Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για Λιγνάδη: «Όχι» στον ποινικό λαϊκισμό
Η θέση που παίρνει για την απόφαση της Δικαιοσύνης
Την αντίθεσή του στις επικρίσεις για τη δικαστική απόφαση για την υπόθεση του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, καθώς και για άλλες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει έντονα τη κοινή γνώμη, διατυπώνει το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας (ΔΣΑ).
Σε ψήφισμά του σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπως γίνεται υποκειμενικά αντιληπτό, δεν μπορεί να προδικάζει το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης» ούτε όμως «δικαιολογείται να υποκινεί φαινόμενα ποινικού λαϊκισμού όπως, δυστυχώς, έχουμε διαπιστώσει, κατ’ επανάληψη, από τις σχετικές κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες». Ακόμη, κατά τον ΔΣΑ «οποιαδήποτε προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης σε υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι καταδικαστέα, ιδίως όταν προέρχεται από πρόσωπα με θεσμικό ρόλο».
Αναλυτικά, ολόκληρο το ψήφισμα που εξέδωσε ο ΔΣΑ έχει ως εξής:
«”Ποινικός λαϊκισμός” και η απονομή της δικαιοσύνης – Κοινό περί δικαίου αίσθημα – Κριτική δικαστικών αποφάσεων – Τεκμήριο αθωότητας – 497 παρ.8 ΚΠΔ – Ψήφισμα Δ.Σ.Α.
Το ΔΣ του ΔΣΑ, με αφορμή τις δημόσιες τοποθετήσεις και αντιδράσεις, που εκδηλώνονται μετά τις πρόσφατες ποινικές υποθέσεις που απασχόλησαν και απασχολούν την ελληνική κοινωνία, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
1. Το ΔΣ του ΔΣΑ θεωρεί εύλογο και αναμενόμενο το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την εξέλιξη υποθέσεων με ειδεχθή εγκλήματα και ιδίως όταν αυτά διαπράττονται κατά ανηλίκων καθώς επίσης και την έκφραση γνώμης και κριτικής από τους πολίτες.
2. Κορωνίδα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στο πεδίο του ποινικού δικαίου, αποτελεί το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής δικαστικής απόφασης και η βασική αυτή αρχή δεν πρέπει να κάμπτεται από οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο.
3. Σε μία δημοκρατική και ευνομούμενη Πολιτεία, η Δικαιοσύνη απονέμεται από τα Δικαστήρια, σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται έναντι όλων, χωρίς καμία διάκριση. Οποιαδήποτε προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης σε υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι καταδικαστέα, ιδίως όταν προέρχεται από πρόσωπα με θεσμικό ρόλο.
4. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπως γίνεται υποκειμενικά αντιληπτό, δεν μπορεί να προδικάζει το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης, πέραν της κείμενης νομιμότητας, ούτε δικαιολογείται να υποκινεί φαινόμενα ποινικού λαϊκισμού, όπως, δυστυχώς, έχουμε διαπιστώσει, κατ’ επανάληψη, από τις σχετικές κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες.
5. Οι δικαστικές αποφάσεις προφανώς και επιδέχονται κριτικής, η οποία όμως δεν μπορεί να καταλήγει σε συλλήβδην απαξίωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας.
6. Η διάταξη του άρθρου 497 παρ. 8 ΚΠΔ, όπως ισχύει μέχρι σήμερα μετά την τελευταία τροποποίησή της με το Ν. 3904/2010, κινείται σε σωστή κατεύθυνση και η εφαρμογή της εναπόκειται αποκλειστικά στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι τη δυνατότητα αυτή αποστερήθηκαν τα δικαστήρια για ήσσονος ποινικά αδικήματα μετά την πρόσφατη τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 187 ΠΚ.
7. Εχέγγυο ασφάλειας της δικαστικής κρίσης αποτελεί ο έλεγχος της υπόθεσης από πλείονες βαθμούς δικαιοδοσίας».