχωρήσει προς το μέλλον.
Ο Βόλος επί της ουσίας είναι μία πόλη που σχηματοποιήθηκε και εξελίχθηκε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 και αναπτύχθηκε ραγδαία σε μία περιοχή που ως τότε ήταν ακατοίκητη με απέραντα παραθαλάσσια χωράφια, μακριά από την τουρκοκρατούμενη περιοχή Παλαιά, μέσα στο υποτυπώδες κάστρο.
Η ανάπτυξη της πόλης ήταν θεαματική και ο πρώτος που έχτισε το αρχοντικό του στον σημερινό Βόλο ήταν ο Νικόλαος Γάτσος, ο αποκαλούμενος και πρωτοοικιστής. Τον ακολούθησαν και άλλοι ντόπιοι Έλληνες, αλλά και πλούσιοι Πηλιορείτες και άρχισαν να χτίζονται υπέροχα σπίτια και θέατρα και λέσχες και εργοστάσια.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Βόλος ήταν «η μεγάλη πόλη» για όλη τη Θεσσαλία και όχι μόνο και τα κτίρια ήταν θαυμαστά και καλοδιατηρημένα, μέχρι που ο σεισμός 7,2 Ρίχτερ του 1955 κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα ισοπεδώνοντας την πόλη. Λίγα ήταν τα φημισμένα πανέμορφα αρχοντόσπιτα που απέμειναν όρθια στον Βόλο.
Σήμερα μερικά από εκείνα τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα προκαλούν θαυμασμό και διατηρούνται ως κόρη οφθαλμού όπως η «Εξωραϊστική Λέσχη Βόλου», το κινηματοθέατρο «Αχίλλειον», το Δικαστικό Μέγαρο, το κτίριο «Παπαστράτος», ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου και αρκετά ακόμη.
Το Δικαστικό Μέγαρο Βόλου καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, ανάμεσα στις οδούς Ιωλκού, Α. Γαζή, Κουταρέλια και Γαλλίας. Πρόκειται για διώροφο λιθόκτιστο κτίριο, το οποίο άρχισε να κατασκευάζεται στις αρχές του 20ου αιώνα, με δαπάνες του κληροδοτήματος Ανδρέα Συγγρού και ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1920. Στην αρχική του μορφή είχε πλούσιο διάκοσμο, από μαρμάρινα διακοσμητικά στοιχεία, πολλά από τα οποία καταστράφηκαν από τους σεισμούς του 1955. Το 1974 στην πίσω πλευρά του κτιρίου έγιναν δύο προσθήκες, ίσου ύψους με το παλιό κτίριο, προκειμένου να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες των δικαστηρίων για λειτουργικούς χώρους, προσθήκες όμως που αλλοίωσαν, ως ένα βαθμό, την αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση.
Το υπουργείο Πολιτισμού, με οριστική του απόφαση χαρακτήρισε ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο το Δικαστικό Μέγαρο Βόλου με τον περιβάλλοντα χώρο του στα όρια της ιδιοκτησίας του, γιατί αποτελεί αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα κτιρίου αρχιτεκτονικής δημοσίου κτιρίου της περιόδου του μεσοπολέμου, σημαντικό για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής στην περιοχή».
Ο αρχιτέκτονας και πρόεδρος των Κατασκευαστών Μαγνησίας Τριαντάφυλλος Παπαγεωργίου μιλώντας στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων είπε ότι «ο Βόλος από αρχιτεκτονικής πλευράς είχε και εξακολουθεί κτίσματα εξαιρετικού ενδιαφέροντος, αλλά πολλά περισσότερα χάθηκαν την περίοδο των μεγάλων σεισμών. Τα γνωρίζουμε μέσα από φωτογραφίες της εποχής και θαυμάζουμε τον ζήλο και το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την λεπτότητα των στοιχείων που αποτυπώνονταν στα κτίρια της πόλης. Υπήρχε μία σπουδαία αστική τάξη στον Βόλο που προσπαθούσε όχι ματαιόδοξα και ανταγωνιστικά, να ξεπεράσει τους άλλους, αλλά για να δημιουργήσει και αφήσει ως κληρονομιά στους επόμενους σπουδαία κτίρια που μετέτρεπαν την πόλη σε ένα σημαντικό αστικό κέντρο ένα αιώνα πριν».
Η «Εξωραϊστική Λέσχη Κοινωνίας Βόλου» εξακολουθεί να είναι ένα θαυμαστό αρχιτεκτονικό μνημείο που αντανακλά τον πλούτο και την ευημερία της πόλης. Αρχικά ήταν σπίτι της οικογένειας Σαραφόπουλου στη διασταύρωση Δημητριάδος με την Ι. Καρτάλη χτισμένο το 1890 με σχέδια Γάλλου αρχιτέκτονα. Ήταν ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής, ρυθμού μπαρόκ με πάρα πολλά στοιχεία ροκοκό. Ο εξωτερικός του χρωματισμός ήταν μπεζ και κόκκινος και κατακόκκινος ήταν και ο διάκοσμος που φάνταζε σαν ένα αληθινό κέντημα . Ιδρυτής του σπιτιού ήταν ο Ιωάννης Σαραφόπουλος που πέθανε λίγα χρόνια μετά την αποπεράτωση του κτίσματος. Ούτε όμως οι απόγονοι του ευτύχησαν να το κατοικήσουν για πολύ καιρό. Διέμεινε στο υπέροχο κτίριο ο Ετέμ πασάς,κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής του Βόλου κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897. Λέγεται ότι χρησιμοποίησε τον υπέρκομψο τρίτο όροφο για θέατρο και κέντρο ψυχαγωγίας.(Πληροφορίες από το βιβλίο «Ο Βόλος μέσα από την ομίχλη του χρόνου» – Ελένη Γ. Τριάντου).
Το κτίριο με τον καινούριο αιώνα πέρασε στα χέρια των αστών του Βόλου που εκεί στέγασαν τον σύλλογό τους και ήταν η Λέσχη που γίνονταν οι σημαντικές συναντήσεις και εκδηλώσεις την εποχή εκείνη.
Στους σεισμούς του 1955 το σπουδαίο κτίριο «έχασε» τον τρίτο όροφο που σωριάστηκε σε σωρό ερειπίων μαζί με χιλιάδες άλλα κτίρια του Βόλου.
Το «Αχίλλειον» είναι ένας ναός της Έβδομης Τέχνης από την κατασκευή του. Δεσπόζει στην κεντρική παραλία του Βόλου από το 1928 όταν και κατασκευάσθηκε, με τη θαυμάσια πρόσοψή του και πρόκειται για τον πιο παλιό κινηματογράφο του Βόλου. Πρωτοποριακό στοιχείο για εκείνα τα χρόνια ήταν το γεγονός ότι διέθετε ανοιγόμενη οροφή. Το «Αχίλλειον» ήταν δημιουργία του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Χατζηαργύρη και ιδιοκτησία της οικογένειας Σπάη. Για αρκετά χρόνια την εκμετάλλευση την είχε ο σημαντικός κινηματογραφιστής Κώστας Τζερτζαϊλιδης από την Λάρισα μέχρι που το 1998 το κτίριο αγοράστηκε από τον Δήμο Βόλου.
Το πασίγνωστο «Κτίριο Παπαστράτου» αποτελεί σημείο αναφοράς της παραλίας του Βόλου με τους δύο χαρακτηριστικούς τρούλους στην πρόσοψή του και επρόκειτο για την καπναποθήκη Παπαστράτου που αποτελούνταν από συγκρότημα δύο αποθηκών. Η ανέγερση της πρώτης αποθήκης (δεν σώζεται σήμερα) το 1926, ξεσήκωσε μακροχρόνια δικαστική διαμάχη μεταξύ της Λιμενικής Επιτροπής Βόλου και της καπνοβιομηχανίας των αδελφών Παπαστράτου αφού η Λιμενική Επιτροπή ισχυριζόταν ότι ο χώρος της ανήκει καθώς είχε επιχωματωθεί προ εικοσιπενταετίας με δαπάνες του Λιμενικού Ταμείου. Ενδιαφέρον επίσης για τον χώρο είχε εκδηλώσει και ο Δήμος για την ανέγερση εκεί του Δημαρχείου της Πόλης. Η δεύτερη αποθήκη, εκείνη με τους τρούλους που σώζεται σήμερα, προστέθηκε το 1935.
Το 1985 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ανακαινίστηκε και στεγάζει τις σχολές των Επιστημών του Ανθρώπου καθώς και τις πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου αφού ο Βόλος αποτελεί την έδρα του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
Ο βυζαντινός καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου ξεκίνησε να χτίζεται το 1928 και εγκαινιάστηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1934 από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό και είναι έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου πάνω στα θεμέλια παλαιότερου ναού που είχε καεί στις 21 Ιουνίου 1898 αλλά μέσα σε 53 ημέρες κτίστηκε μία μικρή πέτρινη μικρή και προσωρινή, η οποία λειτουργούσε μέχρι το 1934.
Το μοναδικής τέχνης καμπαναριό του Αγίου Νικολάου σε ρυθμό ροκοκό μπαρόκ, χτίστηκε μεταξύ των ετών 1886 – 1890 από Ιταλούς τεχνίτες με σχέδια του Ιταλού μηχανικού Εβαρίστο Ντε Κίρικο, πατέρα του γνωστού μεγάλου Ιταλού ζωγράφου Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο. Το καμπαναριό, σημείο αναφοράς για την πόλη του Βόλου, υπέστη σοβαρές και εκτεταμένες ζημιές από τους σεισμούς του 1980 και αναστηλώθηκε ως διατηρητέο μνημείο με τα ίδια μάρμαρα το 1999.
Ο αρχιτέκτονας Τριαντάφυλλος Παπαγεωργίου επεσήμανε ακόμη ότι «ευτυχώς ό,τι απέμεινε μετά τους σεισμούς καταφέραμε να το διατηρήσουμε. Στον Βόλο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν σπουδαία κτίσματα με υπογραφές κορυφαίων μηχανικών. Το συγκρότημα της άλλοτε καπνοβιομηχανίας “Ματσάγγος”, που σήμερα στεγάζει το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Βόλου αποτελεί έξοχο δείγμα βιομηχανικού κτιρίου στην καρδιά της πόλης. Το ξενοδοχείο “Domotel Ξενία” με την υπογραφή του σπουδαίου αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Το δημαρχείο Βόλου με πηλιορείτικη αρχιτεκτονική του Δημήτρη Πικιώνη. Η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη που γκρεμίστηκε από τους σεισμούς και αναστηλώθηκε κατά γράμμα από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ο ναός της Αγίας Τριάδας με αγιογραφίες του κορυφαίου ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου που καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία καθώς και δεκάδες άλλα κτίρια αστικής μορφής και ακόμη περισσότερα της βιομηχανικής εποχής».
Όλα τα κτίρια του Βόλου που διασώθηκαν αποτελούν μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς και έχουν κριθεί διατηρητέα από το υπουργείο Πολιτισμού.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ/ Ηλίας Παπαδημητρίου