Εκλογές στη Γερμανία: Ποιες είναι οι πρώτες ενδείξεις για τη συμμετοχή
Τι ώρα βγαίνουν τα exit polls - Τι δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις
Την «ετυμηγορία» τους στις εκλογές της Γερμανίας δίνουν σήμερα Κυριακή (23/2) 59,2 εκατομμύρια πολίτες, συμμετέχοντας σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη διαδικασία τόσο για το μέλλον της Γερμανίας, όσο και της Ευρώπης.
Ένας από τους πρώτους που άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα ήταν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαιερ, στη συνοικία Τσέλεντορφ του Βερολίνου. Στη συνέχεια απηύθυνε έκκληση στους γερμανούς πολίτες να προσέλθουν όλοι στις κάλπες. «Βοηθήστε στον καθορισμό του μέλλοντος για τη χώρα μας και ψηφίστε έχοντας επίγνωση ότι η ψήφος σας μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας» δήλωσε.
Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι (ώρα Ελλάδος), ψήφισαν ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς και ο επικεφαλής της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς, που είναι και το φαβορί για τη νίκη. Οι περισσότερες τηλεοπτικές κάμερες βρέθηκαν στο εκλογικό κέντρο όπου ψήφιζε ο Μερτς, ο οποίος εμφανίστηκε σε ιδιαίτερα χαλαρή διάθεση.
Πολιτικές δηλώσεις δεν είθισται να γίνονται βέβαια την ώρα της κάλπης. Όμως το κλίμα της πόλωσης διατηρείται μέχρι την τελευταία στιγμή. Χθες το βράδυ στο Μόναχο ο Μερτς έκλεισε τον προεκλογικό αγώνα του σε υψηλούς τόνους, λέγοντας: «Η εποχή των αριστερών και των ‘Πράσινων’ τρελαμένων έχει περάσει». Άμεση ήταν η αντίδραση των κυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών, που κατηγορούν τον Μερτς για «διχαστικό λόγο». Ο γενικός γραμματέας του SPD, Ματίας Μιρς, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Όποιος θέλει να γίνει καγκελάριος δεν μιλάει έτσι. Έτσι μιλάει μόνο ένας μικρός Τραμπ».
Παρά τη «γραμμή» της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) και του συμπροέδρου του κόμματος Τίνο Κρουπάλα για ψήφο με φυσική παρουσία στα εκλογικά κέντρα, η υποψήφια καγκελάριος Αλίς Βάιντελ, όπως σημειώνει το δίκτυο n-tv, αγνόησε την «κομματική πειθαρχία» και επέλεξε να ψηφίσει επιστολικά, όπως έγινε γνωστό από εκπρόσωπό της, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης που την χώριζε από το πλησιέστερο εκλογικό κέντρο στην περιοχή της Κωνσταντίας. Ο Τίνο Κρουπάλα έχει εκφράσει ανοιχτά αμφιβολίες για την «αξιοπιστία» της επιστολικής ψήφου και προτρέπει τα μέλη του κόμματος να την μποϋκοτάρουν.
Γερμανικές εκλογές: Οι πρώτες ενδείξεις για τη συμμετοχή
Ως προς τη συμμετοχή, αυτή κυμαίνεται σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021, αν και ακόμα είναι νωρίς για να κριθεί.
Σημειώνεται ότι η επιστολική ψήφος δεν περιλαμβάνεται σε αυτές τις μετρήσεις.
- Αμβούργο: Στις 11 π.μ., σύμφωνα με τον υπεύθυνο εκλογών του κρατιδίου, η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν 45% (2021, την ίδια ώρα: 49,8%).
- Σλέσβιχ-Χόλσταϊν: Σύμφωνα με τον εκλογικό αντιπρόσωπο του κρατιδίου, το 21,3% των περίπου 2.265 εκατομμυρίων εκλογέων με δικαίωμα ψήφου είχαν ψηφίσει μέχρι τις 11 π.μ. (2021: 23,8%).
- Κάτω Σαξονία: Στην Κάτω Σαξονία, περίπου το 13,8% των εκλογέων με δικαίωμα ψήφου συμμετείχαν στις ομοσπονδιακές εκλογές τις πρώτες δύο ώρες (2021: 14,3%).
- Σαξονία-Άνχαλτ: Στις 12 το μεσημέρι, η συμμετοχή των ψηφοφόρων στο κρατίδιο ήταν 37,1%, σύμφωνα με την εκλογική διευθύντρια του κρατιδίου (2021: 26,5%).
- Σαξονία: Όπως ανακοίνωσε ο εκλογικός διευθυντής του κρατιδίου, Μάρτιν Ρίχτερ, η προσέλευση των ψηφοφόρων στις 12 το μεσημέρι ήταν 27,1% (2021: 25,9%).
- Βρέμη: Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις 12 το μεσημέρι ήταν 31,4%, όπως ανακοίνωσε στην ιστοσελίδα της η κρατική εκλογική επιτροπή της Βρέμης (2021: 27,2%).
Τι ώρα τα exit polls στη Γερμανία
Οι κάλπες στη Γερμανία άνοιξαν στις 09:00 π.μ (ώρα Ελλάδας).
Μία πρώτη εικόνα από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών θα δώσουν τα exit polls, τα οποία αναμένονται στις 19:00 (ώρα Ελλάδος), όταν δηλαδή κλείσουν οι κάλπες.
Πόσα κόμματα κατεβαίνουν στις γερμανικές εκλογές
Ο καγκελάριος της Γερμανίας εκλέγεται από τη νέα Βουλή, στην οποία μπορούν να εισέλθουν τα κόμματα που θα ξεπεράσουν το όριο του 5% ή που θα καταγράψουν τους περισσότερους σταυρούς σε τουλάχιστον τρεις εκλογικές περιφέρειες.
Κάθε εκλογέας διαθέτει δύο ψήφους: Με την πρώτη ψηφίζει έναν/μια πολιτικό της εκλογικής του περιφέρειας και με τη δεύτερη ένα κόμμα.
Στις σημερινές γερμανικές εκλογές κατεβαίνουν 29 κόμματα σε αντίθεση με τα 47 των εκλογών του 2021.
Μάλιστα, μόλις 10 από τα 29 κόμματα διαθέτουν ψηφοδέλτια και στα 16 γερμανικά κρατίδια.
Θέση βουλευτή διεκδικούν συνολικά 4.506 υποψήφιοι, σε αντίθεση με τους 6.211 των εκλογών του 2021. Οι γυναίκες υποψήφιες είναι 1.422, το 32% του συνόλου, όχι μακριά από το 33% των προηγούμενων εκλογών, που αποτελούσε ρεκόρ.
Γενικά στη Γερμανία, το χρίσμα «υποψηφίου καγκελάριου» έδιναν τα κόμματα που συγκέντρωναν τις μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης. Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές, υποψήφιοι καγκελάριοι είναι οι εξής πέντε:
Ο Όλαφ Σολτς (SPD), ο Φρίντριχ Μερτς (CDU/CSU), η Αλίς Βάιντελ (AfD), o Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) και η Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW). Ο Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) παρέμεινε «κορυφαίος υποψήφιος», ενώ η Χάιντι Ράιχινεκ με τον Γιαν φαν Άκεν είναι το «κορυφαίο δίδυμο» της Αριστεράς.
Πώς σχηματίζεται κυβέρνηση στη Γερμανία
Σε περίπτωση που ένα κόμμα κερδίσει το 50%, τότε έχει αρκετούς βουλευτές για να επιβάλλει την ατζέντα του και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, κάτι που φυσικά είναι απίθανό ακόμα και σε όχι και τόσο ταραχώδεις πολιτικά περιόδους.
Έτσι, τα κόμματα στη Γερμανία συνηθίζουν να συνεργάζονται με ένα ή και περισσότερα μικρά κόμματα για να σχηματίσουν συνασπισμούς και να ελέγξουν την Μπούντεσταγκ.
Παραδοσιακά, καγκελάριος γίνεται ο υποψήφιος του κόμματος με τις περισσότερες ψήφους και ο επικεφαλής του κόμματος που γίνεται κυβερνητικός εταίρος αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο καγκελάριος αποφασίζει τα πρόσωπα που θέλει στο υπουργικό του συμβούλιο και στη συνέχεια ο πρόεδρος της χώρας, εν προκειμένω ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Καγκελάριος μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε Γερμανός πολίτης άνω των 18 ετών.
Δεν απαιτείται να έχει εκλεγεί στη Μπούντεσταγκ αλλά πρέπει να έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών.
Η πρώτη συνεδρίαση της Μπούντεσταγκ πρέπει να πραγματοποιηθεί το πολύ 30 ημέρες μετά από τις εκλογές.
Η τελευταία δημοσκόπηση πριν από τις εκλογές στη Γερμανία
Πάντως, η τελευταία δημοσκόπηση πριν από τις κάλπες έγινε από το ινστιτούτο INSA για λογαριασμό της εφημερίδας Bild, η οποία δίνει στη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) 29,5%, στην (ακροδεξιά) Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) 21%, στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) 15%, στους Πράσινους 12,5%, στην Αριστερά 7,5%, στη Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) 5% και στους Φιλελεύθερους (FDP) 4,5%.
Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, ο άνθρωπος που θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση θα είναι ο επικεφαλής του CDU Φρίντριχ Μερτς.
«Οι μεγάλες προσδοκίες αντικατοπτρίζουν τις μεγάλες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει από την πρώτη ημέρα της πιθανής καγκελαρίας του», αναφέρει το εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό Der Spiegel. «Μια επιθετική Ρωσία, μια εχθρική Αμερική και μια Ευρώπη που απομακρύνεται: Ο Μερτς θα μπορούσε να δοκιμαστεί πιο έντονα […] από οποιονδήποτε καγκελάριο της μεταπολεμικής δημοκρατίας».
Οι αγορές «δείχνουν» Μερτς
Οι αγορές φαίνεται να προεξοφλούν ότι ο επικεφαλής του κεντροδεξιού κόμματος CDU, Φρίντριχ Μερτς, θα σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση και θα διαμορφώσει ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας,
Τα οικονομικά προβλήματα στη Γερμανία κλιμακώθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε. Το σοκ από την απότομη αύξηση των τιμών ενέργειας ήταν έντονο για την κραταιά βιομηχανία της, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η πορεία της οικονομίας της.
Ο αντίκτυπος από την ενεργειακή κρίση στη γερμανική οικονομία ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο λόγω του ισχυρότερου βιομηχανικού τομέα της αλλά και επειδή οι επιχειρήσεις της εξασφάλιζαν καλύτερες τιμές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Πολλές γερμανικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να λειτουργούν με χαμηλότερη παραγωγική δυναμικότητα, με την παραγωγή να κινείται σταθερά σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι πριν την κρίση.
Στο αυξημένο κόστος ενέργειας προστέθηκε και η μείωση της ζήτησης για τα γερμανικά προϊόντα, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, για να κλονίσει επιπρόσθετα τη γερμανική βιομηχανία. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες συνέχισαν και μετά την κρίση του κορονοϊού να στηρίζουν τη ζήτηση με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η Γερμανία συμμορφώθηκε με το λεγόμενο “φρένο χρέους”, που επιτρέπει έναν πολύ μικρό δανεισμό κάθε χρόνο στην κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι το χρέος της είναι χαμηλό (περίπου 60% του ΑΕΠ ενώ στις ΗΠΑ είναι πάνω από 120%).
Υπήρξε επίσης πρόβλημα δυσκολίας λήψης πολιτικών αποφάσεων από έναν ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό τριών κομμάτων – Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων – υπό τον καγκελάριο Οάλφ Σολτς. Οι διαφωνίες μέσα στον συνασπισμό ήταν τόσο μεγάλες που τελικά αυτός κατέρρευσε.
Τα σενάρια για την επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία
Με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν την κεντροδεξιά (CDU/CSU) να προηγείται με ένα ποσοστό περίπου 30% έναντι 20% που έχει η ακροδεξιά (AfD) και 15% οι σοσιαλδημοκράτες, με τους Πράσινους να έπονται με 14%, η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι δικομματική (κεντροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατών) ή τρικομματική, με την προσθήκη και των Πρασίνων. Θέμα συμμετοχής του AfD δεν τίθεται καθώς ο Μερτς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθεται να συνεργαστεί με το κόμμα της άκρας δεξιάς.
Για την πολιτική σταθερότητα στη Γερμανία και την πορεία της οικονομίας της θα ήταν καλύτερη μία δικομματική κυβέρνηση και επειδή θα μπορούσε να υπάρξει ταχύτερα μία συμφωνία στο προγραμματικό πλαίσιο της και επειδή θα ήταν πιθανόν λιγότερες οι τριβές στην πορεία της, εκτιμούν αναλυτές.
Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η κεντροδεξιά και οι σοσιαλδημοκράτες θα έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό θα κριθεί από τα ποσοστά που θα πάρουν τα δύο κόμματα και από το αν οι Φιλελεύθεροι και το αριστερό κόμμα BSW της Ζάρα Βάνγκεχνετ πιάσουν το όριο του 5% που είναι προϋπόθεση για την είσοδό τους στη Βουλή.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης αναμένεται να διαρκέσει εβδομάδες, ίσως και μήνες.
Οι ελπίδες των επενδυτών για ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας στηρίζονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του CDU και επίσης στην πρόθεση όλων των πιθανών κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν σε άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου «φρένου χρέους». Για την άρση του χρειάζεται ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής, η οποία θεωρείται πως είναι πιθανό να υπάρξει.
Ο Μερτς υποστηρίζει τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 25%, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον συντελεστή εταιρικής φορολογίας που ισχύει στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, καθώς και τη μείωση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο ευέλικτα.
Από την πλευρά τους, οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις για την τόνωση της γερμανικής οικονομίας, ενώ προτιμούν φορολογικές ελαφρύνσεις για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Σε κάθε περίπτωση, από την απάντηση στο ερώτημα για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας θα επηρεαστεί η ανάπτυξη και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες επηρεάζονται από αυτή μέσω του εμπορίου και των επενδύσεων. Με το γερμανικό ΑΕΠ να αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, η Γερμανία παραμένει αναμφίβολα η «ατμομηχανή» της οικονομίας όλης της περιοχής.
Πηγή: Ieidiseis.gr