Το εντυπωσιακό παλιό ξενοδοχείο των Σερρών που παίρνει πάλι ζωή
Η σημασία της διατήρησης των παλαιών κτηρίων - Το παράδειγμα άλλων χωρών
Όποιος έχει σηκώσει τα μάτια του περπατώντας στη γωνία Ερμού με Παύλου Μελά, στο κέντρο της πόλης των Σερρών, δύσκολα μένει ασυγκίνητος. Πίσω από τους ξεθωριασμένους σοβάδες και τις σπασμένες γρίλιες, κρύβεται μια αρχιτεκτονική φυσιογνωμία που για δεκαετίες στοιχειώνει το κέντρο των Σερρών, το ξενοδοχείο Majestic. Ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα εκλεκτικισμού της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα, που μετά από χρόνια απαξίωσης φαίνεται επιτέλους να κερδίζει μια δεύτερη ευκαιρία.
Η ιστορία του ξεκινά το 1929, σε μια περίοδο που οι Σέρρες προσπαθούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το καπνεμπόριο γνωρίζει άνθηση και η πόλη αποκτά τρία εμβληματικά ξενοδοχεία: το Κωνσταντινούπολις (1928), το Majestic (1929) και το Μητρόπολις (1932). Στόχος τους δεν ήταν ο τουρισμός, που εκείνη την εποχή ήταν μία άγνωστη έννοια, αλλά η φιλοξενία εμπόρων, βιοτεχνών και τεχνικών που επισκέπτονταν τον νομό.
Τριώροφο και τολμηρό στην αρχιτεκτονική του, το Majestic χτίστηκε από τους αδελφούς Χατζηνικολάου, σε σχέδια του μηχανικού Παναγιωταρέα, με εργολάβο τον Περικλή Σταυρίδη. Ο πλούσιος art deco διάκοσμος, η χαρακτηριστική καμπυλότητα στη γωνία, τα σαχνισί και τα εμφανή φουρούσια από μπετόν, συνθέτουν ένα πρωτοποριακό μνημείο αστικής αρχοντιάς. Στην πρόσοψη συναντά κανείς αναγεννησιακά και μπαρόκ μοτίβα, περίτεχνα περιθυρώματα και ένα γείσο σαν δαντέλα. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται από τα πρώτα παραδείγματα ελβετικού τύπου κτιρίου με μεγάλη στέγη σε αστικό περιβάλλον της Μακεδονίας.
Για χρόνια υπήρξε ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της πόλης. Το όνομά του υποσχόταν αίγλη και πολυτέλεια, ενώ στους χώρους του φιλοξενήθηκαν προσωπικότητες αλλά και εκδηλώσεις της εποχής, όπως η Μις Μακεδονία–Θράκη που πέρασε από εκεί όπως αναφέρεται.
Όμως, οι καιροί άλλαξαν. Η πόλη επεκτάθηκε, οι ανάγκες διαφοροποιήθηκαν, και σιγά-σιγά το Majestic άρχισε να χάνει την εμπορική του ταυτότητα. Η έλλειψη συντήρησης το οδήγησε σε μαρασμό και τελικά σε πλήρη εγκατάλειψη. Για δεκαετίες έστεκε σκοτεινό, μελαγχολικό, σαν φάντασμα του εαυτού του, ενώ οι εκάστοτε προσπάθειες αποκατάστασης προσέκρουαν σε τεχνικά, οικονομικά και γραφειοκρατικά εμπόδια.
Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ανέγερσή του, το Majestic φαίνεται να επιστρέφει. Το κτήριο πέρασε στα χέρια νέου ιδιοκτήτη, ο οποίος ξεκινά εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης. Στόχος του είναι να αναγεννηθεί ως κατοικία, με σεβασμό στην ιστορική και αρχιτεκτονική του ταυτότητα.
Η εξωτερική όψη θα αποκατασταθεί στην αρχική της μορφή, ενώ στο εσωτερικό θα αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό. Ήδη έχουν ξεκινήσει καθαρισμοί και απομακρύνθηκαν μπάζα και σκουπίδια δεκαετιών. Οι διαδικασίες μπορεί να είναι χρονοβόρες, όπως συμβαίνει πάντα με τα διατηρητέα, αλλά για πρώτη φορά εδώ και χρόνια υπάρχει μία χειροπιαστή προοπτική.
Οι Σερραίοι ελπίζουν να δουν ξανά φως στα παράθυρά του και να αποκτήσει ξανά ζωή η γωνία της Ερμού με την Παύλου Μελά. Γιατί, σε αντίθεση με τόσα άλλα κτήρια που χάθηκαν, το Majestic φαίνεται πως αρνήθηκε να παραδοθεί στη λήθη.
Και τώρα, κοιτά όχι μόνο το χθες που το γέννησε, αλλά και το αύριο που ίσως το ξανακάνει κόμβο αστικής ζωής. Όπως του αξίζει.
Γιατί τα παλιά κτήρια χρειάζονται μια δεύτερη ζωή
Το ξενοδοχείο Majestic στις Σέρρες είναι μόνο ένα παράδειγμα από τα δεκάδες – ίσως και εκατοντάδες – κτήρια που στέκουν βουβά στο αστικό μας τοπίο, κουβαλώντας στις πέτρες και στους τοίχους τους μνήμες μιας ολόκληρης εποχής. Όταν ένα τέτοιο κτήριο ξαναζωντανεύει, όπως συμβαίνει σήμερα με το Majestic, δεν πρόκειται απλώς για μια πράξη αρχιτεκτονικής αποκατάστασης. Είναι μια πράξη συλλογικής μνήμης.
Οι πόλεις μας, μεγάλες ή μικρές, από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη έως τις Σέρρες, τη Δράμα ή τα Γιάννενα, δεν είναι μόνο δρόμοι, καταστήματα και καινούρια διαμερίσματα. Είναι κυρίως τα σημάδια που άφησε ο χρόνος επάνω τους. Τα αρχοντικά, τα ξενοδοχεία, οι καπναποθήκες, τα παλιά νεοκλασικά. Κάθε ένα από αυτά αφηγείται μια ιστορία για το ποιοι ήμασταν, πώς ζούσαμε, τι ονειρευόμασταν ως κοινωνία.
Η μνήμη μέσα στην πόλη
Η αποκατάσταση ενός κτηρίου δεν αφορά μόνο την αισθητική του χώρου. Αφορά τη διατήρηση της ταυτότητας μιας πόλης. Όταν γκρεμίζεται ένα παλιό αρχοντικό, δεν χάνεται μόνο μια όμορφη πρόσοψη· χάνεται ένα κομμάτι συλλογικής εμπειρίας, μια γέφυρα με το παρελθόν. Αντίθετα, όταν ένα διατηρητέο αναγεννιέται, η πόλη θυμάται. Και οι νέες γενιές έχουν κάτι χειροπιαστό να συνδέσει την καθημερινότητά τους με την ιστορία.
Οι ιδιώτες σώζουν την κατάσταση
Τις περισσότερες φορές, οι πρωτοβουλίες αποκατάστασης ξεκινούν από ιδιώτες που αποφασίζουν να επενδύσουν χρόνο και χρήμα σε μια δύσκολη διαδικασία. Είναι αυτοί που δίνουν ξανά ζωή σε ερειπωμένα ξενοδοχεία, νεοκλασικά ή βιομηχανικά κελύφη. Όμως, μπορεί η ζωντανή καταγραφή της ιστορίας μας να επαφίεται αποκλειστικά στο μεράκι και την τσέπη των ιδιωτών;
Το κράτος, διαχρονικά, δείχνει συχνά να μένει πίσω. Τα θεσμικά πλαίσια είναι αυστηρά, οι διαδικασίες χρονοβόρες, οι επιδοτήσεις ελάχιστες. Παράλληλα, η αίσθηση ότι η αρχιτεκτονική κληρονομιά είναι κάτι περισσότερο από «ακίνητη περιουσία» δεν έχει περάσει ποτέ πραγματικά στην πολιτική πράξη.
Μια πολιτική μνήμης
Η αποκατάσταση και η διατήρηση των παλιών κτηρίων δεν είναι απλώς αισθητικό καθήκον. Είναι πολιτική πράξη μνήμης. Ένα ζήτημα που θα έπρεπε να βρίσκεται στον πυρήνα της αστικής πολιτικής. Γιατί κάθε φορά που διασώζεται ένα Majestic, διασώζεται μαζί του ένα κομμάτι της ταυτότητάς μας.
Αν οι πόλεις θέλουν να προχωρήσουν στο μέλλον χωρίς να γίνουν άψυχες, ομοιόμορφες εκτάσεις τσιμέντου, χρειάζεται συνέργεια: κράτους, τοπικής αυτοδιοίκησης και ιδιωτών. Μόνο έτσι οι Σέρρες, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα, μπορούν να συνεχίσουν να αφηγούνται την ιστορία τους όχι μόνο μέσα από βιβλία και φωτογραφίες, αλλά μέσα από τους ίδιους τους δρόμους τους. Κι αν το ίδιο το κράτος σε πολλές περιπτώσεις αδυνατεί να αξιοποιήσει τον κτηριακό της θησαυρό, τα κίνητρα προς τους ιδιώτες δείχνουν να είναι η μόνη λύση στο πρόβλημα. Κίνητρα όπως η απαλλαγή ΕΝΦΙΑ, η δυνατότητα δανείων, προγράμματα κ.α. που όμως δε φαίνεται να αποτελούν ισχυρή ώθηση, θεωρώντας μέχρι και σήμερα πολλοί πολυτέλεια την αποκατάσταση παλιών κτηρίων.
Το παράδειγμα άλλων χωρών
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη κρατική προτεραιότητα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα Maisons du Patrimoine σε κάθε νομό παρέχουν τεχνική και οικονομική στήριξη σε όσους αναλαμβάνουν την αποκατάσταση ενός ιστορικού κτηρίου. Στην Ιταλία, τα φορολογικά κίνητρα για την ανακαίνιση διατηρητέων έχουν δώσει «δεύτερη ζωή» σε ολόκληρες συνοικίες, από τα κέντρα μεγάλων πόλεων μέχρι μικρά χωριά της Τοσκάνης. Στη Γερμανία, η Δρέσδη και η Λειψία αποτελούν παραδείγματα πόλεων που επένδυσαν συστηματικά στη διάσωση της ιστορικής τους φυσιογνωμίας, προσελκύοντας όχι μόνο τουρισμό αλλά και μόνιμους κατοίκους που εκτίμησαν το μείγμα παράδοσης και σύγχρονης ζωής. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι η προστασία του παρελθόντος δεν είναι πολυτέλεια, αλλά στρατηγική ανάπτυξης.
Τελικά, κάθε Majestic που σώζεται δεν είναι απλώς ένα όμορφο κτίριο που ξαναβρίσκει την παλιά του λάμψη· είναι μια υπενθύμιση ότι οι πόλεις μας έχουν ψυχή, και αυτή βρίσκεται στις μνήμες που κουβαλούν οι τοίχοι τους. Αν θέλουμε να ζούμε σε τόπους με ταυτότητα και συνέχεια, η αποκατάσταση και η φροντίδα της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς δεν είναι επιλογή, αλλά υποχρέωση. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κοιτάζουμε το μέλλον χωρίς να έχουμε προδώσει το παρελθόν μας.