Αοριστία στην αμερικανική στρατηγική- Προειδοποιήσεις για νέες επιθέσεις
Την ώρα που κάποιοι απορρίπτουν επικείμενες επιθέσεις, η Γαλλία προβλέπει το επόμενο χτύπημα.
Στρατιωτικά στοχευμένη και περιορισμένη, η επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε από τις ΗΠΑ εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού δεν αποσαφηνίζει την αμερικανική στρατηγική στη Συρία και παράλληλα δεν προβλέπεται να άρει το διπλωματικό αδιέξοδο έπειτα από επτά χρόνια ενός ολοένα και πιο περίπλοκου πολέμου. Στην Ουάσινγκτον προβάλλουν τον «συνασπισμό» που ο αμερικανός πρόεδρος «κατάφερε να σχηματίσει» μαζί με «δύο άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ», τη Γαλλία και τη Βρετανία. Πρόκειται για μια «συμμαχική απάντηση», υπογραμμίζει ένας υψηλόβαθμος αμερικανός αξιωματούχος που δεν θέλει να κατονομασθεί, «σε αντίθεση με το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δράσει μόνες τους πριν από έναν χρόνο», στα πρώτα πλήγματα που είχε αποφασίσει ο Ντόναλντ Τραμπ έπειτα από μια προηγούμενη χημική επίθεση.
Όμως παρά την απήχηση που είχε στα μέσα ενημέρωσης, η «αποστολή» ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένη στον μέγιστο βαθμό, έπειτα από μια εβδομάδα απειλών και έντονων διαβουλεύσεων που είχαν προκαλέσει εικασίες για το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθούν επιδρομές εντελώς διαφορετικής έκτασης. «Όλοι οι στόχοι συνδέονταν στενά και συγκεκριμένα με την παραγωγή ή την αποθήκευση χημικών όπλων», «τα μέσα για τη χρησιμοποίησή τους ούτε που αγγίχτηκαν», διαβεβαιώνει το Γαλλικό Πρακτορείο ο Φαϊζάλ Ιτάνι, ερευνητής της δεξαμενής σκέψης Atlantic Council στην Ουάσινγκτον.
«Τα πλήγματα αυτά υπάρχει κίνδυνος να στείλουν στον Άσαντ το εξής μήνυμα: ‘Δεν έχεις το δικαίωμα να πραγματοποιείς χημικές επιθέσεις, όμως όλα τα άλλα είναι εντάξει, προχώρα’», εκτιμά.
Διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν ξεκάθαρα πως, πέραν αυτού του στόχου, δεν σκοπεύουν να εμπλακούν στη σύγκρουση ανάμεσα στη συριακή εξουσία, που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και το Ιράν, και τους αντάρτες.
«Η συριακή στρατηγική μας δεν έχει αλλάξει», υπογράμμισε χθες η αμερικανίδα πρεσβευτής στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι.
«Ποια στρατηγική;», φαίνονται να απαντούν εν χορώ οι περισσότεροι αμερικανοί ειδικοί.
Την ίδια ώρα ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον δήλωσε ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει κάποια πρόταση για νέες επιθέσεις κατά της Συρίας, ενώ εάν υπάρξει νέα χρήση χημικών όπλων στην Συρία, τότε, το Λονδίνο θα επανεξετάσει τις επιλογές του.
Ο ίδιος, τόνισε ότι η Βρετανία θα εξακολουθήσει ν’ ασκεί πιέσεις στον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ προκειμένου να προσέλθει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.
Πάντως, τις δηλώσεις του Τζόνσον έρχεται να αμφισβητήσει με τις προβλέψεις του ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν. Ο ίδιος προειδοποίησε για μια ανθρωπιστική καταστροφή στη συριακή ανταρτοκρατούμενη πόλη Ιντλίμπ, που μπορεί να αποτελέσει τον επόμενο στόχο του συριακού στρατού.
Η βορειοδυτική επαρχία Ιντλίμπ παραμένει η μεγαλύτερη σε πληθυσμό περιοχή της Συρίας που τελεί υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Τα τελευταία χρόνια, δεκάδες χιλιάδες μαχητές και άμαχοι έχουν δραπετεύσει εκεί από διάφορα μέρη της χώρας, τα οποία ανακατέλαβε ο στρατός με τη βοήθεια της Ρωσίας και του Ιράν.
Ο επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας δήλωσε ότι αυτή τη στιγμή στην Ιντλίμπ κατοικούν περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, ανάμεσά τους εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι που έφυγαν από ανταρτοκρατούμενες πόλεις τις οποίες ανακατέλαβε το συριακό καθεστώς.
«Υπάρχει κίνδυνος νέας ανθρωπιστικής καταστροφής. Η μοίρα της Ιντλίμπ πρέπει να καθοριστεί από μια πολιτική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τον αφοπλισμό πολιτοφυλάκων», δήλωσε ο Λε Ντριάν σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα Le Journal du Dimanche.
Αναμένεται, φυσικά, η αυριανή ομιλία της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι στο βρετανικό κοινοβούλιο για τα πυραυλικά πλήγματα, που θα ορίσει σε μεγάλο βαθμό την τελική στρατηγική.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