11,9 μονάδες έχει πέσει η ΝΔ από τον Οκτώβριο του 2019!
Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς - Προς νέο πολιτικό τοπίο οδεύει η χώρα;
Τη 10η κατά σειρά έκδοση της περιοδικής ανάλυση των πολιτικών ερευνών Εκλογικές Τάσεις, που δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις εκλογές του 2019 και μετά σε επιμέλεια των Δανάης Κολτσίδα, πολιτικής επιστήμονα και διευθύντριας του ΙΝΠ, και Κώστα Πουλάκη, μαθηματικού, δημοσίευσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Οι Εκλογικές Τάσεις #10 καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα Νοεμβρίου του 2021 μέχρι και σήμερα και παρουσιάζουν τα βασικά δημοσκοπικά ευρήματα της περιόδου αυτής, σε εθνικό κυρίως, αλλά και σε ευρωπαϊκό/διεθνές επίπεδο, και επιχειρούν μια ανάλυση και ερμηνεία τους, εστιάζοντας στις προκλήσεις και τις στρατηγικές επιλογές των κομμάτων.
Ολόκληρη η ανάλυση και το σχετικό υλικό βρίσκεται διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου.
Ακολουθούν μερικά βασικά σημεία της ανάλυσης :
Ως προς το πολιτικό πλαίσιο και κλίμα:
Τη θέση της πανδημίας -η οποία ωστόσο εξακολουθεί να είναι απειλητικά παρούσα- ως κυρίαρχης κρίσης έχει πλέον καταλάβει η εκτός ελέγχου κρίση τιμών στην ενέργεια και σε μια σειρά βασικά αγαθά, των τροφίμων μη εξαιρουμένων, και ο πόλεμος που διεξάγεται κυριολεκτικά στην «αυλή» μας, δημιουργώντας αγανάκτηση και ανασφάλεια στους πολίτες όλης της Ευρώπης, αλλά και ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην παγκόσμια γεωπολιτική ιστορία.
Κρίση τιμών – Ακρίβεια: Η ακρίβεια έχει επιδεινωθεί ραγδαία τους τελευταίους δύο μήνες και έχει αναδειχθεί, σε συνδυασμό με την γενικότερη κατάσταση της οικονομίας, στο σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας. Το πεδίο αυτό αποτελεί το αδύναμο σημείο της κυβερνητικής πολιτικής, αφού η διαχείριση της ακρίβειας από την κυβέρνηση αξιολογείται αρνητικά από τους πολίτες σε πολύ υψηλό ποσοστό.
Πανδημία: Αν και η πανδημία απέχει πολύ από το να βρίσκεται στο «τελευταίο μίλι» της, όπως ισχυρίστηκε προ καιρού ο πρωθυπουργός, οι αναφορές των πολιτών σε αυτή, όταν καλούνται να ιεραρχήσουν το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας αποκλιμακώνονται σταδιακά και από τον Φεβρουάριο και μετά αυτή βρίσκεται στη δεύτερη θέση των σημαντικότερων προβλημάτων της χώρας. Ωστόσο, η καθημερινή αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων που καταγράφεται τις τελευταίες ημέρες, ενδέχεται να πυροδοτήσει μια νέα αύξηση στις προσεχείς δημοσκοπήσεις.
Πόλεμος στην Ουκρανία: Το κυρίαρχο, σαφώς πλειοψηφικό και πολιτικά ξεκάθαρο στοιχείο είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πολιτών αντιτίθεται στην απόφαση της κυβέρνησης να στείλει πολεμικό υλικό στην Ουκρανία και εκφράζει φόβο για τις επιπτώσεις της επιλογής αυτής, μεταξύ δε αυτών και ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Με το δεδομένο αυτό, αν και έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει -με αφορμή και την πανδημία- ότι είναι ιστορικά και πολιτικά αποδεδειγμένο ότι οι κρίσεις ενισχύουν την οποιαδήποτε κυβερνητική πλειοψηφία για κάποιο χρονικό διάστημα και συσπειρώνουν τους πολίτες γύρω από την εκάστοτε ηγεσία, ο φόβος πιθανής εμπλοκής της χώρας μας στον πόλεμο στην Ουκρανία αλλάζει τα δεδομένα. Οι πολίτες διακρίνουν τις εξωγενείς και κατά τούτο αναπόφευκτες κρίσεις που συναντά κατά τη διάρκεια της θητείας της μια κυβέρνηση από τις δικές της επιλογές που ενδέχεται να εμπλέξουν τη χώρα σε περιπέτειες.
Ως προς τα μεθοδολογικά και πολιτικά ερωτήματα που έχουν τεθεί γύρω από τις δημοσκοπήσεις:
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι εγγενώς οι πολιτικές και κοινωνικές έρευνες εμπεριέχουν ένα στοιχείο μεθοδολογικής και στατιστικής αβεβαιότητας, η οποία μετατρέπεται σε πολιτική αβεβαιότητα και κάνει την αναζήτηση ασφαλών προβλέψεων ιδιαίτερα δύσκολη σε ρευστές πολιτικές περιόδους και σε εξαιρετικά πολωτικές και αμφίρροπες εκλογικές μάχες.
Υπάρχει επομένως ανάγκη διαφάνειας στη μέθοδο και στα στοιχεία των ερευνών, καθώς και επιστημονικά προσεκτική και ακριβής παρουσίασή τους από τα ΜΜΕ, ώστε οι πολίτες να είναι σε θέση να αντιληφθούν και να κρίνουν αυτό που παρακολουθούν και να μην χάσουν την εναπομείνασα εμπιστοσύνη τους σε αυτό το επιστημονικά σημαντικό εργαλείο.
Ως προς κάτι ειδικότερο, που αποκτά μεγαλύτερη σημασία όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές: την επιλογή ορισμένων εταιριών να παρουσιάζουν, εκτός από την πρόθεση ψήφου, και την λεγόμενη εκλογική εκτίμηση, την πρόβλεψη δηλαδή του τελικού αποτελέσματος, λαμβάνοντας υπόψη και την «αδιευκρίνιστη ψήφο». Εδώ προκύπτει ένα ηθικό, πολιτικό και μεθοδολογικό ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή επιτρέπεται να μεταφράζουμε σε συγκεκριμένη κομματική ψήφο τους πολίτες που μας έχουν ρητά δηλώσει αναποφάσιστοι ή ότι πρόκειται να απέχουν, κυρίως με δεδομένο αυτό που γνωρίζουμε από προηγούμενα exitpolls, ότι δηλαδή περίπου το 30% αποφασίζει τι θα ψηφίσει στις τελευταίες δεκαπέντε μέρες της προεκλογικής περιόδου, ενώ το 10% το τελευταίο διήμερο. Συμπληρωματικά δε, ακόμα και αν κάποιος προσπεράσει τον ανωτέρω προβληματισμό, προκύπτει και ένα ζήτημα μεθοδολογικής διαφάνειας. Θα πρέπει να είναι σαφής και να εξηγείται κατά την παρουσίαση μιας έρευνας τόσο η μαθηματική μέθοδος με την οποία γίνεται η αναγωγή της αδιευκρίνιστης ψήφου στα επιμέρους κόμματα, όσο και η πολιτική ανάλυση που την δικαιολογεί.
Ως προς τους πολιτικούς και εκλογικούς δείκτες της περιόδου:
Βαθμός ικανοποίησης από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση:
Σημαντική πτώση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση της τάξης των 4,6 ποσοστιαίων μονάδων (από 35,9% τον Νοέμβριο του 2021 σε 31,3% σήμερα) και, αντίστροφα, αύξηση της ικανοποίησης από την αξιωματική αντιπολίτευση κατά 4,1 ποσοστιαίες μονάδες.
Διαχρονικά, η «ψαλίδα» μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των πολιτών από κάθε κόμμα, όχι απλώς έκλεισε πλήρως, όπως σταδιακά παρακολουθούσαμε να συμβαίνει τους προηγούμενους μήνες, αλλά πλέον για πρώτη φορά η αξιωματική αντιπολίτευση περνά -έστω και οριακά- μπροστά από την κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των πολιτών.
Η εκλογική ιστορία μας δείχνει ότι όταν η φθορά της κυβέρνησης υπερβαίνει το όριο ανοχής -ή καλύτερα «θραύσης» της κοινωνίας- τότε ενεργοποιείται η αρνητική ψήφος, η διαμόρφωση δηλαδή της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών με κριτήριο και αίτημα το «να φύγουν» (οι εν ενεργεία κυβερνώντες).
Δημοτικότητες πολιτικών αρχηγών:
Στην περίοδο που μελετάμε, παρατηρούμε ειδικότερα, όπως είναι αναμενόμενο, ότι ο Ν. Ανδρουλάκης, ως νέος αρχηγός του ΚΙΝΑΛ, παρουσιάζει φυσιολογικά μια σημαντική αύξηση συγκρινόμενος με τη δημοφιλία της εκλιπούσας Φώφης Γεννηματά.
Μείωση παρουσιάζει η δημοφιλία όλων των αρχηγών των υπόλοιπων μικρότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης
Σε ό,τι αφορά τους αρχηγούς των δύο μεγάλων κομμάτων, μείωση καταγράφει η δημοτικότητα του Κ. Μητσοτάκη (-3,1 μονάδες), ενώ αύξηση καταγράφεται για τον Αλ. Τσίπρα (+2,4 μονάδες).
Καταλληλότερος πρωθυπουργός:
Παρ’ όλο που ο συγκεκριμένος δείκτης είναι αυτός που αντέχει περισσότερο στην φθορά της εκάστοτε κυβέρνησης, ο Κ. Μητσοτάκης, που ήταν μέχρι κάποια στιγμή το «ισχυρό χαρτί» της ΝΔ, παρουσιάζει σημαντική πτώση κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες, τη στιγμή που το ποσοστό του Αλ. Τσίπρα ως «καταλληλότερου πρωθυπουργού» παραμένει σταθερό.
Η διαχρονική παρακολούθηση του δείκτη αυτού δείχνει την ακόμα μεγαλύτερη μείωση της διαφοράς μεταξύ των δύο «διεκδικητών» της πρωθυπουργίας, που πλέον βρίσκονται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο, κάτι που σημαίνει ότι -αν η τάση αυτή εξακολουθήσει- ο Κ. Μητσοτάκης θα μπει με σημαντικά περιορισμένο ή και μηδενικό πλεονέκτημα του κατόχου του αξιώματος στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Ενδιαφέρον επίσης έχουν τα επιμέρους «ποιοτικά» χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουν σε καθέναν από τους δύο πολιτικούς αρχηγούς οι πολίτες. Ο Κ. Μητσοτάκης υπερτερεί κατά την κρίση των πολιτών σε αποτελεσματικότητα και συνέπεια, ενώ ο Αλ. Τσίπρας υπερτερεί στο ότι είναι ασυμβίβαστος απέναντι στα συμφέροντα και στο κατεστημένο, στην ακεραιότητα στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, αλλά και στην κατανόηση των προβλημάτων της κοινωνίας.
Πρόθεση ψήφου:
Συνολικά, παρατηρούμε ότι η πρόθεση ψήφου προς τη ΝΔ μειώνεται ακόμη περισσότερο κατά ακόμη 1,6 μονάδες, έχοντας χάσει συνολικά από την πρώτη μελέτη μας (Οκτώβριος 2019) 11,9 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα πλέον η διαφορά μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η δημοσκοπική καταγραφή του οποίου παραμένει σταθερή, να έχει διαμορφωθεί σε 6,3 μονάδες, μειώνοντας κι άλλο την απόσταση των δύο μεγάλων κομμάτων.
Αντίθετα, δημοσκοπική άνοδο σημειώνει το ΚΙΝΑΛ κατά 5,2 μονάδες, ως αποτέλεσμα της αλλαγής ηγεσίας, ενώ σημαντική εκλογική κινητικότητα παρατηρείται το τελευταίο τρίμηνο ανάμεσα στη ΝΔ και στον χώρο της ακροδεξιάς.
Ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται ανάλογα με την ηλικιακή και την ιδεολογική/πολιτική διάσταση της ψήφου (τοποθέτηση στον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς), που οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα, μεταξύ άλλων και για τη λεγόμενη «μάχη του κέντρου».
Συσπειρώσεις-Μετακινήσεις:
Η ΝΔ παρουσιάζει μια σημαντική μείωση της συσπείρωσής της κατά 5,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ παρατηρούμε αύξηση της συσπείρωσής του (+0,8).
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι και τα δύο αυτά κόμματα έχουν περίπου ισότιμες διαρροές προς το ΚΙΝΑΛ.
Τέλος, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και συναφές με τις τάσεις που καταγράψαμε ως προς άλλους δείκτες που μελετάμε είναι το γεγονός ότι αποτυπώνεται μια κατάσταση ισορροπίας πλέον στις απευθείας μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και αντίστροφα, ένα σημείο στο οποίο σε προηγούμενες φάσεις υπερτερούσε η ΝΔ.
Αδιευκρίνιστη ψήφος:
Οι προερχόμενοι από την ΝΔ ψηφοφόροι που πλέον δηλώνουν «αναποφάσιστοι» ή ότι προτίθενται να απέχουν ή να ψηφίσουν λευκό/άκυρο αυξάνονται, λόγω και της μείωσης της συσπείρωσής της, ενώ μειώνονται αντίστοιχα οι προερχόμενοι/ες από το ΚΙΝΑΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Απόσπασμα από τα συμπεράσματα:
Συνολικά, η ελληνική κοινωνία φαίνεται παγιδευμένη σε ένα παρατεταμένο τέλμα ανησυχίας, φόβου και αβεβαιότητας, που η κυβέρνηση δεν φροντίζει επαρκώς να αντιμετωπίσει. Είχαμε πει και σε προηγούμενες εκδόσεις των Εκλογικών Τάσεων ότι όσο πιο χειροπιαστά και σχετικά με την καθημερινότητά τους γίνονται τα προβλήματα των πολιτών, τόσο δυσκολότερο θα είναι για την κυβέρνηση να τα διαχειρίζεται με όρους επικοινωνίας, ανεξάρτητα από την μιντιακή υπεροχή της. Εξάλλου, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο της κρίσης εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, όσο η κυβέρνηση σηματοδοτεί με την πολιτική της ότι «ξεχνά», ότι «δεν ακούει» την κοινωνία, δηλαδή επί της ουσίας ότι δεν την εκπροσωπεί, τόσο η κοινωνική δυσφορία, η τάση για αρνητική ψήφο, αλλά και το αίτημα για εκλογές θα γενικεύεται, προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που το έθεσε στον δημόσιο διάλογο.
Παράλληλα, ένα ζήτημα που είχαμε επισημάνει αρκετά νωρίς σε προηγούμενες περιόδους και επανέρχεται διαρκώς και με μεγαλύτερη έμφαση, καθώς εισερχόμαστε στην τελευταία χρονιά του κανονικού (τετραετούς) εκλογικού κύκλου και τα σενάρια περί του χρόνου των εκλογών ήδη διατυπώνονται, είναι το δίλημμα «μία ή δύο κάλπες». Η γνώμη μας είναι ότι -με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά αδιευκρίνιστης ψήφου, τα χαμηλότερα επίπεδα κομματικής ταύτισης, αλλά και όσα ξέρουμε από τα exitpolls προηγούμενων αναμετρήσεων και για τον χρόνο απόφασης των εκλογέων- το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι απρόβλεπτο. Αυτό φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλέον και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που προσπαθεί να εγκαταλείψει τη στρατηγική της «διπλής κάλπης» στην οποία είχε αυτοπαγιδευτεί. Σε κάθε περίπτωση, το πώς θα λειτουργήσει η απλή αναλογική μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Η ελληνική κοινωνία είναι χωρίς αμφιβολία ένα «καζάνι που βράζει», υπό το βάρος των πολλαπλών κρίσεων που επιδρούν καταλυτικά στην καθημερινή ζωή των πολιτών και αναζητά διέξοδο, που η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί και πολιτικά δεν θέλει να δώσει. Οι προϋποθέσεις για να εκφραστεί η κοινωνική αυτή τάση με μια εναλλακτική πολιτική και μια διαφορετική διακυβέρνηση υπάρχουν και το επόμενο διάστημα οι πολιτικές εξελίξεις αναμένονται, τουλάχιστον, ενδιαφέρουσες.
πηγη: ieidiseis