Η Αγιά Σοφιά, το τζαμί και το μνημείο – Δύο ψύχραιμες αναλύσεις
Η Αγιά Σοφιά και το καθεστώς λειτουργίας της, μετά την απόφαση Ερντογάν - Η άποψη δύο ακαδημαϊκών
Βυζαντινός χριστιανικός καθεδρικός ναός της Κωνσταντινούπολης, (537 – 1453), ρωμαιοκαθολικός ναός (1204 – 1261), ισλαμικό τέμενος (1453 – 1934), μουσειακός χώρος (1934 – 2020): έτσι αποτυπώνεται στο πέρασμα του χρόνου, η ιστορία της Αγιας Σοφιάς, της κορυφαίας αυτής δημιουργίας της βυζαντινής ναοδομίας. Του ναού που υπήρξε σύμβολο και σημείο αναφοράς της ανθρωπότητας, από την ανέγερσή του έως σήμερα.
Από τη δεκαετία του 50 και πιο έντονα από το 70 και μετά, γενιές ισλαμιστών γαλουχήθηκαν με το όραμα «να σπάσουν οι αλυσίδες της Αγίας Σοφίας», να την δουν να ξαναγίνεται τζαμί. Μ΄αυτήν την ιδέα διαπαιδαγωγήθηκαν ιδεολογικά, επί δεκαετίες, οι υποστηρικτές των κομμάτων του ισλαμικού κινήματος, ανάμεσά τους και ο Ερντογάν, ως νεαρό στέλεχος του κινήματος, τη δεκαετία του 80. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η προαναγγελθείσα απόφαση του για τη μετατροπή της σε τζαμί, συνοδεύτηκε από αναφορές που κάνουν λόγο για “δικαίωση” και ιστορική “νοσταλγία”.
Η Αγιά Σοφιά και το καθεστώς λειτουργίας της, ως πεδίο εσωτερικής αντιπαράθεσης στη γείτονα, οι έντονες αντιδράσεις για τη μετατροπή της σε τζαμί στη χώρα μας, η διεθνείς χειρισμοί και αντιδράσεις, σχολιάζονται παρακάτω από δύο καθηγητές, στο ΑΠΘ και το πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Η Αγια Σοφιά, το τζαμί και το μνημείο
Του Κωστή Τσιτσελίκη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Διδάσκει δικαιώματα του ανθρώπου, διεθνείς οργανισμούς και διεθνές δίκαιο.
Η ανακήρυξη της Αγια Σοφιάς ως μουσουλμανικού χώρου λατρείας δεν εξέπληξε πολλούς. Απλά επιβεβαίωσε τη σταθερή πορεία του κυρίαρχου της πολιτικής ζωής της Τουρκίας να ξεπερνάει με άνεση κάθε τι που έμοιαζε ως απαράβατο όριο. Με ή χωρίς κόστος, η τακτική αυτή μοιάζει επί χρόνια τώρα πετυχημένη για τις προσωπικές επιλογές και πολιτικές του ίδιου του Ερντογάν. Αποτυχημένη, εάν κριθεί με γνώμονα τους δείκτες δημοκρατίας της Τουρκίας αλλά και τις προοπτικές ειρηνικής συνεργασίας με τα άλλα κράτη της περιοχής.
Η Αγια Σοφιά-τζαμί αποτελεί ένα πολυσήμαντο γεγονός: την ολοένα και βαθύτερη ρήξη με το κεμαλικό ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα της Τουρκίας και την εδραίωση του ισλαμικού χαρακτήρα της Τουρκίας. Τη διασύνδεση με το οθωμανικό παρελθόν, το οποίο επιχειρεί να οικειοποιηθεί ο ίδιος ο Ερντογάν, ως ηγεμόνας. Την ιδεολογική ομογενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου της ευρύτερης περιοχής, κάτω από τη σκέπη της Τουρκίας. Το μήνυμα ότι όλα μπορούν να γίνουν από την Τουρκία και ότι η επόμενη κίνηση θα είναι εξίσου θεαματική με τις προηγούμενες.
Ο σάλος που προκλήθηκε στην Ελλάδα ήταν αναμενόμενος. Με βάση τις άρρητες ιδεολογικές διασυνδέσεις με το Βυζάντιο και την ιστορική Ορθοδοξία που καλλιέργησε το ελληνικό κράτος, το ελληνικό κοινό έχει τραφεί επί δεκαετίες με μια «υποχρέωση εποπτείας» προς κάθε τι εξωχώριο βυζαντινό και ορθόδοξο. Ειδικά στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, αν και δεν τίθεται ζήτημα δικαιωμάτων της ελληνορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, καθώς η Αγια Σοφιά δεν λειτουργούσε ως ορθόδοξος ναός τους τελευταίους αιώνες, αλλά ως «Αγιασοφιά τζαμί», όπως το ήθελε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, διατηρώντας το χριστιανικό της όνομα.
