Ο Μπρεχτ των ιδανικών και του θεάτρου
Η συνάντηση μαζί του ξεκινάει συχνά από κάτι μικρό που μερικές φορές σε γοητεύει.
Τι κάνει τα έργα του Μπρεχτ, διαποτισμένα από τον πόλεμο και την εξορία, τόσο επίκαιρα και σήμερα;
Όταν ένα έργο εντάσσεται στην παγκόσμια λογοτεχνία, μπορεί στην αρχή να έχει για τον αμύητο ακόμα και κάτι το απωθητικό. Η συνάντηση μαζί του ξεκινάει συχνά από κάτι μικρό που μερικές φορές σε γοητεύει. Στα νιάτα του ο Όλιβερ Ρέεζε έτυχε να ακούσει στο ραδιόφωνο παλιές ηχογραφήσεις από θεατρικές πρόβες με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956): «Το θυμάμαι σαν να το ακούω σήμερα. Το ηχογράφησα με ένα μαγνητόφωνο και το άκουγα ξανά και ξανά».
Καθώς ο Ρέεζε τα λέει αυτά, κάθεται στην καντίνα του Berliner Ensemble, το οποίο ιδρύθηκε κάποτε από τον Μπρεχτ και τη γυναίκα του Χελένε Βάιγκελ. Στο κτίριο κρέμεται ακόμα μία αφίσα που γράφει «Αλλάξτε τον κόσμο, το έχει ανάγκη». Αυτή η φράση έχει σκοπό να τιμήσει τον Μπρεχτ, ο οποίος γεννήθηκε πριν από 125 χρόνια, στις 10 Φεβρουαρίου 1898 στο Άουγκσμπουργκ.
Πολλοί γνώρισαν τα έργα του Μπρεχτ κατά τα σχολικά τους χρόνια. Άλλοι πάλι έτυχε να παρακολουθήσουν την «Όπερα της πεντάρας». Όμως, μιας και τα έργα του γράφτηκαν σε μία άλλη εποχή, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: πρέπει πράγματι να διαβάζουμε ακόμα Μπρεχτ; «Η απάντησή μου είναι ξεκάθαρη: ήρθε ξανά η ώρα του», λέει ο Ρέεζε. Ο Μπρεχτ εξάλλου πάντα παρέμενε επίκαιρος. «Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε τώρα, συνειδητοποιείς ξαφνικά πόσο πολύ το έργο του – λόγω και της βιογραφίας του! – είναι διαποτισμένο από τον πόλεμο, την εξορία, την επανάσταση, το ερώτημα: καλή ζωή ή πολιτική δέσμευση;»
Εξορία και θέατρο
Ο Μπρεχτ εγκατέλειψε τη Γερμανία κυνηγημένος από το ναζιστικό καθεστώς και πέρασε 15 χρόνια στην εξορία, τα οποία ήταν και από τα πιο δημιουργικά της ζωής του, αν και όταν έφτασε στις ΗΠΑ έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν. Γι’ αυτό και το γράψιμο ήταν για εκείνον ζήτημα υπαρξιακό.
Όταν τελείωσε η ναζιστική δικτατορία, κανείς δεν τον ήθελε. «Στη δεκαετία του ’60, λίγο μετά τον θάνατό του, απέφευγαν τον Μπρεχτ στη Δυτική Γερμανία ως κομμουνιστή. Την ίδια στιγμή, ούτε στην Ανατολική Γερμανία τον ήθελε κανείς, επειδή δεν είχε μείνει στη Ρωσία, αλλά πήγε στην Αμερική», λέει ο Ρέεζε. «Γι’ αυτό έπρεπε να παλέψει για να αποκτήσει αυτό το θέατρο, το Theater am Schiffbauerdamm, το 1954».
Ακόμη και σήμερα, όροι όπως «επικό θέατρο» και «φαινόμενο αποξένωσης» (Verfremdung) παραμένουν συνδεδεμένοι με τον Μπρεχτ: ο δεύτερος περικλείει διάφορα υφολογικά μέσα, με τα οποία η ιστορία ουσιαστικά διασπάται επί σκηνής, ώστε ο θεατής να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά από τα διαδραματιζόμενα και να σκεφθεί. Ο Ρέεζε μιλάει για ένα έξυπνο τέχνασμα, το οποίο επέτρεπε στον Μπρεχτ να μεταφέρει πολύ απλές ιστορίες τόσο αποτελεσματικά στη σκηνή, δημιουργώντας επιπλέον κάτι που το σημερινό θέατρο δυστυχώς δεν παράγει σχεδόν καθόλου: ισχυρούς χαρακτήρες.
Η γιορτή της απλής ζωής
Αν θέλει κανείς να εντρυφήσει στη ζωή του Μπρεχτ, μπορεί να διαβάσει για παράδειγμα την αλληλογραφία με τη γυναίκα του Χελένε Βάιγκελ που εκδόθηκε πριν μερικά χρόνια. Το βιβλίο ξεκινά με μια επιστολή του Μπρεχτ από το 1923: «Δεύτερο δεκαπενθήμερο Δεκεμβρίου: έντονη πλήξη / 90% νικοτίνη / 10% γραμμόφωνο / εμφανής έλλειψη / λουτρών / Τέλος του έτους: Φεύγω για Μαχαγκόνι / το προτιμώ!» Σε αυτήν μαθαίνει κανείς πολλά για τη ζωή και το έργο του, την εξορία, αλλά και τις ερωτικές του σχέσεις.
«Αν δείτε πώς αντιμετώπιζε ο Μπρεχτ τις γυναίκες της ζωής του, θα καταλάβετε πως κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούσε να τις αποχωριστεί. Ακόμη και τις γυναίκες, με τις οποίες δεν είχε πλέον ερωτική σχέση. Προσπαθούσε από ζήλια να καταστρέψει τις νέες τους σχέσεις και να δεσμευτεί εκ νέου μαζί τους. Και όταν αυτό συνέβαινε, πήγαινε σε άλλους, πιο πρόσφατους έρωτες», λέει ο Ρέεζε. «Πάντως, οι σχέσεις του με τις γυναίκες δεν ήταν μόνο αρνητικές. Τους έγραφε ποιήματα, τους αφιέρωνε θεατρικά έργα, δεχόταν να συνεργαστεί μαζί τους, αν και κάποιες φορές βέβαια δεν τις αντάμειβε ανάλογα».
Ο Ρέεζε λέει καταλήγοντας πως ο Μπρεχτ είχε «κάτι το σχεδόν βουδιστικό, ήσυχο, προσωπικό, μελαγχολικό. Η γιορτή της απλής ζωής», κάνοντας μικρές παρατηρήσεις που μέσα στην απλότητά τους αντανακλούσαν πολύ εύστοχα τη στάση μας απέναντι στη ζωή: «Εμείς είμαστε μια χαρά. Οι άλλοι, στη γειτονιά μας, τα πάνε πολύ χειρότερα. Και πώς νιώθουμε γι’ αυτό;».
ΠΗΓΗ: dw