Έρχονται “μετασεισμοί” στον γεωπολιτικό χάρτη μετά την πανδημία;
Αξιωματούχοι των κυβερνήσεων θα πρέπει λοιπόν να επικεντρωθούν περισσότερο στο «Τι μπορούμε να αντέξουμε;» και λιγότερο στο "Τι θέλουμε να κάνουμε;".
Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, μετά την επέλαση του κοροναϊού έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σε μία πιθανότητα αναζωπύρωσης της πανδημίας, τώρα που οι ρυθμοί μπαίνουν σε κάποια κανονικότητα. Κάτω όμως από μία νέα υγειονομική πρόκληση, «σιγοβράζει» μία άλλη απειλή, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική. Μιλάμε για ένα δεύτερο γεωπολιτικό κύμα, που ήδη απασχολεί τους Δυτικούς ηγέτες.
Φανταστείτε το εξής σενάριο: ενώ Ευρώπη και ΗΠΑ θεωρούν πως έχουν πλέον τον έλεγχο της πανδημίας, ο ιός παραμένει στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Εξουθενωμένες οικονομικά και κοινωνικά και ψυχικά, οι αναπτυγμένες δεν μπορούν άμεσα να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες. Ακολουθεί πανικός. Οι μετανάστες συσσωρεύονται στη Νότια Ευρώπη, η οποία ακόμη παλεύει να «ορθοποδήσει» μετά την κρίση του Covid-19. Κάποιο κράτος αθετεί τη συμφωνία για το χρέος του με τα δυτικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Μέσα σε αυτό το χάος κάποια χώρα με ηγετικό ρόλο εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να επεκταθεί. Καθώς δεν προτίθεται να το κάνει η Αμερική, μήπως έρθει η Κίνα να καλύψει το κενό;
Αυτό είναι μόνο ένα από τα σενάρια που κυκλοφορούν στους κύκλους εμπειρογνωμόνων ασφαλείας, ακαδημαϊκών και συμβούλων κυβερνήσεων. H παγκόσμια οικονομία έχει ήδη υποστεί ένα οικονομικό σοκ, αλλάζοντας τη γεωπολιτική ισορροπία, καθώς οι εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας έχουν οξυνθεί, το εμπόριο έχει επιβραδυνθεί σημαντικά και οι δομικές διαφορές μεταξύ της βόρειας και της νότιας Ευρώπης έχουν διευρυνθεί. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι θα μπορούσε να συμβεί μέσα στην επόμενη δεκαετία αυτής της κρίσης.
Προβληματισμούς εγείρει στους κύκλους της Βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και η στάση που αναμένεται να κρατήσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Μία οικονομικά εξασθενημένη Ρωσία, που επλήγη από την πρόσφατη κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου, δημιουργεί μεγαλύτερο κίνδυνο για τη Δύση στον τομέα της ασφάλειας. Η επιθετική στρατηγική του Πούτιν ίσως επιδεινωθεί. Τι θα συμβεί για παράδειγμα αν ο Ρώσος ηγέτης, φοβισμένος από την καταρρέουσα οικονομία της χώρας, βρει ευκαιρία να δοκιμάσει την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ;
Μία άλλη εκδοχή είναι η κρίση αντί να ενθαρρύνει τη Ρωσία να την «παραλύσει», αφήνοντάς την περισσότερο εξαρτημένη από την Κίνα και φέρνοντας τη σφαίρα επιρροής του Πεκίνου στα σύνορα της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Το δεύτερο κύμα του ιού μπορεί να πυροδοτήσει πολλές πιθανές συνέπειες. Η προοπτική να καταλάβει η πανδημία μια ανερχόμενη οικονομία της G20 – πχ την Ινδία – και στη συνέχεια να επιστρέψει και πάλι σε Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ο αβέβαιος αντίκτυπος που θα έχουν οι τεχνολογικές εξελίξεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη καθώς χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της εξάπλωσης της νόσου, μια ύφεση που «τεντώνει τα σχοινιά» μεταξύ του φτωχού νότου και του πλούσιου βορρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποιοι ανησυχούν ιδιαίτερα για ένα τόξο αστάθειας που ξεκινά από τη Δυτική Αφρική στη Μέση Ανατολή και την Ασία, όπου οι συγκρούσεις τα τελευταία χρόνια ανάγκασαν τους ανθρώπους να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και της μετανάστευσης. Κάποιες χώρες ίσως προσπαθήσουν να προσκολληθούν στην Κίνα, αλλά οι περισσότερες είναι πιθανό να προσπαθήσουν να αποσυνδεθούν. Η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες που βρίσκονται κάτω από την αμερικανική «ομπρέλα» ασφαλείας, θέλοντας παράλληλα να διατηρήσουν ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα, θα είναι δύσκολο να διαχειριστούν τις επιπτώσεις από την αντι-κινεζική κυβερνητική Τραμπ.
Κάτω από τις νέες αυτές προκλήσεις, χώρες όπως η Βρετανία πρέπει να σκεφτούν σοβαρά το στρατηγικό τους όραμα, ωστόσο γενικά οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν και μία άλλη πραγματικότητα κατά το δεύτερο κύμα του ιού: η ύπαρξη ή όχι ρευστού.
Για παράδειγμα ο στρατός της Μεγάλης Βρετανίας, που πριν 20 χρόνια βοήθησε τις ΗΠΑ να εισβάλει σε Ιράκ και Αφγανιστάν – μετά από μία δεκαετία περικοπών στις δημόσιες δαπάνες έχει αποδυναμωθεί. Γαλλία και Βρετανία ζήτησαν Αμερικανική βοήθεια για να παρέμβουν στη Λιβύη το 2011. Θα μπορούσε μια ενωμένη ευρωπαϊκή δύναμη να το ξανακάνει οπουδήποτε στην εκτεθειμένη ακτή της Βόρειας Αφρικής; Θα μπορούσε ο στρατός τους να χρησιμοποιηθεί έστω με καθαρά ιατρική ιδιότητα, όπως κατά τη διάρκεια της επιδημίας του Έμπολα το 2014;
Αξιωματούχοι των κυβερνήσεων θα πρέπει λοιπόν να επικεντρωθούν περισσότερο στο «Τι μπορούμε να αντέξουμε;» και λιγότερο στο “Τι θέλουμε να κάνουμε;”, μια προσέγγιση που είναι βραχυπρόθεσμη, ad hoc και αμυντική.
Είτε η πανδημία επιφέρει επαναστατική αλλαγή είτε απλώς επιταχύνει τα ρεύματα που ήδη λειτουργούν κάτω από την επιφάνεια, το γεγονός είναι ότι το επιδημιολογικό δεύτερο κύμα δεν είναι το μόνο που πρέπει να ανησυχούμε.
*Με πληροφορίες από το άρθρο The Pandemic’s Geopolitical Aftershocks Are Coming του Tom McTague στο theatlantic.com