Ράιχσταγκ: Ο εμπρησμός που οδήγησε στα εγκλήματα του Χίτλερ
Μια συνωμοσία που έδωσε στους Ναζί το έναυσμα για συγκέντρωση υπερεξουσιών μέσα σε ένα κλίμα αμφιβολίας
Στα χρονικά της ιστορίας, λίγα γεγονότα έχουν επηρεάσει τόσο βαθιά την πορεία ενός έθνους όσο η πυρκαγιά του Ράιχσταγκ το 1933 στη Γερμανία. Μια φωτιά που κατέκαψε το γερμανικό κοινοβουλευτικό κτίριο και ήταν μια κομβική στιγμή που προκάλεσε έναν καταιγισμό συνεπειών, διαμορφώνοντας τελικά την πορεία του ναζιστικού καθεστώτος υπό τον Αδόλφο Χίτλερ.
Τη νύχτα της 27ης Φεβρουαρίου 1933, το Ράιχσταγκ, η έδρα της γερμανικής κυβέρνησης στο Βερολίνο, έγινε ένας “φάρος” πολιτικής αναταραχής. Η πυρκαγιά προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στο κτήριο καίγοντας ολοσχερώς 5 αίθουσες. Στη συνέχεια, οι στάχτες αποκάλυψαν ένα έθνος που ακροβατούσε στο χείλος του χάους.
Μέσα στον καπνό και τα συντρίμμια, το δάχτυλο της ευθύνης έδειξε γρήγορα προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρουσιάζοντας ένα βολικό εξιλαστήριο θύμα για τους Ναζί.
Ο Αδόλφος Χίτλερ, νεοδιορισθέντας καγκελάριος, δεν έχασε χρόνο για να εκμεταλλευτεί την κρίση. Αξιοποιώντας την πυρκαγιά ως απόδειξη μιας τεράστιας κομμουνιστικής συνωμοσίας για την ανατροπή της κυβέρνησης, ο Χίτλερ αξιοποίησε την ευκαιρία ενώ δημοκοπικά το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας είχε φτάσει στο 17%.
Οι συνέπειες ήταν άμεσες και εκτεταμένες. Στον απόηχο του εμπρησμού, ο Χίτλερ θέσπισε γρήγορα έκτακτα μέτρα, καταργώντας ουσιαστικά τις πολιτικές ελευθερίες και εδραιώνοντας την εξουσία στα χέρια του Ναζιστικού Κόμματος μια και καλή, μέχρι την κατάρρευσή του 1945. Το διάταγμα για την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ, που εκδόθηκε μόλις μία ημέρα μετά την πυρκαγιά, ανέστειλε τα συνταγματικά δικαιώματα, επιτρέποντας την καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης και της διαφωνίας με κάθε τρόπο.
Η αστυνομία βρίσκει μέσα στο φλεγόμενο κτίριο τον Ολλανδό Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε σε κακή κατάσταση. Βασανίζεται από τους Ναζί και ομολογεί πως ο ίδιος ξεκίνησε την πυρκαγιά στο κοινοβούλιο με σκοπό να καλέσει σε εξέγερση κατά του φασιστικού καθεστώτος, μια ιδέα που του ήρθε δυο μέρες νωρίτερα.
Στον τόπο της πυρκαγιάς σπεύδουν αμέσως ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς και ο Γκέρινγκ, καθώς και ο ανταποκριτής των Times, Σέφτον Ντέμλερ, που καταγράφει την αντίδραση του Γερμανού δικτάτορα: “Στον επόμενο διάδρομο, ο Χίτλερ φρόντισε να μείνει λίγο πίσω και να με συναντήσει. Έφτασε μέχρι την προφητεία: ‘Να δώσει ο Θεός αυτό να είναι έργο των Κομμουνιστών!“.
Οι θεωρίες για το κατά πόσον ο Βαν Ντερ Λούμπε ήταν επαναστάτης ή προβοκάτορας των Ναζί (όπως υποστήριξε το Κομουνιστικό Κόμμα αλλά και πολλοί ακόμα), φαίνεται πως δεν έχουν και μεγάλη σημασία μπροστά στο γεγονός ότι ο Χίτλερ δεν άφησε ούτε δευτερόλεπτο που να μην εκμεταλλευτεί πολιτικά την περίσταση. Την ίδια μέρα συνελήφθησαν 1.500 κομμουνιστές.
Το Δεκέμβριο του 1933, ο Βαν Ντερ Λούμπε δικάζεται κατηγορούμενος για εμπρησμό και συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του γερμανικού έθνους. Για να κρατηθεί η κεντρική ιδέα πως η πυρκαγιά οφείλεται στην απειλή των κομμουνιστών, δικάζονται μαζί του άλλοι τέσσερις ομοϊδεάτες, μεταξύ των οποίων και ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ. Οι τέσσερις αθωώνονται εν τέλη, αλλά ο Βαν Ντερ Λούμπε καταδικάζεται σε θάνατο με γκιλοτίνα στις 10 Ιανουαρίου 1934.
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα εποχής στο περιοδικό TIME: «Προκειμένου να δικαιολογήσει την σχεδιαζόμενη κατάλυση της Γερμανικής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση του Αδόλφου Χίτλερ χρειάστηκε να εξαπολύσει την προηγούμενη εβδομάδα έναν άνευ προηγουμένου καταιγισμό καταπιεστικών μέτρων και διαταγμάτων. Και ποια θα μπορούσε να είναι η καταλληλότερη δικαιολογία, αν όχι ένας τεράστιος εμπρησμός, με κόστος 1.500.000 δολάρια, που θα κατέτρωγε το κτίριο της Ράιχσταγκ; […] καταστρέφοντας εντελώς την περίφημη δρύινη αίθουσα καθώς και τον υπέροχο θόλο από μπρούντζο και γυαλί;
Ωστόσο, οι επιπτώσεις της πυρκαγιάς στο Ράιχσταγκ επεκτάθηκαν πολύ πέρα από τις αίθουσες της δικαιοσύνης. Ενθαρρυμένος από την κρίση, ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να εδραιώσει τη νομή του στην εξουσία, ανοίγοντας το δρόμο για τον νόμο εξουσιοδότησης του 1933. Αυτή η δρακόντεια νομοθεσία παρείχε στον Χίτλερ δικτατορική εξουσία, ακυρώνοντας ουσιαστικά το Σύνταγμα της Βαϊμάρης και εδραιώνοντας τα θεμέλια της ναζιστικής τυραννίας.
Μετά την πυρκαγιά, ένα πέπλο φόβου έπεσε πάνω στη Γερμανία. Οι πολιτικοί αντίπαλοι φιμώνονταν, οι διαφωνίες καταπνίγονταν και το φάσμα του ολοκληρωτισμού φαινόταν μεγάλο. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ λειτούργησε ως προάγγελος των φρικαλεοτήτων που θα ακολουθούσαν, θέτοντας τις βάσεις για τη συστηματική δίωξη των μειονοτήτων, την καταστολή των διαφωνιών και την εξαπόλυση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Καθώς οι στάχτες της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ σιγόκαιγαν στη μνήμη, η κληρονομιά του παρέμεινε ως προειδοποιητική ιστορία για την ευθραυστότητα της δημοκρατίας και τους κινδύνους του ανεξέλεγκτου αυταρχισμού. Στο πέρασμά της, ο κόσμος έγινε μάρτυρας της ανατριχιαστικής αλήθειας ότι μια μόνο σπίθα, που ανάβει στην καρδιά ενός έθνους, μπορεί να εξαπολύσει μια πυρκαγιά ανείπωτης φρίκης, δηλαδή τις θηριωδίες των Ναζί.