Το κτήμα Πολυδενδρίου και η σύνδεση με τη βασιλική οικογένεια
Για σχεδόν εννιά δεκαετίες – υπήρξε το λεγόμενο τότε Βασιλικό Κτήμα Πολυδενδρίου, του οποίου η ιστορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σην περιοχή της Λάρισας και ειδικά της Αγιάς, η σύνδεση του Κωνσταντίνου και της βασιλικής οικογένειας με αυτή ήταν μεγάλη, αφού στην ιδιοκτησία τους ως το 1994 – και για σχεδόν εννιά δεκαετίες – υπήρξε το λεγόμενο τότε Βασιλικό Κτήμα Πολυδενδρίου, του οποίου η ιστορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το δάσος Πολυδενδρίου, γνωστό και ως εξοχικό κτήμα της πρώην βασιλικής οικογένειας απέχει περίπου 45 χιλιόμετρα από τη Λάρισα. Βρίσκεται στις πλαγιές του Μαυροβουνίου, σε υψόμετρο 1054μ και καταλαμβάνει έκταση περίπου 35.000 στρεμμάτων, εκ των οποίων αρκετά παραλιακά στρέμματα, με καταπληκτικές παραλίες. Έχει ανακηρυχθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Εθνικός Δρυμός. Σε όλη την έκταση του δασοκτήματος υπάρχει μεγάλη ποικιλία βλάστησης με δρυς, οξιές, έλατα και καστανιές, ενώ το δάσος αποτελεί σημαντικό βιότοπο για πολλά είδη πανίδας. Μέσα στο κτήμα υπάρχουν και δύο εκκλησίες του 16ου αιώνα αφιερωμένες στην Παναγία. Πρόκειται για τον ναό της Παναγίας Πολυδενδρίου και για τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Και οι δύο ναοί έχουν ιδιαίτερες τοιχογραφίες. Στο δάπεδο του πρώτου ναού υπάρχουν αρχαίες επιγραφές, ένδειξη ότι εκεί προϋπήρχε αρχαίο ιερό. Το δάσος Πολυδενδρίου ήταν παλιό οθωμανικό τσιφλίκι, αγοράστηκε το 1906 από τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Για την τέως βασιλική οικογένεια ήταν κυρίως ένας τόπος εξοχής και κυνηγιού.
Με νομοθετικό διάταγμα 225/4-10-1973 η χούντα απαλλοτριώνει κινητή και ακίνητη περιουσία της Βασιλικής οικογένειας μετά τη φυγή του Κωνσταντίνου στο εξωτερικό και η βασιλική περιουσία περιέρχεται στον ελληνικό λαό. Μετά την πτώση της χούντας με νομοθετικό διάταγμα η βασιλική περιουσία δεν αποδίδεται στον εκπτωτο βασιλιά, τίθεται όμως υπό ειδικό μεταβατικό καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης μέχρι να αποφασισθεί με δημοψήφισμα η μορφή του πολιτεύματος. Έκτοτε και μεχρι το 1994 συνεχιζόταν η αντιπαράθεση για την ακίνητη περιουσία μεταξύ της οικογένειας Γκλύξμπουρκ και Κυβέρνησης που εντοπίζεται ακριβώς στο γεγονός, ότι ο πρώτος θεωρούσε δικαιωματικά τα ανωτέρω ως περιουσιακά του στοιχεία, ανεξάρτητα από τη μορφή που είχε λάβει πλέον το πολίτευμα στην Ελλάδα. Αντίθετα, η Κυβέρνηση αντιμετώπιζε το ζήτημα ως απόρροια του πολιτειακού και την περιουσία ως δημόσια, συνδεόμενη με το πρόσωπο του εκάστοτε αρχηγού του κράτους.
Το Βασιλικό Κτήμα Πολυδενδρίου βρίσκεται στην περιοχή του Δήμου Αγιάς καλύπτοντας μία τεράστια έκταση 34.791 στεμμάτων στο όρος Μαυροβούνι ανάμεσα από τον Κίσσαβο και το Πήλιο. Με τον Ν. 2215/1994, ονομαζόμενο πια ως Δάσος Πολυδενδρίου, περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, η δε διοίκησή του και διαχείρισή του στο Υπουργείο Γεωργίας. Περιλαμβάνεται στην περιοχή ειδικής προστασίας (S.P.A) (GR1420006) «Όρος Μαυροβούνι Θεσσαλίας», καθώς και στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 (GR1420004) «Κάρλα – Μαυροβούνι – Κεφαλόβρυσο Βελεστίνου – Νεοχώρι», ενώ με την αριθμ. 32201/ 1664/ 19-4-1976 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας έχει κηρυχθεί ως καταφύγιο άγριας ζωής.
Το 2003 συστάθηκε φορέας διαχείρισης Κάρλας – Μαυροβουνίου – Κεφαλοβρύσου Βελεστίνου και, κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Γεωργίας, συντάχθηκε από το Δασαρχείο Αγιάς μελέτη με τίτλο «Μελέτη Έργων – Εργασιών για την ανάδειξη και προστασία του δημόσιου δάσους Πολυδενδρίου» στην οποία προβλεπόταν κυρίως έργα αναψυχής προστασίας και οδοποιίας. Το ίδιο έτος κατασκευάστηκαν πολλά από αυτά τα έργα με χρηματοδότηση του Υπουργείου Γεωργίας. Παράλληλα, είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ν. Λάρισας για τα κτίσματα που υπάρχουν στη θέση «Σπίτια» του Πολυδενδρίου, τα οποία κηρύχθηκαν «διατηρητέα» με σκοπό την αναπαλαίωσή τους και την χρησιμοποίησή τους για διάφορες χρήσεις (μουσείο, κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κ.α.), κάτι όμως που δεν προχώρησε στη συνέχεια.
Όσα είχαν προηγηθεί
Πριν το 1841, το Πολυδένδρι και το δασόκτημα ήταν τσιφλίκι ιδιοκτησίας του Οθωμανού αρχιθυρωρού της Υψηλής Πύλης Μεχμέτ Τεβρίκ Βέη Εφένδη.
Αυτός το 1841 το πούλησε στους Μ. Αλεξανδρή και Δ. Θεοχάρη. Ο πρώτος πούλησε το μερίδιό του στον Γιουσούφ Αγά Λεονταρίτ. Αργότερα, ο γιος του Γιουσούφ, ο Χασάν Λεονταρίτ, αγόρασε από τον Δ. Θεοχάρη και το άλλο μισό του τσιφλικιού. Στα 1881, όταν η Θεσσαλία ενώθηκε με την Ελλάδα, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε την κυριότητα του τσιφλικιού στον Χασάν Λεονταρίτ, με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος του Δημοσίου. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Α΄ αγόρασε από τον Χασάν Λεονταρίτ το τσιφλίκι του πληρώνοντας 25.000 τουρκικές λίρες και ονομάζοντάς το Κτήμα Πολυδενδρίου. Μάλιστα, σύμφωνα με τα όσα έχει υποστηρίξει η βασιλική οικογένεια, «Το κτήμα αυτό (στην επαρχία Aγιάς της Λάρισας), αποτελούμενο από 35.928 στρέμματα, αποκτήθηκε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, με προικώα χρήματα της συζύγου του Σοφίας, από τον βασιλιά Kωνσταντίνο Α′».
Το 1921 ο Κωνσταντίνος Α΄ φέρεται να μεταβίβασε σε τέσσερις κατοίκους της περιοχής Πολυδενδρίου από τα 36 χιλιάδες στρέμματα περί τα 1300 πάνω από την παραλία «Σκιαθάς».
Κατόπιν, πάλι σύμφωνα με τη βασιλική οικογένεια «το 1924 οι κινηματίες εκποίησαν το βασιλικό κτήμα, αλλά η αγοράστρια εταιρεία («Δασική») πτώχευσε και το κτήμα περιήλθε στην Εθνική Τράπεζα. Το 1939, σεβόμενος τη μνήμη του πατέρα του, ο διάδοχος Παύλος το απέκτησε με την προίκα της συζύγου του Φρειδερίκης».
Το 1948 επιχειρήθηκε ακόμη μια αλλαγή στο ιδιοκτησιακό (πηγή: συγγραφέας Βαγγέλης Γεωργάς). Άρθρο της εφημερίδας «Εξόρμηση» για τη διανομή του βασιλικού κτήματος στο Πολυδένδρι αναφέρει την 1η Φεβρουαρίου του 1948:
“ΕΝΑ ΤΣΙΦΛΙΚΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΑ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΑΟ
Σε κοινή συγκέντρωση τα λαϊκά συμβούλια Σκλήθρου, Σκήτης, Πολυδενδρίου, Κουκουράβας και Βουλγαρινής, επαρχίας Αγυιάς, αποφασίσανε για το μοίρασμα του τσιφλικιού, 33.000 στρέμματα, του βασιληά Παύλου Γλύξμπουργκ. Ανάλογα με τους ακτήμονες που είχε το κάθε χωριό πήρε και έχταση.
Στη σύσκεψη καθοριστήκανε και τα σύνορα των χωραφιών.
