Το μυαλό του Μπενιαμίν Νετανιάχου: Από τη σφαγή της Χαμάς, στο Ιράν και τη Γάζα

Μία έρευνα των New York Times με συγκλονιστικές αποκαλύψεις που σκιαγραφεί πώς ο Ισραηλινός πρωθυπουργός παρέτεινε τον πόλεμο στη Γάζα και για το πολιτικό όφελός του.

Parallaxi
το-μυαλό-του-μπενιαμίν-νετανιάχου-από-1336329
Parallaxi

Αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών, κρυφές συναντήσεις, αλλοίωση αρχείων, όσα έχει κάνει ο Νετανιάχου για την πολιτική επιβίωσή του, παρατείνοντας τον πόλεμο.

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου επέβλεψε μία από τις καταστροφές του 21ου αιώνα, που είναι πιθανό να αμαυρώνει το όνομα του Ισραήλ για δεκαετίες. Αλλά για τον ίδιο υπήρξε ένα διαρκές όφελος. Επιβίωσε. Με αυτό τον τρόπο συνοψίζουν οι New York Times μία έρευνα με συγκλονιστικές αποκαλύψεις που σκιαγραφεί πώς ο Ισραηλινός πρωθυπουργός παρέτεινε τον πόλεμο στη Γάζα και για το πολιτικό όφελός του.

Για να κατανοήσουν τον ρόλο που έχει παίξει ο Νετανιάχου στην παράταση του πολέμου, οι New York Times μίλησαν με περισσότερους από 110 αξιωματούχους στο Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τον αραβικό κόσμο, υποστηρικτές και επικριτές του, στην έρευνα που υπογράφουν οι Πάτρικ Κίνγκσλεϊ, Ρόνεν Μπέργκμαν και Νατάν Οντενχάιμερ, ενώ συνέδραμαν οι Άνταμ Ράγκσον και Τζόναταν Ράις.

Εκτός από τις μαρτυρίες, οι δημοσιογράφοι της αμερικανικής εφημερίδας εξέτασαν πληθώρα εγγράφων, ανάμεσά τους πρακτικά κυβερνητικών συνεδριάσεων, επικοινωνίες μεταξύ αξιωματούχων, αρχεία των διαπραγματεύσεων, πολεμικά σχέδια, αξιολογήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών, μυστικά πρωτόκολλα της Χαμάς και δικαστικά έγγραφα.

Από αυτές τις πηγές, είτε πιστεύουν, είτε όχι, ό,τι ο Νετανιάχου παρέτεινε τον πόλεμο για το προσωπικό πολιτικό όφελός του, συμφωνούν σε ένα πράγμα: η επέκταση και παράταση του πολέμου έκανε καλό στον Ισραηλινό πρωθυπουργό. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, με την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023, φαινόταν ότι θα έβαζε τέλος στην πολιτική καριέρα του. Η γενική προσδοκία ήταν πως ο πόλεμος θα τελείωνε στις αρχές του 2024, ο συνασπισμός του θα κατέρρεε και σύντομα ο Νετανιάχου θα λογοδοτούσε για την καταστροφή. Αντί για αυτό, αξιοποίησε τον πόλεμο για να βελτιώσει την πολιτική τύχη του, στην αρχή απλά για να επιβιώσει και στη συνέχεια για να θριαμβεύσει με τους δικούς του όρους. Σχεδόν δύο χρόνια μετά την επίθεση στο Ισραήλ- κι ενώ είναι ακόμα αντιμέτωπος με σοβαρές κατηγορίες για διαφθορά- έχει καλές πιθανότητες να συνεχίσει να κυβερνά μέχρι τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2026, τις οποίες θα μπορούσε να κερδίσει.

Είναι βεβαίως αδύνατο να ειπωθεί ότι ο Νετανιάχου πήρε βασικές αποφάσεις για τον πόλεμο αποκλειστικά για τη δική του πολιτική επιβίωση, σημειώνουν οι ΝΥΤ. Πέρα από τα κίνητρά του, ο πόλεμος είναι μια σύνθετη, χαοτική διαδικασία, με πολλές καθημερινές μεταβλητές. Οι εχθροί του στον Λίβανο και το Ιράν αποτελούσαν πραγματικές απειλές για το Ισραήλ και η ήττα τους έχει ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας. Και η Χαμάς μπλόκαρε ή καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός σε κρίσιμες φάσεις του πολέμου, μεταξύ άλλων στις αρχές του περσινού καλοκαιριού, όταν ο Νετανιάχου φαινόταν πιο πρόθυμος να καταλήξει σε εκεχειρία.

Παρόλα αυτά, η έρευνα των ΝΥΤ οδήγησε σε τρία αναπόφευκτα συμπεράσματα. Τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, η προσέγγιση του Νετανιάχου απέναντι στη Χαμάς βοήθησε να ενδυναμωθεί η οργάνωση, δίνοντάς της χώρο να προετοιμαστεί κρυφά για τον πόλεμο. Τους μήνες πριν από τη σύγκρουση, η προσπάθεια του Νετανιάχου να υπονομεύσει τη δικαστική εξουσία του Ισραήλ βάθυνε περαιτέρω τη ρήξη στην ισραηλινή κοινωνία, αποδυνάμωσε τον στρατό του και έκανε το Ισραήλ να φαίνεται πιο ευάλωτο, ενθαρρύνοντας τη Χαμάς να ετοιμάσει την επίθεσή της. Και μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, οι αποφάσεις του κατά καιρούς επηρεάστηκαν κυρίως από πολιτικές και προσωπικές ανάγκες και όχι στρατιωτικές ή εθνικές.

Οι ΝΥΤ διαπίστωσαν ότι σε βασικές φάσεις του πολέμου, οι αποφάσεις του Νετανιάχου επέκτειναν τις μάχες στη Γάζα περισσότερο από όσο έκρινε απαραίτητο η ανώτερη στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ. Αυτό εν μέρει σχετίζεται με την άρνησή του- χρόνια πριν από την επίθεση της Χαμάς- να παραιτηθεί όταν κατηγορήθηκε για διαφθορά. Απόφαση που του κόστισε την υποστήριξη των μετριοπαθών και ακόμα και μέρους της δεξιάς. Έτσι, βασίστηκε σε μία εύθραυστη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, συμμαχώντας με ακροδεξιά κόμματα. Αυτό τον κράτησε στην εξουσία, αλλά συνέδεσε τη μοίρα του με τις ακραίες θέσεις τους, τόσο πριν τον πόλεμο όσο και αφού ξεκίνησε.

Υπό την πολιτική πίεση αυτών των συμμάχων, επιβράδυνε τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός σε κρίσιμες στιγμές, χάνοντας «παράθυρα» κατά τα οποία η Χαμάς ήταν λιγότερο αντίθετη στη συμφωνία. Απέφυγε να σχεδιάσει τη μετά τον πόλεμο μετάβαση της εξουσίας, κάνοντας πιο δύσκολο να οδηγήσει τη σύγκρουση προς το τέλος της. Συνέχισε τον πόλεμο τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2024, παρότι στρατηγοί του έλεγαν ότι δεν υπήρχε περαιτέρω στρατιωτικό πλεονέκτημα στην παράταση της σύγκρουσης. Όταν ενισχύονταν το momentum για την κατάπαυση του πυρός, έδωσε ξαφνικά σημασία σε στρατιωτικούς στόχους για τους οποίους ενδιαφερόταν λιγότερο στο παρελθόν, όπως η κατάληψη της Ράφα. Και όταν υπήρξε κατάπαυση του πυρός τον Ιανουάριο, «έσπασε» την εκεχειρία τον Μάρτιο, εν μέρει για να διατηρήσει αλώβητο τον συνασπισμό του.

Το κόστος της καθυστέρησης υπήρξε υψηλό. Κάθε εβδομάδα που περνούσε, η καθυστέρηση σήμαινε τον θάνατο εκατοντάδων Παλαιστινίων και τον τρόμο χιλιάδων ακόμα. Επίσης σήμαινε τον θάνατο τουλάχιστον άλλων οχτώ ομήρων, βαθαίνοντας τη ρήξη στο Ισραήλ ανάμεσα σε εκείνους που πάνω από όλα θέλουν συμφωνία για την απελευθέρωση των ομήρων και όσων πιστεύουν ότι ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να καταστραφεί η Χαμάς.

