Χωροθέτηση camps μεταναστών – προσφύγων και τοπικές αντιδράσεις

Ξενοφοβία ή έλλειμα διαβούλευσης και συμμετοχικού σχεδιασμού;

Parallaxi
χωροθέτηση-camps-μεταναστών-προσφύγων-κ-858461
Parallaxi

Η έρευνα πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο ο ελλιπής, άτυπος με παρεμβάσεις τύπου ‘ad hoc’, «εκ των άνω» σχεδιασμός μέσα στο ευρωπαϊκό μεταναστευτικό σύστημα διακυβέρνησης παράγει φαινόμενα N.I.M.B.Y. (Not In My Back Yard) σε τοπικό επίπεδο κατά τη διαδικασία χωροθέτησης camps προσφύγων, προκαλώντας ξενοφοβικά σύνδρομα. Πραγματοποιήθηκε στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ και εντάσσεται στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας της Αλεξάνδρας Μακρίδου, υπό την επίβλεψη του Αν. Καθηγητή Κοινωνιολογίας Ιωάννη Φραγκόπουλου.

Μετα το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης το 2015, οι ελλείπεις αποφάσεις που πάρθηκαν  σε ευρωπαϊκό επίπεδο (κλείσιμο Βαλκανικής οδού, Συνθήκη Δουβλίνου, Συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας κ.α.) για την έκτακτη διαχείριση των μαζικών προσφυγικών αφίξεων εγκλώβισαν τους πληθυσμούς στις πύλες εισόδου της Ευρώπης, ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα. Η εξίσου προβληματική διαχείριση της Ελλάδας στα ζητήματα αποκατάστασης προσφυγικών-μεταναστευτικών πληθυσμών οδήγησαν έξι χρόνια αργότερα στο να μην έχει βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος για τη συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής που να συμβάλει στην υποδοχή, αποκατάσταση και ομαλή κοινωνική ενσωμάτωση των προσφύγων. Απεναντίας οι «πολιτικές» περιορισμού εισόδου προσφύγων-μεταναστών  φαίνεται να ενισχυθήκαν την τελευταία διετία. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία  που δημοσίευσε η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες οι συνολικές αφίξεις (θαλάσσιες και χερσαίες) του 2021 (έως και 12 Δεκεμβρίου) (8.371) συγκριτικά με αυτές του 2019 (74.613) μειώθηκαν κατά 89%. Βασικοί παράγοντες που ώθησαν στον περιορισμό των αφίξεων αποτέλεσαν η εμφάνιση της υγειονομικής κρίσης που περιόρισε τις μετακινήσεις, η πρακτική αυστηρού ελέγχου των ηπειρωτικών και θαλάσσιων συνόρων και η προβληματική πρακτική των άτυπων επαναπροωθήσεων  “push-backs” που εφαρμόζεται από τη τρέχουσα κυβέρνηση στο Αιγαίο αν και δέχεται την έντονη κριτική σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για παραβίαση του διεθνούς δίκαιου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα πάρα την επίσημη κυβερνητική δέσμευση για ισοκατανομή των προσφυγικών πληθυσμών σε όλη τη χώρα, η ανά περιφέρεια γεωγραφική ανισότητα που επέβαλε, ιδίως για τις εγκαταστάσεις προσφυγικών camps,  δημιούργησε ένα δίπολο Βορά – Νότου με υψηλό πληθυσμό στο Βορά και χαμηλό έως ανύπαρκτο αριθμό στο Νότο της χώρας, εκτός της Αττικής (βλέπε χάρτη[1]).

Έτσι, η ανισομερής κατανομή των camp και των φιλοξενούμενων σε αυτά πληθυσμών παράγει έναν γεωγραφικό διαχωρισμό, γεγονός που δημιουργεί αντιδράσεις και ενισχύει φαινόμενα τοπικών αντιδράσεων N.I.M.B.Y.

Κύριος σκοπός της έρευνας υπήρξε η εξέταση των πολιτικών χωροθέτησης camps και η διερεύνηση των τοπικών αντιδράσεων που υποκινούνται από σύνδρομα Ν.Ι.Μ.Β.Υ. Το ερώτημα εάν τα φαινόμενα N.I.M.B.Y. εγείρονται ως μια  τοπική αντίδραση και ως αίτημα ενημέρωσης και συμμετοχής στο σχεδιασμό που σε δεύτερο χρόνο εξελίσσονται σε αντενέργειες που φέρουν ρατσιστικά χαρακτηριστικά διατρέχει την προβληματική μας.

Η μεθοδολογία μας βασίστηκε σε ποσοτική ανάλυση των προσφυγικών αφίξεων για το τελευταίο έτος, σε αποδελτίωση τύπου εθνικού και τοπικού (50 δημοσιεύματα), στην συγκριτική αποτίμηση δύο ενδεικτικών παραδειγμάτων διαχείρισης μεταναστευτικών πολιτικών ένταξης (Κρήτη vs Σέρρες) και σε ποιοτική έρευνα με την πραγματοποίηση 6 συνεντεύξεων σε τοπικούς φορείς, εμπλεκόμενους και κατοίκους των δύο περιοχών.

Η μελέτη του Δημόσιου Λόγου ανέδειξε την σημασία της κοινωνικής συναίνεσης των τοπικών κοινωνιών σε χωροθετήσεις μεταναστευτικών πληθυσμών τόσο στις πύλες εισόδου (νησιά Αιγαίου) όσο και στην ηπειρωτική χώρα. Συγκεκριμένα, η κοινωνία των πολιτών είναι η κύρια ομάδα που αντιδρά (62% των δημοσιευμάτων) και αναπαράγει φαινόμενα N.I.M.B.Y.,  ενώ ακολουθούν  οι τοπικές αρχές (48% των δημοσιευμάτων) οι οποίες καλούνται να υλοποιήσουν  τις επιθυμίες των κατοίκων. Βασικό επιχείρημα των αντιδρώντων ομάδων  φαίνεται να είναι οι εκτιμώμενες αρνητικές κοινωνικοπολιτισμικές επιπτώσεις (76% των δημοσιευμάτων) που προκύπτουν από τον τρόπο εγκατάστασης των camps, όπου συχνά οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως «εισβολείς που υπηρετούν ένα «οργανωμένο» σχέδιο «αλλοίωσης του πολιτισμού»». Αντιθέτως, σε μικρότερο βαθμό συζητιούνται οι οικονομικές (40% των δημοσιευμάτων) αλλά και οι περιβαλλοντικές-υγειονομικές (36% των δημοσιευμάτων) συνέπειες, οι οποίες βέβαια αυξήθηκαν κυρίως μετά την εμφάνιση του covid-19. Την ίδια στιγμή, αναφορικά με τις πρακτικές του σχεδιασμού, γίνεται  μεγάλη συζήτηση για τη χωρική διακυβέρνηση (66% των δημοσιευμάτων), γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για μια πολυεπίπεδη συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων στη διαχείριση και αποκατάσταση των μεταναστών-προσφύγων.

Όσον αφορά τη συγκριτική αποτίμηση των δύο ενδεικτικών παραδειγμάτων σχεδιασμού χωροθέτησης camp στην Π.Ε. Σερρών και Π.Ε. Ρεθύμνης, διαπιστώσαμε τις εξής αλληλουχίες σχεδιασμού, αντιδράσεων και δημοσίου Λόγου: Στις αρχές του 2020 η κυβέρνηση αποφάσισε την εγκατάσταση κλειστού camp στο Δήμο Σιντικής Σερρών. Από την αποδελτίωση, εθνικού και τοπικού τύπου, εντοπίστηκαν τρία στάδια  σχεδιασμού με χρονική πίεση «εκ των άνω» και αντιθέσεις με την τοπική κοινωνία και διαδοχικές απορρίψεις χώρων, οι οποίοι  είχαν προταθεί  για τη χωροθέτηση του camp. Τέλος αποφασίστηκε η εγκατάσταση της δομής στην περιοχή Κλειδί, με βάση την πλειοψηφία των δημοτικών παρατάξεων του δήμου Σιντικής. Ο δήμαρχος, ο οποίος εν αρχή ήταν αντίθετος με τη δημιουργία οποιασδήποτε επιπλέον μονάδας, τόνισε ότι «εθνικοί λόγοι» υπαγόρεψαν την χωροθέτηση του κλειστού camp στο Κλειδί. Στα λόγια του παρατηρήθηκε η χρήση νεωτερικών-εθνικιστικών όρων όπως η προστασία της «πατρίδας» υπό καθεστώς «κινδύνου» με τον παράλληλο στιγματισμό των προσφυγικών αφίξεων ως «κρατική απειλή» από την Τουρκία. Στην προσπάθεια εξωραϊσμού της πολιτικής τους επιλογής οι κυβερνητικοί βουλευτές Σερρών υποστήριξαν ότι είναι πατριωτικό χρέος όλων των Ελλήνων πολιτών και ιδιαίτερα του συγκεκριμένου νομού να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να συμβάλλουν στην μείωση των προσφυγικών ροών. Συγκεκριμένα δήλωσαν ότι «οι άνθρωποι που ήλθαν για να μείνουν, θα οδηγηθούν εκεί για να φύγουν» κάνοντας ξεκάθαρη την πολιτική επιλογή και στάση τους με την χαμηλή ανοχή απέναντι στην μακροπρόθεσμη παραμονή ξένων πληθυσμών.

Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση της Κρήτης τόσο ο τύπος όσο και οι συνεντεύξεις που υλοποιήσαμε ανέδειξαν μια πιο οργανωμένη «από τα κάτω» προσέγγιση. Έπειτα από την κυβερνητική ανακοίνωση για τη δημιουργία camp στην περιοχή Αρμένων τον Ιανουάριο του 2020 οι κάτοικοι, οι τοπικές αρχές και οι εμπλεκόμενοι φορείς αντέδρασαν. Αξιοσημείωτο είναι πως εντοπίστηκε ένα ισχυρό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ τους, γεγονός που σε συνδυασμό με τα μεγάλα χρονικά περιθώρια που δόθηκαν από την κυβέρνηση οδήγησε στην διαμόρφωση μιας αντιπρότασης. Συγκεκριμένα αυτή βασίστηκε στην ένταξη των προσφύγων-μεταναστών στο στεγαστικό πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ σε διαμερίσματα εντός του αστικού ιστού, μια «δοκιμασμένη» πρακτική που δεν εμφάνισε αντιθέσεις και συγκρούσεις. Ο Δήμαρχος Ρεθύμνης, στην επιχειρηματολογία του χρησιμοποίησε μέτα-νεωτερικούς όρους όπως η «τοπική ανάπτυξη», η οποία δεν θα επιτυγχάνονταν με τη δημιουργία ενός camp σε μια καθαρά τουριστική περιοχή, και η «ενσωμάτωση-συμπερίληψη» των νέο-εισερχόμενων πληθυσμών που θα ήταν αδύνατη με τη τοποθέτηση τους σε ένα κλειστό camp. Σε αυτό το παράδειγμα οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στο στενό πλαίσιο του N.I.M.B.Y. αλλά προχώρησαν σε ένα επόμενο στάδιο όπου μέσα από μια ορθολογική συλλογιστική πορεία συνέταξαν μια πρόταση η οποία εντέλει ακύρωσε την δημιουργία camp στην περιοχή.

Στην έρευνα μας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ένας ελλιπής, αντιφατικός θεσμικά, κοινωνικά και γεωγραφικά, «εκ των άνω» σχεδιασμός στη διαδικασία εγκατάστασης camps, ο οποίος παράγει έναν διπλό κοινωνικογεωγραφικό διαχωρισμό. Από την μία πλευρά η διελκυστίνδα μεταξύ περιφερειών που «περνάει ο λόγος τους» και άλλων που έχουν περιορισμένη επιρροή στις κεντρικές αποφάσεις. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν τοπικές κοινωνίες και αυτοδιοικητικοί που διαθέτουν υψηλό κοινωνικό κεφάλαιο, έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη και καλούν τους πολίτες και φορείς σε διάλογο και διαβούλευση ενώ σε άλλες τοπικές κοινωνίες το αίσθημα αποκλεισμού από  το δημόσιο λόγο και τις αποφάσεις κυριαρχεί. Συνεπώς, η ανάγκη τους για εμπλοκή στο σχεδιασμό μετατρέπεται σε απαίτηση μέσα από αντενέργειες άρνησης και φόβου που εξελικτικά λαμβάνουν ρατσιστικά χαρακτηριστικά.  Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι η συμμετοχή των τοπικών φορέων και της κοινωνίας των πολιτών στην επιλογή και διαμόρφωση των χώρων στέγασης και φιλοξενίας νέο-εισερχόμενων πληθυσμών φέρει μια σειρά από πλεονεκτήματα. Θεωρούμε ότι τα  δρώντα υποκείμενα μέσα από συμμετοχικές μορφές σχεδιασμού καλλιεργούν το αίσθημα της αλληλεγγύης και της ευρύτερης αποδοχής των προσφύγων-μεταναστών, μετατοπίζοντας τις αντιλήψεις περί «επιβάρυνσης και φόρτου» σε συλλογικές χωρικές αναπαραστάσεις «συγκριτικού πλεονεκτήματος». 

Πληροφορίες:

Ερευνητική Ομάδα: Κοινωνικοχωρικών, Πολιτισμικών, Χαρτογραφικών Αναλύσεων και Σχεδιασμού – SPACE http://space.web.auth.gr/

Αλεξάνδρα Μακρίδου, Μηχανικός Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. | 6949166196

Ιωάννης Φραγκόπουλος, Αν. Καθηγητής, Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ | 6946 722 724

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα