«Όσο περνούσε η ώρα η ορατότητα μειωνόταν. Ο καπνός είχε φτάσει να είναι έντονος και είπαμε να πάμε προς τη θάλασσα. Σταματήσαμε να πατώνουμε όλοι, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, πάμε κι άλλο μέσα, κι άλλο μέσα. Χάσαμε τη στεριά. Δυστυχώς οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες. Κολυμπάγαμε, κολυμπάγαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, να είμαστε σε απόσταση να βλέπουμε τον άλλον. Κάποια στιγμή τα πράγματα δυσκόλεψαν διότι άρχισε να νυχτώνει. Βλέπαμε τα αεροπλάνα που ήταν χιλιόμετρα πάνω και νομίσαμε ότι ήρθαν να μας σώσουν. Αυτό γινόταν συνέχεια. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, “αυτό ήταν”…» περιέγραψε ο μάρτυρας, εμφανώς φορτισμένος ακόμα και σήμερα.
Τελικά, όπως είπε, ο μάρτυρας ένα ψαροκάικο ήταν αυτό που τους εντόπισε που φωνάζανε βοήθεια, βοήθεια. «Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες. Είδα έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα… Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε… Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δεν θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας», ανέφερε ο μάρτυρας στην κατάθεση του.
«Δίπλα στα ασθενοφόρα ήταν πλαστικές σακούλες μαύρες με νεκρούς. Η κόρη μου είπε “μπαμπά τι να πάω να πω για το μάτι μου (σ.σ. είχε κλείσει), δεν βλέπεις τι γίνεται τώρα;”» περιέγραψε ο μάρτυρας, το σπίτι του οποίου καταστράφηκε ολοσχερώς, έλιωσαν ακόμα και τα air condition και τα σίδερα, ενώ, όπως είπε όλη αυτή η κατάσταση τους δημιούργησε πολλά προβλήματα και μέχρι σήμερα πάνε σε ψυχολόγο.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του μάρτυρα δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα στους συνηγόρους υπεράσπισης και υποστήριξης της κατηγορίας με αφορμή ερωτήσεις που υποβλήθηκαν για τους νεκρούς, ενώ ο μάρτυρας έχει υποστεί μόνο υλικές ζημιές. Από την πλευρά της υπεράσπισης υπήρξαν αντιδράσεις με το ακροατήριο να αρχίσει να φωνάζει “ντροπή σας”.
Στη συνέχεια, κατέθεσε στο δικαστήριο ο εγκαυματίας, Κωνσταντίνος Χατζησταματίου, ο οποίος έζησε μαζί με την οικογένεια του, τον πύρινο εφιάλτη. Ο μάρτυρας βρισκόταν σπίτι του στο Μάτι. «Γύρω στις 6 το απόγευμα, άρχισαν να πέφτουν μεγάλες κάφτρες και η φωτιά ήταν σχεδόν μέσα στην αυλή μας. Βγαίνοντας από είσοδο ήταν το πρώτο θερμικό κύμα που μας έκαψε.
Τρέξαμε προς παραλία, δεν μπορούσες να δεις σε απόσταση μεγαλύτερη από πέντε μέτρα. Είδα ένα αυτοκίνητο μας πήρε και μας κατέβασε στο λιμάνι. Παρέμεινα μιάμιση ώρα εκεί», είπε ο μάρτυρας στην κατάθεση του, εξηγώντας στη συνέχεια πως η φωτιά τους κυνήγαγε και τους έσπρωχνε προς την παραλία.
Στην συνέχεια όπως είπε είδε μέσα στο καπνό ένα τζιπ και αυτή ήταν η σωτηρία του. «Μέσα στον καπνό που μας έπνιγε, είδα κόκκινα φώτα και έτρεξα να δω ποιος ήταν για βοήθεια. Τους είπα σας παρακαλώ κινδυνεύει η ζωή μου και να με πάρουν. Με κατέβασαν από τον τζιπ με έβαλαν σε ιδιωτικό ασθενοφόρο και με πήγε στο νοσοκομείο. Είχα εγκαύματα. Έμεινα 40 ημέρες στο νοσοκομείο. Υποβλήθηκα σε δύο πλαστικές επεμβάσεις», περιέγραψε ο μάρτυρας σχετικά με τις δραματικές στιγμές που βίωσε.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του εισαγγελέα, ο μάρτυρας τόνισε πως έπαιρναν τηλέφωνο το λιμενικό και δεν απαντούσε κανείς. «Το πυροσβεστικό έφτασε γύρω στις 10:30 το βράδυ και όταν είπε μία κυρία δε ρίχνετε το νερό στο σπίτι που καίγεται, είπαν άστο αυτό κάηκε τώρα! Δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση», τόνισε ο μάρτυρας.
Ο μάρτυρας, Ιωάννης Χατζηαθανασιου έχασε την αδελφή του η οποία έμενε στο Κόκκινο Λιμανάκι. «Η αδελφή μου απανθρακώθηκε. Έμενε στο Κόκκινο λιμανάκι. Δεν ειδοποιήθηκε κανένας, ούτε εγώ ειδοποιήθηκα για την πυρκαγιά. Κινδύνευσα κι εγώ αλλά ευτυχώς όταν πλησίασε το σπίτι μου στη Ραφήνα, η φωτιά είχε κατευναστεί», τόνισε ο μάρτυρας, ο οποίος είπε ότι είδε μία ρίψη ελικοπτέρου στις πέντε παρά πέντε.
Νωρίτερα, οι δικηγόροι υποστήριξης της κατηγορίας κατέθεσαν στο δικαστήριο υπόμνημα του ελληνικού δημοσίου το οποίο υποβλήθηκε στα διοικητικά δικαστήρια και στο οποίο επιρρίπτεται ευθύνη στους νεκρούς κατοίκους σε ποσοστό 95% γιατί δεν είχαν καθαρίσει τις αυλές!