Οι πλούσιες χώρες δεν έχουν μάθει ακόμη το μάθημα τους από τη μετάλλαξη Δέλτα
Οι ενισχυτικές δόσεις εμβολίου κατά της Covid-19 είναι σα να δίνεις σωσίβια σε ανθρώπους που ήδη έχουν και να αφήνεις άλλους να πνιγούν.
Για λίγο, η κρίση του κορονοϊού στην Ινδία φάνηκε να έχει διδάξει στον κόσμο ένα πολύ χρήσιμο μάθημα: ότι ένα εντελώς εκτός ελέγχου ξέσπασμα του ιού οπουδήποτε στον πλανήτη αποτελεί απειλή για όλο τον κόσμο, και κυρίως ότι χωρίς μια πιο δίκαιη κατανομή των εμβολίων, δεν υπάρχει ελπίδα να θέσουμε αυτή την πανδημία υπό έλεγχο.
Άλλες χώρες, αναγνωρίζοντας την ευθύνη τους να βοηθήσουν την Ινδία, έστειλαν ουσιαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένου του απαραίτητου οξυγόνου και των συστατικών που απαιτούνται για την παραγωγή εμβολίων κατά της COVID-19. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν να δωρίσουν 60 εκατομμύρια δόσεις σε χώρες που τις χρειάζονται (ο αριθμός έχει σχεδόν διπλασιαστεί έκτοτε), ένα παράδειγμα που ακολούθησαν άλλες κυβερνήσεις.
Αλλά καθώς η μετάλλαξη Δέλτα εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο – απειλώντας τις πρόσφατα κατοχυρωμένες ελευθερίες των σε μεγάλο βαθμό εμβολιασμένων πληθυσμών που έχουν δει τους υγειονομικούς περιορισμούς της πανδημίας στις χώρες τους να αίρονται, και εξετάζουν τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της COVID-19 – αρκετές πλούσιες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και χωρών της Ευρώπης, έχουν ανακοινώσει σχέδια να ξεκινήσουν τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων για να προσφέρουν παραπάνω προστασία κατά της μετάλλαξης Δέλτα. Το Ισραήλ, το οποίο τον περασμένο μήνα έγινε η πρώτη χώρα που προσέφερε την τρίτη δόση του εμβολίου της Pfizer, έχει ήδη επεκτείνει την καταλληλότητα έως και την ηλικιακή ομάδα των 30 ετών. Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει ακόμη λάβει ούτε καν την πρώτη δόση του εμβολίου.
Αυτό είναι κάτι παραπάνω από ένα ηθικό πρόβλημα. Μεμονωμένα οι κυβερνήσεις έχουν φυσικά την ευθύνη να προστατεύουν τους πολίτες τους, και αυτό είναι αυτό που επιδίωξαν να κάνουν οι πιο πλούσιες χώρες. Υπάρχουν όμως ευρύτερες επιπτώσεις από τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων πριν ακόμη εμβολιαστεί ο υπόλοιπος κόσμος, επιπτώσεις που τελικά θα υπονομεύσουν τους στόχους αυτών των χωρών να ελέγξουν τον ιό και να επαναφέρουν κάποια αίσθηση κανονικότητας. Πιο ουσιαστικά, η απόφαση αυτή είναι μία απόδειξη του γεγονότος ότι παρ’ ότι βρισκόμαστε εδώ και ένα χρόνο μέσα σε μια πανδημία που μας έχει αποδείξει τους κινδύνους που κρύβει ο εθνικισμός των εμβολίων, οι πλούσιες χώρες επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.
Μέχρι στιγμής, οι πλούσιες χώρες έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια προσφορά εμβολίων, και έχουν σε μεγάλο βαθμό (ευλόγως) χρησιμοποιήσει αυτές τις δόσεις στους εγχώριους πληθυσμούς τους. Αυτό συνέβη, ωστόσο, σε βάρος των πιο φτωχών χωρών, πολλές από τις οποίες δεν μπορούν να παραγγείλουν πολλά εμβόλια στο βαθμό που μπορούν οι πλούσιες χώρες.
Εξαιτίας αυτού, χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και το Ισραήλ έχουν καταφέρει να εμβολιάσουν πλήρως έως και το 51, το 61 και το 63 τοις εκατό του πληθυσμού τους, αντίστοιχα – επίπεδο προστασίας που τους έχει επιτρέψει να άρουν πολλούς από τους υγειονομικούς περιορισμούς. Αλλά αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο πολλές περισσότερες χώρες παραμένουν πολύ πίσω στην εμβολιαστική προσπάθεια: Παρ’ ότι το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού έχει λάβει τουλάχιστον μια δόση του εμβολίου κατά της COVID-19, αυτό βρίσκεται κυρίως συγκεντρωμένο σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Λιγότερο από 1% των ανθρώπων σε χώρες χαμηλού εισοδήματος έχει εμβολιαστεί πλήρως.
Αυτή η ξεκάθαρη απόκλιση εξηγεί γιατί η απόφαση κάποιων πιο πλούσιων κρατών να χορηγήσουν αναμνηστικές δόσεις – απόφαση που προκλήθηκε από στοιχεία που δείχνουν μειωμένη αποτελεσματικότητα των εμβολίων ενάντια στη μετάλλαξη Δέλτα, όπως επίσης και απειλή μελλοντικών lockdown – έχει ληφθεί τόσο άσχημα από την παγκόσμια κοινότητα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κάλεσε τις χώρες να αναβάλουν τις ενισχυτικές δόσεις μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου έτσι ώστε να επιτρέψουν στον υπόλοιπο κόσμο να τις φτάσει σε επίπεδο εμβολιασμού. Ένας αξιωματούχος παρομοίασε τις ενισχυτικές δόσεις με το να δίνεις σωσίβια σε ανθρώπους που ήδη έχουν και να αφήνεις άλλους να πνιγούν.
Σύμφυτη σε αυτό το επιχείρημα είναι η πεποίθηση ότι κάθε ενισχυτική δόση αντιπροσωπεύει μια δόση που θα μπορούσε αντιθέτως να έχει χορηγηθεί σε κάποιον που δεν έχει λάβει ακόμη καμία προστασία. Και, κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι αλήθεια: Αν και η ικανότητα παραγωγής εμβολίων έχει βελτιωθεί από την έναρξη της πανδημίας, ο κόσμος δεν έχει ακόμη αρκετές δόσεις για όλους.
Σύμφωνα με το περιοδικό Nature, μιας εσωτερική ανάλυση του ΠΟΥ εκτιμά ότι εάν όλες οι χώρες υψηλού ή σχετικά υψηλού εισοδήματος αποφάσιζαν να χορηγήσουν ενισχυτικές δόσεις για όλους τους πολίτες τους άνω των 50 ετών, θα χρησιμοποιούσαν περισσότερες από 850 εκατομμύρια δόσεις των παγκοσμίως διαθέσιμων εμβολίων. Άλλοι ειδικοί στον τομέα της υγείας προβλέπουν ότι η ανάλυση θα μπορούσε να αποκλίνει κατά 1 με 2 δισεκατομμύρια δόσεις μέσα στον επόμενο χρόνο.
Για να βάλουμε αυτούς τους αριθμούς σε ένα πλαίσιο, περίπου 11 δισεκατομμύρια δόσεις θα χρειαστούν για να εμβολιάσουμε μόλις το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού. Όπως έχουν τα πράγματα, ο κόσμος θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον μέχρι το 2023 προτού η προσφορά εμβολίων μπορεί να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση.
Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή εμβολίων έχει αυξηθεί – τόσο που ερευνητές του Duke Global Health Innovation Center, το οποίο παρακολουθεί την παγκόσμια προμήθεια εμβολίων, διαπίστωσαν ότι οι προκλήσεις διανομής ξεπερνούν σταδιακά την περιορισμένη προσφορά ως το βασικό εμπόδιο για τον τερματισμό της πανδημίας. “Οι καλύτερες μας εκτιμήσεις είναι ότι ο κόσμος παράγει πλέον περίπου ένα δισεκατομμύριο δόσεις κάθε μήνα, και πιστεύουμε ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται,” λέει η Andrea Taylor, υποδιευθύντρια του κέντρου για τα προγράμματα. “Υπάρχει ακόμη ζήτημα εφοδιασμού, αλλά συρρικνώνεται.”
Οι πλούσιες χώρες δεν χρειάζεται να επιλέξουν μεταξύ της ιεράρχησης των πολιτών τους και της παροχής βοήθειας στον υπόλοιπο πλανήτη, γιατί σύντομα θα υπάρχουν αρκετά εμβόλια και για τους δύο. Αλλά η λέξη κλειδί είναι η λέξη “σύντομα”. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν αρκετές δόσεις για όλους, που αναπόφευκτα εγείρει το ερώτημα: Ποιος πρέπει να έχει προτεραιότητα;
Για την ώρα, η απάντηση που φαίνεται να έρχεται από τις πλούσιες χώρες στο ερώτημα αυτό είναι ο δικός τους πληθυσμός. Δεν υπάρχει τίποτα λάθος με το να θέλουν οι κυβερνήσεις να προστατέψουν τους πολίτες τους. Αλλά, εάν η μετάλλαξη Δέλτα έχει διδάξει κάτι τον κόσμο, είναι ότι η προστασία ενός πληθυσμού σε βάρος του υπόλοιπου κόσμου είναι ένα παιχνίδι ηττημένων. Ένα παιχνίδι το οποίο οδηγεί σε μεγαλύτερη μεταδοτικότητα, περισσότερες μεταλλάξεις, και πιο επιφανειακές λύσεις. Οι ενισχυτικές δόσεις από μόνες τους δεν θα είναι αρκετές για να προστατέψουν αυτούς που τις λαμβάνουν από νέες και επικίνδυνες μεταλλάξεις που ξεκινούν από αλλού.
Εάν ο στόχος είναι να τερματιστεί η πανδημία, “αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να θέσουμε ως προτεραιότητα το τέλος της παγκόσμιας μετάδοσης”, λέει η Taylor. “Εάν δεν το κάνουμε προωθώντας πρώτες και δεύτερες δόσεις σε όλο τον κόσμο, θα συνεχίσουμε να χρειαζόμαστε ενισχυτικές δόσεις στις πλούσιες χώρες…. Με αυτό τον τρόπο δεν λύνεις το πρόβλημα, απλώς το κλωτσάς παρακάτω στο δρόμο.”
Μια άλλη κρίση σαν αυτή που είδαμε στην Ινδία ή μια καινούργια μετάλλαξη δεν θα έπρεπε να είναι απαραίτητη για να μάθουν οι πλούσιες χώρες από τα λάθη που έκαναν στην αρχή της πανδημίας. Εάν δεν λάβουν υπόψη τα μαθήματα της μετάλλαξης Δέλτα, τότε σχεδόν σίγουρα θα είναι καταδικασμένες να μάθουν και τα υπόλοιπα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, και όλα τα άλλα μαθήματα που τα συνοδεύουν.
Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση του άρθρου “Rich Countries Haven’t Learned the Lessons of Delta” της Yasmeen Serhan που δημοσιεύτηκε στις 26/08/2021 στο The Atlantic.
Πηγή: The Atlantic
Δείτε επίσης: