Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ένας «σουλτάνος» εναντίον όλων
«Γαντζωμένος» στην εξουσία εξολοθρεύει όποιον βρίσκεται στο διάβα του - Συλλήψεις, πραξικοπήματα απειλές, φιλοδοξίες και πολιτικές συγκρούσεις που έμειναν στην ιστορία
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ή αλλιώς ο σύγχρονος σουλτάνος της Τουρκίας. Ο άνθρωπος που από το 2014 βρίσκεται στην προεδρία της γειτονικής χώρας, αφού προηγουμένως μέτρησε τρεις συνεχόμενες θητείες στον πρωθυπουργικό θώκο, ενώ υπηρέτησε και ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης.
Ο ισλαμοσυντηρητικός πολιτικός και αμφιλεγόμενος νεο-οθωμανός πρόεδρος που στο πέρασμα των χρόνων καταφέρνει να βγει αλώβητος από κάθε πρόβλημα που προκύπτει στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, να μείνει όρθιος από πραξικόπημα σε βάρος του, να «εξολοθρεύσει» κάθε πολιτικό του αντίπαλο, αλλά και να αντέξει σε κάθε πίεση και αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του από ηγέτες του εξωτερικού.
Ο άνθρωπος που ονειρεύεται το κόμμα του να κυριαρχεί στην Τουρκία μέχρι το… 2071.
Με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, με κάθε κόστος.
Όπως άλλωστε έχει γίνει δεκάδες φορές όλα αυτά τα χρόνια που έχει στα χέρια του το «τιμόνι» της Τουρκίας, με πρόσφατο περιστατικό φυσικά τη σύλληψη και προφυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, του πολιτικού προσώπου που απειλεί ανοικτά να ρίξει τον Ερντογάν από την εξουσία και να επαναφέρει το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) στην εξουσία μετά από δεκαετίες.
Με αφορμή λοιπόν τις τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις στην Τουρκία, κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και στις φορές εκείνες που ο Ερντογάν τα έβαλε ξανά με πολιτικούς του -και όχι μόνο- αντιπάλους, με τον ίδιο να βγαίνει πάντα νικητής.
Προσπάθησε να φυλακίσει τον μέντορά του
Δεν πρέπει να λησμονείται η παράλληλη επίδραση του Ερμπακάν επί της προσωπικότητας του κ. Ερντογάν. Ο Ερμπακάν θεωρείται ο ιδρυτής του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ και υπήρξε ο επικεφαλής του κυρίαρχου ισλαμικού κινήματος Milli Gorus (Εθνικοθρησκευτική Αποψη/Θέαση), από τους κόλπους του οποίου προέκυψε το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας. Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σκέψης του Ερμπακάν ήταν οι επιρροές του από τη σύγχρονη Μέση Ανατολή και κυρίως από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που συνδυάζονται με τον αντιδυτικισμό και τις θεωρίες συνωμοσίας.
Πρόσφατα, ο γνωστός και μη εξαιρεταίος στην Τουρκία, Τεμέλ Καραμολάογλου, ηγέτης του Ισλαμιστικού Κόμματος Ευτυχίας κατηγόρησε τον Ερντογάν ότι το 2006 προσπάθησε να φυλακίσει τον πολιτικό του μέντορα, Νετζμετίν Ερμπακάν.
Το 2001 είχε προηγηθεί το «ρήγμα» ανάμεσα σε Ερντογάν – Ερμπακάν με την ίδρυση δύο διαφορετικών κομμάτων
Ο Καραμολάογλου ισχυρίζεται ότι ο Ερντογάν είχε διατάξει να περικυκλωθεί το σπίτι του Ερμπακάν, για να τεθεί σε κατ’οίκον περιορισμό, αλλά ο Χασάν Καλιοντζού, ένας εξέχων επιχειρηματίας έβαλε «φρένο» στην επιδίωξη αυτή, απειλώντας τον Ερντογάν για το πολιτικό του μέλλον.
Σε μακροχρόνια μάχη με τον παντοδύναμο στρατό
Από την πρώτη στιγμή ο Ερντογάν, αυτοπροσδιοριζόμενος ως «συντηρητικός δημοκράτης», αποφάσισε να τα βάλει με τους παντοδύναμους στρατηγούς του τουρκικού στρατού.
Το 2013 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον 17 υψηλόβαθμοι αξιωματικών της στρατιωτικής ελίτ για τη συνωμοσία ανατροπής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Εκατοντάδες ακόμα αξιωματικοί πέρασαν από δίκη, όπως και δημοσιογράφοι και πολιτικοί υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους, με την πολύκροτη υπόθεση του 2011 να καταλήγει στην παραίτηση των κεφαλών Στρατού Ξηράς, Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας.
Πολλοί κατηγόρησαν τον Ερντογάν για δικαστική χειραγώγηση με σκοπό να σωπάσει μια και καλή τους πολιτικούς του αντιπάλους μέσω χαλκευμένων κατηγοριών.
Με όλο τον τουρκικό λαό απέναντί του
Το πάρκο Γκεζί (Gezi Park) στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε το 2013 το επίκεντρο μαζικών αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στην Τουρκία. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στα τέλη Μαΐου 2013 ως μια ειρηνική καθιστική διαμαρτυρία από περιβαλλοντολόγους και πολίτες που αντιδρούσαν στην απόφαση της κυβέρνησης να καταστρέψει το πάρκο Γκεζί, έναν από τους ελάχιστους πράσινους χώρους στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, για να κατασκευαστεί ένα εμπορικό κέντρο με αρχιτεκτονική εμπνευσμένη από την Οθωμανική περίοδο.
Η αστυνομία αντέδρασε με υπερβολική βία, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα, αντλίες νερού και βία κατά των διαδηλωτών, γεγονός που προκάλεσε ευρεία κοινωνική αγανάκτηση. Πολύ γρήγορα, η τοπική διαμαρτυρία για τη διάσωση του πάρκου εξελίχθηκε σε μαζικό κύμα διαδηλώσεων κατά της κυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, της αυταρχικής του διακυβέρνησης και των περιορισμών στις ατομικές ελευθερίες.
Οι κινητοποιήσεις εξαπλώθηκαν σε πολλές πόλεις της Τουρκίας και διήρκεσαν εβδομάδες, ενώ καταγράφηκαν τραυματισμοί, συλλήψεις και αρκετοί θάνατοι. Το κίνημα του πάρκου Γκεζί θεωρείται μέχρι σήμερα ορόσημο στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων στην Τουρκία και σύμβολο αντίστασης στην καταστολή και στον αυταρχισμό.
Μετά το Γκεζί, η τουρκική κοινωνία έγινε ακόμη πιο πολωμένη. Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης Ερντογάν συσπειρώθηκαν γύρω από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), θεωρώντας τις διαδηλώσεις «απειλή για τη σταθερότητα». Από την άλλη πλευρά, όσοι ήταν επικριτικοί προς την κυβέρνηση ένιωσαν περισσότερο αποξενωμένοι και καταπιεσμένοι.
Η αντίδραση της κυβέρνησης οδήγησε σε ενίσχυση της καταστολής, με περισσότερους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, στις συγκεντρώσεις και στα ΜΜΕ.
Το κίνημα έστρεψε τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας στην Τουρκία και την κυβερνητική καταστολή. Η ΕΕ, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνή ΜΜΕ κατέκριναν τη στάση της κυβέρνησης, κάτι που επηρέασε και τις σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση.
«Θα σας κόψω τα χέρια»
Δεκέμβριος του 2013 και ο Ερντογάν απειλεί να «κόψει τα χέρια» των πολιτικών του αντιπάλων αν αυτοί χρησιμοποιήσουν το σκάνδαλο διαφθοράς που ξέσπασε για να υπονομεύσουν την εξουσία του.
«Θα ξαναβάλουμε τον καθένα στη θέση του», δήλωνε ο Ερντογάν ενώπιον πλήθους υποστηρικτών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην επαρχία Γκιρεσούν (Κερασούντα), στην Μαύρη Θάλασσα.
«Οποιοσδήποτε τολμήσει να μας κάνει κακό, να δημιουργήσει προβλήματα ή να μας στήσει παγίδες στη χώρα αυτή, θα του σπάσουμε τα χέρια», σημείωσε.
Την ίδια ώρα στην Κωνσταντινούπολη, με δακρυγόνα και αντλίες νερού οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας απαντούσαν στους 10.000 περίπου διαδηλωτές που βγήκαν στους δρόμους και συγκεντρώθηκαν σε μια πλατεία της συνοικίας Καντίκιοϊ, ζητώντας την παραίτηση της κυβέρνησης, για τα γεγονότα που σχετίζονται με την έρευνα για τη διαφθορά.
Ο Ερντογάν χαρακτήριζε την έρευνα «έργο σκοτεινών συμμαχιών» και απέπεμψε δεκάδες αξιωματικούς της Αστυνομίας, ενώ την παραίτησή του υπέβαλε ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκία Μουαμέρ Γκιουλέρ, του οποίου ο γιος ήταν μεταξύ των συλληφθέντων για την υπόθεση διαφθοράς.
Το σκάνδαλο των «ρουσφέτ» ήταν το μεγαλύτερο σκάνδαλο δωροδοκίας πολιτικών στην ιστορία της Τουρκίας με πρωταγωνιστή τον Ρεζά Ζεράμπ που… έκοβε και έραβε διακινώντας βρώμικο χρήμα μέσα σε «κουτιά παπουτσιών».
Από… διακοσμητικό ρόλο, σε ηγεμόνα της Τουρκίας
Μην μπορώντας να διεκδικήσει για τέταρτη φορά την εκλογή του στην πρωθυπουργία, ο Ερντογάν αξιώνει το 2014 τον «διακοσμητικό» ρόλο του προέδρου της τουρκικής δημοκρατίας έχοντας βέβαια ξεκάθαρο σχέδιο για να μεταφέρει κυβερνητικές εξουσίες στα χέρια του προέδρου.
Εκλέχθηκε από τον λαό το 2014 και έτσι έδωσε «αέρα» εκλογικής υπεροχής στο νέο του αξίωμα.
Τον Νοέμβριο του 2015, το κόμμα του απέσπασε νέα και ευρεία εκλογική νίκη, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μετατροπή του Ερντογάν σε «αυτοκράτορα».
Οι φόβοι για έναν πρόεδρο – σουλτάνο άρχισαν να επιβεβαιώνονται.
Πογκρόμ κατά των αντιπάλων του μετά το πραξικόπημα
Στις 15 Ιουλίου 2016, μέρος του τουρκικού στρατού οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να συλλάβουν τον Ερντογάν, ο οποίος εκείνη την ημέρα ήταν σε ξενοδοχείο στη Μαρμαρίδα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Μέσω τηλεφώνου κάλεσε το λαό να μην υπακούσει τους πραξικοπηματίες, την ώρα που στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση αναλάμβαναν σταδιακά τον έλεγχο. Για το πραξικόπημα ο Ερντογάν, όπως και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι, κατηγόρησε ως υπαίτιο τον Φετουλάχ Γκιουλέν.
Αποκαλυπτικό είναι το ρεπορτάζ του Nordic Monitor για το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016, το οποίο αποκαλύπτει πογκρόμ διώξεων δεκάδων χιλιάδων «αντιπάλων» του καθεστώτος του Ερντογάν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ρεπορτάζ, ομολογίες από «κατηγορούμενους» αποσπάστηκαν με βασανιστήρια και απειλές για βιασμούς στενών συγγενικών προσώπων τους.
Ο πρώην συνταγματάρχης Αρίφ Καλκάν, ο οποίος εργαζόταν στο τμήμα πληροφοριών της Τουρκικής Διοίκησης Χωροφυλακής, αποκάλυψε λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια και την κακοποίηση που υπέστη σε αστυνομικό τμήμα κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του στο δικαστήριο μετά τη σύλληψή του κατά τη διάρκεια μιας αμφιλεγόμενης απόπειρας πραξικοπήματος το 2016.
Ο Καλκάν είπε πως τον απείλησαν ότι θα κάνουν κακό στην οικογένειά του εάν αρνείτο να υπογράψει δήλωση που είχε ετοιμάσει η αστυνομία. Η κατάθεση του Καλκάν, που φέρεται να έχει βασανιστεί, χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο σε έγγραφα που ετοίμασε το Ανώτατο Εφετείο.
Σύμφωνα με ένα βίντεο που εξασφάλισε το Nordic Monitor, ο Καλκάν είπε ότι η κατάθεσή του στην αστυνομία άλλαξε και μετατράπηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο. Λέγοντας στην επιτροπή των δικαστών ότι κρατήθηκε 25 ημέρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, απειλήθηκε με φωτογραφίες βάναυσα βασανισμένων στρατηγών που είχαν τεθεί υπό κράτηση πριν από αυτόν.
