Σάλος στην Αυστρία: Θέλουν να κάνουν εργοστάσιο εκεί που βρισκόταν το «Μαουτχάουζεν»
Σχεδιάζεται βιομηχανική-επιχειρηματική εγκατάσταση σε μέρος της έκτασης όπου λειτουργούσε πτέρυγα ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και εξόντωσης
Η αποκάλυψη του Τύπου της Αυστρίας πως σχεδιάζεται βιομηχανική-επιχειρηματική εγκατάσταση σε μέρος της έκτασης όπου λειτουργούσε άλλοτε πτέρυγα του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και εξόντωσης Μαουτχάουζεν προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις αυτή την εβδομάδα, με το Μνημείο του Μαουτχάουζεν να καταγγέλλει την Πέμπτη την «απόρριψη» οποιασδήποτε συζήτησης μαζί του για την διατήρηση της «ιστορικής και ηθικής σημασίας» του τόπου μαρτυρίου.
Ο φορέας, που είναι ενήμερος για το σχέδιο αυτό από το 2021, εξήγησε πως έχει προσπαθήσει επανειλημμένα να «επιστήσει την προσοχή όσων λαμβάνουν αποφάσεις» για την ιστορία του χώρου, όπου βρισκόταν η πτέρυγα γυναικών του στρατοπέδου συγκέντρωσης-εξόντωσης, στο Χίρτενμπεργκ, στην κοινότητα Λίομπερσντορφ (βορειοανατολικά).
Όμως τα «τηλεφωνικά και γραπτά αιτήματα και οι προσφορές μας για συνομιλίες ώστε να εξετάσουμε μαζί τις δυνατότητες να τιμηθεί η μνήμη των θυμάτων» είτε «αγνοήθηκαν» είτε «απορρίφθηκαν», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο η εκπρόσωπός του Βάλερι Ζόιφερτ.
Ο αυστριακός Τύπος αποκάλυψε την πώληση, έναντι 15,25 εκατομμυρίων ευρώ, από εταιρεία ακινήτων του δημάρχου, οικοπέδου στο οποίο βρίσκονται τα ερείπια του τμήματος του στρατοπέδου συγκέντρωσης.
Περίπου 400 κρατούμενες, κυρίως Ρωσίδες, Ιταλίδες και Πολωνές, εργάζονταν καταναγκαστικά εκεί, παρήγαγαν πυρομαχικά για το πεζικό του ναζιστικού στρατού από τον Σεπτέμβριο του 1944 ως τον Απρίλιο του 1945.
Ο αγοραστής έχει πρόθεση να οικοδομήσει βιομηχανική-εμπορική εγκατάσταση, επωφελούμενος από αλλαγές χρήσης που εγκρίθηκαν από το δημοτικό συμβούλιο -για τις οποίες κατέβαλε επιπλέον 1,34 εκατ. ευρώ.
Για τον ανεξάρτητο δήμαρχο Αντρέας Ράμχαρτερ, που μίλησε στο αυστριακό πρακτορείο ειδήσεων APA, όλα είναι σωστά: η ιδιωτική έκταση αγοράστηκε το 2021 και μοιράστηκε σε δυο τμήματα, αφού δεν κατατάσσεται πλέον στα ιστορικά μνημεία.
Συμφωνήθηκε να μην σκαφτεί το έδαφος, ώστε να διατηρηθούν τα θεμέλια των κτιρίων που βρίσκονταν εκεί.
Το Κέντρο τεκμηρίωσης και αρχείων για την εθνική αντίσταση στην Αυστρία (DOW) δεν έκρυψε την έντονη δυσαρέσκειά του για την «εξαιρετικά ανάλγητη προσέγγιση, όχι μόνο για τους συγγενείς των θυμάτων, αλλά για την κοινωνία γενικά, που έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για τα γεγονότα και τα εγκλήματα του παρελθόντος», όπως τόνισε στην εφημερίδα Die Presse.
Εκπρόσωπος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αρμόδια για την ιστορική μνήμη, η Ζαμπίνε Σατς, δήλωσε «εμβρόντητη» που ακόμη σήμερα, το 2024, γίνεται με τέτοια χαλαρότητα διαχείριση τόπων «φορτωμένων ιστορία», προσθέτοντας πως το αίσθημα ευθύνης έναντι των θυμάτων επιβάλλει «προσέγγιση με σεβασμό».
Για την εκπρόσωπο των Πρασίνων στο κρατίδιο της Κάτω Αυστρίας, τη Χέλγκα Κρίσμερ, είναι «ιδιαίτερα ανησυχητικό» το ότι δρουν «κερδοσκόποι στο περιβάλλον δημάρχων».
Το Μνημείο του Μαουτχάουζεν διευκρίνισε ότι τον Απρίλιο, ανεγέρθηκε «επιτύμβια στήλη» στο κέντρο του Χίρτενμπεργκ, που υποδεικνύει σαφώς πως ήταν άλλοτε μέρος του ναζιστικού συστήματος στρατοπέδων συγκέντρωσης, καταναγκαστικών έργων και εξόντωσης.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν – Γκούζεν
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν – Γκούζεν (γερμ. Konzentrationlager (KZ) Mauthausen – Gusen) ήταν Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης που κατασκευάστηκε στην Αυστρία κυρίως για την κράτηση και την καταναγκαστική εργασία κοινωνικών ομάδων που αντιτίθεντο στο Ναζιστικό καθεστώς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε αυτό δεν γίνονταν ατομικές και ομαδικές εκτελέσεις κρατουμένων. Από την ίδρυση μέχρι την απελευθέρωσή του υπολογίζεται ότι σε αυτό βρήκαν τον θάνατο περίπου 100.000 άτομα.
Τον Μάρτιο του 1938 οι Ναζιστές κατάφεραν την Προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους οι ηγέτες των SS Χάινριχ Χίμλερ και Όσβαλντ Πόολ (Oswald Pohl) πραγματοποίησαν επίσκεψη στα λατομεία γρανίτη που υπάρχουν κοντά στις κωμοπόλεις Μαουτχάουζεν και Γκούζεν της βορειοανατολικής Αυστρίας, κοντά στην πόλη Λιντς. Η επίσκεψη αυτή είχε ως πρώτο αποτέλεσμα τη σύσταση μιας εταιρείας, ελεγχόμενης από την SS, με την επωνυμία “Deutsche Erd- und Steinwerke GmbH” – συντομογραφικά DESt – με έδρα το Βερολίνο και διευθυντή τον Πόολ. Προς το τέλος Μαΐου ο Πόολ ταξίδεψε εκεί για δεύτερη φορά, με σκοπό το σχεδιασμό ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης στην περιοχή. Τον Ιούνιο η DESt άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Γενικό Επιθεωρητή Αρχιτεκτονικής του Ράιχ και προσωπικό αρχιτέκτονα του Χίτλερ, Άλμπερτ Σπέερ για την προμήθεια οικοδομικών υλικών αρχικά σε δεκαετή βάση. Τα τρία λατομεία (Wiener Graben, Marbacher Bruch και Bettelberg) της περιοχής ανήκαν στον Δήμο της Βιέννης, ο οποίος τα χρησιμοποιούσε για την προμήθεια υλικού λιθόστρωσης των οδών της πόλης. Τα λατομεία αρχικά υπενοικιάσθηκαν και στη συνέχεια πωλήθηκαν στην DESt, αρχής γενομένης από περιοχές γύρω στο Γκούζεν στις 25 Μαΐου 1938. Για τις εξορυκτικές εργασίες η SS θα χρησιμοποιούσε κρατουμένους. Το ίδιο έκανε και για την κατασκευή των εγκαταστάσεων του στρατοπέδου: Στις 8 Αυγούστου 1938 μια ομάδα τριακοσίων κρατουμένων από το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου μεταφέρθηκε στην περιοχή του λατομείου “Wiener Graben” και ξεκίνησε την οικοδόμηση του στρατοπέδου. Η χρηματοδότηση του έργου έγινε από τα λεγόμενα “κεφάλαια Χάιντριχ”, δηλαδή από κεφάλαια που συγκέντρωνε ο επικεφαλής της RSHA (Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας) από κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων και προσωπικών αντικειμένων των κρατουμένων σε άλλα στρατόπεδα ή δολοφονημένων Εβραίων και αντιπάλων του καθεστώτος.
Οι κρατούμενοι – εργάτες ήταν είτε κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου είτε “μη κοινωνικοποιημένα” άτομα γερμανικής και αυστριακής καταγωγής. Εκτέλεσαν τις εξορυκτικές εργασίες αποκομίζοντας τόνους γρανίτη για την κατασκευή του τείχους που περιέβαλε το στρατόπεδο και των κτιριακών του εγκαταστάσεων. Επειδή οι εργασίες απαιτούσαν ταχύτερους ρυθμούς, μεταφέρθηκαν περισσότεροι κρατούμενοι πρώτα στις 5 και ύστερα στις 18 Οκτωβρίου. Για τους κρατούμενους του Νταχάου η άφιξη στο νέο στρατόπεδο ήταν πραγματικό σοκ: Οι διαδικασίες απολύμανσης, ένδυσης και καταγραφής συνοδεύονταν από ξυλοδαρμούς και απειλές από τους άνδρες της SS. Οι συνθήκες ήταν πράγματι τόσο άθλιες, που στις 18 Αυγούστου σημειώνεται η πρώτη αυτοκτονία κρατουμένου και στις 15 Νοεμβρίου πυροβολείται κρατούμενος “που προσπαθούσε να δραπετεύσει”. Τον Οκτώβριο οι κρατούμενοι ανέρχονται σε 500 και αργότερα (με τη δεύτερη μεταγωγή) σε 800 αλλά στα τέλη Νοεμβρίου αποστέλλονται στο στρατόπεδο άλλοι 200. Οι προσαγωγές συνεχίζονται και, μέχρι το τέλος του 1939 το Μαουτχάουζεν αριθμεί ήδη 2.800 κρατούμενους, οι οποίοι στεγάζονται σε 20 παραπήγματα παρατεταγμένα σε σειρές των τεσσάρων ή πέντε.
Η λειτουργία
Όταν το στρατόπεδο άρχισε να λειτουργεί, σχεδόν αποκλειστική εργασία των κρατουμένων ήταν η κατασκευή του, αφού τον Ιανουάριο του 1939 μόνον 375 κρατούμενοι εργάζονταν στο λατομείο. Από το φθινόπωρο του 1939, όμως, σταδιακά άρχισαν να μεταφέρονται περισσότεροι στις εξορυκτικές εργασίες. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους απασχολούνταν 1.066 και τον Ιούλιο του 1940 ο αριθμός είχε φθάσει τους 3.581.
Στα τέλη του 1939 η DESt αγόρασε τα λατομεία Γκούζεν και Κάστενχοφ (Kastenhof). Για την εκμετάλλευσή τους μεταφέρθηκαν στο νέο στρατόπεδο του Γκούζεν οι πρώτοι κρατούμενοι (αρχές 1940). Τον χειμώνα του 1942/43 στα λατομεία του Γκούζεν εργάζονταν 2.800 κρατούμενοι, στην πλειοψηφία τους Πολωνοί, και σε αυτά του Μαουτχάουζεν περίπου 2.000.
Οι κρατούμενοι χωρίζονταν σε ομάδες (kommando) καθεμιά από τις οποίες είχε ως επικεφαλής ένα kapo, άνδρα των δυνάμεων της SS. Οι μεγαλύτερες ομάδες είχαν έναν ανώτερο kapo με μερικούς kapos και βοηθούς τους. Η εργασία ξεκινούσε στις 06:30 τη θερινή και στις 07:30 τη χειμερινή περίοδο. Η μεσημεριανή διακοπή διαρκούσε μισή ή μία ώρα και η εργασία συνεχιζόταν ως τις 4:45 μμ ή τις 6:30 μμ ανάλογα με την εποχή. Αυτό σήμαινε ότι η εργάσιμη ημέρα διαρκούσε 11 ώρες τη θερινή και 8 έως 8 ώρες τη χειμερινή περίοδο (54 – 60 ώρες εβδομαδιαίως). Αν κάποιοι κρατούμενοι επιλέγονταν προς θανάτωση, είτε από τους άνδρες της SS είτε από το διοικητή του στρατοπέδου, υποχρεώνονταν να ανεβάζουν τα τεμάχια του γρανίτη από το ορυχείο στην επιφάνεια μέσω μιας ξύλινης σκάλας (της επιλεγόμενης και “σκάλας του Θανάτου”) μέσα σε ξύλινο πηλοφόρι. Πρακτικά σε αυτή την εργασία τοποθετούνταν, κατά πρώτο λόγο, όλοι οι Εβραίοι κρατούμενοι. Το 1941 το στρατόπεδο απέκτησε “ιδιόκτητο” θάλαμο αερίων και αποτεφρωτήριο, αν και οι εγκαταστάσεις αυτές αρχικά δεν χρησιμοποιούνταν συχνά.
Περιοδικά, όλοι οι κρατούμενοι του συστήματος στρατοπέδων περνούσαν από “διαλογή” για να κριθεί η καταλληλότητά τους για εργασία. Όσοι κρίνονταν ακατάλληλοι θανατώνονταν είτε στις εγκαταστάσεις του Στρατοπέδου είτε μεταφέρονταν, για τον ίδιο λόγο, στο σχετικά παραπλήσιο Σλος Χάρτχαϊμ, το οποίο αποτελούσε κέντρο ευθανασίας. Στο ιατρείο του στρατοπέδου διεξάγονταν, επίσης, ψευδοϊατρικά πειράματα με χορήγηση τεστοστερόνης, επιμολύνσεις με βακίλους φυματίωσης, φθείρες και διάφορες χειρουργικές διαδικασίες.
Παράλληλα, το Γκούζεν χωρίστηκε, με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, σε δύο τμήματα: Στο πρώτο διέμειναν όσοι εκτελούσαν καταναγκαστική εργασία, στο δεύτερο σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, κυρίως αξιωματικοί, γι΄αυτό και αποκλήθηκε “Στρατόπεδο των Ρώσων”. Η περιοχή του στρατοπέδου επεκτάθηκε για να στεγάσει μια τεράστια αποθήκη των SS, στην οποία μεταφέρονταν και υφίσταντο διαλογή ποικίλων ειδών αγαθά, τα οποία είχαν υφαρπαγεί από τις κατακτημένες χώρες, μέχρι να μεταφερθούν στη Γερμανία. Η αποθήκη αυτή “επέζησε” μέχρι τον Μάρτιο του 1944, οπότε εκκενώθηκε ολοσχερώς και μετατράπηκε σε δεύτερο στρατόπεδο, που ονομάστηκε Γκούζεν ΙΙ. Όπως είναι φυσικό, οι 17.000 κρατούμενοι σε αυτό δεν διέθεταν τα μέσα για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Τον Δεκέμβριο του 1944, στο παρακείμενο χωριό Λούνγκιτζ (Lungitz) δημιουργήθηκε νέο τμήμα του στρατοπέδου, που ονομάστηκε Γκούζεν ΙΙΙ, κάνοντας χρήση του κτηρίου ενός παλαιού εργοστασίου που υπήρχε εκεί. Παρά τις επεκτάσεις και τα παραρτήματα, το στρατόπεδο ήταν ήδη υπερφορτωμένο με κρατουμένους.
Η κατάσταση υπερπληθυσμού άρχισε να ξεφεύγει από τον έλεγχο όταν το φθινόπωρο του 1944 δημιουργήθηκε το λεγόμενο “στρατόπεδο με τις σκηνές”. Στο αντίθετο άκρο από την κεντρική πύλη του στήθηκαν δεκαέξι μεγάλες σκηνές, για να στεγάσουν τις μεγάλες ομάδες Εβραίων που άρχισαν να καταφθάνουν από την Ουγγαρία. Συνολικά μεταφέρθηκαν εκεί περίπου 11.000 Εβραίοι της Ουγγαρίας, πολλοί από τους οποίους βρήκαν τον θάνατο είτε κατά τη διαλογή είτε κατά τη μεταφορά τους.
Καταναγκαστική εργασία στη βιομηχανία εξοπλισμών
Μέχρι το 1942 η εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούσε τρόπο τιμωρίας ή και εξόντωσης και οι Ναζιστές ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καταστολή και όχι για τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Το 1942, όμως, η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να μάχεται σκληρά στο Ανατολικό μέτωπο, το οποίο απορροφούσε σημαντικές δυνάμεις, και αυτό επέφερε ανατροπή στην αγορά εργασίας. Έτσι, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης απέκτησαν νέο ρόλο, καθώς απαιτούνταν χιλιάδες εργατικά χέρια για τα, αρχικά επιφανειακά και στη συνέχεια υπόγεια, εργοστάσια παραγωγής υλικού εξοπλισμού. Οι αρχικές προβλέψεις μεταφοράς εργατών από τις κατακτημένες χώρες δεν είχε αποδώσει καρπούς. Οι Ναζί εκπόνησαν ένα νέο σχέδιο για τη χρησιμοποίηση των κρατουμένων των στρατοπέδων στη βιομηχανία, καθώς οι κρατούμενοι αυτοί αποτελούσαν μια άμεσα εκμεταλλεύσιμη “δεξαμενή” εργατικών χειρών, έστω και ανειδίκευτων. Ο ίδιος ο Πόολ εξέδωσε σχετική εγκύκλιο τον Απρίλιο του 1942, αναπροσανατολίζοντας την κινητοποίηση του εργατικού δυναμικού των κρατουμένων προς την πολεμική βιομηχανία. Παρά την έκδοση αυτής της εγκυκλίου, ο προσανατολισμός του Μαουτχάουζεν και των παραρτημάτων του, που είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί, δεν μεταβλήθηκε σημαντικά, καθώς στην πολεμική παραγωγή απασχολούνταν μόνο το 8% των κρατουμένων. Η κατάσταση άλλαξε στις αρχές του 1943, όταν το στρατόπεδο το επισκέφθηκε ο Άλμπερτ Σπέερ υπό τη νέα του ιδιότητα ως Υπουργού Εξοπλισμών. Ο Σπέερ διέταξε την πλήρη απασχόληση του συνόλου των κρατουμένων στην πολεμική παραγωγή. Δημιουργήθηκαν πολλά νέα παραρτήματα και το εργατικό δυναμικό των κρατουμένων άρχισε να απασχολείται από εταιρείες που συμμετείχαν στην πολεμική παραγωγή. Πρώτη εταιρεία που χρησιμοποίησε κρατουμένους ως εργάτες ήταν η Στάγιερ – Ντάιμλερ – Πουχ (Steyr – Daimler – Puch AG.), δημιουργώντας, τον Μάρτιο του 1942, ένα νέο παράρτημα του στρατοπέδου στο Steyr-Münichholz, την “πόλη” της βιομηχανίας Στάγιερ (Steyr), στο οποίο κατασκευάζονταν κυρίως ρουλμάν και εξαρτήματα αεροσκαφών.
Το Μαουτχάουζεν ως επιχείρηση
Το Μαουτχάουζεν ξεπέρασε, συγκριτικά, σε παραγωγή και τα πέντε άλλα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, αποφέροντας στην SS μεγάλα κέρδη (οι κρατούμενοι μισθώνονταν από την SS στις εταιρείες που τους χρησιμοποιούσαν και οι “μισθοί” δεν κατέληγαν, ασφαλώς, στους κρατούμενους αλλά στα ταμεία της SS). Χαρακτηριστικά αποτιμάται ότι, μόνο το 1944, η παραγωγή από το σύμπλεγμα του Μαουτχάουζεν ανήλθε στο ποσόν των 11 εκατομ. γερμανικών μάρκων. Κρατούμενοι χρησιμοποιήθηκαν τόσο από εθνικές και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες όσο και από μικρότερες και τοπικές.
Συνολικά 45 ιδιωτικές εταιρείες χρησιμοποίησαν κρατούμενους στις εργασίες τους. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται οι:
DESt Accumulatoren-Fabrik AFA (ο βασικός προμηθευτής συσσωρευτών για τα υποβρύχια (U-Boote)) Bayer (ο κύριος προμηθευτής φαρμακευτικού υλικού στη Γερμανία) Deutsche Bergwerks- und Hüttenbau Eisenwerke Oberdonau (εταιρεία με έδρα το Λιντς, από τους μεγαλύτερους προμηθευτές χάλυβα για την κατασκευή θωρακισμένων) Flugmotorenwerke Ostmark (κατασκευαστής κινητήρων αεροσκαφών) Otto Eberhard Patronenfabrik (εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών) Heinkel και Messerschmitt (εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών, κατασκεύαζαν επίσης τις ατράκτους των βλημάτων V-2) Hofherr und Schranz (εταιρεία κατασκευής γεωργικών μηχανημάτων) Österreichische Sauerwerks (κατασκευάστρια εταιρεία όπλων) Rax-Werke (μηχανές και κατευθυνόμενα βλήματα V-2) Steyr (εργοστάσιο μικρών όπλων) Steyr Daimler Puch (οχήματα και οπλικά συστήματα) Quarz GmbH (παράρτημα της Στάγιερ-Ντάιμλερ-Πουχ στην περιοχή της Μελκ, απασχολούσε περίπου 10.500 άτομα) Puch (εταιρεία κατασκευής οχημάτων) Arnold-Fischer-Forschungsstätten (έρευνες για υποβρύχιο ενεργειακό σταθμό, Passau I) Universale Hoch und Tiefbau (κατασκευή σηράγγων στο πέρασμα Loibl) Μερικές φορές κρατούμενοι “ενοικιάζονταν” σε τοπικές φάρμες ή για την κατασκευή δρόμων, για την ενίσχυση και διαμόρφωση των παρόχθιων περιοχών του Δούναβη, μέχρι και για ανασκαφές αρχαιολογικών χώρων, όπως στο Σπίλμπεργκ (Spielberg).
Όταν οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν τους στρατηγικούς βομβαρδισμούς, στοχεύοντας τη γερμανική πολεμική βιομηχανία, ο Σπέερ και οι συνεργάτες του αποφάσισαν να μεταφέρουν τις εγκαταστάσεις υπόγεια, ώστε να είναι απρόσβλητες από τους βομβαρδισμούς. Στο Γκούζεν Ι δόθηκε εντολή στους κρατούμενους να διανοίξουν μερικές μεγάλες σήραγγες στους λόφους που περιέβαλλαν το στρατόπεδο. Η επιχείρηση αυτή αποκλήθηκε “Kellerbau”. Μέχρι το τέλος του Πολέμου οι κρατούμενοι είχαν διανοίξει σήραγγες συνολικής επιφάνειας περίπου 29,5 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, στις οποίες στεγάσθηκε βιομηχανία μικρών όπλων. Παρόμοιες σήραγγες άνοιξαν οι κρατούμενοι του Γκούζεν ΙΙ (επιχείρηση “Bergkristall”), με επιφάνεια περίπου 50 χιλ. m2, τις οποίες κατέλαβε η αεροπορική βιομηχανία Μέσσερσμιτ για την κατασκευή του αεροσκάφους Messerschmitt Me 262 και εξαρτημάτων των ιπτάμενων βλημάτων V-2. Η εγκατάσταση αυτή ήταν έτοιμη στις αρχές του 1945 με δυναμικότητα 1.250 σκαφών ανά μήνα. Ήταν το μεγαλύτερο εργοστάσιο αεροσκαφών στη Γερμανία μετά το αντίστοιχο – επίσης υπόγειο – εργοστάσιο του στρατοπέδου Μίτελμπάου-Ντόρα (Mittelbau-Dora).
Τελευταία περίοδος
Μετά τα μέσα του 1944 οι κρατούμενοι στο Μαουτχάουζεν άρχισαν να πληθαίνουν, καθώς μεταφέρονταν σε αυτό κρατούμενοι από άλλα στρατόπεδα, που βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στις γραμμές του πυρός. Χιλιάδες κρατούμενοι, οι περισσότεροι ασθενείς ή τελείως εξαντλημένοι, έφθαναν στο στρατόπεδο, προκαλώντας κυριολεκτικά χάος, το οποίο κορυφώθηκε τον Απρίλιο του 1945 με το κλείσιμο των παραρτημάτων της Νότιας Αυστρίας και τις πορείες θανάτου προς το κεντρικό στρατόπεδο, το Γκούζεν και το παράρτημα Έμπενζεε. Με διαταγή του τότε διοικητή του στρατοπέδου Φραντς Τσίραϊς (Franz Ziereis) όσοι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν εκτελέσθηκαν είτε με πυροβόλα όπλα είτε με δηλητηριώδεις ενέσεις “ώστε κανείς κρατούμενος να μη πέσει στα χέρια του εχθρού”. Αυτές οι πορείες από τα παραρτήματα προς το κεντρικό στρατόπεδο διαρκούσαν – ανάλογα με την απόσταση και τις συνθήκες – από 8 έως 12 ημέρες. Στο τέλος της κάθε φάλαγγας βρισκόταν ένα απόσπασμα ανδρών της SS, οι οποίοι εκτελούσαν όποιους κρατουμένους δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Το χάος συνεχιζόταν και οι 15.000 κρατούμενοι του παραρτήματος Γκουνσκίρχεν (Gunskirchen) πέθαιναν από την πείνα, καθώς τελείωσαν τα τρόφιμα εκεί και δεν απεστάλησαν άλλα. Η θνησιμότητα των κρατουμένων έφθασε στο ζενίθ: Υπολογίζεται ότι κάθε ημέρα πέθαιναν από διάφορες αιτίες περίπου 200 άτομα. Μόνο κατά την περίοδο από τον χειμώνα του 1944 μέχρι την απελευθέρωση του στρατοπέδου βρήκαν εκεί τον θάνατο 45.000 άτομα.
Η απελευθέρωση
Κατά τις τελευταίες εβδομάδες της λειτουργίας του στρατοπέδου οι άνδρες της SS έκαναν όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να καλύψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους. Την περίοδο αυτή χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ο θάλαμος αερίων (χωρητικότητας 120 ατόμων), στον οποίο θανατώθηκαν 650 άτομα στην προσπάθεια να “ελαφρώσει” το νοσοκομείο. Στις 2 Μαΐου θανατώθηκαν όσοι υπηρετούσαν στον θάλαμο αερίων και στο αποτεφρωτήριο. Οι SS μετά το τελευταίο προσκλητήριο στις 3 Μαΐου εγκατέλειψαν το στρατόπεδο. Στις 5 Μαΐου ένα αμερικανικό άρμα της 11ης Θωρακισμένης Μεραρχίας (3η Στρατιά) όρμησε μέσα σπάζοντας την κεντρική πύλη. Οι κρατούμενοι που βρέθηκαν εκεί, καθώς και όσοι είχαν απομείνει στα παραρτήματα, ανέρχονταν σε 66.124, ενώ οι 15.000 Εβραίοι του παραρτήματος Γκουνσκίρχεν δεν είχαν προλάβει να καταγραφούν. Τα τελευταία παραρτήματα απελευθερώθηκαν την επόμενη ημέρα, 6 Μαΐου 1945.
Μετά την απελεύθερωση
Μερικές ημέρες ύστερα από την απελευθέρωσή του το Στρατόπεδο παραδόθηκε στις Σοβιετικές δυνάμεις. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας για τον Κόκκινο Στρατό. Οι υπόγειες εγκαταστάσεις αποσυναρμολογήθηκαν και στάλθηκαν στην ΕΣΣΔ ως λάφυρο πολέμου. Το στρατόπεδο παρέμεινε αφύλακτο το 1946 και το 1947 και όσες εγκαταστάσεις του είχαν απομείνει λεηλατήθηκαν τόσο από τους Σοβιετικούς όσο και από τον εγχώριο πληθυσμό. Το 1947 οι Σοβιετικοί ανατίναξαν τις περισσότερες σήραγγες και αποσύρθηκαν από την περιοχή, παραδίδοντάς την στις Αυστριακές αρχές. Το 1949 η περιοχή ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο, αλλά μόλις το 1970 ο Αυστριακός Καγκελάριος Μπρούνο Κράισκι εγκαινίασε επίσημα το Μουσείο του Μαουτχάουζεν στην περιοχή του κεντρικού στρατοπέδου. Οι περιοχές των Γκούζεν Ι, ΙΙ και ΙΙΙ σήμερα είναι κατοικημένες.
Διώξεις
Όσοι από τους άνδρες της SS υπηρέτησαν στο σύμπλεγμα του Μαουτχάουζεν και έγινε δυνατό να βρεθούν μετά τον Πόλεμο, δικάσθηκαν σε δίκη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης, που έγινε στο Νταχάου και επονομάστηκε “Δίκη του Νταχάου”. Εξήντα ένα άτομα δικάσθηκαν εκεί. Όλοι βρέθηκαν ένοχοι για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Πενήντα οκτώ καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό (σε εννέα από αυτούς αργότερα μειώθηκε η ποινή σε ισόβια κάθειρξη) και τρεις σε ισόβια. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Άουγκουστ Αϊγκρούμπερ, γκαουλάιτερ της Άνω Αυστρίας. Ο διοικητής του Μαουτχάουζεν Φραντς Τσίραϊς δεν δικάσθηκε, καθώς σκοτώθηκε στις 24 Μαΐου 1945 από πυροβόλο όπλο στη θέση του Γκούζεν Ι.
Γνωστοί κρατούμενοι
Ιάκωβος Καμπανέλλης, θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης (Ελλάδα) Λέοπολντ Φιγκλ (Leopold Figl) Καγκελάριος της Αυστρίας (1945-1953) (Αυστρία) Ροζε Εμ (Roger Heim), μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Γαλλία) Χένρικ Σλάβικ (Henryk Sławik), Πολωνός διπλωμάτης. Διέσωσε περισσότερους από 5000 Πολωνοεβραίους (Πολωνία) Σιμόν Βίζενταλ (Simon Wiesenthal), Πολωνοεβραίος αρχιτέκτονας, ο διασημότερος διώκτης των Ναζιστών μεταπολεμικά (Πολωνία) Γκίλμπερτ Νόρμαν (Gilbert Norman), αξιωματικός του SOE (Βρετανία) Ντμίτρι Καρμπίσεβ (Dmitry Karbyshev), Σοβιετικός Στρατηγός (ΕΣΣΔ). Τζακ Τέιλορ (Jack Taylor), Αμερικανός πράκτορας (ΗΠΑ)