Η μειονότητα εκεί διατηρεί πάνω από 60 ναούς, υπεραρκετούς για τις λατρευτικές ανάγκες της δημογραφικά φθίνουσας κοινότητας. Το μόνο ζήτημα που προκύπτει από πλευράς δικαιωμάτων είναι η πρόσβαση του κοινού σε ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, ως αρχιτεκτόνημα και ως προς τα λίγα αλλά σημαντικά ψηφιδωτά που έχουν διασωθεί. Αυτό μένει να διασφαλιστεί, και αυτό πρέπει να είναι ένα αίτημα οικουμενικό απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση.
Αυτό που διαφεύγει από την ελληνική συζήτηση είναι ότι το θέμα της ανακήρυξης ενός αρχιτεκτονήματος ως μνημείο και η χρήση του είναι θέμα του κράτους στο οποίο βρίσκεται το μνημείο αυτό, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, αλλά και τις διεθνείς του δεσμεύσεις. Αυτό ισχύει και ως προς την Αγια Σοφιά, ήδη ανακηρυγμένο μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Συνεπώς το ζήτημα τίθεται μεταξύ της Τουρκίας και της ΟΥΝΕΣΚΟ, και των όρων που θα πρέπει να τηρήσει η πρώτη ώστε η Αγια Σοφιά να παραμείνει μνημείο, επισκέψιμο και υπό συντήρηση, ανεξάρτητα από τη χρήση της ως τζαμί. Όπως συμβαίνει και με το παρακείμενο Μπλε Τζαμί, μνημείο υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ και ταυτόχρονα τζαμί.
Αυτού του είδους η «εποπτεία» αναλογεί στην ελληνική κυβέρνηση: της διασφάλισης του μνημείου ως παγκόσμιας κληρονομιάς, η συντήρηση των ψηφιδωτών και το δικαίωμα επίσκεψης. Σημειωτέον, ότι στα τζαμιά, έτσι κι αλλιώς, κατά κανόνα επιτρέπεται η επίσκεψη σε όλους.
Οι ελληνικές φωνές περί αντιποίνων ακούστηκαν παράταιρες και άστοχες, καθώς κραύγασαν απλά και μόνο για να ικανοποιήσουν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του κοινού τους. Δύο ήταν βασικά που έμειναν να αιωρούνται: Να σταματήσουν τα έργα συντήρησης-αναστήλωσης σε οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα και να αλλάξει η χρήση του σπιτιού του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, από μουσείο του εθνοπατέρα της Τουρκίας σε μουσείο του ποντιακής γενοκτονίας.
Το δεύτερο φαιδρό, ας μείνει ασχολίαστο. Το πρώτο όμως, υποδηλώνει την πεποίθηση που κυριαρχούσε μέχρι τις δεκαετίες του 1980/90 ότι τα οθωμανικά μνημεία πρέπει να διατηρούνται σε απόλυτη παρακμή ωσάν να ανήκουν στην Τουρκία, ως όμηροι που πρέπει να τους κακομεταχειριζόμαστε.
Πυροβολούμε για άλλην μια φορά τα πόδια μας; Τα οθωμανικά μνημεία, όπως τα αρχαία και τα βυζαντινά, συναποτελούν την πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας. Η οποιαδήποτε ιεράρχηση με εθνο-ιδεολογικές προτιμήσεις υπονομεύει το συνολικό μας πολιτισμικό υπόβαθρο και άρα τους ίδιους μας τους εαυτούς ως μετέχοντες του διαχρονικού πολιτισμού στον οποίο είμαστε εμβαπτισμένοι.
Ας συζητήσουμε τα του οίκου μας και μετά να ασκούμε κριτική. Ας συζητήσουμε για τα τρία τζαμιά, σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Δράμα που έγιναν εκκλησίες το 1923, κατά παραβίαση του εθνικού και διεθνούς δικαίου. Ας συζητήσουμε για τα οθωμανικά μνημεία που συνεχίζουν να είναι παραμελημένα σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας.
Ας αποκαλύψουμε την κτητορική επιγραφή του Λευκού Πύργου που την κρατάμε ασβεστωμένη. Ας τα κάνουμε αυτά, και ας ασκήσουμε παράλληλα πίεση ως κοινωνία των πολιτών στην Τουρκία για να διασφαλίσει τον μνημειακό χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας.
Αντί πληγωμένου μεγαλοϊδεατισμού, έγνοια για τους Τούρκους δημοκράτες, εκεί κι εδώ
Του Ανδρέα Τάκη, επίκουρου καθηγητή φιλοσοφίας του δικαίου, στη Νομική ΑΠΘ και προέδρου ΔΣ του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης (ΜΟΜus).
Αν και ντυμένη το ένδυμα δικαστικής απόφασης, η μετατροπή της Αγια Σοφιάς ξανά σε τζαμί μετά από έναν σχεδόν αιώνα ήταν μια απόφαση καθαρά πολιτική. Προετοιμαζόταν από καιρό σαν κορύφωση της ηθικής και ιδεολογικής επικράτησης του προέδρου Ερντογάν αλλά και σαν υπογράμμιση της οριστικής αλλοίωσης του κοσμικού πολιτεύματος της στην κατεύθυνση του ισλαμικού νεοοθωμανισμού. Γι’ αυτό και η εξέλιξη αυτή δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει.
Πολλοί αναλυτές την ερμηνεύουν σαν ένδειξη της “νευρικότητας” του Τούρκου προέδρου: μπροστά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό (οικονομική κρίση, άνοδος αντιπολίτευσης στα αστικά κέντρα, καθήλωση στη συριακή μεθόριο κλπ.) επιχειρεί να στρέψει το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων αλλού.
Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν παύει να εντυπωσιάζει με την τόλμη και αποφασιστικότητά της. Μονομιάς ανατρέπει πανηγυρικά μια από τις πιο εμβληματικές σταθερές του κεμαλικού παρελθόντος, συνδεδεμένη με το ίδιο το πρόσωπο του πατερούλη του Έθνους, αναγορεύει λίγο πολύ επίσημα τον ίδιο και το καθεστώς που προωθεί στη χώρα του σε υπέρτατους προμάχους της ισλαμικής πίστης και μαζί αψηφά επιδεικτικά την παραδοσιακή προγραμματική πρόσδεση της Τουρκίας στον ευρωατλαντισμό και τη Δύση γενικότερα.
Αν κρίνει δε κανείς από τις χλιαρές εκδηλώσεις “απογοήτευσης” από ΗΠΑ, ΕΕ, ακόμη και Ρωσία, η κίνηση του προέδρου Ερντογάν φαίνεται και πάλι να του “βγαίνει”. Αυτό δεν είναι παρά σύμπτωμα των τεκτονικών γεωπολιτικών μετατοπίσεων που σήμερα βιώνουμε αμήχανα ως Ευρώπη με την σπασμωδική και ελέω προέδρου τους ενίοτε κωμικοτραγική αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τον μεταπολεμικό γεωπολιτικό τους ρόλο.
Αυτό που είναι πραγματικά καταπληκτικό όμως είναι η δική μας αντίδραση: πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μας, άνθρωποι συχνά σοβαροί και καλοπροαίρετοι, απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, νιώθουν ότι η τολμηρή αυτή ενέργεια της τουρκικής ηγεσίας απευθύνεται κατ’ αρχήν και ειδικά σε εμάς σαν μια βαριά προσβολή και πρόκληση (πρόκληση να κάνουμε τί άραγε;).
Μέσα σε τόσο ρευστές περιστάσεις, όσο οι σημερινές, είναι λίγο τρομακτικό να βλέπει κανείς την ελληνική κοινή γνώμη να παρασύρεται από ακροδεξιούς δημαγωγούς και την ανερμάτιστη μικροπολιτική της εγχώριας μηντιακής σφαίρας: Εθλοτυφλούμε εξοργιστικά απέναντι σε μια ανησυχητική νέα διεθνοπολιτική πραγματικότητα μόνο και μόνο για να ξαναπαίξουμε αυτάρεσκα τον ρόλο του περιούσιου γένους, αποκλειστικού θεματοφύλακα και ιδιοκτήτη μαζί του πολιτισμικού επιτεύγματος που εκπροσωπεί η Αγια Σοφιά.
Θα μπορούσε άραγε να βρει καλύτερους σύμμαχους απ’ όσους σήμερα εδώ θυμούνται τον “σφαγέα Κεμάλ” ή προτείνουν να γίνει το το τουρκικό προξενείο κέντρο ποντιακού ελληνισμού;
Αντί να παίζουμε απερίσκεπτα με τα ανακλαστικά του προσφυγικού τραύματος, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε κατά μέρος την ιδεοληπτική παράκρουση εθνικού μεγαλείου και να προετοιμαστούμε ψύχραιμα να υπερασπιστούμε τον λαό της Τουρκίας: εκατομμύρια φωτισμένων και δημοκρατικών ανθρώπων, που συχνά χωρίς να αποποιούνται την πίστη τους, έλπιζαν σε μια ειρηνική ευρωπαϊκή Τουρκία.
Άλλωστε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε εδώ πολλούς από αυτούς, αγαπητούς μας φίλους, που αναμένεται να εγκαταλείψουν την αφόρητα ασφυκτική πια πατρίδα τους, μαζί με πλούτο τους ίσως. Εύχομαι οι περιστάσεις της φυγής αυτής να είναι τέτοιες που να μην χρειαστεί ούτε εμείς να τους περιθάλψουμε, ούτε αυτοί να μας αποφύγουν.