Αλλά ο Νετανιάχου είχε κέρδη. Συσσώρευσε περισσότερο έλεγχο του κράτους από οποιαδήποτε άλλη στιγμή των 18 ετών του στην πρωθυπουργία. Απέτρεψε έρευνα για τις ευθύνες του, υποστηρίζοντας ότι πρώτα πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος, ακόμα και όταν ο υπουργός Άμυνας, ο αρχηγός του στρατού, ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών και στρατηγοί είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν. Ενώ πηγαίνει 3-5 φορές την εβδομάδα στη δίκη του για διαφθορά, η κυβέρνησή του κάνει κινήσεις για να απολυθεί η γενική εισαγγελέας που είναι επικεφαλής της δίωξης. Και η συνέχιση του πολέμου ενίσχυσε τον συνασπισμό του, του έδωσε χρόνο να σχεδιάσει και να εκτελέσει την επίθεση στο Ιράν και πάνω από όλα τον κράτησε στην εξουσία.

«Δεν έχεις πλέον κυβέρνηση»

Έξι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ετοιμαζόταν να τον τερματίσει. Γίνονταν διαπραγματεύσεις για εκτεταμένη κατάπαυση πυρός με τη Χαμάς και ήταν έτοιμος να συμφωνήσει σε συμβιβασμό. Απεσταλμένος του μετέφερε τη θέση του Ισραήλ στους Αιγύπτιους διαμεσολαβητές και τώρα, σε συνάντηση στο υπουργείο Άμυνας, χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου του. Είχε κρατήσει το σχέδιο εκτός της γραπτής ατζέντας της συνάντησης. Η ιδέα ήταν να το παρουσιάσει ξαφνικά, για να εμποδίσει τους απρόθυμους υπουργούς του να συντονίσουν την αντίδρασή τους.

Ήταν Απρίλιος του 2024. Η πρόταση στο τραπέζι θα έφερνε παύση του πολέμου για τουλάχιστον έξι εβδομάδες, θα δημιουργούσε το «παράθυρο» για διαπραγματεύσεις με τη Χαμάς με στόχο τη μόνιμη ειρήνη και περισσότεροι από 30 όμηροι θα απελευθερώνονταν. Και η καταστροφή της Γάζας, όπου περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούσαν να επιζήσουν από τις καθημερινές επιθέσεις, θα σταματούσε.

Αλλά για τον Νετανιάχου, η εκεχειρία θα είχε προσωπικό ρίσκο. Ως πρωθυπουργός, ήταν επικεφαλής ενός εύθραυστου συνασπισμού που εξαρτιόταν από τη στήριξη ακροδεξιών υπουργών, οι οποίοι ήταν υπέρ της κατοχής της Γάζας και όχι της απόσυρσης από τον θύλακα. Αν η κατάπαυση πυρός ερχόταν πολύ γρήγορα, αυτοί οι υπουργοί μπορεί να αποφάσιζαν να διαλύσουν τον συνασπισμό. Κάτι που θα οδηγούσε σε πρόωρες εκλογές, τις οποίες ο Νετανιάχου θα έχανε, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Και μακριά από την εξουσία, θα ήταν ευάλωτος, λόγω της δίκης στην οποία κατηγορείται για διαφθορά.

Ενώ το υπουργικό συμβούλιο συζητούσε άλλα θέματα, ένας συνεργάτης του μπήκε στην αίθουσα με ένα έγγραφο το οποίο συνόψιζε τη διαπραγματευτική θέση του Ισραήλ και το έβαλε σιωπηλά μπροστά στον Νετανιάχου. Εκείνος το διάβασε και σημείωσε κάποια πράγματα. Φαινόταν έτοιμος να προχωρήσει.

Τότε παρενέβη ο υπουργός Οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριχ που μαζί με τον ακροδεξιό υπουργό Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν- Γκβιρ αποτελούσαν τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εκ νέου δημιουργίας των εποικισμών στη Γάζα. Είπε ότι είχε ακούσει φήμες περί σχεδίου για συμφωνία, με λεπτομέρειες που τον δυσαρεστούσαν. «Θέλω να ξέρεις ότι αν έρθει μία τέτοια συμφωνία παράδοσης, δεν έχεις πλέον κυβέρνηση. Η κυβέρνηση είναι τελειωμένη», είπε.

Εκείνη τη στιγμή, ο πρωθυπουργός ήταν αναγκασμένος να διαλέξει ανάμεσα στην ευκαιρία για την εκεχειρία και την πολιτική του επιβίωση. Και ο Νετανιάχου επέλεξε την επιβίωση. Δεσμεύθηκε στον Σμότριχ ότι δεν υπήρχε σχέδιο για κατάπαυση του πυρός. Η συζήτηση προχώρησε, ο Νετανιάχου έσκυψε στους συμβούλους του και τους ψιθύρισε αυτό που ήδη είχαν καταλάβει: «Μην παρουσιάσετε το σχέδιο».

«Σας δίνω στρατηγική προειδοποίηση για πόλεμο»

Στα τέλη του Ιουλίου του 2023, η διεύθυνση στρατιωτικών πληροφοριών του Ισραήλ συνέταξε μια ανησυχητική έκθεση από τις υποκλοπές των μυστικών υπηρεσιών τους προηγούμενους μήνες: το Ισραήλ διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο.

Επί μήνες, η χώρα συγκλονιζόταν από εσωτερικές αναταραχές, εξαιτίας του πλάνου της κυβέρνησης Νετανιάχου προκειμένου να ελέγχει περισσότερο τη Δικαιοσύνη. Χιλιάδες πολίτες διαμαρτύρονταν κάθε εβδομάδα κατά του σχεδίου. Σύμφωνα με την έκθεση, οι εχθροί του Ισραήλ- η Χαμάς στη Γάζα, η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και η κυβέρνηση του Ιράν- είχαν παρατηρήσει τον αυξανόμενο διχασμό στην κοινωνία και ιδιαίτερα στις ένοπλες δυνάμεις. Τώρα, αυτοί οι εχθροί συζητούσαν κρυφά αν το Ισραήλ ήταν αρκετά ευάλωτο για να επιτεθούν.

Ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, Χέρζι Χαλέβι, προσπάθησε να βρει τον Νετανιάχου σε μια προσπάθεια να διαβάσει ο πρωθυπουργός την έκθεση, αποκαλύπτουν οι ΝΥΤ. Ο Χαλέβι και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ανάμεσά τους ο υπουργός Άμυνας, είχαν παρουσιάσει παρόμοια ευρήματα στον Νετανιάχου τους προηγούμενους μήνες, χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν η τέταρτη γραπτή προειδοποίηση από τις αρχές εκείνης της χρονιάς και όλες είχαν αγνοηθεί. Τον Μάρτιο, ο Νετανιάχου καρατόμησε τον υπουργό Άμυνας, Γιόαβ Γκάλαντ, επειδή προειδοποίησε δημοσίως για τους κινδύνους, προτού ανακαλέσει την απόφαση υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Αλλά η νέα έκθεση ήταν τόσο σοβαρή, που ο Χαλέβι αποφάσισε να προσπαθήσει ξανά.

Ο Νετανιάχου ήταν στο νοσοκομείο, έπειτα από λιποθυμία και του είχαν τοποθετήσει βηματοδότη. Ο Χαλέβι, αδυνατώντας να πάει εκεί, έπεισε τον κορυφαίο στρατιωτικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, τον υποστράτηγο Άβιλ Γκιλ, να πάει την ανησυχητική έκθεση στον Νετανιάχου, όπως και έκανε, 16 ώρες πριν την ψηφοφορία για το σχέδιο για τη δικαιοσύνη στη Βουλή. Ο πρωθυπουργός παρέμεινε ασυγκίνητος. Ο συνασπισμός του είχε δύο παρατάξεις που έβλεπαν αυτό το νομοσχέδιο ως κορυφαία προτεραιότητα: τους υπερεθνικιστές και τους υπερ-ορθόδοξους. Δεν ήθελε να τους δυσαρεστήσει φρενάροντας το νομοσχέδιο. Με την υποστήριξή τους θα παρέμενε πρωθυπουργός. Χωρίς εκείνους, θα ήταν απλά ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης που δικαζόταν για διαφθορά.

Λίγα λεπτά αργότερα ο επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, έκανε τη δική του προσπάθεια να πιέσει τον Νετανιάχου. Τηλεφώνησε στον Γκιλ και του ζήτησε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό. Ο Μπαρ του είπε ότι η χώρα είναι «σε σημείο κρίσης» και αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο, που ήταν πραγματικός. «Σας δίνω στρατηγική προειδοποίηση για πόλεμο», είπε στον Νετανιάχου. «Δεν ξέρω πότε και δεν ξέρω πού, αλλά σας δίνω στρατηγική προειδοποίηση για πόλεμο», συμπλήρωσε.

Ο Νετανιάχου έμεινε ξανά ασυγκίνητος. Επί χρόνια ενθάρρυνε την κυβέρνηση του Κατάρ να στείλει οικονομική βοήθεια άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στη Γάζα και ήταν σίγουρος ότι αυτή η στρατηγική του είχε εξασφαλίσει ηρεμία στην περιοχή. Κατά την άποψή του, η αναταραχή ήταν το πιο πιεστικό πρόβλημα. «Ασχοληθείτε με τους διαδηλωτές», είπε στον Μπαρ.

Την επόμενη ημέρα ψηφίστηκε το νομοσχέδιο, κάτι που πυροδότησε περισσότερες συγκρούσεις ανάμεσα σε επικριτές και υποστηρικτές. Δύο ημέρες αργότερα, η Χαμάς έκανε τη δική της αξιολόγηση της κατάστασης. Επί χρόνια, οι ηγέτες της σχεδίαζαν μεγάλη επίθεση στο Ισραήλ και τώρα, σε μυστική συνάντηση στη Γάζα υπό τον Γιαχία Σινουάρ, αποφάσισαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να θέσουν σε εφαρμογή το πλάνο.

Πώς ενημερώθηκε ο Νετανιάχου για την επίθεση της Χαμάς

Ο Νετανιάχου έμαθε για την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τηλεφώνημα που του έκανε στις 06:29 το πρωί ο κορυφαίος στρατιωτικός σύμβουλός του, ο Γκιλ. Το πρώτο τηλεφώνημα έγινε στο WhatsApp. Του είπε ότι η Χαμάς είχε ξεκινήσει κάποιου είδους επίθεση, ζήτησε από τον πρωθυπουργό να ξυπνήσει- ενώ ακούγονταν σειρήνες- και τον ξανακάλεσε έπειτα από λίγα λεπτά, αυτή τη φορά στο κρυπτογραφημένο τηλέφωνό του, στο οποίο οι συνομιλίες καταγράφονται.

Η δεύτερη κλήση έγινε στις 06:40 και ο Γκιλ έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι υπηρεσίες πληροφοριών είχαν ανιχνεύσει πληθώρα μαχητών της Χαμάς να βάζουν ισραηλινές SIM στα τηλέφωνά τους, ένδειξη επικείμενης κίνησης για να έχουν πρόσβαση σε ισραηλινά τηλεφωνικά δίκτυα. Οι διοικητές που παρακολουθούσαν αυτή τη δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της νύχτας υπέθεσαν ότι επρόκειτο για πρόβα. Παρόμοιες κινήσεις στο παρελθόν είχαν αποδειχθεί εσφαλμένος συναγερμός. Αυτή τη φορά δεν ήταν.

«Τι συνέβη; Γιατί άνοιξαν πυρ; Με τι;», τον ρώτησε ο Νετανιάχου, αποκαλύπτουν οι ΝΥΤ. «Δεν ξέρουμε πρωθυπουργέ», του απάντησε ο Γκιλ. «Όχι γιατί, με τι χτυπάνε;», τον ρώτησε. Όταν του είπε ότι η Χαμάς είχε εξαπολύσει μπαράζ σε όλη τη χώρα, ο Νετανιάχου απάντησε «Εντάξει, μπορούμε να εξοντώσουμε την ηγεσία τους;». Το καλοκαίρι είχε αντισταθεί στις πιέσεις των επικεφαλής της ασφάλειας να δολοφονηθούν οι ηγέτες της Χαμάς με αεροπορικές επιδρομές. Τώρα, στην ένταση της μάχης, έδινε την εντολή.

«Ο στρατός το ξεκινά αυτό τώρα», του απάντησε ο Γκιλ και κατέληξε: «Είμαστε σε πόλεμο». Και ο Νετανιάχου έθιξε αμέσως το ζήτημα των ευθυνών. «Δεν βλέπω τίποτα στις πληροφορίες», είπε με νόημα. Από τα πρώτα λεπτά του πολέμου φάνηκε ότι θα προσπαθήσει να παρατείνει την πολιτική καριέρα του. Οι επικεφαλής της ασφάλειας τον είχαν προειδοποιήσει για πόλεμο, αλλά ο Νετανιάχου φρόντισε να τονίσει- σε αυτή την τηλεφωνική κλήση που καταγράφονταν- ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένες πληροφορίες για εισβολή από τη Γάζα.

Η πρώτη ουσιαστική απόφασή του ήταν να διατάξει τους στρατηγούς να βομβαρδίσουν τη Γάζα με ένα νέο επίπεδο ισχύος. Όταν αργότερα ο Χαλέβι του είπε πως η πολεμική αεροπορία είχε πλήξει 1.000 στόχους στη Γάζα, ο Νετανιάχου τον πίεσε να χτυπήσουν ακόμα πιο γρήγορα. «Χίλιους;», είπε περιφρονητικά. «Θέλω 5.000», πρόσθεσε.

Έχοντας περάσει εννέα μήνες αγνοώντας τις εξωτερικές απειλές για να επιδιώξουν αμφιλεγόμενους στόχους εντός των συνόρων, κάποιοι υπουργοί πάσχιζαν με τον τρόμο της στιγμής που ελλόχευαν οι πολιτικές ευθύνες. Ο Γιάριβ Λέβιν, ο υπουργός Δικαιοσύνης και αρχιτέκτονας της δικαστικής αναθεώρησης, καθόταν σε μια σκάλα κλαίγοντας. Στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου εκείνη την ημέρα, ο Μπεζαλέλ Σμότριχ συνόψισε το κλίμα. «Σε 48 ώρες θα ζητούν τις παραιτήσεις μας εξαιτίας αυτού του χάους και θα έχουν δίκιο», είπε.

Ακόμα και στο ναδίρ της πολιτικής καριέρας του, ο Νετανιάχου ήδη σχεδίαζε την πορεία προς την επιβίωσή του. Τις επόμενες χαοτικές ημέρες, ο στρατός απέκρουσε την επίθεση της Χαμάς και άρχισε να σχεδιάζει την εισβολή στη Γάζα. Στο παρασκήνιο, ο πρωθυπουργός επεξεργαζόταν πώς θα φέρει περισσότερα κόμματα στον συνασπισμό του. Η πρώτη ευκαιρία δόθηκε όταν ο Γιαΐρ Λαπίντ, ο βασικός πολιτικός αντίπαλός του, προσφέρθηκε να συγκροτήσουν πολεμική κυβέρνηση ενότητας. Ο Λαπίντ ήταν έτοιμος να βάλει στην άκρη τις διαφορές τους για το εθνικό συμφέρον, αν ο Νετανιάχου συμφωνούσε να καρατομήσει τον Σμότριχ και τον Μπεν- Γκβιρ. Ο πρωθυπουργός αρνήθηκε. Ήξερε ότι μόλις θα τελείωνε ο πόλεμος, ήταν πιο πιθανό η ακροδεξιά και όχι ο Λάπιντ να τον αφήσει να παραμείνει στην εξουσία.

Τα «drones» της Χεζμπολάχ που ήταν τελικά πουλιά

Στις 11 Οκτωβρίου, ο στρατός ετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Χεζμπολάχ- που ήδη εκτόξευε ρουκέτες εναντίον του Ισραήλ και υπήρχαν φόβοι για εισβολή στη χώρα από τον βορρά. Ο Γκάλαντ ήταν έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο που προέβλεπε μπαράζ αεροπορικών επιδρομών στη Βηρυτό, με στόχο την ηγεσία της Χεζμπολάχ. Χρειαζόταν την έγκριση του Νετανιάχου, αλλά εκείνος δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά του. Με τα αεροπλάνα στον αέρα, ο Γκάλαντ πήγε στο γραφείο του πρωθυπουργού και τον βρήκε να ασχολείται με την εγχώρια πολιτική.

Ο Νετανιάχου ήταν εκεί με τους κεντρώους Μπένι Γκαντζ και Γκάντι Άιζενκοτ, που λίγα λεπτά νωρίτερα είχαν συμφωνήσει να μπει το κόμμα τους στον κυβερνητικό συνασπισμό. Μια σανίδα σωτηρίας στον Νετανιάχου στην πιο αδύναμη στιγμή της καριέρας του. Σε αντίθεση με τον Λαπίντ, δεν απαίτησαν την απομάκρυνση των Μπεν-Γκβιρ και Σμότριχ. Με αυτό τον τρόπο, διασφάλισαν ότι η ακροδεξιά θα συνεχίσει να διαμορφώνει την πορεία της κυβέρνησης, επιτρέποντας στον Νετανιάχου να μοιράζεται την ευθύνη για οτιδήποτε πήγαινε στραβά.

Ενώ οι νέοι υπουργοί έμπαιναν στην κυβέρνηση, τα μαχητικά αεροσκάφη έκαναν ήδη κύκλους πάνω από τη Μεσόγειο, περίπου 30 μίλια από τη Βηρυτό. Το υπουργικό συμβούλιο έπρεπε να αποφασίσει αν οι πιλότοι θα προχωρούσαν στην επίθεση. Οι ΗΠΑ του Μπάιντεν ήταν αντίθετες σε μια τέτοια κίνηση: δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι η Χεζμπολάχ σκόπευε να εισβάλει στο Ισραήλ. Στα πρώτα στάδια του πολέμου- δίνοντας μάχη για την πολιτική επιβίωσή του και πρόθυμος να διατηρήσει την υποστήριξη του Μπάιντεν- μια πολυμέτωπη σύγκρουση δεν ήταν στις προθέσεις του Νετανιάχου.

Την ίδια ώρα, ήρθε μια ανησυχητική ενημέρωσε από τις ένοπλες δυνάμεις. Ραντάρ είχαν «δει» ότι drones ή αλεξιπτωτιστές της Χεζμπολάχ ήταν στο βόρειο Ισραήλ. Ο αρχηγός των IDF κάλεσε τους υπουργούς να αποφασίσουν. Τα αεροσκάφη απείχαν 19 λεπτά από το πλήγμα στη Βηρυτό, τους είπε. Τη στιγμή που οι υπουργοί φαίνονταν έτοιμοι να δώσουν την έγκρισή τους, ήρθε νέα πληροφορία: το ραντάρ είχε «παρερμηνεύσει». Στην πραγματικότητα δεν ήταν drones αλλά σμήνος πουλιών. Η επίθεση ακυρώθηκε.

«Δεν ξέρω τι να κάνω»

Τους πρώτους μήνες του πολέμου, η επιβίωση του Νετανιάχου βασιζόταν σε μια σχεδόν απίθανη ισορροπία. Έπρεπε να κάνει όσα χρειαζόταν για να καθησυχάσει τον Μπάιντεν- του οποίου τη διπλωματική υποστήριξη και στρατιωτική βοήθεια χρειαζόταν για να παρατείνει την πολεμική προσπάθεια του Ισραήλ- και την ίδια ώρα να κάνει ελάχιστα που θα δυσαρεστούσαν την ακροδεξιά, από την οποία εξαρτιόταν η πολιτική καριέρα του.

Αυτή η πρόκληση για να έχει και τις δύο πλευρές ευχαριστημένες έγινε ξεκάθαρη τα μεσάνυχτα της 17ης Οκτωβρίου, δέκα ημέρες μετά την επίθεση της Χαμάς. Τέσσερις ορόφους κάτω από το αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων στο Τελ Αβίβ, ο Νετανιάχου είχε παραλύσει αντιμέτωπος με την ανάγκη να επιλέξει ανάμεσα στις επιθυμίες της αμερικανικής αντιπροσωπείας που ήταν στο ένα δωμάτιο και εκείνες των υπουργών του, που ήταν σε άλλο.

Οι Αμερικανοί, με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, τον πίεζαν να χαλαρώσει τον αποκλεισμό της Γάζας που είχε επιβάλει το Ισραήλ από την αρχή του πολέμου. Τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα τελείωναν και μια ανθρωπιστική κρίση έπαιρνε μορφή. Όμως, τα περισσότερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου του τον πίεζαν να διατηρήσει τον αποκλεισμό. Βαθιά τραυματισμένη από τις κτηνωδίες της 7ης Οκτωβρίου, η ισραηλινή κοινωνία ήταν σε μεγάλο βαθμό αντίθετη σε όποια ανθρωπιστική κίνηση. Οι ακροδεξιοί σύμμαχοι του Νετανιάχου ήταν ανάμεσα στους πιο απρόθυμους.

Ο Νετανιάχου και ο Ρον Ντέρμερ- υπουργός και ο στενότερος σύμβουλος του- έτρεχαν από το ένα δωμάτιο στο άλλο, πασχίζοντας να φτάσουν σε έναν συμβιβασμό. Στους Αμερικανούς ο Ισραηλινός πρωθυπουργός φαινόταν απεγνωσμένος. Τους είπε ότι οι όποιες εικόνες με φορτηγά ανθρωπιστικής βοήθειας να μπαίνουν στη Γάζα θα προκαλούσαν κατάρρευση του συνασπισμού του. Στριφογυρίζοντας στη θέση του, γύρισε στον Ντέρμερ και του είπε: «Δεν ξέρω τι να κάνω. Ρον, είσαι δημιουργικός, σκέψου κάτι». Τελικά, έπειτα από ώρες διαπραγματεύσεων, ο Νετανιάχου υποχώρησε στους Αμερικανούς. Για την ώρα, η ανάγκη για την υποστήριξη του Μπάιντεν υπερίσχυσε των εγχώριων συμφερόντων του.

Το ξέσπασμα του Μπάιντεν

Η ισορροπία αυτή άρχισε να αλλάζει μετά την έναρξη της χερσαίας εισβολής στη Γάζα, στα τέλη του Οκτωβρίου 2023. Τόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και κορυφαίοι Ισραηλινοί διοικητές άρχισαν να πιέζουν τον Νετανιάχου να ξεκινήσει τον σχεδιασμό για τη διακυβέρνηση της Γάζας μετά την ήττα της Χαμάς. Ωστόσο, επανειλημμένα σε συναντήσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους ο Νετανιάχου απέφευγε να συζητήσει λεπτομερώς το φινάλε για τον θύλακα. Ισραηλινοί ανέφεραν ότι φοβόταν πως τέτοια σχέδια θα αποσταθεροποιούσαν τον συνασπισμό του. Θα σήμαιναν συζήτηση για παλαιστινιακές εναλλακτικές λύσεις. Όμως, υπουργοί όπως ο Σμότριχ και ο Μπεν-Γκιβρ απέρριπταν την επιστροφή της Γάζας σε οποιουδήποτε είδους παλαιστινιακού ελέγχου.

Η αμερικανική απογοήτευση οξύνθηκε έπειτα από μια σύντομη κατάπαυση πυρός στα τέλη του Νοεμβρίου 2023, όταν περισσότεροι από 100 όμηροι απελευθερώθηκαν με συμφωνία που περιελάμβανε την αποφυλάκιση 240 Παλαιστινίων. Μέχρι τότε, η γενικότερη προσδοκία στην αμερικανική και την ισραηλινή ιεραρχία ήταν ότι η επιχείρηση του Ισραήλ θα περιοριζόταν σταδιακά μέχρι τα τέλη του χρόνου και πως άλλη μία εκεχειρία θα μπορούσε να επιτευχθεί εντός εβδομάδων. Όμως, οι συνομιλίες είχαν βαλτώσει και ο Νετανιάχου είπε στους Αμερικανούς ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για την κατάληψη της Χαν Γιουνίς, επειδή είχαν βρει ότι το δίκτυο τούνελ της Χαμάς ήταν πιο εκτεταμένο από ότι περίμεναν. Στο μεταξύ, αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών Παλαιστινίων. Έως τις 21 Δεκεμβρίου, ο τραγικός απολογισμός είχε ξεπεράσει τους 20.000 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων αμάχων και μαχητών.

Ο Μπάιντεν έχασε την υπομονή του με τον Νετανιάχου δύο ημέρες αργότερα. Ο Σμότριχ, ως υπουργός Οικονομικών, είχε μπλοκάρει τα κονδύλια που προορίζονταν για την Παλαιστινιακή Αρχή, που διοικεί τμήματα της Δυτικής Όχθης, βάζοντάς την σε κίνδυνο χρεοκοπίας. Η κυβέρνηση της Νορβηγίας είχε προσφερθεί να ενεργήσει ως εγγυητής, για να αποκρούσει τους ισχυρισμούς του Σμότριχ ότι τα χρήματα μπορεί να χρησιμοποιούνταν για την τρομοκρατία.

Έπειτα από μακρά τηλεφωνική συνομιλία, ο Μπάιντεν πίεσε τον Νετανιάχου να παρακάμψει τον Σμότριχ και να συνεργαστεί με τη Νορβηγία. Αν κατέρρεε η Παλαιστινιακή Αρχή, θα μπορούσε να ξεσπάσει βία στη Δυτική Όχθη. Ο Νετανιάχου δίστασε, λέγοντας ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τη Νορβηγία. Ο Μπάιντεν ξέσπασε. «Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τη Νορβηγία, δεν υπάρχει νόημα να συνεχιστεί η συζήτηση», του είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

«Όχι το 50% των ψηφοφόρων μου»

Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν στις αρχές του 2024, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον άρχισαν να αγανακτούν όποτε ο Νετανιάχου ή η ομάδα του έλεγαν ότι χρειάζονταν «άλλες δύο εβδομάδες» για να ολοκληρώσουν έναν τελευταίο στρατιωτικό στόχο. Τους ήταν ξεκάθαρο ότι ο Νετανιάχου ήθελε να παρατείνει τον πόλεμο κόντρα στις συμβουλές των Αμερικανών και τα ανώτατα κλιμάκια των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων.

Αν το ήθελε ο Νετανιάχου, μια νέα εκεχειρία ήταν εφικτή. Διαμεσολαβητές από τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο και το Κατάρ είχαν βρει ένα πλαίσιο που γεφύρωνε το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Στο πεδίο της μάχης, ο στρατός ήταν στα πρόθυρα επίτευξης του αρχικού σχεδίου και ετοιμαζόταν να αποσύρει τους τελευταίους εφέδρους από τη Γάζα. Ο Χαλέβι συνέστησε στην πολιτική ηγεσία να κλείσουν μια δεύτερη συμφωνία για τους ομήρους. Έβλεπε ελάχιστο άμεσο όφελος από την κατάληψη της Ράφα και ήθελε να στραφεί το Ισραήλ σε μία χαμηλού επιπέδου μάχη με τη Χεζμπολάχ στα σύνορα με τον Λίβανο.

Αλλά υπό την πίεση του Μπεν- Γκβιρ και του Σμότριχ, ο Νετανιάχου οδηγούσε το Ισραήλ σε διαφορετική κατεύθυνση. Άρχισε να μιλά για την επίτευξη της «απόλυτης νίκης», ενός μαξιμαλιστικού στόχου που φαινόταν να αποκλείει την ιδέα μιας γρήγορης εκεχειρίας. Άλλαξε τη στρατιωτική τακτική του. Τον Οκτώβριο έλεγε στους Αμερικανούς ότι η Ράφα δεν ήταν στόχος, τώρα άρχισε να παρουσιάζει την κατάληψή της ως στρατηγική ανάγκη. Και στις συνομιλίες για την κατάπαυση πυρός, άρχισε να θέτει νέες απαιτήσεις.

Στο πεδίο της μάχης, χωρίς τελικό στόχο, ο στρατός άρχισε να κάνει κύκλους, σχεδόν κυριολεκτικά. Στρατεύματα αποσύρονταν από περιοχές που είχαν καταλάβει, επιτρέποντας στη Χαμάς να ανακτήσει τον έλεγχο και πολλές φορές αναγκάζονταν να επιστρέψουν εβδομάδες αργότερα, για να το αντιμετωπίσουν αυτό. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 30.000 και οργανισμοί προειδοποιούσαν για επικείμενο λιμό.

Όταν ο Νετανιάχου έφτασε κοντά σε συμβιβασμό, προετοιμαζόμενος για τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου τον Απρίλιο του 2024 που διέκοψε ο Σμότριχ, άλλαξε πορεία υπό την πίεση της ακροδεξιάς. Ο Σμότριχ και ο Μπεν-Γκβιρ έλεγχαν 14 από τους 72 βουλευτές του συνασπισμού. Χωρίς αυτούς, το Likud του Νετανιάχου θα παρέμενε το μεγαλύτερο κόμμα του κοινοβουλίου, αλλά η συμμαχία του θα έπεφτε κάτω από τις 61 έδρες που απαιτούνται για πλειοψηφία. Αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε εκλογές, τις οποίες σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα έχανε ο Νετανιάχου, καθώς ήταν πίσω από τον Γκαντζ και τον Άιζενκοτ.

Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν κατάφεραν να τον πείσουν ότι μία εκεχειρία μπορεί να τον ευνοούσε. Σε συνομιλία μαζί του, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου επικαλέστηκαν δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι πάνω από το 50% των Ισραηλινών υποστήριζαν μια συμφωνία για την επιστροφή των ομήρων αντί για συνέχιση του πολέμου. «Όχι το 50% των ψηφοφόρων μου», τους απάντησε ο Νετανιάχου.

«Ας το τελειώσουμε»

Παρότι ο Νετανιάχου αψήφισε τον Μπάιντεν και έστειλε στρατεύματα στη Ράφα, οι Αμερικανοί συνέχισαν να προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα που μπορεί να τον δελέαζε να τερματίσει τον πόλεμο. Ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, πήγε στη Σαουδική Αραβία στα μέσα Μαΐου για να επιταχύνει την προσπάθεια η Ιερουσαλήμ και το Ριάντ να αποκτήσουν επίσημες σχέσεις για πρώτη φορά από την ίδρυση του Ισραήλ. Οι Αμερικανοί ήλπιζαν ότι αν έκαναν το Ριάντ να προσφέρει μια τέτοια συμφωνία, με αντάλλαγμα τον τερματισμό του πολέμου από το Ισραήλ και την υπόσχεση κυριαρχίας στους Παλαιστίνιους, ο Νετανιάχου μπορεί να πειθόταν να απογοητεύσει τους ακροδεξιούς συμμάχους του και να συμφωνήσει για εκεχειρία στη Γάζα.

Στις 18 Μαΐου 2024 ο Τζέικ Σάλιβαν πήγε στο Νταμάμ της Σαουδικής Αραβίας για συνομιλίες με τον πρίγκιπα διάδοχο, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για μια συμφωνία μεταξύ Ριάντ, Ιερουσαλήμ και Ουάσινγκτον. «Ας το τελειώσουμε αυτό», είπε στους Αμερικανούς ο de facto ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας. Έπειτα από πολύωρες συζητήσεις, τα περισσότερα ζητήματα είχαν λυθεί, αλλά χρειαζόταν να σταματήσει ο Νετανιάχου τον πόλεμο και να δεσμευτεί για την κρατική υπόσταση της Παλαιστίνης.

Την επόμενη ημέρα ο Σάλιβαν πήγε στο Ισραήλ και μετέφερε το μήνυμα στον Νετανιάχου, που άρχισε να κάνει σιωπηλά κινήσεις προς μία κατάπαυση πυρός. Στις 22 Μαΐου ενέκρινε τον συμβιβασμό που είχε εγκαταλείψει ένα μήνα νωρίτερα, αγνοώντας τις απειλές των ακροδεξιών υπουργών του. Το δεξί του χέρι, ο Ντέρμερ, οριστικοποίησε τις υποχωρήσεις του Ισραήλ. Αφαίρεσαν όρους που είχε απορρίψει στο παρελθόν η Χαμάς και κατέληξαν στη διατύπωση για την πλήρη, αλλά σταδιακή, αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα. Και συμφώνησαν να υποσχεθούν ότι το Ισραήλ θα ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για μόνιμη εκεχειρία μόλις ξεκινήσει η προσωρινή κατάπαυση του πυρός. Στις 27 Μαΐου οι Ισραηλινοί διαπραγματευτές έστειλαν στους διαμεσολαβητές από την Αίγυπτο και το Κατάρ την αναθεωρημένη θέση τους, που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.

Όμως η Χαμάς ήθελε εγγύηση για μια μόνιμη εκεχειρία, όχι απλά την πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Και ήθελαν να παραμείνουν επικεφαλής στη Γάζα, κάτι αδιανόητο για πολλούς Ισραηλινούς. Έτσι πέρασε άλλος ένας μήνας διαπραγματεύσεων. Στο παρασκήνιο, η ομάδα του Νετανιάχου επιτέλους άρχισε να ετοιμάζει ένα σχέδιο για τη μετά τον πόλεμο Γάζα.

Η «εισβολή» του Μπεν-Γκβιρ, η στροφή Νετανιάχου και το νέο ξέσπασμα Μπάιντεν

Στις αρχές Ιουλίου ο Νετανιάχου τηλεφώνησε στον Ντέρμερ και του είπε ότι η Χαμάς έχει μαλακώσει τη διαπραγματευτική θέση της. «Μπορεί να έχουμε συμφωνία», του είπε ο πρωθυπουργός. Τώρα, οι Ισραηλινοί διαπραγματευτές έπρεπε να διευθετήσουν τις τελικές λεπτομέρειες προτού κάτι πάει στραβά. Ο Μπεν-Γκβιρ φρόντισε για το αντίθετο.

Εξοργισμένος επειδή ο Νετανιάχου αρνήθηκε να του στείλει το προσχέδιο για την κατάπαυση πυρός, πήγε απροειδοποίητα στο γραφείο του πρωθυπουργού στην Ιερουσαλήμ. Κατευθύνθηκε θορυβωδώς στον δεύτερο όροφο, που είναι το προσωπικό γραφείο του Νετανιάχου, αλλά εκείνος αρνήθηκε να βγει. Ο Μπεν-Γκβιρ στράφηκε στα social media για να καταδικάσει τη «απερίσκεπτη» συμφωνία και συμπλήρωσε ότι εργάζεται «για να διασφαλίσω ότι ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να μην υποχωρήσει».

Η συνάντηση για την οριστικοποίηση της συμφωνίας είχε οριστεί για τις 28 Ιουλίου στην κατοικία του πρεσβευτή του Κατάρ στην Ιταλία, μια βίλα έξω από τη Ρώμη. Παρόντες ήταν ο επικεφαλής της Μοσάντ, Νταβίντ Μπαρνέα, ο διευθυντής της CIA, Μπιλ Μπερνς, ο πρωθυπουργός του Κατάρ, Μοχάμεντ μπιν Αμπντουραχμάν αλ- Θανί και ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Αιγύπτου, Αμπάς Καμέλ. Οι περισσότεροι έφτασαν υποθέτοντας ότι ήταν κοντά σε συμφωνία. Αλλά όχι ο Μπαρνέα. Με απολογητικό ύφος, τους έδωσε μια επιστολή που για μία ακόμα φορά εκτροχίασε τη διαδικασία. Το έγγραφο περιελάμβανε έξι νέες απαιτήσεις του Νετανιάχου. Η πιο προβληματική αφορούσε τον λεγόμενο διάδρομο της Φιλαδέλφειας, στα σύνορα της Γάζας με την Αίγυπτο. Είχε συμφωνήσει με το πλαίσιο που προέβλεπε απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από εκεί. Τώρα, κόντρα στις συμβουλές των επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών, το αρνούνταν. Ήταν όροι που είχε η Χαμάς είχε ήδη απορρίψει τον Μάιο. Η συνάντηση σύντομα ολοκληρώθηκε και άλλο ένα «παράθυρο» για εκεχειρία είχε κλείσει.

Μέσα σε λίγες ημέρες, διαδοχικές επιθέσεις στο Ισραήλ, τον Λίβανο και το Ιράν έκαναν τη συμφωνία ακόμα πιο απίθανη και η περιοχή φαινόταν στα πρόθυρα ολοκληρωτικού πολέμου. Έξαλλος με το εντεινόμενο χάος, ο Μπάιντεν ξέσπασε ξανά στον Νετανιάχου κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας την 1η Αυγούστου: «Σταμάτα να με κοροϊδεύεις», του είπε.

Η αλλοίωση των αρχείων

Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, ο Νετανιάχου έκανε αγώνα- δημοσίως και στο παρασκήνιο- για να μεταθέσει στις υπηρεσίες ασφαλείας την ευθύνη για την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023. «Σε καμία περίπτωση και σε κανένα στάδιο δεν προειδοποιήθηκε ο πρωθυπουργός Νετανιάχου για πολεμικές προθέσεις της Χαμάς», ανέφερε σε μακροσκελή ανάρτηση λίγες ημέρες μετά τη χερσαία εισβολή στη Γάζα. «Αντιθέτως, η εκτίμηση ολόκληρου του κλιμακίου ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών και της Σιν Μπετ ήταν πως η Χαμάς ήταν αποθαρρυμένη», συμπλήρωνε. Ώρες μετά, αφού τον κατηγόρησαν ότι υποδαύλιζε τη διχόνοια σε μια κρίσιμη στιγμή, διέγραψε την ανάρτηση.

Όμως, τον ίδιο μήνα, ο προσωπάρχης του, Τζάσι Μπέιβερμαν, επίταξε τις απομαγνητοφωνήσεις απόρρητων συζητήσεων ασφαλείας για τη Γάζα από το 2021. Η κίνηση παραβίαζε το κυβερνητικό πρωτόκολλο και την μπλόκαρε η γενική εισαγγελέας. Την ίδια ώρα, συνεργάτες του Νετανιάχου προσπάθησαν να αποτρέψουν τη διαρροή συζητήσεων που μπορεί να αποδεικνύονταν προβληματικές για τον πρωθυπουργό. Στην αρχή, διέταξαν να κλείσει συσκευή που κατέγραφε επίσημα τις συναντήσεις του Νετανιάχου με τους στρατηγούς. Στα τέλη Οκτωβρίου, αυτές οι συναντήσεις μετακινήθηκαν σε άλλη αίθουσα, χωρίς μόνιμη συσκευή καταγραφής, επιτρέποντας στους συνεργάτες του Νετανιάχου να χρησιμοποιούν δικές τους συσκευές για να ηχογραφούν τις συναντήσεις, ενώ εμπόδιζαν τον στρατό να κάνει τις δικές του ηχογραφήσεις. Επίσης, έδωσαν εντολή στους φρουρούς του Νετανιάχου να κάνουν σωματική έρευνα σε στρατηγούς, ακόμα και τον Χαλέβι- τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων- για κρυφά μικρόφωνα.

Μετά ήρθε μία ακόμα πιο θρασεία παρέμβαση. Ο Μπρέιβερμαν έδωσε εντολή στους αρχειοφύλακες να αλλάξουν τα αρχεία των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχε ο Νετανιάχου στις 7 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με γραπτή καταγγελία, ο Μπρέιβερμαν επέμεινε να αλλάξουν τη χρονοσήμανση στη δεύτερη κλήση του Νετανιάχου εκείνη την ημέρα. Στην πραγματικότητα, ξεκίνησε στις 06:40. Ο Μπρέιβερμαν απαίτησε να το κάνουν 06:29- την ώρα της πρώτης, μη καταγεγραμμένης κλήσης με την οποία ο Νετανιάχου ειδοποιήθηκε για την επίθεση.

Η αλλαγή αυτή παραμένει αντικείμενο νομικής έρευνας. Σύμφωνα με αξιωματούχους, φαινόταν ότι ο Μπρέιβερμαν ήθελε οι ιστορικοί του μέλλοντος να συμπεράνουν πως η πρώτη αντίδραση του Νετανιάχου ήταν η μεγαλύτερης διάρκειας συνομιλία, στην οποία έδωσε εντολή να δολοφονηθούν οι ηγέτες της Χαμάς.

Η διαρροή στην Bild – «Το αφεντικό είναι ικανοποιημένο»

Σε άλλη περίπτωση, ακολουθήθηκε διαφορετική τακτική. Στις 31 Αυγούστου 2024 βρέθηκαν νεκροί έξι όμηροι σε τούνελ στη νότια Γάζα. Κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να είχαν απελευθερωθεί αν ο Νετανιάχου είχε προχωρήσει στην κατάπαυση πυρός τον Ιούλιο. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει οργή στο Ισραήλ. Τότε ο Έλι Φελντστάιν- εκπρόσωπος του γραφείου του Νετανιάχου- αποφάσισε να διαρρεύσει έγγραφο της Χαμάς, που είχαν υποκλέψει οι ένοπλες δυνάμεις και το κρατούσαν ως επτασφράγιστο μυστικό, καθώς η δημοσιοποίησή του μπορεί να αποκάλυπτε πώς το Ισραήλ παρακολουθούσε τις επικοινωνίες της οργάνωσης.

Το ένα κομμάτι του εγγράφου έδειχνε ότι η Χαμάς ήταν πρόθυμη να συμβιβαστεί στις συνομιλίες για την κατάπαυση του πυρός. Ένα άλλο τμήμα ανέφερε ότι η Χαμάς θα χρησιμοποιούσε ψυχολογικό πόλεμο για να ξεσηκώσει τις οικογένειες των ομήρων, ώστε να ενταθεί η πίεση στην κυβέρνηση για υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις. Όταν ο Φελντστάιν απέτυχε να δημοσιευθεί το έγγραφο από ισραηλινά ΜΜΕ, το διοχέτευσε στην Bild. Η γερμανική εφημερίδα δεν δημοσίευσε τα κομμάτια που έδειχναν ότι η Χαμάς ήταν θετικά διακείμενη σε μία κατάπαυση πυρός. «Το αφεντικό είναι ικανοποιημένο», έγραψε ο Τζόναταν Ούριχ- υπεύθυνος επικοινωνίας του Νετανιάχου- στον Φελντστάιν, για το δημοσίευμα και γρήγορα φάνηκε γιατί. Οι διαμαρτυρίες σταμάτησαν και υποχώρησε η πίεση για κατάπαυση του πυρός.

Ήταν η αρχή ενός αξιοσημείωτου σερί νικών για τον Νετανιάχου, που τον βοήθησαν να αποκαταστήσει μέρος του χαμένου κύρους του, να εξασφαλίσει τον συνασπισμό του και να παρατείνει την πολιτική ζωή του. Αρχικά, ήταν η εντυπωσιακή ήττα της Χεζμπολάχ, με την οποία το Ισραήλ αποδεκάτισε την ηγεσία της, μείωσε την επιρροή της στην κοινωνία του Λιβάνου και κατέστρεψε μέρους του οπλοστασίου της.

Μετά, ήταν μια σύντομη μάχη με το Ιράν τον Οκτώβριο του 2024 και ακολούθησε η πλήρης σύγκρουση τον φετινό Ιούνιο, με την οποία το Ισραήλ κατάφερε να εξαλείψει μεγάλο μέρος των συστημάτων αεράμυνας της Τεχεράνης και να μειώσει σημαντικά την ιρανική απειλή. Στη Γάζα, με τη βοήθεια της τύχης, κατά τη διάρκεια συμπλοκής με μαχητές της Χαμάς, Ισραηλινοί στρατιώτες σκότωσαν τον Γιαχία Σινουάρ, επικεφαλής της οργάνωσης στον θύλακα και αρχιτέκτονα της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου. Με τη Χεζμπολάχ και το Ιράν να έχουν αποδυναμωθεί από τις επιθέσεις του Ισραήλ, κανένας τους δεν μπορούσε να προστατεύσει τον Μπασάρ αλ-Άσαντ από μια προέλαση των ανταρτών στη Συρία, που οδήγησε στην ανατροπή ενός ακόμα μακροχρόνιου εχθρού του Ισραήλ.

«Όλη αυτή η διαδικασία δεν είναι νόμιμη»

Η μεγαλύτερη εγχώρια πολιτική ώθηση του Νετανιάχου ήρθε τον Σεπτέμβριο του 2024, όταν ο Γκίντεον Σάαρ, ηγέτης της αντιπολίτευσης, συμφώνησε να μπει το κόμμα του στον κυβερνητικό συνασπισμό. Ξαφνικά, ήταν πιο δύσκολο για τον Μπεν-Γκβιρ και τον Σμότριχ να δίνουν τελεσίγραφα. Η κυβέρνηση θα επιβίωνε αν αποχωρούσαν.

Με πολύ μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών, ο Νετανιάχου συμφώνησε τελικά σε εκεχειρία τον Ιανουάριο του 2025. Το κείμενο της συμφωνίας ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο που είχε απορρίψει τον Απρίλιο του 2024. Ο Μπεν-Γκβιρ παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, παίρνοντας μαζί τους βουλευτές του. Αλλά με τον Σάαρ στην κυβέρνηση, δεν ήταν πλέον απαραίτητος για την επιβίωση του Νετανιάχου, τουλάχιστον προς το παρόν.

Ωστόσο, τον Μάρτιο τα υπερ-ορθόδοξα μέλη του συνασπισμού απείλησαν να ρίξουν την κυβέρνηση, λόγω διαφωνιών για τον προϋπολογισμό. Ο Μπεν-Γκβιρ προσφέρθηκε να επιστρέψει για να επιβιώσει ο συνασπισμός, αρκεί να συνεχιζόταν ο πόλεμος. Στις 18 Μαρτίου η πολεμική αεροπορία βομβάρδισε τη Γάζα, παραβιάζοντας την κατάπαυση πυρός. Την επόμενη ημέρα ο Μπεν-Γκβιρ επέστρεψε στην κυβέρνηση. Ο συνασπισμός επιβίωσε και ο πόλεμος συνεχίστηκε.

Έπειτα από αυτό, ο Νετανιάχου έβαλε στο στόχαστρο αξιωματούχους που απειλούσαν το μέλλον του ή μπλόκαραν τις πολιτικές της κυβέρνησής του. Ο πρώτος που την πλήρωσε ήταν ο επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ. Σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, τον κατηγόρησε ότι απέτυχε να αποτρέψει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και πως δεν τον ξύπνησε ώρες πριν από την επίθεση. Επίσης, υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Μπαρ απέτυχε να εκπροσωπήσει σωστά τα συμφέροντα της χώρας.

Παρέλειψε μία βασική λεπτομέρεια, ότι η απόλυση του Μπαρ αποτελούσε σύγκρουση συμφερόντων. Επί μήνες, ο Μπαρ έκανε έρευνα για συνεργάτες του Νετανιάχου και ο πρωθυπουργός προσπαθούσε να τον απολύσει προτού ολοκληρωθούν. Δύο έρευνες αφορούσαν το έγγραφο που διέρρευσε στην Bild. Σε άλλη έρευνα η Σιν Μπετ αξιολογούσε αν στο υπουργείο του Μπεν-Γκβιρ, στο οποίο υπάγεται η αστυνομία, είχαν διεισδύσει υποστηρικτές εβραϊκής τρομοκρατικής ομάδας, ακόμα κι όταν η αστυνομία ερευνούσε την αλλοίωση των τηλεφωνικών αρχείων του πρωθυπουργού από την 7η Οκτωβρίου.

Όλοι οι υπουργοί τάχθηκαν υπέρ της απόλυσης του Μπαρ. Στο τέλος μόνο ένα άτομο τάχθηκε κατά, η γενική εισαγγελέας Γκάλι Μπαχαράβ- Μιάρα, που είπε στον Νετανιάχου ότι πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων. «Όλη αυτή η διαδικασία δεν είναι νόμιμη» κατέληξε. Ο πρωθυπουργός την αγνόησε και στράφηκε στον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιαρίβ Λεβίν. «Πρέπει να αντιμετωπίσεις αυτή την επιθετική γενική εισαγγελέα», του είπε. Ο αναπληρωτής της Μπαχαράβ- Μιάρα, Γκιλ Λιμόν, παρενέβη και υπενθύμισε ότι με δεδομένο ότι η γενική εισαγγελέας επιβλέπει τη δίωξη σε βάρος του Νετανιάχου, ο πρωθυπουργός απαγορεύεται να λάβει προσωπικά πειθαρχικά μέτρα σε βάρος της. Ο Νετανιάχου τον αγνόησε και εκείνον και το υπουργικό συμβούλιο ομόφωνα αποφάσισε την απόλυση του Μπαρ.

Τρεις ημέρες αργότερα, το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε ομόφωνα πρόταση μομφής για την Μπαχαράβ- Μιάρα, το πρώτο βήμα σε μια πολύμηνη διαδικασία για την απόλυσή της. Η κυβέρνηση το παρουσίασε ως προσπάθεια απομάκρυνσης μιας αξιωματούχου που επανειλημμένα μπλοκάρει αποφάσεις για νομικούς λόγους. Άλλοι είδαν ένα απώτερο κίνητρο: να αποτραπεί η φυλάκιση του Νετανιάχου. Ένας νέος γενικός εισαγγελέας θα μπορούσε να του προτείνει μια ευνοϊκή συμφωνία για την υπόθεση.

Η επίθεση στο Ιράν και άλλος ένας ελιγμός

Ενθαρρυμένος και ενδυναμωμένος, ο Νετανιάχου επέλεξε αυτή τη στιγμή προκειμένου να προετοιμαστεί για μία από τις πιο τολμηρές στρατιωτικές αποστολές στην ιστορία του Ισραήλ. Επί δεκαετίες ονειρευόταν να καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Τώρα, ενώ έκανε πόλεμο με τους εγχώριους επικριτές του, είχε έρθει η ώρα να ανοίξει άλλο ένα μέτωπο στο εξωτερικό.

Το Ιράν βρισκόταν σε ασυνήθιστα ευάλωτη θέση. Οι περιφερειακοί σύμμαχοί του είχαν ηττηθεί ή αποδυναμωθεί και η αεράμυνά του είχε υποστεί ζημιά από τις προηγούμενες μεμονωμένες ισραηλινές επιθέσεις. Και ο χρόνος έτρεχε: ο Τραμπ είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματός του και- όπως όλοι οι προηγούμενοι Αμερικανοί πρόεδροι- ήταν αντίθετος με μία επίθεση. Εάν γινόταν συμφωνία, αυτό το «παράθυρο» θα μπορούσε να κλείσει εντελώς.

Όμως, καθώς καθυστερούσαν οι διαπραγματεύσεις, ο Τραμπ άρχισε να το ξανασκέφτεται. Στις αρχές Ιουνίου, ο Νετανιάχου αποφάσισε να προχωρήσει. Μετά τη χειρότερη αποτυχία στη στρατιωτική ιστορία του Ισραήλ, όδευε προς την πολιτική λύτρωση. Αλλά προτού απογειωθούν τα αεροπλάνα, έπρεπε να λύσει ένα πρόβλημα εντός των συνόρων. Αρκετοί βουλευτές του συνασπισμού του, αγνοώντας τα μυστικά σχέδια, ήταν έτοιμοι να ρίξουν την κυβέρνησή του. Την κρίση προκαλούσαν ξανά οι υπέρ-ορθόδοξοι βουλευτές, που σχεδίαζαν να συνταχθούν με την αντιπολίτευση σε ψηφοφορία για τη διάλυση της Βουλής, οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές. Ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, ο Νετανιάχου θα μπορούσε και πάλι να διατάξει την επίθεση στο Ιράν, αλλά θα υπονομευόταν η νομιμότητά της.

Η βοήθεια ήρθε από τον Μάικ Χάκαμπι, τον Αμερικανό πρεσβευτή στο Ισραήλ, που κάλεσε τους υπερ-ορθόδοξους πολιτικούς και τους προειδοποίησε γενικά ότι οι ελιγμοί τους ρίσκαραν να θέσουν σε κίνδυνο τον αγώνα του Ισραήλ εναντίον του Ιράν. Επίσης, τους είπε ότι η αμερικανική υποστήριξη για την εκστρατεία του Ισραήλ θα μειωνόταν αν κατέρρεε η κυβέρνηση.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 9 Ιουνίου, ο Νετανιάχου έκανε έναν από τους πολιτικούς ελιγμούς του που του έχουν επιτρέψει να γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ισραήλ. Κάλεσε στο γραφείο του εκτάκτως τον Μόσε Γκάφνι, επικεφαλής ενός εκ των υπερ-ορθόδοξων κομμάτων του συνασπισμού. Τον έβαλε να υπογράψει συμφωνία εχεμύθειας, όπως γίνεται όταν κάποιος στο Ισραήλ ενημερώνεται για άκρως απόρρητες πληροφορίες. Ο Γκάφνι υπέγραψε και ο Νετανιάχου του αποκάλυψε ότι σχεδίαζε να επιτεθεί στο Ιράν σε τέσσερις ημέρες. Δύο ημέρες αργότερα το κόμμα του Γκάφνι ψήφισε για την παραμονή της κυβέρνησης και μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες τα ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη απογειώθηκαν για το Ιράν, ξεκινώντας το μεγαλύτερο επεισόδιο της πολιτικής καριέρας του Νετανιάχου.

Αυτός ο ελιγμός ήταν ο Νετανιάχου στο απόγειο της πολιτικής δύναμής του. Ανέδειξε τη συνεχή προσπάθειά του να διασφαλίσει την πολιτική επιβίωση, εξευμενίζοντας και χειραγωγώντας συμμάχους στον συνασπισμό του και ευεργέτες στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, πολλές φορές ταυτόχρονα. Πάνω από όλα, ανέδειξε πώς έχει εργαλειοποιήσει τον πόλεμο- στη Γάζα, στον Λίβανο και στην προκειμένη περίπτωση στο Ιράν- εν μέρει για να παραμείνει πρωθυπουργός.

Κερδισμένος από τη σύγκρουση με το Ιράν

Παρότι είναι ακόμα ασαφής η ζημιά που προκλήθηκε στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, στο Ισραήλ ερμήνευσαν την επίθεση ως νίκη. Ακόμα και οι πιο σφοδροί επικριτές του Νετανιάχου εντός των συνόρων τον εξήραν για την τόλμη να ξεκινήσει την επίθεση και την ευρηματικότητά του ώστε να πείσει τον Τραμπ να συμμετάσχει σε αυτή. Ξαφνικά, το κόμμα του Νετανιάχου βρέθηκε στην ισχυρότερη δημοσκοπική θέση από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα.

Παρότι η φαινομενική νίκη στο Ιράν του εξασφάλισε χρόνο και επιλογές εντός των συνόρων, οι ενέργειές του στη Γάζα είναι εκείνες που μπορεί να καθορίσουν την κληρονομιά του εκτός των συνόρων. Είτε ο πόλεμος τελειώσει αύριο ή σε μερικούς μήνες, ήδη έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 55.000 άνθρωποι και σχεδόν 2 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί, ενώ τα περισσότερα κτίρια έχουν καταστραφεί ή υποστεί ζημιές.

Η βάναυση επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ ήταν εκείνη που πυροδότησε τον πόλεμο. Με την άρνησή της να παραδοθεί και κρυμμένη κάτω από νοσοκομεία, σπίτια και εγκαταστάσεις του ΟΗΕ, φέρει επίσης ευθύνη για τη φρίκη που ακολούθησε, σημειώνουν οι ΝΥΤ. Στην αρχική του αντίδραση στις φρικαλεότητες της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023, ο Νετανιάχου ενήργησε όπως μπορεί να είχε κάνει οποιοσδήποτε άλλος Ισραηλινός πρωθυπουργός. Όμως ο Νετανιάχου ήταν εκείνος που παρέτεινε τον πόλεμο, που αρνήθηκε να σχεδιάσει μια μεταπολεμική μεταβίβαση εξουσίας και που επανειλημμένα καθυστέρησε την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός. Φοβούμενος για τη δική του πολιτική επιβίωση, έδεσε τη μοίρα του με τα όνειρα των εξτρεμιστών και παρέτεινε ένα πόλεμο για να διατηρήσει την υποστήριξή τους, τονίζει η αμερικανική εφημερίδα.

Μέσα από μια σειρά απρόβλεπτων γεγονότων, το Ισραήλ είναι, κατά ορισμένες ερμηνείες, ασφαλέστερο. Η ήττα της Χεζμπολάχ, η κατάρρευση της συριακής κυβέρνησης και το «λάβωμα» του Ιράν μπορεί να μην είχαν συμβεί αν ο πόλεμος είχε τελειώσει έως το καλοκαίρι του 2024.

Από άλλες απόψεις, το Ισραήλ είναι λιγότερο ασφαλές από ποτέ. Η φήμη του είναι στο ναδίρ. Το Διεθνές Δικαστήριο αξιολογεί αν το Ισραήλ είναι ένοχο για διάπραξη γενοκτονίας. Ο Νετανιάχου επέβλεψε μία από τις καταστροφές του 21ου αιώνα, που είναι πιθανό να αμαυρώνει το όνομα του Ισραήλ για δεκαετίες. Αλλά για τον Νετανιάχου υπήρξε ένα διαρκές όφελος. Επιβίωσε.

Πηγή: dnews.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα