14 χρόνια από την τραγωδία της Marfin
Οι δολοφόνοι μέχρι σήμερα κυκλοφορούν ελεύθεροι και ατιμώρητοι
Ηταν σαν σήμερα, πριν 13 χρόνια: 5 Μαΐου 2010… Η Αθήνα βρισκόταν σε αναταραχή λόγω των κινητοποιήσεων ενόψει της ψήφισης του Α’ Μνημονίου. Στο κέντρο της πόλης περισσότεροι από 150.000 πολίτες διαδήλωναν κατά των οικονομικών μέτρων. Ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την τραγική κατάληξη, στη Marfin, όπου έχασαν τη ζωή τους, από εμπρησμό, τρεις εργαζόμενοι της τράπεζας και ένα αγέννητο παιδί.
Στις 14:00 περίπου το μεσημέρι, αρχίζουν επεισόδια από κουκουλοφόρους που συμμετείχαν στην πορεία. Οι κουκουλοφόροι ρίχνουν «βροχή» από μολότοφ στο βιβλιοπωλείο Ιανός και στο κατάστημα της τράπεζας Marfin επί της οδού Σταδίου, την ώρα που βρίσκονταν μέσα σε αυτήν περίπου 25 έως 30 εργαζόμενοι.
Η τράπεζα μέσα σε λίγα λεπτά τυλίγεται στις φλόγες ενώ οι αναθυμιάσεις και οι καπνοί ανάγκασαν τέσσερις εργαζόμενους της τράπεζας να βγουν στα μικρά μπαλκόνια, χωρίς όμως να μπορούν να διαφύγουν από το κλειδωμένο κτίριο.
Ακολούθησαν στιγμές πανικού. Τα οχήματα της πυροσβεστικής δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν αμέσως το σημείο καθώς οι κουκουλοφόροι εμπόδιζαν την πρόσβασή τους, ενώ πολλοί από τους υπόλοιπους διαδηλωτές φώναζαν στα θύματα το φρικτό: «να καείτε!».
Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον πύρινο κλοιό, πέντε άτομα διέσωσε η Πυροσβεστική. Τρεις άνθρωποι όμως πέθαναν από ασφυξία λόγω των τοξικών αναθυμιάσεων: Ήταν η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (32 ετών-έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης (36 ετών) και η Παρασκευή Ζούλια (35 ετών).
Η ταυτότητα των αυτουργών της επίθεσης δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα!
Η τραγωδία της Marfin χαράχτηκε στη μνήμη όλων των Ελλήνων και μετά την κατακραυγή που υπήρχε για τη δράση των κουκουλοφόρων οι οποίοι με τις μολότοφ που έριξαν οδήγησαν στο θάνατο τρεις νέους ανθρώπους, ξεκίνησε το δικαστικό κομμάτι σε μία προσπάθεια αναζήτησης των ενόχων.
Η ανώνυμη επιστολή
Η δικαστική διαδικασία κινήθηκε δύο ημέρες πριν από την πρώτη επέτειο του εμπρησμού της Marfin, όταν έφτασε στα χέρια της αστυνομίας μία… ανώνυμη επιστολή που κατονόμαζε τρεις ανθρώπους για τα γεγονότα της οδού Σταδίου. Στην ίδια επιστολή αναφερόντουσαν τα ονόματά τους, τα στοιχεία των ταυτοτήτων τους, τα κινητά τους τηλέφωνα και οι αριθμοί κυκλοφορίας των οχημάτων τους.
Η αστυνομική έρευνα έχει κενά, αφού δεν έγινε καμία διαδικασία ελέγχου της επιστολής αναζητώντας τον αποστολέα μέσω δαχτυλικών αποτυπωμάτων κλπ. Ωστόσο, οι έρευνες κινήθηκαν για τον εντοπισμό των φερόμενων ως δραστών.
Marfin: Οι ποινές
Ως ύποπτος για τον εμπρησμό της τράπεζας συνελήφθη ένα άτομο (Θ.Σ.), το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη για τα εγκλήματα της «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή τετελεσμένης και εν αποπείρα, της εκρήξεως εκ της οποίας επήλθε θάνατος και κίνδυνος για ανθρώπους και ξένα πράγματα, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας διά εκρήξεως από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του». Το βούλευμα αναφέρει ότι υπήρχαν και άλλα δύο άτομα αυτουργοί του εμπρησμού, τα οποία είναι άγνωστα. Ταυτόχρονα παραπέμφθηκε σε δίκη ένα ακόμα πρόσωπο για τον εμπρησμό στο βιβλιοπωλείο “Ιανός”.
Μετά από πολλές αναβολές, η δίκη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 χωρίς κάποιος από τους αυτουργούς του εμπρησμού να έχει καταδικαστεί. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται αναρχικός, κρίθηκε ομόφωνα αθώος από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών «ελλείψει ικανών ενδείξεων ενοχής». Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν στη δίκη ότι ο εμπρησμός έγινε από ομάδα που είχε δομή και ήταν συντεταγμένη. Πυροσβέστες κατέθεσαν ότι κάποιοι διαδηλωτές τους εμπόδιζαν να προσεγγίσουν ενώ άλλοι προσπαθούσαν να τους απομακρύνουν, αλλά γενικά το μεγάλο πλήθος των διαδηλωτών τους διευκόλυνε να φτάσουν στο υποκατάστημα.
Σε άλλη δίκη που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2013 κρίθηκαν ένοχοι ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, για σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Συγκεκριμένα, στο πόρισμα που συνέταξε ο τεχνικός επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας αναφέρεται πως η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη και πως για να ανοίξει ήταν απαραίτητη η χρήση τηλεχειριστήριου, το οποίο βρισκόταν στην κατοχή της διευθύντριας. Μία εργαζόμενη κατέθεσε πως είχε γίνει μία φορά επίδειξη χρήσης των πυροσβεστήρων, και μία άλλη πως είχαν διανεμηθεί στο προσωπικό ενημερωτικά φυλλάδια για θέματα πυροπροστασίας.
Όλοι οι εργαζόμενοι κατέθεσαν πως δεν είχε γίνει ποτέ άσκηση εκκένωσης του κτιρίου. Επίσης το υποκατάστημα δεν διέθετε το απαιτούμενο από το νόμο πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Επιπλέον, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όχι μόνο δεν είχε δοθεί εντολή στους υπαλλήλους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πριν τον εμπρησμό, όταν ήδη υπήρχαν φόβοι για σοβαρά επεισόδια στην πορεία που διέσχιζε τη Σταδίου, αλλά αντίθετα τους είχε δοθεί η οδηγία να εργαστούν κανονικά.
Τα τρία στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, οι δύο πρώτοι 22 ετών και η διευθύντρια του καταστήματος πέντε ετών και ενός μήνα. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι οι υπάλληλοι βρίσκονταν στη τράπεζα εκείνη τη μέρα παρόλο που είχε κηρυχτεί γενική απεργία από φόβο μην απολυθούν. Επίσης έγιναν αγωγές θυμάτων και συγγενών τους κατά της τράπεζας. Ορίστηκε η καταβολή αποζημίωσης περίπου 1,1 εκατομμυρίου ευρώ στους συγγενείς ενός θύματος και 720.000 ευρώ στους υπαλλήλους που εγκλωβίστηκαν στο κτίριο.
Το “όχι” στις αποζημιώσεις από τον Άρειο Πάγο
Το 2020 ο Άρειος Πάγος αποφάσισε την αναίρεση του αστικού σκέλους που αφορά στην εμπρηστική επίθεση του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου. Συγκεκριμένα, το πολιτικό τμήμα του ανώτατου δικαστηρίου έκρινε πως θα πρέπει να συζητηθούν εκ νέου οι αγωγές συγγενών των θυμάτων και υπαλλήλων.
Κι αυτό γιατί, όπως ανέφερε στο σκεπτικό του, το Μονομελές Εφετείο της Αθήνας με την απόφαση του 2015, με την οποία διέταξε την καταβολή ποσών από 25.000 έως 350.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, “υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριμένη περίπτωση ως χρηματική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων μελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχημα, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων”.
Μάλιστα το δικαστήριο παραλλήλισε την φονική εμπρηστική επίθεση του 2010 με… “ατυχήματα που συμβαίνουν στην καθημερινή πραγματικότητα, με τρόπο εξ ίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο”, καταλήγοντας πως “ένα τρομοκρατικό χτύπημα δεν μπορεί να σηματοδοτήσει την αύξηση των ποσών της αποζημίωσης”.
Τα γεγονότα στην Marfin σημάδεψαν για τα επόμενα χρόνια το πολιτικό βίο, το δημόσιο λόγο, αλλά και την αντίδραση της κοινωνίας σε όσα βίωσε η χώρα στα χρόνια της κρίσης, ενώ οι δολοφόνοι των τριών δεν βρέθηκαν ποτέ.