Με ομόφωνη απόφαση έδωσαν στο χωριό Κουκουράβα ολόκληρη την έχταση που τους είχε αρπάξει ο Γλύξμπουργκ πριν μερικά χρόνια.
Τότε η κοινότητα είχε κάνει δικαστήριο και είχε κερδίσει. Όμως ο Γλύξμπουργκ όχι μόνο δεν σεβάστηκε την απόφαση του δικαστηρίου και αυθαίρετα άρπαξε τη γη, αλλά και μετέθεσε στην Πελοπόννησο τον δικαστή που παρεχώρησε τη γη στη Κουκουράβα.
Σήμερα όμως έχει να κάνει με τον λαό που δικάζει ανέκκλητα και τελεσίδικα και σφραγίζει με το αίμα του τα έγγραφα της διανομής της γης”.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Βαγγέλη Γεωργά «Η απόφαση των λαϊκών συμβουλίων της περιοχής δείχνει τον προοδευτικό χαρακτήρα της εξουσίας στις περιοχές που έλεγχε ο ΔΣΕ. Τα λαϊκά συμβούλια των χωριών του Κισσάβου και του Μαυροβουνίου είχαν εκλεχθεί από τους κατοίκους τους το φθινόπωρο του 1947. Στις αρχές του 1948 τα λαϊκά συμβούλια της περιοχής Αγιάς αποφάσισαν τη διανομή του Κτήματος Πολυδενδρίου στους κατοίκους. Μετά την ήττα του ΔΣΕ η περιουσία επανήλθε στη βασιλική οικογένεια».
Το 1962, ο βασιλέας Παύλος δώρισε το κτήμα Πολυδενδρίου – με την αφορμή των γάμων της πριγκίπισσας Σοφίας – υπέρ των αγροτικών συνεταιρισμών της Ελλάδος «Ίνα ανεγερθούν εκεί σχολαί επιμορφώσεως των αγροτών, οίτινες μετά των εργατών αποτελούν βασικόν τμήμα της σπονδυλικής στήλης του έθνους». Ουδέποτε, όμως, τηρήθηκαν αυτοί οι όροι, η δωρεά ακυρώθηκε και το κτήμα επεστράφη στην ιδιοκτησία της βασιλικής οικογένειας.
Το 1964, μετά τον θάνατο του βασιλέως Παύλου, τα 108/288α του κτήματος περιήλθαν στον βασιλιά Kωνσταντίνο και στην πριγκίπισσα Eιρήνη, τα 36/288α στη βασίλισσα Σοφία και τα 36/288α στη θεία τους πριγκίπισσα Aικατερίνη.
Με το ΝΔ 225/1973, το καθεστώς της 21ης Απριλίου απαλλοτρίωσε «τα κτήματα Tατοΐου, Πολυδενδρίου και Mον Pεπό και παν έτερον ακίνητον» και μέρος της κινητής περιουσίας της βασιλικής οικογένειας.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974 έλαβε χώρα δημοψήφισμα, με το οποίο καθορίστηκε η μορφή πολιτεύματος. Η αβασίλευτη δημοκρατία επικράτησε με ποσοστό 69,2% και έτσι η βασιλεία στην Ελλάδα καταργήθηκε οριστικά. Γράφει η νομικός Αγγελική Βλαχοπούλου σε σχετική της μελέτη «Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ήρθε πολύ σύντομα αντιμέτωπος με το θέμα της βασιλικής περιουσίας. Η βασιλική οικογένεια είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα ήδη από την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος, αλλά είχε αφήσει πίσω της, πέρα από την κινητή περιουσία, τη μεγάλη δασική έκταση και τη θερινή κατοικία του Τατοΐου, το κτήμα Πολυδενδρίου και το ανάκτορο του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα. Η αντιπαράθεση μεταξύ τέως βασιλιά Κωνσταντίνου και Κυβέρνησης εντοπίζεται ακριβώς στο γεγονός, ότι ο πρώτος θεωρούσε δικαιωματικά τα ανωτέρω ως περιουσιακά του στοιχεία, ανεξάρτητα από τη μορφή που είχε λάβει πλέον το πολίτευμα στην Ελλάδα. Αντίθετα, η Κυβέρνηση αντιμετώπιζε το ζήτημα ως απόρροια του πολιτειακού και την περιουσία ως δημόσια, συνδεόμενη με το πρόσωπο του εκάστοτε αρχηγού του κράτους.
Κάθε προσπάθεια συνεννόησης των δύο πλευρών επί 20 χρόνια είτε απέτυχε πλήρως, είτε κατέληξε σε αδιέξοδο, με το ζήτημα να ακολουθεί τη δικαστική οδό. Συμβούλιο της Επικρατείας και Άρειος Πάγος υιοθέτησαν διαφορετικές απόψεις, με το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να οδηγείται τελεσίδικα στο συμπέρασμα ότι ήταν συνταγματικός ο νόμος 2215/1994, που προέβλεπε ότι η βασιλική περιουσία ήταν δημόσια και ως τέτοια έπρεπε να αντιμετωπιστεί».
Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, με τον νόμο 2215/1994, ουσιαστικά δήμευσε όλη την περιουσία της βασιλικής οικογένειας, χωρίς καμία αποζημίωση, και αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια των μελών της μετά την επίσκεψη της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1993. Μέσα σε αυτήν την περιουσία ήταν και το Κτήμα Πολυδενδρίου.
Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έφερε την υπόθεση στην Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το επιχείρημα ότι τα δικαιώματα της περιουσίας και των τριών προσφευγόντων (του βασιλέως Κωνσταντίνου, της πριγκίπισσας Ειρήνης και της πριγκίπισσας Αικατερίνης) παραβιάστηκαν με τη δήμευση, η οποία πραγματοποιήθηκε με τον νόμο 2215/1994. Ζητήθηκε από την Επιτροπή να αποφανθεί εάν είχε υπάρξει τέτοια παραβίαση. Με ομόφωνη απόφαση και των 30 δικαστών – συμπεριλαμβανομένου και του Έλληνα – η Επιτροπή έκρινε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφευγόντων είχαν όντως παραβιαστεί και παρέπεμψε το θέμα της περιουσίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).
Με απόφαση που ελήφθη στις 22 Νοεμβρίου του 2000, με ψήφους 15 υπέρ και 2 κατά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απεφάνθη πως με τη δήμευση παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφευγόντων. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι τα περιουσιακά στοιχεία στο Τατόι Αττικής, στο Πολυδένδρι Αγιάς και στο Μον Ρεπό Κέρκυρας ήταν ιδιόκτητα ακίνητα της βασιλικής οικογένειας και δεν είχε παραχωρηθεί η χρήση τους σε αυτή λόγω της θέσης της στην Ελλάδα, όπως ισχυριζόταν το ελληνικό κράτος. Η βασιλική οικογένεια τελικώς αποζημιώθηκε και το Κτήμα Πολυδενδρίου, όπως και τα υπόλοιπα προαναφερόμενα, πέρασαν οριστικά στο Ελληνικό Δημόσιο.
Η σημερινή κατάσταση της μεγάλης αυτής έκτασης στο Πολυδένδρι
Τα πρώην βασιλικά κτήματα στο Τατόι, το Μον Ρεπό και το Πολυδένδρι στην Αγιά αναμφίβολα αποτελούν μνημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που ενώ σε άλλες χώρες προστατεύονται και προσελκύουν χιλιάδες τουρίστες, εδώ έχουν αφεθεί στο έλεος του χρόνου να ρημάζονται.
Όσον αφορά την έκταση στο Πολυδένδρι, πρόκειται για τοπίο σπάνιας φυσικής ομορφιάς, όπου υπάρχουν και ζουν εκατοντάδες είδη φυτών, πουλιών και άγριων ζώων. Το δάσος Πολυδενδρίου είναι για την περιοχή του Δήμου Αγιάς ένα κόσμημα. Θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο πολλαπλής εκμετάλλευσης και να στηρίξει τον τουρισμό, την εθνική οικονομία, την αγροτική και γεωπονική εκπαίδευση, τη ζωική και φυτική καλλιέργεια. Θα έπρεπε όλοι οι αρμόδιοι φορείς, Κράτος, Δασικές υπηρεσίες, Πανεπιστήμια, Τοπική Αυτοδιοίκηση, να εντείνουν τις προσπάθειές τους με υπευθυνότητα και προγραμματισμό και να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ολόκληρο τον πλούτο του δάσους αυτού. Ζωικό, φυτικό, θαλάσσιο και τουριστικό.
Όσον αφορά τα βασιλικά κτίσματα, η εικόνα που παρουσιάζουν μόνο θλίψη προκαλεί για την ιστορική μας μνήμη. Έστω και τώρα όμως κάτι θα μπορούσε να διασωθεί… Τουλάχιστον το κεντρικό και πιο επιβλητικό απ’ όλα κτίριο…
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι επί του Δάσους Πολυδενδρίου δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης του Δήμου Αγιάς ή της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να διεκδικηθεί η αξιοποίησή του.
Πηγή: choraagia.gr – Έρευνα: Νίκος Γουργιώτης