Η ανάπλαση της Δ.Ε.Θ. είναι KAI θέμα ασφάλειας για τη Θεσσαλονίκη
Οι σκέψεις του Γιάννη Ξενίδη σχετικά με την πολύπαθη ανάπλαση της Δ.Ε.Θ.
Λέξεις: Γιάννης Ξενίδης
Η πολύπαθη ανάπλαση της Δ.Ε.Θ. μπήκε σε μια νέα φάση με την έγκριση από την πλειοψηφούσα παράταξη του δημοτικού συμβουλίου του σχετικού Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου. Το ζήτημα είναι εξόχως σημαντικό ακόμα και για τους λιγότερο ενημερωμένους ή καταρτισμένους να φέρουν άποψη. Οι εγκαταστάσεις της Δ.Ε.Θ. είναι από πλευράς έκτασης και χωροθέτησης σε τόσο κομβικό σημείο για το πολεοδομικό συγκρότημα και τον αστικό ιστό που οποιοσδήποτε πολίτης αντιλαμβάνεται τη σημασία της κατεύθυνσης της ανάπλασης.
Δεν θα επαναλάβω σε αυτό το σημείωμα, για λόγους οικονομίας, τις απόψεις και τις θέσεις που έχουν κατατεθεί από πολλούς ενδιαφερόμενους. Το πρόσφατο ψήφισμα του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Α.Π.Θ. θίγει τα περισσότερα ζητήματα από αυτά που αποτέλεσαν και θα συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο έντονης συζήτησης γύρω από την ανάπλαση.
Με την ιδιότητα του ερευνητή της επανατακτικότητας (ή ανθεκτικότητας όπως έχει επιλέξει τον όρο ο ίδιος ο Δήμος Θεσσαλονίκης) των φυσικών υποδομών, θα ήθελα να αναδείξω τη σημασία που μπορεί να έχει ο χώρος της Δ.Ε.Θ. για το πολεοδομικό συγκρότημα σε κατάσταση πλήγματος από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή.
Το πυκνοδομημένο συγκρότημα της πόλης της Θεσσαλονίκης δεν διαθέτει επαρκείς χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να καταφύγουν – υπό προϋποθέσεις – σε έκτακτη συνθήκη οι πολίτες της. Με αναλογία 2.5m2 στο κέντρο της πόλης ή 4.4m2 σε μητροπολιτική κλίμακα δημόσιου χώρου κατ’άτομο – μια από τις χαμηλότερες αναλογίες διεθνώς – η ασφυκτική δόμηση δεν είναι μόνο ζήτημα ποιότητας ζωής και αστικού μικροκλίματος, αλλά ζήτημα ασφάλειας σε έκτακτες συνθήκες.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει παρελθόν τέτοιων συνθηκών (π.χ. ο σεισμός του 1978 ή η πυρκαγιά στο περιαστικό δάσος του Χορτιάτη το 1997) και, δυστυχώς, είναι εκτεθειμένη σε ανάλογα πλήγματα που εμφανίζουν συνεχώς αυξανόμενη πιθανότητα εκδήλωσης. Τα στοιχεία και τα συμπεράσματα αυτά δεν προκύπτουν μόνο από επιστημονικές έρευνες που μπορεί για προφανείς λόγους σκοπιμότητας να θεωρηθούν “ακαδημαϊκές πολυλογίες”. Προκύπτουν από τις μελέτες του ίδιου του Δήμου Θεσσαλονίκης, όπως αυτές εκπονήθηκαν με συμμετοχή φορέων και υπηρεσιών, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας 100 Resilient Cities που αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία του Γραφείου Αστικής Ανθεκτικότητας του Δήμου. Επομένως, δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, αφού η αλλαγή των διοικήσεων δεν συνεπάγεται την αλλαγή χρόνιων καταστάσεων όπως αυτές που μελετήθηκαν και περιγράφηκαν παραπάνω.
Επιπλέον, στο ενδεχόμενο ενός πλήγματος ή μιας φυσικής καταστροφής θα πρέπει, σήμερα, να ληφθεί σοβαρά υπόψη η χρόνια πίεση που φαίνεται να διαμορφώνεται από την κατάσταση της πανδημίας του SARS-CoV-2 (COVID-19). Η απαίτηση για μεγάλους ελεύθερους δημόσιους χώρους που θα είναι σχεδιασμένοι να δίνουν μια ελεγχόμενη διέξοδο στους πολίτες τόσο σε κατάσταση χρόνιας πίεσης (καθημερινότητας), όσο και σε έκτακτη συνθήκη συνδυασμένων πληγμάτων (π.χ. σεισμού) και πιέσεων (π.χ. COVID-19) είναι πλέον επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων.
Οι διάσπαρτοι και δύσκολα προσβάσιμοι σήμερα, ελάχιστοι δημόσιοι χώροι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσκαιρα και ασφαλή καταφύγια στις παραπάνω συνθήκες δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια της θυσίας ενός πνεύμονα (και) ασφάλειας για τη Θεσσαλονίκη.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει την ευθύνη και την αρμοδιότητα να ενισχύσει την επανατακτικότητα της πόλης μετά από ένα πλήγμα διαμορφώνοντας όσο περισσότερους και μεγαλύτερους ελεύθερους και δημόσιους χώρους ανοικτής πρόσβασης είναι δυνατόν. Η ανάπλαση της Δ.Ε.Θ. είναι ΚΑΙ θέμα ασφάλειας για την Θεσσαλονίκη.
- Ο Γιάννης Ξενίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ.