Διεθνή

75 χρόνια από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Το κείμενο της διακήρυξης αποτέλεσε τον πολιτικό καμβά, στον οποίον συνυφάνθηκαν μεταγενέστερες νομικά δεσμευτικές διεθνείς συμβάσεις

Parallaxi
75-χρόνια-από-την-οικουμενική-διακήρυξη-895980
Parallaxi

«Η αναγνώριση της σύμφυτης αξιοπρέπειας καθώς και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων όλων των μελών της ανθρώπινης οικογένειας αποτελεί το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο». Από το Προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η ανθρωπότητα προσπαθούσε να ξεπεράσει τις ολέθριες συνέπειες που άφησε πίσω του Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι λαοί μετρούσαν τις αναρίθμητες ανθρώπινες απώλειες και υλικές καταστροφές, ενώ ο κόσμος βρισκόταν σε μια διαδικασία ανοικοδόμησης και αναμόρφωσης, τόσο σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, όσο και σε επίπεδο κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Την περίοδο εκείνη, στην παγκόσμια συλλογική συνείδηση, ένα ήταν απολύτως βέβαιο. Η βάναυση καταπάτηση της εγγενούς ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων εν γένει από το ναζιστικό Γ Ράιχ, οδήγησαν σε πράξεις κτηνωδίας και απόλυτης βαρβαρότητας που εξεγείρουν την ανθρώπινη συνείδηση και δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθούν.

Στο πλαίσιο ίδρυσης του ΟΗΕ στις 24 Οκτωβρίου του 1945, τα κράτη – μέλη δεσμεύτηκαν για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας και την προώθηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η προοπτική ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι θα απολαμβάνουν την ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της και την ισότητα, απαλλαγμένοι από τον τρόμο και την αθλιότητα, έχει διακηρυχθεί ως η πιο υψηλή επιδίωξη του ανθρώπου.

Στο πλαίσιο της διεθνούς κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, τα μέλη της διεθνούς κοινότητας, αποφάσισαν στην πρώτη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ το 1946, να θεσπίσουν έναν οδικό χάρτη, που θα εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους παντού στον κόσμο. Το τελικό κείμενο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκπονήθηκε από μια συντακτική ομάδα που ορίστηκε από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με επικεφαλής την Eleanor Roosevelt , τη χήρα του Προέδρου των ΗΠΑ Franklin D. Roosevelt. Στις πολυάριθμες συνεδριάσεις και τις διεξοδικές διαπραγματεύσεις της επιτροπής, η φιλοσοφία και η πολιτική διασταυρώθηκαν επανειλημμένα, ως προς τις σχέσεις κράτους και ατόμου. Οι αντιπρόσωποι των ανατολικών κρατών τόνιζαν υπέρμετρα τη δυνατότητα κρατικής παρέμβασης και τις υποχρεώσεις του ατόμου, οι εκπρόσωποι των αραβικών κρατών επικαλούνταν τα μουσουλμανικά θρησκευτικά κείμενα, ενώ οι αντιπρόσωποι των δυτικών χωρών εστίαζαν στην οικοδόμηση μιας ανοικτής, φιλελεύθερης κοινωνίας. Οι διαβουλεύσεις ολοκληρώθηκαν δύο χρόνια αργότερα και η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υιοθετήθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου του 1948, με 48 ψήφους υπέρ, καμία κατά και 8 αποχές. Το κείμενο της διακήρυξης δίνει έμφαση στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ως θεμελιώδη και αδιαπραγμάτευτα, ενώ διαμορφώνει ένα πιο χαλαρό πλαίσιο για την προστασία των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Ενδεικτικά κατοχυρώνονται το δικαίωμα στη ζωή, την ισότητα, την ελευθερία και την ασφάλεια, το δικαίωμα στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η απαγόρευση των διακρίσεων, των βασανιστηρίων και της δουλείας, η ελευθερία έκφρασης, η προστασία του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, το δικαίωμα στο άσυλο, το δικαίωμα συμμετοχή στις εκλογές, το δικαίωμα στην κοινωνική προστασία και την κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στην εργασία και σε κατάλληλο βιοτικό επίπεδο.

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μπορεί τυπικά να μην δημιουργεί για τα συμβαλλόμενα κράτη νομική δεσμευτικότητα, το παγκόσμιο πολιτικό της κύρος όμως είναι αδιαμφισβήτητο. Στο πλαίσιο αυτό, το κείμενο της διακήρυξης αποτέλεσε τον πολιτικό καμβά, στον οποίον συνυφάνθηκαν μεταγενέστερες νομικά δεσμευτικές διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με κυριότερες το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα-ΔΣΑΠ (1966) και το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα-ΔΣΟΙΚΠ (1966). Στα ατομικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία, το άσυλο της κατοικίας, ο πολίτης αξιώνει από το Κράτος υποχρέωση ανοχής, προκειμένου να τα ασκήσει απρόσκοπτα, ενώ στα κοινωνικά, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η εργασία, αξιώνει από το Κράτος υποχρέωση παροχής των αναγκαίων μέσων και τρόπων για την αποτελεσματική άσκηση τους. Τα μεν πρώτα συνδέονται με την άρση των φραγμών και των εμποδίων, ενώ τα δεύτερα με τη δημιουργία ενός πλαισίου ίσων ευκαιριών για όλους. Αν δεχθούμε ότι τα ατομικά δικαιώματα θωρακίζουν την προάσπιση της ελευθερίας και τα κοινωνικά προάγουν την αρχή της ισότητας, τότε μπορούμε να πούμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες έκανε την εμφάνιση της μια νέα γενιά συλλογικών δικαιωμάτων, τα δικαιώματα αλληλεγγύης, όπως το δικαίωμα στην ειρήνη, το δικαίωμα στη βιώσιμη ανάπτυξη, το δικαίωμα στο περιβάλλον και στην κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Τα δικαιώματα αυτά οφείλουμε να τα διαφυλάξουμε όλοι μας στο μέτρο που μας αναλογεί, γιατί η αλληλεγγύη είναι έννοια πολυδιάστατη και εξαρτάται τόσο από τις ενέργειες των κρατών όσο και από τη δική μας συνεισφορά. Επιπλέον, ο μετασχηματισμός των κοινωνιών μας τα τελευταία χρόνια, έχει αναδείξει περισσότερο την ανάγκη αποδοχής της ετερότητας υπό τη δικαιωματική οπτική και σε νέες εκφάνσεις, όπως είναι η αναπηρία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου. Η ενότητα στην ποικιλομορφία αποτελεί το εφαλτήριο για να οικοδομήσουμε κοινωνίες συνεκτικές, προοδευτικές και βιώσιμες, στη βάση της συμπερίληψης και της αποδοχής.

Άρθρο του Γιώργου Σταμάτη,

Βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα