Οι εκατό ημέρες που βάφτηκαν με αίμα στη Ρουάντα
Τρεις δεκαετίες από τη γενοκτονία του 1994, που οδήγησε στον αποτρόπαιο θάνατο περίπου ένα εκατομμύριο Τούτσι και Χούτου που τους προστάτευσαν.
Μεταξύ της 7ης Απριλίου του 1994 και της 4ης Ιουλίου του ίδιου έτους, σε διάστημα μόλις 100 ημερών, σχεδόν ένα εκατομμύριο κάτοικοι της Ρουάντα κατακρεουργηθήκαν από την φυλή των Χούτου, σε μια σχεδιασμένη -υποκινούμενη από το κράτος και τα μέσα ενημέρωσης του «μίσους»- γενοκτονία κατά της εθνοτικής ομάδας των Τούτσι.
Η αποτρόπαια μαζική σφαγή οδήγησε στο θάνατο περίπου τα 2/3 του πληθυσμού των Τούτσι, αλλά και μέλη των Χούτου που αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στις εγκληματικές πράξεις των ομοεθνών τους και προστάτευσαν όσους βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Χούτου και Τούτσι: Ο εθνοτικός διαχωρισμός
Η κοινωνία της Ρουάντα κατηγοριοποιούνταν σε τρεις εθνοτικές ομάδες. Την πλειοψηφία των πολιτών αποτελούσαν οι Χούτου, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν αγρότες. Τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα καταλάμβανε περίπου το 15% του πληθυσμού της χώρας, η φυλή των Τούτσι, ενώ οι Τουά συνιστούσαν λιγότερο από το 1% του λαού. Οι κάτοικοι, ανεξαρτήτως της εθνοτικής τους ομάδας, μιλούν την ίδια γλώσσα, ασπάζονται την ίδια θρησκεία και μοιράζονται κοινή γη.
Οι δύο υπερισχύουσες φυλές, που συνυπάρχουν στη χώρα ήδη από τον 14ο αιώνα, πολύ συχνά απεικονίζονται ως καρικατούρες. Οι Χούτου περιγράφονται κοντοί και γεροδεμένοι, ενώ οι Τούτσι ως ψηλοί και λυγεροί. Βάσει των εμφανισιακών τους χαρακτηριστικών, οι Βέλγοι αποικιοκράτες ταξινομούσαν τους ανθρώπους στις δύο εθνοτικές ομάδες, καθιστώντας νόμιμες τις κοινοτικές διαιρέσεις, με την επιβολή δελτίων ταυτότητας που αναγραφόταν η φυλή στην οποία άνηκε ο κάθε κάτοικος.
Το χρονικό των εξεγέρσεων
Η αποστροφή μεταξύ των δύο φυλών, προϋπήρχε της γενοκτονίας του 1994. Παράδειγμα της «ωμής» βαναυσότητας αποτελεί και η «Επανάσταση των Χούτου το 1959», κατά την οποία δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ περίπου 20.000 Τούτσι και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι οδηγήθηκαν στην εξορία σε γειτονικές χώρες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένα εξόριστο αντάρτικο κίνημα των Τούτσι, το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF), προκάλεσε μια σειρά επιθέσεων εις βάρος των κυβερνητικών δυνάμεων, που απαρτίζονταν κυρίως από Χούτου, χτυπώντας από βάσεις στην Ουγκάντα. Ακολούθησε η σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας τον Αύγουστο του 1993, που ελάχιστα κατάφερε να ελαχιστοποιήσει τις εντάσεις.
Το έναυσμα για την έναρξη των μαζικών σφαγών στη χώρα φαίνεται να πυροδότησε η δολοφονία του προέδρου της Ρουάντα, Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, που ανήκε στην φυλή των Χούτου, όταν καταρρίφθηκε το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε, πάνω από την πρωτεύουσα, Κιγκάλι, το βράδυ της 6ης Απριλίου του 1994. Παραμένουν ασαφείς οι εικασίες για το ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το έγκλημα, ωστόσο οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ρουάντα και η πολιτοφυλακή των Χούτου, Interahamwe, ρίχνοντας την ευθύνη στους Τούτσι, μέσα σε λίγες ώρες έδωσαν την εντολή για να ξεκινήσει η μεγάλη εξόντωση.
Εκατό ημέρες πένθους
Η φρικαλέα σφαγή των Τούτσι είχε ως αφετηρία την πρωτεύουσα της Ρουάντα, αλλά μετέπειτα εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Η προεδρική φρουρά πραγμάτωσε μια εκστρατεία αντιποίνων, δολοφονώντας ανελέητα πολιτικούς τους αντιπάλους και απλούς πολίτες. Μάλιστα, τους μήνες που προηγήθηκαν της γενοκτονίας, πολλοί Τούτσι ανέφεραν ότι προειδοποιήθηκαν για το βίαιο θάνατό τους, τη στιγμή που θα ξεκινούσε το «σχέδιο της εξόντωσής τους».
Οι θέσεις της «εξουσίας των Χούτου» υποστήριζαν πως οι Τούτσι θα έπρεπε να εξαλειφθούν από τη Ρουάντα. Τροφοδοτούμενη από τη ρητορική μίσους της κυβέρνησης και την προπαγάνδα που μετέδιδαν κυρίως ραδιοφωνικές εκπομπές, οι οποίες χαρακτήριζαν τους Τούτσι ως «φίδια» και «κατσαρίδες», η πολιτοφυλακή διέπραξε φρικαλεότητες ως αντίποινα.
Με την φράση «Κόψτε τα ψηλά δέντρα», (ψηλά δέντρα νοούνταν οι θεωρούμενοι ψηλοί Τούτσι) συνοδεύονταν οι οδηγίες που δίνονταν από το ραδιόφωνο στις συμμορίες οι οποίες δολοφονούσαν μαζικά μέλη της φυλής των Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου που τους πρόσφεραν καταφύγιο.
Ο παροξυσμός έφτασε σε ακρότητες, καθώς σε μικρές κοινότητες και χωριά, γείτονες δολοφονούσαν τους γείτονές τους. Οι κύριοι στόχοι των εξοντώσεων αποτελούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά, αφού με την «εξάλειψή» τους θεωρητικά θα σταματούσε και η συνέχεια της φυλής των Τούτσι.
Οι περισσότεροι άνθρωποι σφαγιάστηκαν με μαχαίρια, χτυπήθηκαν με ρόπαλα ή αιχμηρή ξυλεία. Σε ορισμένα μέρη δόθηκε στους μελλοθάνατους η επιλογή να αγοράσουν μια σφαίρα, ώστε να είναι λιγότερο επώδυνος ο θάνατός τους. Πολιτοφυλακή και στρατιώτες ενθάρρυναν τους πολίτες να συμμετάσχουν στη γενοκτονία, ενώ πολλοί πολίτες Χούτου αναγκάστηκαν από τον στρατό να δολοφονήσουν οι ίδιοι, κόσμο.
Οι προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών για διαπραγμάτευση κατάπαυσης του πυρός ήταν αναποτελεσματικές. Η διεθνής κοινότητα εγκατέλειψε σε συντριπτικό βαθμό τη Ρουάντα κατά τη διάρκεια των μαζικών δολοφονιών. Τα Ηνωμένα Έθνη μάλιστα, ψήφισαν να μειώσουν τον αριθμό των στρατευμάτων τους από 2.165 σε μόλις 270, μετά τη δολοφονία 10 Βέλγων ειρηνευτικών.
Ιστορικοί επιρρίπτουν «βαριές ευθύνες» στη Γαλλία για την γενοκτονία στη Ρουάντα
Η Γαλλία «έκλεισε τα μάτια μπροστά στην προετοιμασία» της γενοκτονίας των Τούτσι στη Ρουάντα, το 1994 και φέρει «κατάφωρη και βαριά ευθύνη» για την τραγωδία αυτήν, αναφέρεται στα συμπεράσματα της έκθεσης μιας επιτροπής ιστορικών, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2021.
Η πολυαναμενόμενη έκθεση, που υποβλήθηκε στον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, επισημαίνει μεταξύ άλλων «την αποτυχία της Γαλλίας στη Ρουάντα», μεταξύ 1990-94 και την «τύφλωσή» της απέναντι στη γενοκτονία των Τούτσι που διέπραξε το «ρατσιστικό, διεφθαρμένο και βίαιο» καθεστώς του Χούτου προέδρου Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα. Και αυτά, «παρά τις προειδοποιήσεις από το Κιγκάλι, την Καμπάλα ή το Παρίσι».
Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, παραδέχτηκε λίγες ημέρες αργότερα τις ευθύνες της χώρας του για τη γενοκτονία στη Ρουάντα, κατά τη διάρκεια επίσκεψής το στην πρωτεύουσα της χώρας, Κιγκάλι. «Στέκομαι σήμερα εδώ, με ταπεινότητα και σεβασμό, δίπλα σας, και έχω έρθει για να αναγνωρίσω τις ευθύνες μας», δήλωσε ο ίδιος σε ομιλία του μπροστά στο Μνημείο του Κιγκάλι για την Γενοκτονία, προσθέτοντας πως η Γαλλία είχε καθήκον να παραδεχτεί «τα βάσανα που επέβαλε στο λαό της Ρουάντα, αξιολογώντας την επί μακρόν αποσιώπηση της αλήθειας».
Ενώ το ζήτημα της γενοκτονίας δεν αναφέρεται ανοιχτά στις δημόσιες συζητήσεις και παρόλο που η σημερινή νεολαία της χώρας δεν είχε γεννηθεί όταν η μαζική σφαγή συνέβη, η κληρονομιά της παραμένει, με τους κατοίκους της Ρουάντα να υπόσχονται: «Ποτέ ξανά».