Ο Καλκάν είπε επίσης ότι οι αστυνομικοί του είπαν ότι τίποτα δεν θα γινόταν αν τον σκότωναν. Στην πραγματικότητα, οι αστυνομικοί γνώριζαν ότι προστατεύονταν νομικά όταν έκαναν αυτή την απειλή.
Οι βασανιστές στην Τουρκία θωρακίστηκαν με κυβερνητικό διάταγμα που εξέδωσε ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το οποίο παρείχε πλήρη ασυλία σε αξιωματούχους που συμμετείχαν σε έρευνες για πραξικόπημα.
Το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 667, που εκδόθηκε από την κυβέρνηση στις 23 Ιουλίου 2016, παρείχε σαρωτική προστασία στους αξιωματικούς επιβολής του νόμου, προκειμένου να αποτρέψει τα θύματα να υποβάλουν καταγγελίες για βασανιστήρια, κακομεταχείριση ή κακοποίηση σε αξιωματούχους.
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι Τούρκοι εισαγγελείς αρνήθηκαν να ερευνήσουν καταγγελίες για βασανιστήρια, επικαλούμενοι αυτό το διάταγμα νόμου ή KHK (Kanun Hükmünde Kararname).
Μέχρι σήμερα, δεν έχει ασκηθεί δίωξη εναντίον ατόμων που βασάνιζαν κρατούμενους παρά τις πολλαπλές καταγγελίες που υπέβαλαν τα θύματα και οι δικηγόροι τους.
Η απειλή των βιασμών
Ο Καλκάν πρόσθεσε ότι είπε στην αστυνομία ότι δεν ανέφερε καμία από τις λεπτομέρειες που εμφανίζονταν στη δήλωση που είχε μπροστά του, αλλά είπε ότι έπρεπε να την υπογράψει αφού η αστυνομία απείλησε να συλλάβει και να βιάσει τη γυναίκα και τις κόρες του εάν αρνείτο.
Εξηγώντας ότι ήταν με πολιτικά ρούχα όλη τη νύχτα στους στρατώνες στις 15 Ιουλίου 2016, ο Καλκάν είπε ότι με την είδηση ότι πολεμικά αεροσκάφη είχαν πέσει στον αέρα και ότι η γέφυρα του Βοσπόρου ήταν κλειστή, σκέφτηκε ότι μπορεί να βρισκόταν σε εξέλιξη τρομοκρατική επίθεση.
Παρά τον ισχυρισμό ότι δεν συμμετείχε σε καμία δραστηριότητα που σχετίζεται με το πραξικόπημα, ο Καλκάν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη στις 17 Ιουλίου 2018. Το 2022 το Ανώτατο Εφετείο επικύρωσε την ποινή.
Η κατάθεση του Καλκάν με την οποία καταγγέλλει το καθεστώς Ερντογάν
Η δήλωση του Καλκάν ότι ισχυρίστηκε ότι πιάστηκε υπό πίεση περιλαμβανόταν σε ενημερωτικό φυλλάδιο που ετοίμασε το Ανώτατο Εφετείο μετά το πραξικόπημα. Το γεγονός ότι το δικαστήριο, το οποίο είχε την εξουσία να επικυρώσει ή να ανατρέψει την ποινή που επιβλήθηκε στον Καλκάν, τον κήρυξε ένοχο πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας έφεσης αποτελεί παράδειγμα του τρόπου χειρισμού των υποθέσεων απόπειρας πραξικοπήματος στην τουρκική δικαιοσύνη, η οποία υπόκειται σε αυστηρά έλεγχο του προέδρου.
Τα βασανιστήρια και άλλες απάνθρωπες μεταχειρίσεις έχουν γίνει μέρος της εσωτερικής πολιτικής στην Τουρκία υπό την κυβέρνηση του προέδρου Ερντογάν. Αυτή η πρακτική κορυφώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, η οποία χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση Ερντογάν ως πρόσχημα για την καταστολή των αντιφρονούντων.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΕΕ, καθώς και διαφόρων ΜΚΟ, οι τουρκικές αρχές συνέχισαν μέχρι σήμερα να κωφεύουν στην καταπολέμηση των βασανιστηρίων και να τιμωρούν τους βασανιστές κατά παράβαση των διεθνών υποχρεώσεών τους.
Αντίθετα, σε νομοθετικά διατάγματα που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της διετούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης που ακολούθησε, η κυβέρνηση παρείχε νομική προστασία στους βασανιστές, ενθαρρύνοντας έτσι τα βασανιστήρια και επιτρέποντας στους βασανιστές να ενεργούν ατιμώρητα.
Η Εκθεση Στέιτ Ντιπάρτμεντ για Τουρκία: Γέμισαν οι φυλακές με αντιπάλους του Ερντογάν
Καταπέλτης ήταν για την Τουρκία η έκθεση του 2023 για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καθώς σε αυτή γίνεται αναφορά στις φυλακίσεις αντιπάλων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όπως σημειώνεται οι φυλακές γέμισαν με αντιπάλους του Ταγίπ Ερντογάν που συνελήφθησαν και βασανίστηκαν με τον χειρότερο τρόπο.
Ειδικότερα αναφέρεται πως: Από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, οι Αρχές έχουν απολύσει ή θέσει σε διαθεσιμότητα δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και κρατικούς υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 60.000 αστυνομικών και στρατιωτικών και περισσότερων από 4.000 δικαστών και εισαγγελέων.
Συνέλαβαν ή φυλάκισαν περισσότερους από 95.000 πολίτες και έκλεισαν περισσότερες από 1.500 μη κυβερνητικές οργανώσεις για λόγους που σχετίζονται με την τρομοκρατία, κυρίως για υποτιθέμενους δεσμούς με το κίνημα του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η κυβέρνηση κατηγόρησε ως εγκέφαλο της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016 και τον χαρακτήρισε ως αρχηγό της «Τρομοκρατικής Οργάνωσης Φετουλάχ».
Όσον αφορά σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπήρξαν αξιόπιστες αναφορές για:
Αυθαίρετες δολοφονίες, ύποπτους θανάτους ατόμων υπό κράτηση, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, βασανιστήρια, αυθαίρετη σύλληψη και συνεχιζόμενη κράτηση δεκάδων χιλιάδων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών της αντιπολίτευσης και πρώην βουλευτών, δικηγόρων, δημοσιογράφων, ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ενός υπαλλήλου της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ, για υποτιθέμενους δεσμούς με «τρομοκρατικές» ομάδες ή ειρηνική νόμιμη ομιλία.
Πολιτικοί κρατούμενοι, συμπεριλαμβανομένων εκλεγμένων αξιωματούχων· διεθνικά αντίποινα κατά ατόμων που βρίσκονται εκτός της χώρας, συμπεριλαμβανομένων απαγωγών και μεταφορών φερόμενων μελών του κινήματος Γκιουλέν χωρίς επαρκείς εγγυήσεις δίκαιης δίκης ή άλλη νομική προστασία· σημαντικά προβλήματα με τη δικαστική ανεξαρτησία, υποστήριξη ομάδων της συριακής αντιπολίτευσης που διέπραξαν σοβαρές καταχρήσεις εξουσίας κατά τις συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης στρατολόγησης και χρήσης παιδιών στρατιωτών, αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου, συμπεριλαμβανομένης της βίας και απειλών βίας κατά δημοσιογράφων, του κλεισίματος Μέσων Ενημέρωσης και συλλήψεων ή ποινικών διώξεων κατά δημοσιογράφων και άλλων για άσκηση κριτικής κατά κυβερνητικών πολιτικών ή αξιωματούχων, λογοκρισίας, αποκλεισμού ιστοτόπων και ύπαρξης νόμων για την ποινικοποίηση της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Διαπιστώνονται επίσης σοβαροί περιορισμοί στην ελευθερία του Διαδικτύου, αυστηρός περιορισμός των ελευθεριών του ειρηνικού συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένων υπερβολικά περιοριστικών νόμων σχετικά με την κυβερνητική εποπτεία των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, περιορισμοί στην κίνηση, επαναπροώθηση προσφύγων, σοβαρή κυβερνητική παρενόχληση εγχώριων οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έλλειψη έρευνας και λογοδοσίας για την άσκηση βίας λόγω φύλου, εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία και που στοχεύουν μέλη εθνικών/φυλετικών/εθνοτικών μειονοτήτων, εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία κατά λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, διεμφυλικών, και διαφυλικών ατόμων.
Η αποκάλυψη αναλυτή: Ο Ερντογάν σχεδιάζει δολοφονίες αντιπάλων του στις ΗΠΑ
Η Τουρκία δεν ήταν ποτέ διάσημη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ο πρόεδρός της Ταγίπ Ερντογάν έχει εξαγάγει τον αυταρχισμό του κατά των πολιτικών του αντιπάλων και εκτός της χώρας του. Τα παραπάνω ανέφερε το 2016 ο γνωστός Αμερικανός αναλυτής και πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου, Michael Rubin σύμφωνα με το περιοδικό NEWSWEEK και την ιστοσελίδα της δεξαμενής σκέψης American Enterprise Institute AEI.
Το 2013 δολοφονήθηκαν τρεις γυναίκες μέλη του ΡΚΚ στη Γαλλία. Υπεύθυνη για τις δολοφονίες ήταν η τουρκική μυστική υπηρεσία γράφει και σημειώνει: Η Άγκυρα μπορεί να απέρριψε τις κατηγορίες βασιζόμενη στο γεγονός ότι και οι ΗΠΑ θεωρούν το ΡΚΚ τρομοκρατική οργάνωση αλλά οι δολοφονημένες ήταν άοπλες και δεν ήταν υπεύθυνες για καμία εγκληματική πράξη. Ακόμα και αν εγκληματούσαν όμως υπεύθυνη ήταν η γαλλική αστυνομία όχι οι Τούρκοι πράκτορες. Οι Τούρκοι όμως φαίνεται πως εκτέλεσαν ανάλογη επιχείρηση, τώρα, και στη Γερμανία. Γερμανοί εισαγγελείς άσκησαν δίωξη κατά Τούρκου πράκτορα ο οποίος παρακολουθούσε δύο Κούρδους τους οποίους σκόπευε να δολοφονήσει. Και οι Κούρδοι ακτιβιστές του Βελγίου φοβούνται ότι έρχεται η σειρά τους ειδικά μετά την στοχοποίησή τους από τον Ερντογάν. Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως η Τουρκία εκτελεί παρόμοιες επιχειρήσεις και στις ΗΠΑ κατά των Κούρδων, αλλά και Τούρκων πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν. Το πρόβλημα πιθανότητα θα επιδεινωθεί καθώς ο Ερντογάν απαιτεί την έκδοση του ιμάμη Γκιουλέν τον οποίο θεωρεί εγκέφαλο του εναντίον του πραξικοπήματος. Αν και η Άγκυρα επιμένει, στην πραγματικότητα δεν έχει παραθέσει κανένα στοιχείο που να εμπλέκει τον Γκιουλέν με το πραξικόπημα.
Επίσης η υπόθεση του Οργανισμού Τουρκικής Παράδοσης θα πρέπει να προβληματίσει. Από emails που διέρρευσαν φαίνεται πως ο γαμβρός του Ερντογάν δίνει οδηγίες στον πρόεδρο του Οργανισμού Χαλίλ Ντανισμάζ εναντίον ποίων θα εξαπολύει επιθέσεις στις ΗΠΑ. Αντί να προβάλει την τουρκική παράδοση ο εν λόγω Οργανισμός ενεργεί ως βραχίονας της τουρκικής κυβέρνησης και του κυβερνόντος κόμματος. Υπάρχουν δε ανησυχητικές ενδείξεις ότι εμπλέκεται και σε υποθέσεις κατασκοπίας κατά μελών της τουρκικής κοινότητας των ΗΠΑ. Σύμφωνα με πηγές ο Οργανισμός πληροφορεί την Άγκυρα για δραστηριότητες Τούρκων και Κούρδων στις ΗΠΑ «φακελώνοντάς» τους. Το Ιράν, ο Καντάφι, ο Σαντάμ, ο Πούτιν έχουν εκτελέσει πολιτικές δολοφονίες αντικαθεστωτικών στην Ευρώπη και έχουν διενεργήσει κατασκοπία στις ΗΠΑ. Οι Τούρκοι της διασποράς δεν έχουν ακόμα πιεί τσάι με Πολώνιο, αλλά ο Ερντογάν παραδειγματίζεται από τον Πούτιν καθώς καθίσταται ολοένα και πιο αυταρχικός. Ίσως λοιπόν η στιγμή που θα κάνει τα ίδια να μην απέχει και πολύ. Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ κατανοήσουν ότι τα σημάδια καταδεικνύουν πως θα κληθούν στο εγγύς μέλλον να αντιμετωπίσουν βίαιες τουρκικές επιχειρήσεις στο έδαφός τους. Αν το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν αντιδράσει λόγω της συμμετοχής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, οι τουρκικές μυστικές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ θα γίνουν πιο βίαιες.
Φοιτητές… «τρομοκράτες»
Το 2018, 22 φοιτητές του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου -από τα γνωστότερα εκκολαπτήρια της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της Τουρκίας- που κατηγορούνται για «τρομοκρατική προπαγάνδα» υπέρ του PKK και βρίσκονται αντιμέτωποι με ποινές φυλάκισης έως και πέντε ετών.
Αιτία: η ειρηνική διαμαρτυρία που οργάνωσαν τον περασμένο Μάρτιο κατά της τουρκικής εισβολής στο κουρδικό καντόνι του Αφρίν, στη βορειοδυτική Συρία.
«Με έγδυσαν και μετά με χτύπησαν δύο φορές», κατέθεσε με τρεμάμενη φωνή ο Ισμαήλ Γκιρλέρ, περιγράφοντας τις συνθήκες σύλληψης και κράτησής του.
Τελικά το δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, διέταξε την υπό όρους αποφυλάκιση των 14 εκ των 22 φοιτητών, που παρέμεναν έκτοτε προφυλακισμένοι.
Θάνατοι από απεργία πείνας
Το 2020 στην Τουρκία φεύγουν από τη ζωή έπειτα από απεργία πείνας η τραγουδίστρια Helin Bölek και ο πολιτικός κρατούμενος, Mustafa Koçak.
Η Helin Bölek μέλος του συγκροτήματος Grup Yorum και αγωνίστρια για την ελευθερία, πέθανε έπειτα από απεργία πείνας 288 ημερών στις 3 Απριλίου.
Τα μέλη του Grup Yorum βρέθηκαν πάρα πολλές φορές στο στόχαστρο των τουρκικών αρχών εξαιτίας των επαναστατικών τους στίχων. Πολλά μέλη συλλαμβάνονταν κατά καιρούς, ενώ «φρένο» έμπαινε και σε συναυλίες τους.
Ο Koçak πέθανε στις 24 Απριλίου, μετά από 297 ημέρες απεργίας πείνας. Ο Koçak υπερασπιζόταν το δικαίωμα να περάσει από μία νόμιμη δίκη σε κανονικό δικαστήριο, καθώς και την κατάργηση των ειδικών δικαστηρίων από τα οποία περνούν οι πολιτικοί αντίπαλοι. Τα κοινά των δύο απεργών πείνας είναι ότι ήταν πολιτικοί αντίπαλοι της τουρκικής κυβέρνησης και αγωνίζονταν εναντίον του φασιστικού καθεστώτος του Ερντογάν.
Στο μεταξύ, καλλιτέχνες διανοούμενοι αυτοεξορίζονται στις χώρες του εξωτερικού και κάνουν λόγο για μια Τουρκία που «θυμίζει τη ναζιστική Γερμανία».
Το μακρύ χέρι του Ερντογάν – Η Deutsche Bank έκλεισε λογαριασμούς αντιπάλων του
Το 2022, η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank έκλεισε τους λογαριασμούς τριών αντιπάλων του Προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν χωρίς να δώσει κανέναν λόγο, πιθανώς λόγω «πληροφοριών» που προέρχονται από την Άγκυρα, οι οποίες χαρακτηρίζουν τους αντιφρονούντες ως «τρομοκράτες», σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής Die Welt.
Ένας από τους τρεις που επηρεάστηκαν από την απόφαση της τράπεζας μίλησε στη Die Welt και είπε ότι ενημερώθηκε τον Μάρτιο ότι η τράπεζα ασκούσε το δικαίωμά της να κλείσει τον λογαριασμό χωρίς να διευκρινίσει το λόγο.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, τρία άτομα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Είναι όλοι μέλη του κινήματος Γκιουλέν και η Κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) ξεκίνησε «πόλεμο» κατά του κινήματος μετά τις έρευνες για διαφθορά τον Δεκέμβριο του 2013 που ενέπλεκαν τα μέλη της οικογένειας και τον στενό κύκλο του τότε Πρωθυπουργού και νυν Προέδρου Ερντογάν.
Απορρίπτοντας τις έρευνες ως γκιουλενιστικό πραξικόπημα και συνωμοσία κατά της κυβέρνησής του, ο Ερντογάν χαρακτήρισε το κίνημα τρομοκρατική οργάνωση και άρχισε να στοχοποιεί τα μέλη του. Ενέτεινε την καταστολή του κινήματος μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016, για την οποία ο Τούρκος Πρόεδρος κατηγόρησε τον Γκιουλέν ως εγκέφαλο. Ο Γκιουλέν και το κίνημά του αρνούνται κατηγορηματικά ότι εμπλέκονται στο αποτυχημένο πραξικόπημα ή οποιαδήποτε τρομοκρατική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Die Welt, τα «θύματα» της απόφασης της Deutsche Bank ανακάλυψαν ότι από τον Δεκέμβριο του 2021 ένα σημείωμα γι’ αυτά είχε αναρτηθεί στη διεθνή οικονομική βάση δεδομένων της Refinitiv, μιας ιδιωτικής εταιρείας που λέει ότι βοηθά στην αντιμετώπιση ζητημάτων παρόχων υπηρεσιών με πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα. (PEPs).
Οι πελάτες της Refinitiv είναι μερικές από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της εταιρείας. Η υπηρεσία χρησιμοποιείται κυρίως για να ελέγξει εάν στους κατόχους λογαριασμών έχουν επιβληθεί κυρώσεις ή έχουν συνδέσμους με εγκλήματα κατάχρησης χρήματος, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τρομοκρατία, διακίνηση ναρκωτικών ή όπλων ή εμπορία ανθρώπων.
Η Die Welt αναφέρει ότι η βάση δεδομένων έχει το όνομα ενός από τους τρεις που τον περιγράφουν ως μέλος μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, της FETÖ του Γκιουλέν. Αν και η Deutsche Bank σιωπά για το θέμα, η Die Welt αναφέρει ότι είναι πιθανό η τράπεζα να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες της βάσης δεδομένων Refinitiv.
Η Deutsche Bank είπε στους πελάτες ότι δεν υπήρχαν πολιτικοί λόγοι για το κλείσιμο των λογαριασμών και ότι ήταν μια διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί καθώς δεν είχαν χρησιμοποιήσει τους λογαριασμούς για αρκετό καιρό. Ωστόσο, ενώ αυτό μπορεί να ισχύει για έναν από τους κατόχους λογαριασμού, οι άλλοι λένε ότι χρησιμοποιούσαν ενεργά τους λογαριασμούς τους.
Οι λογαριασμοί των αντιπάλων του Ερντογάν είχαν ήδη κλείσει από μεγάλες τράπεζες και σε άλλες χώρες, όπως η Βρετανία και η Νέα Ζηλανδία, αναφέρει η γερμανική ιστοσελίδα.
Ο Ερντογάν έχει δίκτυο 6.000 ατόμων στην ΕΕ με στόχο την εξουδετέρωση αντιπάλων του, αποκαλύπτει βιβλίο
Στο συμπέρασμα ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει δημιουργήσει σε πανευρωπαΐκή κλίμακα ένα δίκτυο ανθρώπων οι οποίοι είτε με νόμιμα είτε με παράνομα μέσα επιχειρούν να εξουδετερώσουν όλους όσοι θα μπορούσαν να βλάψουν το καθεστώς του, καταλήγουν οι Γάλλοι δημοσιογράφοι, πρώην ανταποκριτές στην Τουρκία, Λορ Μαρσάν και Ζιλιόμ Περιέ σε βιβλίο που εξέδωσαν υπό τον τίτλο «Οι λύκοι αγαπούν την ομίχλη», (Les Loups aiment la brume), το 2022.
Πρόκειται, όπως αναφέρουν, για μια έρευνα με αντικείμενο τις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στην Ευρώπη και ειδικότερα για το πώς ο Τούρκος πρόεδρος έχει αναπτύξει ένα ολόκληρο δίκτυο για την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτών που θεωρεί πολιτικούς αντιπάλους του. Οι δύο δημοσιογράφοι κάνουν λόγο για αδήλωτο στρατό, του οποίου αιχμή του δόρατος είναι η MIT, δηλαδή οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών.
Παρουσιάζοντας το βιβλίο, η εφημερίδα Le Monde, της οποίας ανταποκριτής στην Τουρκία υπήρξε ο ένας εκ των συγγραφέων, ο Ζιλιόμ Περιέ (σ.σ. η Λορ Μαρσάν ήταν της Figaro) αναφέρει ότι το καθεστώς Ερντογάν χρησιμοποιεί τα πλοκάμια του στην Ευρώπη για να εξουδετερώσει, να συλλάβει ή να βλάψει τους αντιπάλους του.
Πρόκειται για έναν «ιστό αράχνης» που έχουν πλέξει οι τουρκικές υπηρεσίες στην Ευρώπη, το επίκεντρο του οποίου βρίσκεται στη Γερμανία, όπου ζει η μεγαλύτερη τουρκική κοινότητα στην Ευρώπη, αναφέρει η εφημερίδα. Υπογραμμίζει επίσης πως πρόκειται για μια ομάδα 6.000 ατόμων η οποία είναι ένα μείγμα μυστικών πρακτόρων, πληρωμένων δολοφόνων, διπλωματών, πληροφοριοδοτών, πολιτικών ακτιβιστών, επιχειρηματιών κ.α. που από κοινού ανήκουν στο λεγόμενο «βαθύ κράτος», το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί με την προσθήκη μιας θρησκευτικής διάστασης.
Η γαλλική εφημερίδα σημειώνει πως, αναφερόμενοι ειδικότερα στη ΜΙΤ, οι δυο δημοσιογράφοι επισημαίνουν ότι εμπλέκεται στη δολοφονία τριών ακτιβιστριών του κουρδικού κόμματος PKK, η οποία έγινε σε ένα διαμέρισμα στη οδό Lafayette του Παρισιού, στις 9 Ιανουαρίου του 2013. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει, αλλά οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες δεν δείχνουν προθυμία να συνδράμουν τις δικαστικές αρχές, σημειώνουν οι δημοσιογράφοι.
Καταλήγοντας, η γαλλική εφημερίδα υπογραμμίζει πως αυτό που αφηγείται το βιβλίο είναι το κίνημα αναδίπλωσης της Τουρκίας μέσα στον ίδιο της τον εαυτό. Μιας «οθωμανιακής» Τουρκίας που βλέπει τον εαυτό της ως κέντρο μιας αυτοκρατορίας που πρέπει να ανοικοδομηθεί.
Το «καμπανάκι» του Politico για τον Ιμάμογλου
Το 2023 το Politico σε άρθρο – καταπέλτη κατά του Τούρκου προέδρου επεσήμανε ότι ο Ερντογάν χρησιμοποίησε το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα του, «που δεν φημίζεται για την ανεξαρτησία του» για να βγάλει από το παιχνίδι τους ισχυρότερους πιθανούς αντιπάλους του, όπως τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης και προερχόμενο από την κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση και de facto στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων «για προσβολή» των μελών του Εκλογικού Συμβουλίου.
Μάλιστα ο Ερντογάν κατήγγειλε ως «ανάμειξη» στα εσωτερικά της χώρας του τη διεθνή κατακραυγή για την καταδίκη του Ιμάμογλου. Και μολονότι προς το παρόν εκκρεμεί η εκδίκαση των προσφυγών, ο Τούρκος πρόεδρος «μπορεί να προσπαθήσει να επισπεύσει τη δικαστική διαδικασία», ώστε να μην μπορεί ο αντίπαλός του να κατέβει υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές σε λίγους μήνες.
Ο αρθρογράφος υπογραμμίζει επίσης ότι δεκάδες πολιτικοί του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) είναι υπόδικοι για «τρομοκρατία», που ίσως θέσουν εκτός νόμου το κίνημα, το οποίο πιθανώς να αναδειχθεί σε ρυθμιστή του μετεκλογικού τοπίου αν δεν εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση ούτε ο κυβερνητικός συνασπισμός του Ερντογάν, ούτε η αντιπολίτευση.
Από στενοί συνεργάτες… αιώνιοι εχθροί
Οι σχέσεις μεταξύ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Φετουλάχ Γκιουλέν υπήρξαν πολύπλοκες και έχουν περάσει από φάσεις στενής συνεργασίας σε βαθιά αντιπαλότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) συμμάχησαν άτυπα με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν (γνωστό ως “Κίνημα Χιζμέτ”).
Το δίκτυο του Γκιουλέν, που είχε ισχυρή παρουσία στη δικαιοσύνη, την αστυνομία και την εκπαίδευση, στήριξε το AKP σε κρίσιμες στιγμές, όπως την αντιμετώπιση του κεμαλικού κατεστημένου και των στρατιωτικών που παραδοσιακά επενέβαιναν στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας.
Από κοινού αντιμετώπισαν την “παλαιά φρουρά” του τουρκικού κράτους, προωθώντας μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν την ισχύ των στρατιωτικών και των κεμαλιστών.
Η ρήξη ήρθε το 2013, με αφορμή τις έρευνες για διαφθορά που ξεκίνησαν εισαγγελείς και αστυνομικοί που θεωρούνταν προσκείμενοι στο δίκτυο του Γκιουλέν. Οι έρευνες αυτές στόχευαν άτομα του στενού κύκλου του Ερντογάν και της κυβέρνησης.
Ο Ερντογάν κατηγόρησε ευθέως τον Γκιουλέν για την προσπάθεια υπονόμευσης της κυβέρνησής του και μίλησε για ένα “παράλληλο κράτος” μέσα στην Τουρκία, δηλαδή για δίκτυο του Γκιουλέν που δρούσε εντός κρατικών θεσμών.
Ακολούθησε εκκαθάριση των θεσμών από μέλη ή υποστηρικτές του Κινήματος Χιζμέτ.
Η κορύφωση της σύγκρουσης ήρθε με το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Ο Ερντογάν κατηγόρησε ανοιχτά τον Φετουλάχ Γκιουλέν ότι βρισκόταν πίσω από το πραξικόπημα, κάτι που ο ίδιος ο Γκιουλέν αρνήθηκε.
Μετά το πραξικόπημα, οι τουρκικές αρχές εξαπέλυσαν μαζικές εκκαθαρίσεις σε στρατό, δικαιοσύνη, εκπαίδευση και δημόσιο τομέα, στοχεύοντας όσους θεωρήθηκαν προσκείμενοι στο δίκτυο Γκιουλέν.
Ο Γκιουλέν πέθανε αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ και θεωρούνταν από την Άγκυρα ηγέτης “τρομοκρατικής οργάνωσης” (FETÖ).
Οι σχέσεις Ερντογάν – Γκιουλέν θεωρούνται πλέον από τις πιο εμβληματικές πολιτικές ρήξεις στη σύγχρονη τουρκική ιστορία.
Η Άγκυρα ζητούσε την έκδοσή του, ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ικανοποίησαν ποτέ το αίτημά της αυτό.
Ερντογάν: «Θα καταδιώξουμε τους υποστηρικτές του Γκιουλέν, όπου κι αν βρίσκονται»
Μία ημέρα μετά το θάνατο του Γκιουλέν ο Ερντογάν δήλωνε: «Αυτοί οι προδότες κατάφεραν να ξεφύγουν από την τουρκική Δικαιοσύνη χάρη σε αυτούς που τους προστατεύουν. Έφυγαν χωρίς να λογοδοτήσουν για το αίμα των μαρτύρων που έχυσαν. Αλλά δεν θα μπορέσουν να ξεφύγουν από τη θεία Δικαιοσύνη», δήλωσε ο Ερντογάν μιλώντας στην ‘Αγκυρα στους επικεφαλής των τοπικών οργανώσεων του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). «Ως κράτος, θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας μέχρι την πλήρη εξάλειψη της FETΟ. Όπου κι αν βρίσκονται, εμείς θα καταδιώκουμε την αγέλη των υαινών της FETΟ».
Πολιτικές αντιπαραθέσεις με τους Κούρδους πολιτικούς
Έχουν υπάρξει έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ του Ερντογάν και των Κούρδων πολιτικών, κυρίως λόγω της πολιτικής της Τουρκίας απέναντι στους Κούρδους και τη συνεχιζόμενη σύγκρουση με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK). Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, ο Ερντογάν έχει κατηγορήσει το Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP) και άλλες κουρδικές πολιτικές δυνάμεις ως τρομοκρατικές οργανώσεις και υποστηρικτές του PKK.
Το Νοέμβριο του 2024 περισσότερα από 250 άτομα συνελήφθησαν συνολικά. Περισσότερα από 30 άτομα φυλακίστηκαν επειδή διαμαρτυρήθηκαν για την καθαίρεση τριών φιλοκούρδων δημάρχων από τα νοτιοανατολικά της χώρας.
Όπως ανακοίνωσε του τουρκικό υπουργείου Εξωτερικών, οι δήμαρχοι που καθαιρέθηκαν, κατηγορούνται για «τρομοκρατία».
Ένας δημοσιογράφος του ειδησεογραφικού ιστότοπου 10Haber τέθηκε επίσης υπό κράτηση για μια σειρά δημοσιευμάτων σχετικά με την καθαίρεση -την περασμένη εβδομάδα- από το αξίωμά του, του δημάρχου της περιοχής Εσενγιούρτ της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος κατηγορήθηκε από τις Αρχές για διασυνδέσεις με το PKK, είπε ο δικηγόρος του.
Η αντικατάσταση τη Δευτέρα από διορισμένους από το κράτος διοικητές τριών φιλοκούρδων δημάρχων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των μεγάλων πόλεων του Μαρντίν και του Μπάτμαν, προκάλεσε την οργή των κατοίκων και τις καταδίκες του Συμβουλίου της Ευρώπης και των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι τρεις έκπτωτοι αιρετοί είναι μέλη του DEM, του κύριου φιλοκουρδικού κόμματος και της τρίτης δύναμης του Τουρκικού Κοινοβουλίου.
Οι Αρχές απαγόρευσαν αμέσως όλες τις συγκεντρώσεις σε αρκετές επαρχίες στα κυρίως κουρδικά νοτιοανατολικά της χώρας, σε μια προσπάθεια να καταστείλουν τις αντιδράσεις.
Ωστόσο, εικόνες που κυκλοφόρησαν στα μέσα της εβδομάδας στο Μπατμάν, έδειχναν αστυνομικούς να στοχοποιούνται από διαδηλωτές και να τους αντιμετωπίζουν με αντλίες νερού.
Ερντογάν VS Κιλιντσάρογλου
Ο Ερντογάν και ο Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), έχουν συχνά εμπλακεί σε σφοδρές αντιπαραθέσεις. Ο Ερντογάν έχει κατηγορήσει τον Κιλιτσντάρογλου για αντιδημοκρατικές πρακτικές και έχει χρησιμοποιήσει πολύ σφοδρή γλώσσα κατά του CHP, ενώ ο Κιλιτσντάρογλου έχει επικρίνει αυστηρά την πολιτική Ερντογάν για περιορισμούς στις ελευθερίες και τις ανθρώπινες δικαιώματα.
Στις γενικές εκλογές του 2011 στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου ως νέος ηγέτης του CHP αύξησε τα ποσοστά του κόμματός κατά 5,10%, φτάνοντας το 25,8% από το 20,88% που είχε λάβει στις εκλογές του 2007.
Αύξηση όμως είχε και το ΑΚΡ στις εκλογές του 2011, λαμβάνοντας ποσοστό 49,83% καταγράφοντας άνοδο 3,25% καθώς το 2007 είχε πάρει 46,58% των ψήφων.
Παρότι και οι δύο ηγέτες αύξησαν τις ψήφους τους στην πρώτη αναμέτρηση νικητής αναδείχτηκε ο Ερντογάν.
Το 2014, έχουμε για πρώτη φορά στην Τουρκία, την απευθείας εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό. Σ’ εκείνες τις εκλογές ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξελέγη πρόεδρος από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 51,7% των ψήφων.
Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, σημερινού εταίρου του Ερντογάν, είχαν προτείνει ως υποψήφιο τους τον Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, ακαδημαϊκό και πρώην ΓΓ του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας.
Το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) είχε στηρίξει τον συμπρόεδρο του κόμματος Σελαχατίν Ντεμιρτάς.
Ο εκλεκτός του CHP Ιχσάνογλου κατέλαβε σε εκείνες τις εκλογές τη δεύτερη θέση με το 38,44% των ψήφων ενώ ο Ντεμιρτάς την τρίτη θέση με 9,76% των ψήφων.
Στις βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2015, ο Κιλιτσντάρογλου είχε αντίπαλο του όχι τον Ερντογάν, που ήταν ήδη Πρόεδρος αλλά τον Αχμέτ Νταβούτογλου, σημερινό εταίρο του στο τραπέζι των έξι, με το Κόμμα του Μέλλοντος.
Το ΑΚΡ έλαβε το 40,87% των ψήφων, μια σημαντική απώλεια σχεδόν 9% σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές , ενώ το CHP είδε κι αυτό τα ποσοστά του να πέφτουν περίπου 1% καταγράφοντας ποσοστό 24,95%.
Λόγω της αποτυχίας σχηματισμού κυβέρνησης που θα μπορούσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, ο πρόεδρος Ερντογάν αποφάσισε πρόωρες εκλογές και το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο όρισε ως ημερομηνία εκλογών την 1η Νοεμβρίου 2015.
Μετά από ένα από τα πιο μακρά και σκοτεινά καλοκαίρια της Τουρκίας, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έλαβε το 49,49% των ψήφων και το CHP το 25,1% στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2015.
Μετά το δημοψήφισμα του 2017 για τις συνταγματικές τροποποιήσεις στην Τουρκία, ο Ερντογάν έγινε και πάλι πρόεδρος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 24 Ιουνίου 2018, το ΑΚΡ έλαβε το 42,6% των ψήφων, ενώ το CHP του Κιλιτσντάρογλου κατέγραψε εκ νέου απώλειες λαμβάνοντας το 22,6% των ψήφων.
Το 2018 στις πρώτες εκλογές της Τουρκίας με το νέο Σύνταγμα και τις υπερεξουσίες του Προέδρου, ο Ερντογάν κέρδισε από τον πρώτο γύρο την Προεδρία με ποσοστό 52,6%, ενώ ο Μουχαρέμ Ιντσέ υποψήφιος του CHP, έλαβε το 30,6% των ψήφων.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019, οι υποψηφιότητες-έκπληξη που αποφάσισε ο Κιλιτσντάρογλου για τον Μητροπολιτικό Δήμο της Κωνσταντινούπολης με τον Εκρέμ Ιμάμογλου και στον Μητροπολιτικό Δήμο της Άγκυρας με τον Μανσούρ Γιαβάς, είχαν αποτέλεσμα, καθώς η Εθνική Συμμαχία κατέγραψε μια πολύ σημαντική νίκη απέναντι στους υποψηφίους του ΑΚΡ.
Το 2023 τέθηκαν ξανά αντίπαλοι.
Καθώς κανένας υποψήφιος δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των ψήφων, στις 28 Μαΐου διεξήχθη δεύτερος γύρος μεταξύ των δύο πρώτων, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Ο Ερντογάν, ο εν ενεργεία πρόεδρος που συμμετείχε στις εκλογές, έλαβε το 49,52% των ψήφων, από 52,59% στις προηγούμενες εκλογές. Οι ψήφοι υπέρ του Oğan οδήγησαν την κούρσα σε δεύτερο γύρο. Στον δεύτερο γύρο, το ποσοστό συμμετοχής στο εξωτερικό αυξήθηκε από 53,8% σε 54,35%, και παρά το γεγονός ότι τον ξεπερνούσε ο Κιλιτσντάρογλου σε δεκάδες δημοσκοπήσεις πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο ανακήρυξε νικητή τον Ερντογάν μετά την καταμέτρηση του 99,4% των ψήφων στον δεύτερο γύρο, καθώς οι υπόλοιπες ψήφοι που έπρεπε να καταμετρηθούν δεν ήταν σε θέση να γεφυρώσουν τη διαφορά μεταξύ αυτού και του Κιλιτσντάρογλου. Ο Ερντογάν έλαβε το 52,18% των ψήφων.
Αντιπαραθέσεις με τον Μεράλ Ακσενέρ
Η ηγέτης του “Καλού Κόμματος” (İYİ Parti), Μεράλ Ακσενέρ, έχει επίσης βρεθεί στο στόχαστρο του Ερντογάν, ο οποίος την έχει κατηγορήσει για προδοσία και έχει επιτεθεί σε προσωπικό επίπεδο. Η Ακσενέρ έχει επικρίνει τον Ερντογάν για την αυταρχική του διακυβέρνηση και την καταστολή των πολιτικών αντιπάλων του.
Οικονομικές κρίσεις και οι αντιδράσεις του οικονομικού στρατοπέδου
Ο Ερντογάν έχει επανειλημμένα έρθει σε αντιπαράθεση με αντιπάλους του, όπως τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Αλί Μπαμπατζάν, και τον πρώην πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, οι οποίοι αποχώρησαν από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και ίδρυσαν νέα πολιτικά κόμματα, επικρίνοντας τις πολιτικές του Ερντογάν, ιδίως σε ό,τι αφορά την οικονομία και τις εξωτερικές υποθέσεις.