Από τη γέννηση του Μακεδονικού στη συμφωνία των Πρεσπών και σε νέες περιπέτειες
Το χρονικό ενός ζητήματος που παραμένει ανοιχτό για πάνω από ενάμιση αιώνα.
Σωρεία αντιδράσεων, σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση προξένησε η κίνηση της νέας προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία κατά την ορκωμοσία της αποκάλεσε «Μακεδονία» τη χώρα της, παρότι στο επίσημο κείμενο που της υπαγορεύτηκε ο όρος ήταν «Βόρεια Μακεδονία», όπως προβλέπεται και από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η πρέσβης της Ελλάδας στη Βόρεια Μακεδονία, Σοφία Φιλιππίδου, από μεριά της αποχώρησε από την συνεδρίαση της Βουλής στην οποία είχε προσκληθεί, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ακολούθησε ανακοίνωση από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, που μιλούσε για κατάφωρη παραβίαση της Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και του συντάγματος της γείτονος χώρας.
Ηχηρά μηνύματα έσπευσαν να στείλουν από τις Βρυξέλλες, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Κοινή συνισταμένη των ευρωπαϊκών αντιδράσεων ήταν πως η μη τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών θέτει αυτόματα εμπόδια στην ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας.
Με έντονο τρόπο εξέφρασε το πρωί της Δευτέρας ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την αποδοκιμασία της Ελλάδας για τη στάση της προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιανόφσκα.
Από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας, το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας επιβεβαιώνει τη σταθερή δέσμευση για την απαρέγκλιτη τήρηση των συνταγματικών διατάξεων καθώς και όλων των διεθνώς υποχρεώσεων, που απορρέουν από αυτές, όπως «η πλήρης τήρηση της Συμφωνίας Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας και της Δημοκρατίας της Ελλάδας, γνωστής ως Συμφωνία των Πρεσπών», καλώντας στη συνέχεια «όλους τους πολιτικούς παράγοντες, ιδίως τους εκλεγμένους κρατικούς αξιωματούχους, να επιδείξουν προσοχή. Η διατήρηση της ευρωατλαντικής πορείας της χώρας αποτελεί μείζον στρατηγικό συμφέρον και εγγυητή της μακροπρόθεσμης ασφάλειας και σταθερότητας της χώρας».
Ένα ανοιχτό ζήτημα εδώ και ενάμιση αιώνα
Το Μακεδονικό ζήτημα μπορεί να έγινε ευρέως γνωστό στην ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του 1990, όταν εμφανίστηκε σαν «Σκοπιανό», ωστόσο, αποτελεί ένα διαρκές πρόβλημα για περισσότερο από ενάμιση αιώνα.
Η αφετηρία του τοποθετείται στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν δόθηκε σε επαρχία της το όνομα «Μακεδονία» το 146 π.Χ., μετά τη νίκη του Ρωμαίου στρατηγού Κόιντου Καικίλιου Μέτελλου επί του Ανδρίσκου, τελευταίου αυτοαποκαλούμενου Βασιλιά του αρχαίου ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας.
Η επαρχία ενσωμάτωσε την αρχαία Μακεδονία, με την προσθήκη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και τμημάτων της Θράκης, της Ιλλυρίας και της Παιονίας, όπου βρίσκεται σήμερα η Βόρεια Μακεδονία. Οι Δάρδανοι, στα βόρεια της Παιονίας, δεν συμπεριλήφθηκαν, επειδή υποστήριξαν τους Ρωμαίους στην κατάκτηση της Μακεδονίας.
Κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας κατοικούσαν ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι, σλαβόφωνοι και αλβανόφωνοι πληθυσμοί, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, όπως και πολλοί Εβραίοι. Η ιδιαίτερη συνθήκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεπε σε αυτούς τους πληθυσμούς να διατηρούν γλωσσική και εθνοτική ταυτότητα, αλλά και να ορίζονται με βάση το θρήσκευμα.
Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων επιδιώξεων
Την ίδια στιγμή, στα Βαλκάνια ξεκινούν να δημιουργούνται μεγάλα εθνικά κινήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα και η Βουλγαρία θα διατυπώσουν διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Ο «Μακεδονικός Αγώνας» σε μεγάλο βαθμό αφορούσε τη σύγκρουση της γλωσσικής συνάφειας και της κοινής σλαβικής καταγωγής της Βουλγαρία με τον ελληνικό εθνικισμό και την ορθοδοξία.
Με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, του 1878, που επιβλήθηκε μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877, θα επιδιωχθεί η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας. Τα όρια αυτής προβλεπόταν να περιλάβουν ολόκληρη τη Μακεδονία, εκτός της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, και να καταλήγουν έως το Δούναβη και την Κορυτσά. Ωστόσο, το παραπάνω σχέδιο ανατράπηκε με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878.
Οι καθοριστικές εξελίξεις στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου αλλάζει ριζικά την έως τότε εικόνα. Αναλυτικότερα, ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή Vardar Banovina (σημερινή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας), μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και μετέπειτα σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η πρόθεση του Τίτο εντοπίζεται σε μία μελλοντική θεμελίωση των εδαφικών διεκδικήσεων της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Ο ίδιος μάλιστα, το 1944, ανήγγειλε δημόσια πως σκοπός του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Τα τραύματα του Εμφυλίου
Στον Εμφύλιο, τα πεδία των μαχών συμπίπτουν κυρίως με τόπους στους οποίους κατοικούν σλαβομακεδόνες. Με τη λήξη του πολέμου ένα μεγάλο μέρος σλαβομακεδόνων περνάει τα σύνορα προς τη Γιουγκοσλαβία. Αυτοί θα αποτελέσουν και τους μοναδικούς πολιτικούς πρόσφυγες οι οποίοι θα στερηθούν αργότερα το δικαίωμα επαναπατρισμού στην Ελλάδα.
Πολιτική, διπλωματική διαμάχη και συλλαλητήρια
Η περίοδος 1991-1995 αποτελεί ιδιαίτερα τεταμένη για το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, γνωστό -στην Ελλάδα κυρίως- και ως «Σκοπιανό» ή «Μακεδονικό ζήτημα».
Tov Απρίλιο του 1991 εκλέγεται η πρώτη μετακομμουνιστική πολυκομματική βουλή της πΓΔΜ και ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα της νέας αυτής Δημοκρατίας, με την ψήφιση τροπολογιών ισχυουσών Συνταγματικών Διατάξεων, προς τη μετάβαση από καθεστώς σοσιαλιστικής δημοκρατίας, σε καθεστώς δυτικού τύπου δημοκρατίας.
Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ορισμένα άρθρα του Συντάγματος σχετικά με τη μεταβολή συνόρων, και περί προστασίας σλαβομακεδονικών μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες είναι δείγματα αλυτρωτισμού. Όπως αναφέρει ο Έλληνας διπλωμάτης και ιστορικός Ευάγγελος Κωφός,
«Στις 16 Δεκεμβρίου 1991, στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις Βρυξέλλες, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Αντώνης Σαμαράς προέταξε επιχειρήματα κατεξοχήν «πολιτικής ασφάλειας (…)» και όχι ταυτότητας όπως τη μη συγκεκριμένη μνεία στην ονομασία ή ταυτότητα του πληθυσμού ή μη ρητή αναφορά σε «προβλήματα για μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα»
Όπως αναφέρει ο Ε. Κωφός «το κεντρικό σημείο της απόφασης ήταν ότι η ονομασία του νέου κράτους δεν θα έπρεπε να συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις».
Ακολούθησε συνάντηση στις 3 Ιανουαρίου 1992 όπου η ελληνική πλευρά έθεσε ευθέως θέμα αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας του νέου κράτους και η σλαβομακεδονική αντιπροσωπεία υπήρξε κατηγορηματικά αντίθετη αναφέροντας ωστόσο ότι «το μακεδονικό έθνος έχει τις δικές του παραδόσεις και το δικό του πολιτισμό που διαφέρει από τον ελληνικό (…) Παραδεχόμεθα ότι δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Δεν θέλουμε να σφετεριστούμε τις παραδόσεις της Ελλάδος»
Κορύφωση των κινητοποιήσεων υπήρξε το εντυπωσιακό σε όγκο και παλμό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, τρεις μέρες πριν από τη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στη Λισσαβώνα, στις 17 Φεβρουαρίου 1992.
Η ελληνική κοινή γνώμη υποστήριξε ότι η ονομασία Μακεδονία είναι αναμφίβολα ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και θεώρησε ότι η ιστορία της Μακεδονίας και ειδικά η συγκεκριμένη ονομασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη και ως πατρική ταυτότητα και κληρονομιά δε δύναται να παραχωρηθεί σε τρίτους.
Το 1992 η πΓΔΜ προχώρησε σχεδιάζοντας μια νέα προσωρινή σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας.
Στις 13 Απριλίου 1992 η Ελλάδα λαμβάνει θέση για το θέμα της ονομασίας του κράτους της γείτονος με την απόφαση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν το πρόβλημα του ονόματος πήρε την πλήρη σαφή και ουσιαστική μορφή του και αποφασίστηκε να μην γίνει αποδεκτό κανένα όνομα που θα αναφέρεται στον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου μετά το συμβούλιο, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την αποπομπή του Α. Σαμαρά από την κυβέρνηση, δεδομένου πως ο υπουργός του είχε διαφοροποιηθεί από την κυβερνητική γραμμή, παρουσιάζοντας στη σύσκεψη σημείωμα με επτά σημεία δράσης, που προκάλεσαν την αντίδραση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού. Στις 21 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Α. Σαμαράς παραιτήθηκε από τη βουλευτική του έδρα και αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία.
Στις 27 Ιουνίου του ιδίου έτους, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Λισαβόνας, η Ευρώπη δήλωσε την υποστήριξή της στις Ελληνικές θέσεις. Η αναγνώριση της νέας αυτής Δημοκρατίας από την Ελλάδα και την τότε ΕΟΚ συνδέεται με τις εξής προϋποθέσεις:
- Αλλαγή της αμφισβητούμενης Συνταγματικής της ονομασίας “Δημοκρατία της Μακεδονίας“, ενώ το όνομα της γείτονος δεν θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του.
- Παύση της αλυτρωτικής και εχθρικής της προπαγάνδας και επίσης προσφορά συνταγματικών και πολιτικών εγγυήσεων σχετικά με τις δήθεν εδαφικές διεκδικήσεις της Νέας αυτής Δημοκρατίας από τις γειτονικές της χώρες και για τροποποιήσεις των επίμαχων άρθρων του Συντάγματος της στις διατάξεις περί μεταβολής συνόρων και περί δήθεν προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες και την άμεση αλλαγή του συμβόλου που υπάρχει στη σημαία της και του νέου χαρτονομίσματος.
Την 8η Απριλίου 1993, αναγνωρίστηκε στα Ηνωμένη Έθνη (με την Απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας (του ΟΗΕ) με την προσωρινή ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, χωρίς το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας. Η πΓΔΜ έχει επισήμως αποδεχθεί ότι το όνομα του κράτους αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων.
Οι δύο χώρες (πΓΔΜ και Ελλάδα) ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την τελική ονομασία του κρατιδίου.
Κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων το 1993 ο όρος Σλαβομακεδονία ή Σλαβική Μακεδονία προωθήθηκε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κίρο Γκλιγκόροφ και τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Την ίδια περίοδο ετέθησαν προς συζήτηση και άλλες συμβιβαστικές λύσεις, μεταξύ των οποίων η από τον Πρέσβη ε. τ. Εμμανουήλ Γκίκα προταθείσα, σύνθετη ονομασία “Μακεδοσλαβία”
Την 16 Φεβρουαρίου 1994 η Ελλάδα αποφάσισε τον οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) της πΓΔΜ και τη διακοπή λειτουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των ελληνικών όρων.
Αρχίζουν οι πιέσεις από τους μεσολαβητές για άρση του εμπάργκο. Η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο όμως δεν κάνει δεκτό το αίτημα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της Ελλάδας.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α., υπογράφεται η Ενδιάμεση Συμφωνία από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Παπούλια και τον τότε υπουργό Εξωτερικών της πΓΔΜ κ. Τσερβενκόφσκι και προβλέπει:
- Τον σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων.
- Την υποχρέωση από την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ)».
- Η πΓΔΜ θα πρέπει να προχωρήσει σε άμεση αλλαγή του συμβόλου (με τον Ήλιο της Βεργίνας) που υπάρχει στη σημαία της και να σχεδιάσει μια νέα σημαία.
- Η πΓΔΜ θα πρέπει να σταματήσει την έκδοση και να διακηρύξει τηv άμεση αλλαγή του νέου χαρτονομίσματος με την απεικόνιση του Λευκού Πύργου της Θεσσαλονίκης.
- Η πΓΔΜ θα πρέπει να διακηρύξει ότι η ερμηνεία των επίμαχων άρθρων στο Σύνταγμά της δεν ερμηνεύονται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους αλλά ούτε και ως ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.
- Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα βάση του άρθρου 11, να αντιταχθεί στην ένταξη της γείτονος χώρας σε διεθνείς οργανισμούς με ονομασία διαφορετική από της πΓΔΜ (fYROM).
- Άρση του ελληνικού εμπάργκο.
Ενώ μέχρι να βρεθεί μόνιμη και τελική λύση συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται η προσωρινή ονομασία «πΓΔΜ» (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) με την οποία έγινε δεκτή και στον ΟΗΕ.
Στις 12 Οκτωβρίου, το Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣE αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, την ένταξη των Σκοπίων με την αγγλική ονομασία former Yugoslav Republic of Macedonia ή με τη συντομογραφία fYROM.
Οι δύο χώρες (πΓΔΜ και Ελλάδα) άρχισαν ξανά διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την τελική ονομασία του κρατιδίου.
Οι εξελίξεις στο νέο αιώνα
Τον Νοέμβριο του 2004 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Τον Απρίλιο του 2005 ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Πέτρος Μολυβιάτης, και ο ίδιος ο Καραμανλής έστειλαν έξι επιστολές σε Ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους και στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, με τις οποίες πρότειναν την επίλυση του Μακεδονικού ονοματολογικού ζητήματος και την αποδοχή της ένταξης της χώρας στην ΕΕ με την υιοθέτηση μιας διπλής ονομασίας, χωρίς να γίνει κάποια αλλαγή του Συντάγματος της χώρας: η ονομασία “Δημοκρατία Μακεδονίας-Σκόπια” θα χρησιμοποιούταν από τον ΟΗΕ, τα κράτη του οποίου ενθαρρύνονταν απλώς να τη χρησιμοποιούν, ενώ το συνταγματικό όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” θα συνέχιζε να βρίσκεται σε χρήση στο εσωτερικό της χώρας.
Το 2007, όταν Υπουργός Εξωτερικών ήταν πλέον η Ντόρα Μπακογιάννη, η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρόθεση διεξαγωγής συνομιλιών για την επίλυση του ζητήματος στο τέλος του έτους μετά τις σχεδιαζόμενες εκλογές, αλλά η εθνικιστική προπαγάνδα της κυβέρνησης Γκρούεφσκι, με τη μετονομασία του αεροδρομίου και την ανέγερση αγαλμάτων, που προκάλεσε την αντίδραση κυρίως ψηφοφόρων στη βόρεια Ελλάδα, ανέστειλε την έναρξή τους. Η Μπακογιάννη δήλωσε τη θέση της υπέρ της αναβολής ένταξης της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ για το 2009 στον αμερικανο πρεσβευτή, ο οποίος διαφώνησε.
Μία εβδομάδα πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2007 ο Καραμανλής εξήγγειλε ότι θα έθετε βέτο στην ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ αν δεν είχε επιλυθεί προηγουμένως το ζήτημα της ονομασίας της.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης μετά τις εκλογές η Μπακογιάννη εξήγγειλε τη θέση της κυβέρνησης υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας. Σε συνάντηση με τον Αμερικανό πρεσβευτή τον Ιανουάριο του 2008 ο Καραμανλής δήλωσε ότι θα αποδεχόταν οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία με δεύτερο συνθετικό τη λέξη «Μακεδονία» ή την υιοθέτηση μιας διπλής ονομασίας, αν η σύνθετη ονομασία χρησιμοποιούνταν από τις ΗΠΑ και σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Τον Απρίλιο του 2008 στο Βουκουρέστι πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη στην ιστορία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Ανάμεσα στα θέματα που συζητήθηκαν ήταν η διεύρυνση της Συμμαχίας και, συνεπώς, η αίτηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας να ενταχθεί σε αυτήν. Παρά τις πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στο επίσημο δείπνο εργασίας της πρώτης ημέρας της συνόδου, ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ από τη στιγμή που δεν έχει εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα του ονόματος. Επιπλέον, ο Έλληνας Πρωθυπουργός τόνισε ότι οποιαδήποτε λύση βρεθεί θα πρέπει να έχει την έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να είναι μόνιμη και όχι προσωρινή.
Τον Απρίλιο του 2008 η Ελλάδα άσκησε βέτο στην ένταξη της όμορης χώρας στο ΝΑΤΟ, κατά τη σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι. Τελικά, η αίτηση ένταξης απορρίφθηκε ομόφωνα από τα μέλη του ΝΑΤΟ.
Νέα δεκαετία, με νέα συλλαλητήρια και στο… βάθος οι Πρέσπες
Στις 21 Μαρτίου 2011 η πΓΔΜ ξεκίνησε προφορική διαδικασία προσφυγής κατά Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης, η οποία κατατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2008.
Στην προσφυγή επικαλείται την παραβίαση από την Ελλάδα του Άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μεταξύ των χωρών που υπογράφηκε το 1995.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η Ελλάδα συμφωνεί να μην προβάλλει αντιρρήσεις στην αίτηση της πΓΔΜ σε συμμετοχή σε οργανισμούς στις οποίες η Ελλάδα είναι ήδη μέλος (όπως ΝΑΤΟ ή Ευρωπαϊκή Ένωση), με αιτιολογία τη μή συμφωνία για το όνομα.
Το Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2011 καταδίκασε την Ελλάδα για τις επίσημες δηλώσεις, κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου, όπου ουσιαστικά αρνούνταν την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, λόγω της μη εύρεσης λύσης για το όνομα.
Το ζήτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα έξι χρόνια μετά.
Με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο 2018, καθώς η κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων της πΓΔΜ υπό τον Ζόραν Ζάεφ δήλωνε προδιάθεση προς την επίτευξη συμφωνίας με σύνθετη ονομασία, μια λύση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τις Ελληνικές κυβερνήσεις από το 2008.
Η ελληνική πλευρά δέχθηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων θεωρώντας τη συγκυρία κατάλληλη, καθώς θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία πριν από οποιεσδήποτε εκλογές στην πΓΔΜ που θα μπορούσαν να φέρουν στην κυβέρνηση το αντιπολιτευόμενο VMRO – DPMNE του Χρίστιαν Μίτσκοσκι που εμφανίζεται αδιάλλακτο ως προς οποιαδήποτε πιθανότητα αλλαγής του ονόματος της χώρας.
Οι ονομασίες που είχαν προταθεί από το διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς ήταν οι:
- «Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας»
- «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας»
- «Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας»
- «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη»
- «Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια)»
Ο Νίμιτς είχε πει ότι μετά από 25 χρόνια δεν θεωρεί ρεαλιστικό να υπάρξει μια λύση που δεν θα περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία».
Ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Κοτζιάς, εκδήλωσε προτίμηση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό στα σλαβικά, ενιαία. Ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ είχε δηλώσει έτοιμος να αποδεχθεί σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας, όσο και της πΓΔΜ υπήρξαν αντιδράσεις προς οποιαδήποτε τέτοια λύση.
Το 2018 διοργανώνονται συλλαλητήρια για το θέμα σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας.
Στις 21 Ιανουαρίου στο συλλαλητήριο που διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη, οι διοργανωτές έκαναν λόγο για παρουσία 400.000 κόσμου, ενώ η ΕΛ.ΑΣ από την πλευρά της για 90.000 άτομα.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2018 πραγματοποιήθηκε αντίστοιχο συλλαλητήριο στην Αθήνα, στην Πλατεία Συντάγματος. Σύμφωνα με εκτίμηση της αστυνομίας, οι διαδηλωτές ήταν 140 χιλιάδες (στις 12:00) αλλά οι διοργανωτές έκαναν λόγο για μέχρι και 1,5 εκατομμύριο.
Στις 6 Ιουνίου 2018 πραγματοποιήθηκε νέος κύκλος πολλών συγκεντρώσεων.
Συμφωνία των Πρεσπών
Στις 17 Ιουνίου 2018, υπεγράφη στις Πρέσπες από τους Υπουργούς Εξωτερικών κ. Κοτζιά και Ντιμιτρόφ, και από τον Προσωπικό Απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, κ. Νίμιτς, ως μάρτυρα, παρουσία των Πρωθυπουργών των δύο χωρών κ. Τσίπρα και Ζάεφ, η «Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών που περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών», που τέθηκε σε ισχύ στις 12 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους.
Η σύναψη της Συμφωνίας ήταν αποτέλεσμα εντατικών διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν κατά τη συνάντηση των δύο Πρωθυπουργών στο Νταβός, τον Ιανουάριο του 2018, και διεξήχθησαν σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών, με τη μεσολάβηση του κ. Νίμιτς. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν την 1η Ιουνίου 2017.
Πιο συγκεκριμένα, η «Συμφωνία των Πρεσπών» προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
-Το όνομα της χώρας είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και το σύντομο όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Πρόκειται για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό στον όρο «Μακεδονία», προκειμένου να γίνεται η διάκριση με την ελληνική περιοχή της Μακεδονίας.
-Η Συμφωνία αναφέρεται σε «ιθαγένεια», που είναι ο νομικός δεσμός του πολίτη με το κράτος. Από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα, όπου καταγράφεται η ιθαγένεια, προστίθεται και η ένδειξη «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» και η αναφορά στον όρο ‘nationality’ είναι ‘Macedonian/citizen of the Republic of North Macedonia’ [Αρ. 1 παρ. 3 (β)].
-Ως προς τη γλώσσα, που αναφέρεται στη Συμφωνία ως «Μακεδονική», καθορίζεται ότι αυτή ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών. Στη Συμφωνία τονίζεται ότι η γλώσσα της χώρας ουδεμία σχέση έχει με την ελληνική Μακεδονία και τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της περιοχής αυτής από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Τονίζονται οι σχετικές διατάξεις του Προοιμίου Της Συμφωνίας, καθώς και των Άρθρων 3, 4 και 6, σύμφωνα με τις οποίες τα δύο Μέρη:
α) επιβεβαιώνουν το υφιστάμενο κοινό σύνορο των δύο χωρών ως ισχυρό και απαραβίαστο διεθνές σύνορο,
β) τονίζουν τη δέσμευση εκάστου Μέρους στον σεβασμό της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας του άλλου Μέρους,
γ) δεσμεύονται ότι τίποτα στο Σύνταγμά τους όπως ισχύει σήμερα ή όπως θα τροποποιηθεί στο μέλλον μπορεί να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου Μέρους «σε οιαδήποτε μορφή και για οιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες του»,
δ) δεσμεύονται ότι θα λάβουν αμέσως αποτελεσματικά μέτρα για να απαγορεύσουν εχθρικές δραστηριότητες, ενέργειες ή προπαγάνδα από κρατικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες αμέσως ή εμμέσως ελεγχόμενες από το κράτος και για την πρόληψη δραστηριοτήτων που πιθανόν υποδαυλίζουν τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό εναντίον του άλλου Μέρους. Έκαστο Μέρος επίσης, θα αποτρέπει και θα αποθαρρύνει ενέργειες, περιλαμβανομένων των προπαγανδιστικών, από ιδιωτικούς φορείς που πιθανόν υποδαυλίζουν τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό εναντίον του άλλου Μέρους. Η Συμφωνία περιλαμβάνει διατάξεις για άρση του αλυτρωτισμού και αναθεωρητισμού, εκ μέρους της γείτονος, και συναφείς τροποποιήσεις του Συντάγματός της στο Προοίμιο, στο Άρθρο 3 και στο Άρθρο 49.
-Αποκήρυξη, εκ μέρους της Βόρειας Μακεδονίας, οιασδήποτε διεκδίκησης σχέσης με την Αρχαία Μακεδονία και την ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Στο Άρθρο 7(4), τα δύο Μέρη «σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους (ΣΗΜ.: της Βόρειας Μακεδονίας) δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (ΣΗΜ.: της Ελλάδας)». Ειδικότερα, εντός έξι μηνών από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, η άλλη πλευρά αναλαμβάνει να αναθεωρήσει το πρόγραμμα «εξαρχαϊσμού» (αγάλματα, κτίρια, ονόματα δημόσιων υποδομών), σεβόμενη την ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της Αρχαίας Μακεδονίας, καθώς και να μη χρησιμοποιήσει ξανά τον Ήλιο της Βεργίνας, αφαιρώντας τον εντός έξι μηνών από όλους τους δημόσιους χώρους.
-Η πρόοδος στην ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας εξαρτάται από την πλήρωση των όρων και των προϋποθέσεων («αιρεσιμότητα») που τίθενται για κάθε υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρα, στο πλαίσιο της Διαδικασίας Διεύρυνσης της Ε.Ε. και της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης Ε.Ε.-Βόρειας Μακεδονίας.
Η Τελική Συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στις 12 Φεβρουαρίου 2019 με ανταλλαγή ρηματικών διακοινώσεων των δύο Μερών και, ως εκ τούτου, η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, περιλαμβανομένων των «Πρακτικών Μέτρων», έπαυσε έκτοτε να ισχύει.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2019, η Βόρεια Μακεδονία απέστειλε ρηματική διακοίνωσησε όλα τα Κράτη-Μέλη και τα Κράτη-Παρατηρητές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και σε όλους τους διεθνείς Οργανισμούς, θεσμούς και fora, ζητώντας τους να υιοθετήσουν και να χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες της Συμφωνίας.
Διαδηλώσεις και επεισόδια
Μεγάλα συλλαλητήρια διοργανώθηκαν σε όλη τη χώρα, πριν αλλά και μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οι λόγοι κυρίως εντοπίζονται στην αναγνώριση της «Μακεδονικής» ιθαγένειας, τη «μακεδονική» γλώσσα και την συμπερίληψη του όρου «Μακεδονία» στην νέα ονοματολογία της πΓΔΜ.
Το διήμερο 15 και 16 Ιουνίου 2018 έλαβαν χώρα συλλαλητήρια στην Αθήνα, τα οποία κατέληξαν σε συμπλοκές με τα ΜΑΤ με ρίψεις χημικών και μαρμάρων. Επιπλέον, έγιναν απόπειρες εφόδου στο κοινοβούλιο, ενώ διαδηλωτές επιτέθηκαν και στο αυτοκίνητο του Μητροπολίτη Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου.
Στις 20 Ιανουαρίου 2019 πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος. Σύμφωνα με την Επιτροπή Αγώνα για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας στο συλλαλητήριο συμμετείχαν συνολικά 1 εκατομμύριο διαδηλωτές, ενώ είχαν φτάσει από τη βόρεια Ελλάδα περίπου 3000 λεωφορεία με 150.000-200.000 επιβάτες. Η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας αναφέρει περίπου 60.000 διαδηλωτές. Σημειώθηκαν επεισόδια, όταν ομάδες ακροδεξιών συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ, στην προσπάθειά τους να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο, ενώ η αστυνομία έκανε χρήση χημικών ουσιών.