Για πρώτη φορά σε Βρετανή το Μεγάλο Βραβείο Κόμικς – Νικήτρια η 78χρονη «Posy» Simmonds
Πρόκειται μάλιστα για την 4η γυναίκα που παίρνει το Grand Prix της Ανγκουλέμ
Εκτεταμένα και θριαμβευτικά (και από τις δύο πλευρές της Μάγχης) δημοσιεύματα ακολούθησαν προχθές την είδηση ότι για πρώτη φορά στα 51 χρόνια της ιστορίας του το περίφημο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ στη Γαλλία (το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη και διάσημο σε όλο τον κόσμο) επέλεξε έναν Βρετανό δημιουργό για το Μεγάλο Βραβείο του.
Βρετανό; Για την ακρίβεια Βρετανή και μόλις την 4η γυναίκα που παίρνει το Grand Prix της Ανγκουλέμ για το σύνολο της καριέρας της. Την 78χρονη «Posy» Simmonds, διάσημη σκιτσογράφο και εικονογράφο, συνεργάτιδα της εφημερίδας «Γκάρντιαν» από τη δεκαετία του ‘70 έως και το 2008 και πρωτοπόρο (ίσως και εφευρέτρια κατά κάποιους) των «γκράφικ νόβελ».
Η διάκρισή της σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η δουλειά της θα αποτελέσει το αντικείμενο μεγάλης αναδρομικής έκθεσης στην επόμενη διοργάνωση του φεστιβάλ το 2025.
Στην πραγματικότητα η Σίμοντς είναι μια «θεότητα» για τους ομοτέχνους της, πολλοί εκ των οποίων επιμένουν ότι ακόμα κι αν δεν ήταν η ίδια που εφηύρε τα «γκράφικ νόβελ», τα δικά της πάντως είναι μοναδικά τόσο λόγω του αισθητικά ιδιαίτερου και όμορφου σκιτσογραφικού της «χεριού», όσο και -όχι πάντα αυτονόητο στην τέχνη της- του λογοτεχνικού ταλέντου και του χιούμορ που διακρίνει τις αφηγήσεις της. Αυτή μάλιστα είναι η ιδιαιτερότητά της: «Οι σατιρικές παρατηρήσεις που κάνει πάνω στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία και η λεπτομερής εικονογράφηση που πετυχαίνει, σε συνδυασμό με τις επιρροές της από κλασικά λογοτεχνικά κείμενα θεωρείται ότι έχουν επαναπροσδιορίσει το είδος του graphic novel» επισήμανε ο «Γκάρντιαν», που έχει διπλό λόγο βέβαια να χαίρεται για τη σημαντική διάκρισή της αφού στις σελίδες του γεννήθηκαν μερικά από τα διασημότερα comic strip τής «πάντα αφοσιωμένα αριστερής» Σίμοντς.
«Ανέκαθεν θεωρούσα ότι σε έναν τέλειο κόσμο το φύλο του νικητή ενός βραβείου δεν οφείλει να είναι αξιοσημείωτο. Αλλά αυτός είναι ένας ατελής κόσμος και ο κόσμος τού bande désinée (σ.σ. τα κόμικς στα γαλλικά) ήταν εξ αρχής ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, κάπως σαν λέσχη μόνο για αγόρια. Αλλά λίγο λίγο, ειδικά την τελευταία δεκαετία, οι γυναίκες έχουν διεισδύσει σε αυτή τη “λέσχη” κι εγώ είμαι ευτυχής φυσικά που είμαι μία από αυτές» δήλωσε παραλαμβάνοντας το βραβείο της. Λίγο πριν είχε εξομολογηθεί πώς αντέδρασε όταν έμαθε ότι είχε επιλεγεί για το Μεγάλο Βραβείο της Ανγκουλέμ: «Εμεινα έκπληκτη, συνεπαρμένη –époustouflée όπως λέτε στα γαλλικά… Οταν γράφεις ή ζωγραφίζεις, δουλεύεις μόνος σου σε ένα δωμάτιο και μένεις άφωνος όταν μαθαίνεις ότι το βιβλίο σου ή το εικαστικό σου έργο ή εσύ ο ίδιος τυγχάνεις μιας τέτοιας προβολής και μιας τόσο μεγάλης διάκρισης».
Γεννημένη το 1945, η «Πόσι», που το πραγματικό της όνομα είναι Ρόζμαρι, μεγάλωσε μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της σε μια φάρμα στο Μπέρκσαϊρ. Αδελφός της είναι κι ο Ρίτσαρντ Σίμοντς, πολιτικός, πρώην βουλευτής των Συντηρητικών (ιδεολογικά καμία σχέση με την αδελφή του). Η Γαλλία είχε πάντα ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της, όχι μόνο διότι η οικογένεια της μητέρας της είχε καταγωγή από τους Ουγενότους, αλλά κυρίως γιατί η ίδια σπούδασε στη Σορβόνη από το 1962. «Ετσι ανακάλυψε το Παρίσι των υπαρξιστών και του Σαρτρ» κι αυτό επηρέασε τα διαβάσματα, την ιδεολογία, «ακόμα και τον τρόπο που ντυνόταν στα μαύρα από την κορυφή μέχρι τα νύχια», όπως επισημαίνει το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπζερβατέρ». Στη συνέχεια σπούδασε στο Τμήμα Γραφιστικής του Central School of Arts & Design στο Λονδίνο, όπου μεταξύ άλλων διδάχτηκε τυπογραφία και καλλιγραφία. Συνεργάστηκε πρώτα με την εφημερίδα «Sun» δημοσιεύοντας καθημερινά της περιπέτειες ενός καρτούν αρκούδου («Bear») κι αργότερα με τους «Times». Το 1972 άρχισε να συνεργάζεται με τον «Guardian» σχεδιάζοντας μια σειρά από βινιέτες. Η πραγματική ευκαιρία ήρθε όμως για εκείνη πέντε χρόνια αργότερα, όταν της προτάθηκε ν’ αντικαταστήσει τον σκιτσογράφο Τζον Κεντ όσο εκείνος θα έλειπε σε διακοπές. Ετσι σκίτσα της κατέλαβαν μισή σελίδα στην ενότητα «Γυναίκες» της καθημερινής έκδοσης της εφημερίδας. Κι εκείνη έδραξε την ευκαιρία να αναδείξει γυναικεία θέματα και πρώτα πρώτα το πρόβλημα του σεξισμού. Ενα χαρακτηριστικό τέτοιο σκίτσο της το ‘80 παρουσίαζε π.χ. διαβάτες να κοιτούν από επικριτικά έως επιθετικά μια μητέρα που θηλάζει, αλλά να θαυμάζουν την ίδια ως πορτρέτο σε μουσείο.
Η ενασχόλησή της Σίμοντς την οδήγησε και στην ανακάλυψη της «γλώσσας» των γκράφικ νόβελ, αφού ιστορίες της που ξεκίνησαν ως σειρές κόμικς στον «Γκάρντιαν» απαίτησαν περισσότερο χώρο για να ξεδιπλώσουν την αφήγηση Το κείμενο δεν εμφανιζόταν πια σε συννεφάκια ομιλίας, αλλά ανάμεσα στα σχέδια καταλήγοντας σε αυτό το υβρίδιο αφηγηματικού σκίτσου. Τρία δικά της γκράφικ νόβελ τής χάρισαν μεγάλη διασημότητα και τα τρία με γυναίκες ηρωίδες εμπνευσμένες από κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα: η «Gemma Bovery» (1999), σέξι νεαρή Βρετανή που εγκαθίσταται στην ύπαιθρο της Νορμανδίας και γρήγορα απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των γειτόνων της, είναι μια απόπειρα της Σίμοντς να κάνει σατιρικές και οξείες παρατηρήσεις για τη σύγχρονη βρετανική κοινωνία, εμπνευσμένη όμως από την περίφημη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ. Ακολουθεί η «Tamara Drewe» (2007) που με αναφορές στον Τόμας Χάρντι και το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» έχει ηρωίδα μια νεαρή γυναίκα, η οποία επιστρέφει για να ζήσει στο χωριό της και ό,τι ακολουθεί δίνει στη δαιμόνια σκιτσογράφο ευκαιρία να ασκήσει και πάλι κριτική στη βρετανική κοινωνία. Και τα δύο αυτά έργα της γυρίζονται σε ταινίες: το 2010 η Τζέμα Αρτερτον ενσαρκώνει την «Tamara Drewe» στην ταινία «Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» του Στίβεν Φρίαρς, στενού φίλου τής «Πόσι». Η ίδια ηθοποιός το 2014 δανείζει τη γοητεία της στην Τζέμα Μπόβερι στην κινηματογραφική μεταφορά τής Αν Φοντέν.
Το 2018 ακολουθεί το -εμπνευσμένο από τον χαρακτήρα του Σκρουτζ στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς- γκράφικ νόβελ «Cassandra Darke», με αντιηρωίδα μια «ξινή» και κακιασμένη έμπορο έργων τέχνης που ζει σε ένα αρχοντικό στο Τσέλσι, χωρίς να ενοχλείται από τις απόψεις των άλλων για εκείνη.
Οι τρεις ηρωίδες της αλλά και όσα άλλα έχει κάνει της χάρισαν τώρα το Grand Prix της Ανγκουλέμ, ενώ την ίδια στιγμή το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι διοργανώνει μια σημαντική αναδρομική έκθεση στο έργο της συμπεριλαμβάνοντας αδημοσίευτα σχέδια, σκίτσα και εικονογραφήσεις βιβλίων. Η ίδια, που ζει μόνιμα στο Λονδίνο, εργάζεται ήδη σ’ ένα νέο γκράφικ νόβελ με τον τρόπο που το κάνει πάντα: σκιτσάροντας ή σημειώνοντας μικρές σκηνές καθώς μαγειρεύει.